ΤΕΥΧΟΣ 30

Νοέμβριος 1990


Φύση και Πρόσωπο

Το πρόσωπο

Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού εποίησε τον άνθρωπο ενεργώντας το θείο θέλημα: “Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέρα και καθ’ ομοίωσιν”. Πώς τον εποίησε; “Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης”. “Κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν”. Η φύση του ανθρώπου είναι σάρκα υλική και χωμάτινη, όπως ολόκληρη η φύση των κτιστών. Όμως ταυτόχρονα ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατά την εικόνα του Χριστού του αναστάντος που κάθεται εκ δεξιών της δόξης του Πατρός. Κατά την ουσία του ο άνθρωπος όλος είναι χώμα, η φύση όμως αυτή έχει δεχτεί το αποτύπωμα μιας θείας σφραγίδας, που τον καθιστά εικόνα του Κτίστη του.

Η σφραγίδα αυτή είναι που κάνει κάθε άνθρωπο ύπαρξη “προσωπική”, μοναδική, με ξεχωριστή κλήση από το Θεό και με ιδιότητες που διακρίνουν μόνο τους ανθρώπους και όχι τα ζώα: την ελευθερία, το λόγο, τη δυνατότητα της γνώσεως του Θεού και της δημιουργίας. Η σφραγίδα αυτή μας δόθηκε οντολογικά με τη σάρκωση του Λόγου. Η ένωση του Προσώπου του Λόγου με την ανθρώπινη σάρκα είχε σαν αποτέλεσμα το αποτύπωμα της εικόνας αυτού του Θείου Προσώπου στη χωμάτινη φύση του καθενός από μας.

Κατά το πρόσωπο του Χριστού γινόμαστε και μεις “πρόσωπα”, εικόνες του Κτίστη. Η ένωση του Λόγου με τη σάρκα απεργάζεται τη χοϊκή μας φύση ικανή να γίνει δοχείο του αγίου Πνεύματος, “ψυχή ζώσα”. Και ως “πρόσωπο” ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να ζήσει με τον τρόπο που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα της Θεότητας.

Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου είναι η “κοινωνία”. Κοινωνία ανάμεσα σε όντα που ως μόνη αληθινή ζωή γνωρίζουν το να προσβλέπουν με αγάπη το ένα στο άλλο, πρόσωπο προς πρόσωπο. Ο καθένας μας γεννιέται σ’ αυτή τη γη ακριβώς για να κάνει πράξη τη ζωή των προσώπων της Θεότητας. Και ανάλογα με την ελεύθερη βούλησή του ή κατορθώνει να ζήσει μια ζωή εκκλησιαστικής κοινωνίας και ενότητας ή προτιμά να ζει μια ζωή εγωϊστικής αυτάρκειας. Ή ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σε κοινωνία με τα πρόσωπα της Θεότητας, ή ενάντια στο θέλημα του Θεού, μέσα στην κόλαση της μοναξιάς.

Λαβών χουν... τον άνθρωπον έπλασε

Ως προς τις κοσμικές του καταβολές ο άνθρωπος όλος είναι χώμα. Η βιολογική χωμάτινη σάρκα μας είναι ίδια με το χώμα των άστρων. Είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση όλων των άλλων έμβριων όντων που προήλθαν κι αυτά από το χώμα της γης και τον πυθμένα της θαλάσσης. Όλα προήλθαν από την ίδια ρίζα με την επισκίαση του Αγίου Πνεύματος που ζωοποίησε τα ύδατα στην αρχή της δημιουργίας.

Αυτός ο κοινός φυσικός δεσμός με την ύλη του σύμπαντος είναι η αιτία που τα άστρα πέθαιναν δισεκατομμύρια χρόνια πριν την παρακοή του Αδάμ. Γιατί η πτώση του Αδάμ ενήργησε σαν τη μαγιά και οδήγησε στο θάνατο κάθε τι που συνδέονταν μαζί του με τους δεσμούς της γέννησης και της κοινής φύσης. Γι’ αυτό πέθαιναν οι δεινόσαυροι, γι’ αυτό πεθαίνουν μέχρι σήμερα τα ζώα και τα πουλιά. Γιατί όλα, όπως και ο άνθρωπος, γεννήθηκαν από τον ίδιο αρχικό σπόρο, που μεγάλωσε και αναπτύχθηκε για να γίνει το σημερινό σύμπαν.

Ως προς την κλήση του, το ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να μετέχει στη ζωή της Θεότητας. Μεταγγίζει έτσι στην υπόλοιπη κτίση με την οποία συγγενεύει το πλήρωμα της χάριτος και οδηγεί κι αυτήν στην κοινωνία με τον Κτίστη^ “Λαβών γάρ, φησίν, ο Θεός χουν από της γης, τον άνθρωπον έπλασε^ και δια της ιδίας εμπνεύσεως τω πλάσματι την ζωήν ενεφύσησεν^ ως αν συνεπαρθείη τω Θείω το γήϊνον, και μία τις κατά το ομότιμον δια πάσης της κτίσεως η Χάρις διήκοι, της κάτω φύσεως προς την υπερκόσμιον συγκιρναμένης”. (Γρ. Νύσσης, PG 45, 270 - 8Α)

Σώμα και ψυχή

Αν, όμως, όλος ο άνθρωπος πλάστηκε από το χώμα της γης, τι σημαίνει τότε η διάκριση του ανθρώπου σε σώμα και ψυχή; Στην ανθρωπολογία των Πατέρων της Εκκλησίας δεν υπάρχουν διαλυστικές και απόλυτες διακρίσεις ανάμεσα σε σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα. Τόσο οι σωματικές όσο και οι ψυχικές λειτουργίες αποτελούν σχετικές μεταξύ τους δυνατότητες της φύσης μέσω των οποίων εκδηλώνεται η βαθύτερη αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου, “ο έσω άνθρωπος”. Η διάκριση, δηλαδή, σε ψυχή και σώμα δεν αναφέρεται σε δύο φύσεις, σε δύο διαφορετικές φυσικές οντότητες με διακριτά και ξένα μεταξύ τους φυσικά γνωρίσματα. Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: “Πολλά λέγει η θεία Γραφή και τίθησι καταχρηστικώς ονόματα πολλάκις^ άτινα του σώματος μεν εστί, κατά της ψυχής δε λέγεται. Και πάλιν τα της ψυχής κατά του σώματατος, και ου χωρίζει ταύτα^ αλλ’ οι συνετοί συνιείσι τούτο.” (Ισαάκ Σύρου, Λόγος πγ΄) Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει ότι η ψυχή είναι “συγκεκραμένη τη υλική φύσει δια των αισθήσεων” (PG 44, 176).

Οι Πατερικές αναφορές στο λεγόμενο δισύνθετο της ανθρώπινης φύσης εικονίζουν τη διάκριση της ορθόδοξης θεολογίας ανάμεσα στη “φύση” και στο “πρόσωπο”. Οι αναφορές στο σώμα και στην ψυχή σημαίνουν την αγιογραφική διάκριση ανάμεσα στον “χουν” που λαμβάνει ο Θεός από την ύλη του σύμπαντος και στα προσωπικά ιδιώματα που προσδίδει στη φύση αυτή αποτυπώνοντας πάνω της την υπερφυή Του σφραγίδα. Με τους όρους σώμα και ψυχή αποδίδουν οι Πατέρες το μυστήριο της δημιουργίας του ανθρώπου που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού προκειμένου να συγκεφαλαιώσει την κτίση, τόσο την άλογη όσο και την νοερή των αγγέλων και να την φέρει σε κοινωνία με το Πνεύμα το Άγιο. Το αποτύπωμα της θείας σφραγίδας μετατρέπει τον “χουν”, την άλογη βιολογική φύση, το ζωϊκό σώμα, σε “ψυχή”, σε πρόσωπο ικανό να δεχτεί την Χάρη του Θεού και να γίνει “ψυχή ζώσα”.

Αναφέρεται λοιπόν, ο όρος “ψυχή” στο “πρόσωπο”, στον όλον άνθρωπο τον πλασμένο κατ’ εικόνα Θεού και όχι σ’ ένα “μέρος” του. Ο άνθρωπος αποτελεί ενιαία “σύγκρασιν και ζεύξιν” πνευματικών και σωματικών δυνάμεων και λειτουργιών, “μυστήριον συγκράσεως ανεπινόητον” που προάγει “την κάτω φύσιν προς την υπερκόσμιον”.

Στο μυστήριο του ανθρώπινου προσώπου, που καθίσταται σύνδεσμος φυσικός, “μεσιτεύει” και ενοποιεί τις αντιθέσεις της κτίσεως αναφέρεται ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αποκαλώντας το “ψυχή”: “Ψυχήν, μέσην κειμένην Θεού και ύλης... και τας προς άμφω ενοποιούς δυνάμεις έχουσαν, τον νουν λέγω προς τον Θεόν και προς την ύλην την αίσθησιν”. (PG 91, 1193) Αναφέρεται λοιπόν η ψυχή σ’ όλες τις φυσικές δυνάμεις που φανερώνουν ότι ο άνθρωπος πλάστηκε “πρόσωπο” δεχόμενος στην χοϊκή φύση, την έχουσα “προς την ύλην την αίσθησιν”, τη σφραγίδα του Θεού που τον καθιστά ικανό να έχει “τον νουν προς τον Θεόν”.

Η χώρα της απώλειας, η γη της λησμονιάς

Τι γίνεται ο άνθρωπος όταν ολοκληρώσει πλέον την πορεία του σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο; “Επιστρέφει στο χώμα”, λέγει η διδασκαλία της ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι γη και επιστρέφει στη γη. Βρίσκεται στον τάφο σαν σπόρος που περιμένει το πλήρωμα του χρόνου για να πετάξει βλαστάρια αθανασίας. “Φυτεύεται μέσα στο σύμπαν η εικών του Θεού, για να φέρει μαζί της και το σύμπαν στην αφθαρσία”. (Ρίζες, 12) Συνεχίζει όμως ο άνθρωπος να υπάρχει “εν χειρί Θεού”. Όχι γιατί ζει κάποιο αθάνατο μέρος της φύσης του, κάποιο πνευματικό κομμάτι του ανθρώπου. Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία ο άνθρωπος είναι ενιαίος και ολόκληρος κατεβαίνει στον τάφο. Ολόκληρη η φύση μας χτυπήθηκε από τη φθορά και το θάνατο λόγω της παρακοής. Κανένα “μέρος” της ανθρώπινης φύσης δεν επιβιώνει. Οι νεκροί είναι οι “κεκοιμημένοι”. Ο θάνατος κατά τον ψαλμωδό είναι το “σκότος”, η χώρα της απώλειας, η γη της λησμονιάς. Η ψυχή όμως του ανθρώπου, το πρόσωπο, δεν καταλύεται αλλά υπάρχει ως σχέση μυστηριακή με τον Θεό. Δεν χάνεται ο άνθρωπος, γιατί ο Θεός γνωρίζει τη μοναδικότητα του προσώπου του. Γιατί ο λόγος του Θεού, που κάλεσε ως εικόνα Του τον άνθρωπο εκ του μη όντος εις το είναι, δεν παρέρχεται και είναι πάντα ο αυτός. Τον θυμάται ο Θεός ακόμη κι αν τον ξεχάσει κάθε άνθρωπος πάνω στη γη. Και αυτή η ύπαρξη στη γνώση και στο θέλημα του Θεού είναι η μόνη αληθινή ύπαρξη και υπόσταση που γνωρίζουμε εμείς οι ορθόδοξοι. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην ειδωλολατρική οντολογία, που βλέπει ως ύπαρξη, αυτό που περιγράφεται από μια συγκεκριμένη απτή ουσία, και ανάμεσα στην ορθόδοξη οντολογία που γνωρίζει πως πηγή της υπάρξεως είναι ο λόγος, η βουλή και η γνώση του μόνου αληθινού Θεού, του Ιησού Χριστού.

Η ψυχή, λοιπόν, ο πυρήνας της υπάρξεως, διατηρείται παρόλη την καταστροφή της φύσεως, ως το τελευταίο ακατάλυτο λείψανο της ανθρώπινης υπόστασης. Υπάρχει πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Θεό, σε κοινωνία μαζί Του, ανάλογα με την ελεύθερη στάση του ανθρώπου απέναντι στον Κύριο.

Εν χειρί Θεού

Αφού με το θάνατο σταματούν οι φυσικές λειτουργίες, καμιά φυσική επαφή δεν είναι δυνατό να υπάρξει ανάμεσα στους ζώντες και στους νεκρούς. Η μόνη δυνατή επαφή με τους νεκρούς είναι η κοινωνία με τους αγίους. Η κοινωνία αυτή γίνεται εν Αγίω Πνεύματι και οι εν ζωή την αισθάνονται μέσα στην καρδιά τους, όπως και την κοινωνία με τον Χριστό. Πρόκειται για κοινωνία προσώπων και πετυχαίνεται παρόλο που για το νεκρό άνθρωπο έχουν εκλείψει οι φυσικές ενέργειες που είναι ο φορέας της φυσικής επικοινωνίας. Η προσωπική κοινωνία με τους νεκρούς δεν έχει φορέα της τη φύση. Αυτή βρίσκεται στον τάφο. Φορέας είναι το Πνεύμα το Άγιο που περιβάλλει το πρόσωπο του νεκρού, διασώζει τα χαρακτηριστικά του, το διατηρεί στην ύπαρξη “εν χειρί Θεού”, και κατοικεί στις καρδιές όσων αγαπούν τον Θεό και τον άγιο. Δια του Αγίου Πνεύματος ο άγιος γνωρίζει τις προσευχές και δίδει την ευλογία του και την καθοδήγησή του. Τι γνωρίζει και πώς επικοινωνεί με τον Κύριο ο άγιος, είναι ένα μυστήριο. Είναι το μυστήριο του Αγίου Πνεύματος, αυτού του Θείου Προσώπου που είναι το συνεκτικό και το ζωοποιό της φύσεως. Αυτό είναι που επισκιάζει τη δημιουργία και δίνει σάρκα ζωντανή στο λόγο του Υιού, αυτό που περιβάλλει παρηγορητικά το πρόσωπο του νεκρού και δανείζει τη δική Του χαρισματική ενέργεια, όταν λείψει η φθαρτή σάρκα της φύσεως και χαθούν οι φθαρτές της ενέργειες.

Ο άνθρωπος έχει από τη δημιουργία του το “κατ’ εικόνα”, αλλά η ελευθερία του θα τον οδηγήσει να πετύχει ή όχι το “καθ’ ομοίωσιν”. Ο Χριστιανός αγωνίζεται σ’ αυτή τη γη για ένα και μοναδικό λόγο: να οδηγήσει με τη διαρκή μετάνοια την ελευθερία του ώστε να ζήσει σε εκκλησιαστική κοινωνία με τα Πρόσωπα της Θεότητας και με τους εν Χριστώ αδελφούς του. Να ζήσει ως πρόσωπο απέναντι στα πρόσωπα της ζώσας και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Έχει να πολεμήσει τον δράκοντα που του ψιθυρίζει την πλάνη ότι είναι πιο ασφαλής ο δρόμος της αυτάρκειας και της αυτονομίας. Ο δρόμος αυτός είναι των ανθρώπων που ψάχνουν ατομική κατοχύρωση στα καλούπια του ορθολογισμού και του νόμου. Είναι ο δρόμος του θανάτου. Ο δρόμος της ζωής, αντίθετα, είναι παράδοση άνευ όρων στην αγάπη του Θεού και των αδελφών. Καμιά εγκόσμια και ατομική εξασφάλιση δεν αναζητά ο αληθινός Χριστιανός. Γι’ αυτόν η ζωή είναι ένας αγώνας προσωπικής ελευθερίας και συμμετοχής στην εκκλησιαστική σύναξη. Βαδίζει έχοντας σαν οδηγό την ελπίδα της αναστάσεως στην αφθαρσία και της αιώνιας ενότητας μέσα στο φως του Χριστού.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ