ΤΕΥΧΟΣ 25

Πάσχα 1990


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Και πάλι κίνησα να’ρθω Χριστέ μου στην αυλή σου
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα
όπου με πόθο αχόρταγο το λαχταρεί η ψυχή μου.

Κάλλιο μια μέρα στη δική σου αυλή, παρά χιλιάδες.
Στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
καλύτερα, παρά να ζω σ’ αμαρτωλών λημέρια.

(Α. Παπαδιαμάντης)

Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία από τις στήλες της εφημερίδας “Ορθόδοξος Τύπος” πάνω στο θέμα της χριστιανικής ποίησης και της τέχνης γενικότερα. Άξονας των γραφομένων από τον αρθρογράφο του Ο.Τ. είναι ότι “η αίσθηση του κάλλους, η βίωση της ομορφιάς ως αισθητής είναι πάρα φύσιν έκκριμα που μολύνει τον άνθρωπο και το περιβάλλον εγκαινιάζοντας τη φθορά”. Για τον αρθρογράφο η ποίηση, η τέχνη, “είναι έκφραση της στρυφνότητας του πολιτισμένου τρόπου ζωής” και διαιώνιση των “εφάμαρτων” εμπειριών της “ηδονής και της οδύνης”, που προήλθαν από την παρακοή. Η θέωση, γράφει, προϋποθέτει την απόρριψη κάθε ηδονής των αισθήσεων προκειμένου ο άνθρωπος να επιστρέψει στο αρχαίο κάλλος. Η ποίηση και η τέχνη “υποστασιάζει τα ανυπόστατα” αντιποιούμενη το έργο του Θεού. Η Εκκλησία ανέχτηκε την εισαγωγή των εικόνων “ιδιαίτερα λόγω του πλήθους των αγραμμάτων πιστών”, ενώ κάθε αισθητικό κάλλος στην υμνολογία και την εικονογραφία, ο αρθρογράφος το καταδικάζει απερίφραστα. Μόνη επιτρεπτή τέχνη, γράφει, είναι αυτή που εξυπηρετεί μια άμεση “χρεία”.

Το θέμα είναι πολύ σημαντικό γιατί άπτεται στοιχειωδών θεολογικών αληθειών της πίστης μας και γι’ αυτό θα θέλαμε να προσθέσουμε μερικές σκέψεις στα όσα έχουν γραφεί.

Για τους ορθόδοξους Χριστιανούς καμιά θεολογική συζήτηση δεν πατά σε στέρεη βάση αγνοώντας τη στοιχειώδη αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, πλασμένος “κατ’ εικόνα” Θεού. Ως πρόσωπο έχει δοσμένο το χάρισμα του “λόγου”, της πρόσβασης στη γνώση αρρήτων αληθειών και γι’ αυτό ζει μέσα του ο πόθος της αιωνιότητας, της αφθαρσίας και της θέωσης, που αποτελεί τον “λόγο” και τον σκοπό της ύπαρξης και της δημιουργίας του.

Ο Θεός επέτρεψε να πέσει ο άνθρωπος στη φθορά που αμαύρωσε το πρόσωπό του και έφερε τη διάσπαση και το θάνατο. Και επέτρεψε ο Θεός να συμβεί αυτό από αγάπη για τα κτίσματά του που έχουν ανάγκη αυτής της οδυνηρής εμπειρίας σαν μια πορεία προς την ωριμότητα που θα τους οδηγήσει στη θέωση, δυνατότητα που δόθηκε με τη σάρκωση του Λόγου. Φτάνουμε, δηλαδή, στη θέωση και τη σωτηρία περνώντας μέσα από τα θλιβερά μονοπάτια της φθοράς και αποκτώντας τη γεύση της οδύνης και του θανάτου.

Η αληθινή τέχνη είναι κατάδειξη των ακραίων συνεπειών της πεσμένης ανθρώπινης κατάστασης. Είναι η περιγραφή του κόσμου της φθοράς και κραυγή θλίψης για την απώλεια της σχέσης, της επαφής, της εν αγάπη επικοινωνίας δηλαδή του προσωπικού τρόπου της ύπαρξης. Είναι η προσπάθεια να περισωθεί η δυνατότητα του προσωπικού στοχασμού, η προσωπική συμμετοχή και προσφορά, η επικοινωνία μέσα από την κατάθεση της μαρτυρίας της προσωπικής οδύνης. Είναι η έκφραση της δίψας για την αιωνιότητα, η βαθιά επιθυμία για υπέρβαση των ορίων της φθοράς, για την νίκη ενάντια στο θάνατο. Με λίγα λόγια είναι μια ανεπίγνωστη ίσως προσπάθεια να περισωθεί το ανθρώπινο πρόσωπο από την αμαύρωση που υπέστη εξαιτίας της πτώσης και της απομάκρυνσης από τον Θεό.

“Προς σύστασιν της ημετέρας ζωής” μετά την πτώση δόθηκε λοιπόν και η γνώση και η τέχνη. Σαν μια προσπάθεια των πεσμένων ανθρώπων να περισώσουν κάτι από τον “λόγο”, τη σχέση, την επαφή με τα πράγματα, τη μεταξύ τους επικοινωνία μέσα από τον κοινό τόπο της νοσταλγίας τους για μια αγάπη αιώνια, άφθαρτη και αληθινή.

Και αυτές οι χρείες, αυτές οι ανάγκες είναι η πιο αληθινή ανάγκη που υπάρχει στον άνθρωπο που βρίσκεται στην κατάσταση της φθοράς. Ανάγκες βεβαίως που ξεφεύγουν από τις κοινές, καθημερινές χρείες στις οποίες θέλει να υποτάξει κάθε τέχνη και γνώση ο αρθρογράφος του Ο.Τ. Ανάγκες όμως που ξεπηδούν από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος πρόσωπο, κατ’ εικόνα Θεού, έχοντας μέσα του την υπέρτατη ανάγκη και την άσβεστη δίψα για την αιωνιότητα.

 

Η αγιογραφία, η τέχνη των εικόνων, είναι η έκφραση του σωτηριώδους γεγονότος της ανθρώπινης θέωσης μέσα στη δόξα του Θεού, που επιχέεται σε μια κτίση που στενάζει και ωδίνει αποκαραδοκούσα την επαγγελία. Είναι η κατάδειξη μιας διαδρομής της κτίσης από την κατάσταση της φθοράς και του θανάτου στην κατάσταση της θέωσης και της αφθαρσίας δια της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και δια της αναστάσεώς Του. Είναι φανέρωση της προσωπικής υπάρξεως του Θεού και της προσωπικής Του εμφανίσεως στους ανθρώπους. Φανέρωση του γεγονότος της δικής μας σωτηρίας ως αποτέλεσμα προσωπικής σχέσης με το Θεό και μεταξύ μας μέσα στην Εκκλησία και σε κοινωνία με τους κεκοιμημένους πιστούς. Η τέχνη των εικόνων είναι λοιπόν προσπάθεια με μέσα ανθρώπινα για την έκφραση αρρήτων μυστηρίων, πνευματικών αληθειών και βοηθά το νου μας να στραφεί στα άφθαρτα και αιώνια, αποδίδοντας την πνευματική διάσταση των φθαρτών και των υλικών. Και αυτό είναι ανάγκη όλων των πιστών και όχι απλώς του πλήθους των αγραμμάτων.

 

Οι Χριστιανοί δεν απεχθανόμαστε τον υλικό κόσμο έστω και στην κατάσταση της φθοράς που αυτός βρίσκεται σήμερα. Διατηρούμε δεσμούς αγάπης και επικοινωνίας μ’ αυτόν και χρησιμοποιούμε την κτίση για να στρέψουμε τα μάτια μας στον Κτίσαντα. Ας μην ψάχνουμε δρόμους “αποκαθαρμένους” από τους “ρύπους” και τους μολυσμούς της φθαρτής υλικότητας, για να μην πέσουμε στην ειδωλολατρία, ή στην αίρεση που είναι η προσπάθεια για ατομική δικαίωση και θέωση. Αν χαθούν τα κριτήρια της αληθινής ζωής, ο αγώνας του Χριστιανού εμφανίζεται σαν ατομική προσπάθεια αποκοπής από τα αισθητά και υλικά μέσω της “φυλακής των αισθήσεων” για την αποφυγή των ατομικών πτώσεων.

Η ηθικιστική αυτή διαστρέβλωση της πατερικής διδασκαλίας “περί της φυλακής των αισθήσεων” έχει καταργήσει σε πολλούς πιστούς τη συνείδηση της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στον καθένα από μας και στον κόσμο γύρω μας, την κτίση ολόκληρη. Έτσι έχουμε φτάσει να αντιμετωπίζουμε τον υλικό κόσμο, την ίδια τη δημιουργία του Θεού, σαν αίτια κακών και δεν φλέγεται η καρδιά μας από αγάπη για τα πλάσματα του Θεού που συστενάζουν και συνωδίνουν.

Αυτή τη χαμένη λόγω της πτώσεως σχέση προσπαθεί να δείξει με μέσα ανθρώπινα και ανεπαρκή κάθε αληθινή τέχνη. Ο Θεός μας χάρισε τις αισθήσεις και την ηδονή δια των αισθήσεων ακριβώς για να βοηθήσει όλου εμάς τους πνευματικώς νηπιάζοντας και χτυπημένους από την οδύνη της φθοράς, να βρούμε το δρόμο μας και να επιστρέψουμε στην αρμονία της προσωπικής ύπαρξης που αμαυρώθηκε από την πτώση. Η ηδονή δεν είναι άλλο από τη χρήση των δερματίνων χιτώνων για την αντιμετώπιση της πτώσεως. Ας μην βλασφημούμε το θέλημα του Θεού. Ούτε η οδύνη της φθοράς, ούτε η ηδονή της μέθεξης των αισθητών, που μας βοηθά να περισώσουμε τα γνωρίσματα του προσώπου, είναι πράγματα κακά και εφάμαρτα. Ο Χριστιανός τα χρησιμοποιεί για να βαδίσει το δρόμο προς την πνευματική ωριμότητα και τη θέωση. Για τον άνθρωπο που είναι μακρυά από τον Θεό αποτελούν αυτοσκοπό και προσθέτουν φθορά στη φθορά. Και όσο προχωρά ο άνθρωπος στη γνώση και στη μέθεξη του Θεού τόσο το κάλλος της θείας δόξας επισκιάζει κάθε άλλο φυσικό κάλλος. Γι’ αυτό ασκείται ο Χριστιανός στη φυλακή των αισθήσεων, ώστε να επιτρέψει στη Χάρη του Θεού να τον επισκιάσει ολόκληρο και πάντα κατά τα μέτρα του. Όχι γιατί η φυσική ομορφιά και η χαρά των αισθήσεων είναι εφάμαρτα και κακά. Αν ο άνθρωπος στερηθεί τη φυσική χαρά πριν ο Θεός επιτρέψει να τον επισκιάσει η δική Του Χάρη, τότε καταλήγει να γίνει ύπαρξη τραγική που έχει αποτύχει στο σκοπό της.

 

Η ποίηση, η τέχνη ούτε σώζει κανένα ούτε αποτελεί αυτοσκοπό. Η άρνηση της ποίησης, όμως, είναι εικονοκλαστική, γιατί είναι άρνηση του ανθρώπινου προσώπου, άρνηση του ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, πλασμένος με “λόγο” και με τη δυνατότητα της έκφρασης και της δημιουργίας. Η άρνηση της ποίησης είναι η εικονοκλαστική θεώρηση της θέωσης που αγνοεί τη θεολογία του προσώπου.

Είναι λάθος ο διαχωρισμός της ποίησης σε “χριστιανική” και μη. Ποίηση υπάρχει μόνο μία, η κραυγή της ψυχής που στενάζει στο ζυγό της φθοράς, που λυπάται για την κατάσταση της κτίσης, διψά όμως την αιωνιότητα και χαίρεται με την ελπίδα της ανάστασης που θα σώσει την πλάση όλη από το θάνατο και θα αποκαταστήσει τους ανθρώπους στην κοινωνία με το Χριστό: “Κύριε προς Σε κεκράξομαι ο Θεός μου, εδίψησέ Σε η ψυχή μου, ποσαπλώς Σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω”.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ