ΤΕΥΧΟΣ 28

Καλοκαίρι 1990


ΕΝΤΟΣ ΥΜΩΝ

Ποιο είναι το βαθύτερο χαρακτηριστικό της ορθόδοξης ζωής; Τι κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει την ορθόδοξη ευσέβεια; Ποιο είναι το σημάδι της ορθόδοξης γνησιότητας, που είναι και προϋπόθεση της αληθινής πίστεως;

Είναι η προς τα έσω στροφή.

Η Ορθοδοξία δεν είναι τίποτε άλλο παρά δίψα για τη Βασιλεία των Ουρανών, αναζήτηση της Βασιλείας του Θεού, της κοινωνίας με τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Όμως “η Βασιλεία του Θεού”, όπως είπε ο Κύριος, “εντός υμών εστί” (Λουκ. Ιζ΄ 21). Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας, γιατί το Θεό μόνο μέσα μας μπορούμε να τον συνατήσουμε και να ρθούμε σε κοινωνία μαζί Του, μέσα στην καρδιά μας.

Είναι χαρακτηριστικό της αντορθόδοξης διδασκαλίας των νεότερων χρόνων το ότι το “εντός υμών” του Κυρίου ερμηνεύθηκε όχι “μέσα σας” αλλά “ανάμεσά σας”. Με αυτήν την πονηρότατη παρερμηνεία άλλαξαν όλα και ο λόγος του Κυρίου ανατράπηκε άρδην. Έτσι αντί οι Ορθόδοξοι να μάθουν ότι πρέπει να αναζητήσουν τη Βασιλεία του Θεού μέσα τους, έμαθαν το αντίθετο, ότι πρέπει να την αναζητήσουν έξω, στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.

Η εκκλησιαστική κοινωνία, είπαν οι διαστρεβλωτές, είναι κοινωνία με τους άλλους Χριστιανούς, είναι δόσιμο στους άλλους, είναι αγάπη μεταξύ μας. Απ’ εναντίας η προς τα έσω στροφή είναι περιχαράκωση στο εγώ, απώλεια της επαφής με τους άλλους, ομφαλοσκοπία, αρρωστημένος εγωκεντρισμός.

Αυτές είναι οι συνέπειες της αγνωσίας του Θεού. Δεν ξέρουν οι άνθρωποι αυτοί ότι οποιαδήποτε κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι αδύνατη χωρίς το Θεό.

Ο Θεός είναι και ο τόπος και ο τρόπος και η δύναμη της οιασδήποτε επικοινωνίας. Ο Θεός είναι η ίδια η επικοινωνία, ο Θεός είναι η ίδια η αγάπη, γιατί ο Θεός είναι Τριάς, αγαπητική κοινωνία προσώπων. Μόνον η κοινωνία με το Θεό μπορεί να δώσει την κοινωνία των κτιστών προσώπων μεταξύ τους. Οποιαδήποτε προσπάθεια άμεσης επικοινωνίας των ανθρωπίνων προσώπων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, γιατί είναι απονευρωμένη. Δεν υπάρχει άλλη ενέργεια επικοινωνίας από τη Θεία Ενέργεια. Μόνον η κοινωνία με τη Θεία Ενέργεια καθιστά ενεργό την κοινωνία μεταξύ μας. Οποιαδήποτε άμεση προσπάθεια επικοινωνίας, που ξεχνά ή αγνοεί το Θεό, καταντάει αυταπάτη.

Αν υπάρχει κοινωνία προσώπων μέσα στην Εκκλησία, υπάρχει τόσο όσο τα πρόσωπα αυτά έχουν κοινωνία με το Θεό. Η απλή συγκέντρωση των προσώπων έστω και μέσα στον οίκο του Θεού έστω και γύρω από το θυσιαστήριο, έστω και σε κοινωνία του Σώματος και του Αίματός Του, μπορεί χωρίς προσωπική κοινωνία μαζί Του να καταντήσει βλασφημία του Θεού και αναξιότης ενώπιον του αγιοτάτου μυστηρίου της Εκκλησίας.

Αλλά η κοινωνία αυτή με το Θεό είναι υπόθεση προσωπική εν Αγίω Πνεύματι. Είτε στο ναό βρίσκεται ο Χριστιανός είτε στο δρόμο, είτε στο σπίτι, είτε με πλήθος, είτε στη μοναξιά, η υπόθεση της κονωνίας με το Θεό είναι υπόθεση έσω στροφής. Το Θεό στην καρδιά μας θα τον συναντήσουμε και όταν τον συναντήσουμε, Εκείνος θα μας πιάσει από το χέρι και θα μας φέρει σε κοινωνία με τους άλλους. Και η κοινωνία μας με τους άλλους, ο σύνδεσμός μας, θα είναι πάντοτε Εκείνος ο ίδιος.

Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος για τη Βασιλεία του Θεού από εκείνον που οδηγεί στην καρδιά μας, εκείνον που οδηγεί “εντός υμών”. Είναι ο δρόμος του ησυχασμού. Ο ησυχασμός είναι το βαθύτερο χαρακτηριστικό της ορθόδοξης ζωής, το σημάδι της ορθόδοξης γνησιότητας, η προϋπόθεση της ορθοφροσύνης και της ορθής πίστης και δόξας, η προϋπόθεση της πίστης και της ορθοδοξίας.

Σ’ όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς πολέμους της Εκκλησίας είχαμε τους ησυχαστές από τη μια μεριά να υπερασπίζονται την Ορθοδοξία και τους αντιησυχαστές από την άλλη να την μάχονται.

Η ίδια η υφή της αίρεσης είναι αντιησυχαστική. Πρίν από κάθε τι άλλο οι αιρέσεις του παπισμού και του προτεσταντισμού είναι αντιησυχαστικές. Και μέσα στην Ορθοδοξία όσοι επηρεάζονταν από τις αιρέσεις γίνονταν σιγά - σιγά αντιησυχαστές, αποκτούσαν αντιησυχαστικό πνεύμα, αντιησυχαστικές τάσεις. Γίνονταν ή εσωστρεφείς ή νοησιαρχικοί.

Δεν υπάρχει πιο σίγουρο κριτήριο Ορθοδοξίας από το γνήσιο ησυχασμό. Ο γνήσιος ησυχασμός είναι εσωτερική διάθεση. Μπορεί να είναι κανείς μοναχός στην έρημο και η καρδιά του να είναι στον κόσμο. Οι εχθροί των Κολλυβάδων αγιορείτες ήταν κατ’ όνομα και κατά τα φαινόμενα ησυχαστές, αλλά ο νούς και η καρδιά τους άλλα έλεγε. Ο δυτικός μοναχισμός ήταν στην αρχή ορθόδοξος, δηλαδή ησυχαστικός. Σιγά - σιγά μπήκε μέσα του το πνεύμα της ξωστρέφειας. Έγινε εραποστολικός, φιλανθρωπικός, διανοητικός, επιστημονικός.

Ο πειρασμός στους χριστιανούς δεν είναι πάντοτε ζωώδης. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ έξυπνος. Αλλιώς ο διάβολος δε θα λεγόταν πονηρός. Η κλήση προς τον κόσμο δεν απευθύνεται ποτέ γυμνή, είναι ντυμένη με την απάτη της αγάπης. “Πήγαινε να σώσεις τους αδελφούς σου. Δε βλέπεις; Ζητούν βοήθεια”. Και ο ησυχαστής φεύγει στον κόσμο ή ασχολείται με τον κόσμο και παύει να είναι ησυχαστής. Έτσι και πιστέψει ο Χριστιανός ότι θα σώσει και θα βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους, έγινε θύμα του πονηρού. Κανείς μας δεν μπορεί να σώσει και να βοηθήσει κανέναν. Μόνος σωτήρας και βοηθός είναι ο Θεός. Έτσι και χάσαμε αυτή την αλήθεια χάσαμε τα πάντα.

Αυτή την αλήθεια ποτέ δεν την είχαν χάσει οι Ορθόδοξοι, γι’ αυτό η στροφή τους ήταν πάντοτε προς τα έσω, ποτέ προς τα έξω. Γι’ αυτό και γίνονταν όργανα της θείας πρόνοιας για τη σωτηρία των ανθρώπων, χωρίς να το επιδιώκουν οι ίδιοι. Αυτοί οι ίδιοι οι Απόστολοι, οι επί τούτο σαφώς απεσταλμένοι από τον Κύριο στους ανθρώπους, ήταν άνθρωποι της έσω στροφής. Δεν ήταν άνθρωποι της δραστηριότητας, αλλά της προσευχής. Γι’ αυτό και ο λόγος τους είχε δύναμη. Γιατί ήταν λόγος Θεού. Δεν είχαν καμιά ομοιότητα με τους σημερινούς ιεραποστόλους.

Οι ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας έκαναν ιεραποστολή χωρίς να το επιδιώκουν και χωρίς να το ξέρουν. Γιατί οι ιεραπόστολοι δεν είναι μια τάξη μέσα στην Εκκλησία. Όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι ιεραπόστολοι, αν είναι πραγματικά άνθρωποι του Θεού. Και τότε δεν είναι αυτοί που γυρεύουν μαθητές, δεν έχουν συνείδηση διδασκάλων. Είναι οι μαθητές που γυρεύουν αυτούς.

Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί δεν επιδιώκουν τη σωτηρία των άλλων. Φροντίζουν μόνο για τη σωτηρία τη δική τους και τη σωτηρία των άλλων την αναθέτουν στο Θεό. Αν έτσι αξιωθούν να γίνουν κατοικητήρια του Θεού και μιλάει ο Θεός με τα μάτια τους και με το στόμα τους και με την καρδιά τους, ίσως να γίνουν όργανα της σωτηρίας άλλων. Ποτέ όμως δε θα επιδιώξουν κάτι τέτοιο οι ίδιοι. Και αν πραγματικά έγιναν όργανα σωτηρίας άλλων, αυτό θα το ξέρει μόνο ο Θεός.

Όσο πιο έντονα ζούμε με το Θεό, όσο πιο βαθιά εισδύουμε στην καρδιά μας και συναντούμε το Θεό που κατοικεί στην καρδιά των βαπτισμένων Χριστιανών, τόσο περισσότεροι άνθρωποι σώζονται γύρω μας χωρίς εμείς να έχουμε ιδέα. Δεν τους σώζουμε εμείς, αλλά ο Θεός που κατοίκησε μέσα μας. Εμείς καμιά μέριμνα δεν πρέπει να έχουμε γι’ αυτό, εκτός και αν μας έδωσε ο Θεός ειδική και σαφή εντολή, όπως στους Αποστόλους. Και αν μας έδωσε ο Θεός τέτοια εντολή τη σηκώνουμε στον σταυρό που μας φόρτωσε νοσταλγώντας πάντα την ησυχία, όπως τα ψάρια τη θάλασσα.

“Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν” (Λουκ. Ιζ΄ 21).

Αλέξανδρος Καλόμοιρος

Σημείωση σύνταξης:
Το κείμενο αυτό είναι το τελευταίο κείμενο που μας άφησε ο συγγραφέας πριν την κοίμησή του τον Αύγουστο του 1990



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ