ΤΕΥΧΟΣ 45

Άνοιξη 1993


 

Το μυστήριο της ανομίας: Χθες και σήμερα

Ι. Η κρίση της διδαχής

Στη σημερινή εποχή το να μιλάει κανείς για την αλήθεια του Χριστού είναι μια πολύ παρακινδυνευμένη και υπεύθυνη υπόθεση. Σε καμιά άλλη περίοδο της ιστορίας η απομάκρυνση από την αληθινή πίστη δεν είχε πάρει τις αποκαλυπτικές διαστάσεις, που έχει σήμερα. Από την άλλη μεριά, και ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής της απομάκρυνσης, τα χείλη που μιλούν για το Χριστό και οι πέννες που γράφουν γι’ αυτόν έχουν εντυπωσιακά αυξηθεί. Ο αριθμός των περιοδικών με “θρησκευτικό” χαρακτήρα αυξήθηκε κατά πολύ στην Ελλάδα, και μάλιστα μέσα στην τελευταία δεκαετία. Ένας αξιοσέβαστος αριθμός εκδοτών επιμελήθηκε και παρουσίασε τα άπαντα, σχεδόν των συγκραμάτων των αγίων Πατέρων, με αποκορύφωμα, ίσως, την επανέκδοση της μνημειώδους πατρολογίας του Migne. Η ποιότητα και η διάδοση της θεολογικής συγγραφής, εμφανίζει κι αυτή αξιοπρόσεχτη άνοδο. Ένας αριθμός θεολόγων κατορθώνει να μιλήσει μια γλώσσα, που ακούγεται προσεχτικά απαλλαγμένη από την κουφότητα του στείρου ηθικισμο και που μοιάζει ικανή να διαλεχθεί με το σύγχρονο άνθρωπο, για τα σημερινά προβλήματα.

Και όμως, αυτή η εποχή, μέσα από μια παράξενη νομοτέλεια, έχει τη δύναμη να τα αντιστρέφει και να τα αποδυναμώνει όλα. Η πληθώρα των θρησκευτικών εφημερίδων και περιοδικών καταφέρνει να κάνει το λόγο της αλήθειας να ακούγεται σαν θλιβερή δεοντολογία, ανούσιο χόρτο για μια ψυχή που διψά, ένα σωρό στερεότυπα κλισέ, ένα εργαλείο για την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων η ανθρώπινων αξιών. Ακόμα, η θρησκευτική “δημοσιογραφία”, πολύ συχνά, τα θρησκευτικά έντυπα εμφανίζονται να πάσχουν από ένα αποκαρδιωτικό σύνδρομο: Γίνονται όλο και περισσότερο “αυτιστικά”. Μιλούν στον εαυτό τους και μόνο στον εαυτό τους. Με περισσότερη ακρίβεια θα λέγαμε, μιλούν μόνο σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που ούτως ή άλλως συμφωνούν με τα γραφόμενα, ενώ όλες οι γέφυρες επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλον μοιάζουν τελεσίδικα γκρεμισμένες. Ακόμη κι αν ο λόγος της αλήθειας δεν προσκρούει στη σκλήρυνση αυτών που γράφουν, συνήθως σταματά στην αδιαφορία και τη σκληροκαρδία αυτών που διαβάζουν.

Σχετικά με την άνθηση των πατερικών και εκκλησιαστικών εκδόσεων, πρέπει πάλι να γίνουν μερικές θλιβερές διαπιστώσεις. Τα κείμενα αυτά παραμένουν, συχνά, αντικείμενα καθαρά φιλολογικής μελέτης ή επιστημονικής “σπουδής”, στα χέρια “θεολόγων” που δεν υποψιάζονται ότι για να μιλήσεις για τον Θεό πρέπει να τον έχεις γνωρίσει μ όπως τον γνώρισαν και οι Πατέρες. Από την άλλη μεριά, θαυμαστό σημείο των καιρών αποτελεί το γεγονός, ότι η πατερική διδαχή αντί να χρησιμεύσει στο φωτισμό των καρδιών για την αναζήτηση της αλήθειας, γίνεται, συχνότατα, αντικείμενο φοβερών παρερμηνειών. “Λογιότατοι” χριστιανοί “μελετούν” τους Πατέρες προσπαθώντας αδίστακτα να αντλήσουν επιχειρήματα προκειμένου να στηρίξουν τις δικές τους πλάνες και προκαταλήψεις. Η μελέτη, όμως των εκκλησιαστικών κειμένων δεν μπορεί καθόλου να είναι μια μηχανιστική προσπάθεια εξεύρεσης επιχειρημάτων. Προϋποθέτει ελεύθερη καρδιά, ανοιχτή στη χάρη του Θεού, διάθεση αληθινής “κατανόησης”και “νου Χριστού”, κατά τους Πατέρες.

Ίσως το πιο ενθαρρυντικό σημάδι των τελευταίων δεκαετιών είναι η χρήση, από μέρους ορισμένων θεολόγων, μιας γλώσσας, που καταφέρνεί να μιλήσει για τα ουσιώδη της πίστης σε μια μερίδα σύγχρονων ανθρώπων. Μια από τις πρώτες διαπιστώσεις που κάνουν αυτοί οι ελάχιστοι και συχνά αποδιοπομπαίοι λόγιοι, είναι ο εκφυλισμός και η εξαχρείωση της εκκλησιαστικής ζωής. Το βίωμα αυτό το νιώθουν τόσο έντονο, που δεν διστάζουν να μιλήσουν για “ιστορικό τέλος” της ορθόδοξης εκκλησιαστικής εμπειρίας, σ’ ένα τόπο, όπου η εμπειρία αυτή ήταν κάποτε ζυμωμένη και συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή.

Πέρα, όμώς, από την άρθρωση ενός μεστού λόγου, που καταδεικνύει τη συγκλονιστική αυτή απώλεια, φαίνεται ότι οι θεολόγοι αυτοί αποφεύγουν να αντιμετωπίσου το δίλημμα της προσωπικής ευθύνης, που συνεπάγεται η μετοχή σε αποτελματωμένα εκκλησιαστικά σχήματα, όπου αμαυρώνεται και κατασπιλώνεται ο λόγος της αλήθειας. Ακόμη και αντιμέτωποι με τις πιο σκληροπυρηνικές εκδηλώσεις της σύγχρονης αποστασίας, όπως είναι η άρνηση της ενότητας της μιας, αγίας και καθολικής Εκκλησίας, δια στόματος αρχιερέων και πατριαρχών, το θέμα μοιάζει να κλείνει, όσο τους αφορά, με κάποιο άρθρο τους ή και με την τέλεια σιωπή τους. Η στάση αυτή προξενεί κατάπληξη και μια βαθειά απορία. Ίσως, όμως, μια απάντηση στην απορία αυτή είναι η άλλη διαπίστωση που προκύπτει από τα γραπτά τέτοιων θεολόγων. Αποφεύγουν, δηλαδή, ως επί το πλείστον, να προσδώσουν στο ιστορικό “τέλος”, που περιγράφουν, την εσχατολογική προοπτική που έδιναν οι πατέρες της Εκκλησίας, όταν μιλούσαν για την αποστασία από την πίστη. Διστάζουν να διακρίνουν σε όσα συμβαίνουν, την ολοκλήρωση της ιστορικής αποστασίας, που αποτελούσε πάντα το εσχατολογικό βίωμα των αγίων: “πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν * ουκ έστιν ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός”. Αντίθετα, διαπιστώνει κανείς στα γραπτά τους, ότι είναι πιθανό να προσβλέπουν σε κάποιας μορφής αναβίωση των δεδομένων του ορθόδοξου ελληνισμού. Μερικές φορές, μάλιστα, γίνεται φανερή και μια μεσσιανική -πολιτική χροιά, που παίρνεί τη μορφή προτάσεων για την έξοδο από πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Και αυτή είναι, ίσως, η πρώτη μεγάλη και χαρακτηριστική αντίφαση που αναιρεί τη δύναμη του λόγου, όσο μεστός κι αν είναι αυτός. Η Χριστιανική ζωή είναι μια φυγή, μια εξορία, μεταφορική και κυριολεκτική. Στη ρίζα της γνωριμίας με το Θεό βρίσκεται η βαθιά συναίσθηση της ματαιότητας των γήινων και προσωρινών πραγμάτων. Το χριστιανικό κήρυγμα ποτέ δεν αποτέλεσε για τους ορθοδόξους ένα μέσο για να βελτιωθούν οι όροι των γήινων συσχετισμών.

Ίσως, ο πιο λυπηρός εκφυλισμός αυτού του κατά τα άλλα δυνατού θεολογικού κηρύγματος είναι όταν αυτό περιέρχεται στα χείλη ή στα γραπτά ανθρώπων που το χρησιμοποιούν σαν ένα είδος κοινωνικής και φιλοσοφικής διαλεκτικής. Δεν απηχεί, τότε, τον καρπό της κατοίκησης στην καρδιά, του Αγίου Πνεύματος. Το νιώθει, κανείς, έτι ο λόγος δεν είναι πια καρπός ταπείνωσης, αλλά κουβέντες επιδεικτικές και πομπώδεις. Η ορθοδοξία μετατρέπεται από ξεχείλισμα της καρδιάς, από λόγος ευθύτητας κι ευγνωμοσύνης, σε ένα είδος καινοφανούς “κουλτούρας” ή πολιτισμού.

Οι σκέψεις αυτές έρχονται συνήθως, μπροστά στην ανάγκη να γραφεί κάτι για την ορθοδοξία και την Εκκλησία σήμερα. Δίνουν το στίγμα της επιφύλαξης, και της συναίσθησης της μεγάλης ευθύνης που πρέπει να μας καταλαμβάνει. Σε ποιους, άραγε, προσπαθούμε να μιλήσουμε ; Θα προσθέσουν οι λέξεις μας κάτι, σ’ όσα είπαμε και γράψαμε ή σε όσα έγραψαν άλλοι συνάνθρωποί μας ; Ή μήπως η συμβολή μας περιορίζεται σε μια ελάχιστη αύξηση της αταξίας σ’ ένα κυκεώνα γνωμών αφορισμών, σκληρυμένων απόψεων, εφημερίδων, βιβλίων και περιοδικών ;

Ζούμε σε μια εποχή, όπου η γλώσσα χάνει τη δύναμή της και ο γραπτός λόγος ως μέσο πειθούς κι επικοινωνίας έχει εξασθενήσει, ίσως ακριβώς εξαιτίας του πληθωρισμού του. Ο λόγος της αλήθειας έχει χάσει κι αυτός, τη φερεγγυότητά του . Δεν είναι πλέον αδιάβλητος. Έχει γραφτεί ξανά και ξανά, ανακατεμένος συνήθως με λίγα ψέματα, τόσο λίγα, που αρκούν για να τον καταστήσουν ανώδυνο, και αδύναμο και αφερέγγυο εντελώς.

Αυτός ο δισταγμός είναι μεγάλος και ίσως αρκετά πειστικός, αλλά όμως, μπορεί να αποτελέσει κι ένα άλλοθι στην προσωπική μας αδυναμία και ανετοιμότητα να καταθέσουμε τον προσωπικό μας οβολό. Όπως κι αν έχει, όσα είπαμε κι όσα κάναμε δεν περιμένουμε να τα κρίνουν οι άνθρωποι, αλλά ο Θεός. Από φόβο γι’Αυτόν περισσότερο, αναλαμβάνουμε το καθήκον της προσωπικής κατάθεσης, Κι αυτό πρέπει να το κάνουμε όχι εκ του ασφαλούς, αδιαπέραστοι πίσω από τα επιχειρήματά μας αλλά με την ελπίδα ότι μέσα από την αδυναμία των λόγων μας και μέσα από την εμπάθεια των συλλογισμών μας, ο Θεός θα ξεχωρίσει όση αλήθεια υπάρχει και θα την καλλιεργήσει σε ψυχές που Αυτός γνωρίζει.

 

ΙΙ. Ορθοδοξία και Δύση

Είναι γνωστό, ότι η επίδραση του Δυτικού χριστιανισμού στο χώρο της ορθοδοξίας άρχισε από πολύ παλιά και ότι τους τελευταίους αιώνες υπήρξε καταλυτική, τόσο στη Ρωσία, όσο και στην Ελλάδα. Ήδη από τους πρώτους αιώνες μετά το σχίσμα, μαζί με τις φωνές των “συντηρητικών” θεολόγων, ακούγονταν πιο “φιλελεύθερες” φωνές ανθρώπων που φρονούσαν τα των ανθρώπων, μάλλον, παρά τα του Θεού. Τέτοιοι άνθρωποι είχαν προτεραιότητες κοσμικές, που δεν τους άφηναν να εννοήσουν ότι η διαφορά ανάμεσα στην ανατολή και στη Δύση, δεν ήταν απλώς απόσταση ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η Δύση βάδιζε ηθικά και θεολογικά σ’ ένα δρόμο που απέκλειε τον άνθρωπο από την γνωριμία με τον προσωπικό Θεό. Αντίθετα, ο αγώνας των πατέρων στην Ανατολή ήταν να διασαφηνίσουν δογματικά, ποιος ήταν ο προσωπικός Θεός και να κρατήσουν ανοιχτούς τους δρόμους της προσωπικής κοινωνίας μαζί Του. Στην Ανατολή, τόσο θεολογικά όσο και πολιτιστικά, ως κέντρο της ανθρώπινης προσπάθειας προβάλλονταν η αποκατάσταση αυτής της προσωπικής κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και παίρνει τη φύση μας για να τη γιατρέψει και να την ενώσει μαζί του. Αποκαθιστά τη σχέση και την κοινωνία με τον καθένα από μας. Στην όραση του προσώπου του Θεού μέσα από το μυστήριο αυτής της κοινωνίας βρίσκεται η σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής. Ο κάθε χριστιανός μοιράζεται την εμπειρία που είχε ο αρχαίος Πατριάρχης Ιακώβ. αιώνες πριν το Χριστό αλλά δυνάμει της μελλοντικής του σαρκώσεως: “Είδον πρόσωπον Θεού και εσώθη μου η ψυχή”.

Στη Δύση, αντίθετα, από νωρίς δημιουργείται ένα θεολογικό κλίμα που βάζει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα στα άκαμπτα καλούπια μιας δικανικής αντίληψης. Από σχέσεις αγάπης και στοργής γίνονται σχέσεις “δικαίου”, “νόμου”, “ηθικής”. Μετατρέπονται σε σχέσεις που απορρέουν από νομικές υποχρεώσεις του ανθρώπου απέναντι σ’ ένα Θεό χωροφύλακα, που ανταμείβει τους ανθρώπους ανάλογα με τη συνέπεια που δείχνουν απέναντι στο νόμο του, ή τους τιμωρεί ανάλογα με την παραβίαση των “εντολών” του. Έτσι υψώνεται το πρώτο τείχος ανάμεσα στους ανθρώπους και σ’ αυτόν τον φοβερό τιμωρό Θεό.

Στην Ανατολή, γίνονται εν τω μεταξύ οι πρώτες θεολογικές και φιλοσοφικές ζυμώσεις που διευκρινίζουν τη διαφορά ανάμεσα στη φύση του Θεού και στις ενέργειες του Θεού, Μπαίνουν οι βάσεις για μια πρώτη θεολογική διατύπωση του μυστηρίου ότι η μεν Θεία φύση είναι απερινόητη και αμέθεκτη και άγνωστη στους ανθρώπους. Οι ενέργειες, όμως της θείας φύσεως, που φανερώνουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, είναι μεθεκτές στις καθαρές καρδιές που μπορούν έτσι να γνωρίσουν το “ποιος” είναι ο Θεός που έφτιαξε τον κόσμο και τους ανθρώπους. Και το γνωρίζουν αυτό μέσα από τις εκδηλώσεις των θείων ενεργειών, που ζεστάθηκε η καρδιά των Αποστόλων στο όρος Θαβώρ.

Μπαίνουν, έτσι τα θεμέλια όχι μόνο της θεολογίας αλλά και της ανθρωπολογίας: Όπως ο θεός είναι μια φύση σε τρία πρόσωπα, έτσι και ο άνθρωπος είναι μια φύση σι πολλά πρόσωπα. Η υπαρκτική αρχή του Θεού βρίσκεται στο πρόσωπο του Πατρός, που γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το άγιο. Δεν είναι η Θεία φύση που ορίζει υπαρκτικά το Θεό. Η βαθύτερη αλήθεια, η υπαρκτική προτεραιότητα, δεν βρίσκεται στη φύση αλλά στα πρόσωπα. Έτσι, το πρόσωπο του Λόγου ενδύεται τόσο τη Θεία όσο και την ανθρώπινη φύση. Και οι ενέργειες αυτής της ανθρώπινης φύσης, που ενδύεται ο Λόγος του Θεού, κάνουν γνωστό στους ανθρώπους το “ποιος” και “πως” είναι ο Δημιουργός τους: “Συ ει ο Υιός του Θεού ο Λυτρωτής του κόσμου”, λέει συγκλονισμένος ο απόστολος Πέτρος, όταν κατάλαβε ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε.

Έτσι και η άκτιστη ενέργεια του αγίου Πνεύματος στον κόσμο, ζωοποιεί την Κτίση, ζεσταίνει τις καρδιές και φανερώνει “ποιος” είναι αυτός ο Παράκλητος, ο παρηγορητής, που φωτίζει τον κόσμο. Ο Παράκλητος ανοίγει το δρόμο στις καρδιές μας για να γνωρίσουν τον Υιό, που με τη σειρά του φανερώνει τον Πατέρα, αφήνοντας στις καρδιές μια μικρή ανέκφραστη γεύση του μυστηρίου για το “ποιος” είναι η απερίγραπτη Αρχή της Θεότητας. Το ένα πρόσωπο φανερώνει το άλλο, μέσα από μια ενότητα αμοιβαίας αγάπης, φανερώνοντας, επίσης, με τον τρόπο αυτό, ότι η πιο κοντινή περιγραφή της Θείας φύσεως στην ανθρώπινη γλώσσα είναι η λέξη “αγάπη”. “Ο Θεός αγάπη εστί”.

Ο άνθρωπος, ως εικόνα Θεού, συμμετέχει στις παραπάνω ποιότητες της ύπαρξης. Η υπαρκτική αρχή του δεν είναι η φύση του, που φθείρεται και πεθαίνει, αλλά το πρόσωπό του. Αυτό το πρόσωπο φανερώνεται και γνωρίζεται και αγαπιέται, μέσα από τις εκδηλώσεις, τις ενέργειες, της κοινής ανθρώπινης φύσης. Οι ενέργειες είναι κοινές γιατί είναι χαρίσματα της κοινής φύσεως, όπως ο λόγος, οι χειρονομίες, οι εκδηλώσεις του νου και της φαντασίας, οι κινήσεις, η γλώσσα. Μέσα από τα κοινά, όμως, αυτά φυσικά χαρίσματα φανερώνεται και γνωρίζεται και αγαπιέται ένα πρόσωπο μοναδικό καώ ανεπανάληπτο.

Τα θεολογικά και ανθρωπολογικά αυτά θεμέλια είναι εντελώς χαμένα μέσα στο ορθολογικό και δικανικό πνεύμα που υιοθετεί η “θεολογία” της Δύσης. Είναι γνωστός ο ρόλος που παίξανε λόγιοι όπως ο Αυγουστίνος Ιππώνος και ο Θωμάς Ακινάτης στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος. Η άκαμπτη λατινική νομική τους παιδεία έβαλε μια ανεξίτηλη σφραγίδα στο ήθος της θεολογικής διδαχής που επικράτησε από τότε στη Δύση.

Η άγνοια της διάκρισης ανάμεσα στη Θεία ουσία και στις Θείες ενέργειες, οδήγησε του Λατίνους στη διατύπωση δογμάτων που υποστηρίζουν την τέλεια αδυναμία της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο. το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο γίνεται τόσο τεράστιο, που μόνη δυνατότητα επαφής με το Θεό είναι μέσω αντιπροσώπου: “Vicarious Christi”, αντιπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη γίνεται ο Πάπας της Ρώμης, που με τη σειρά του ορίζει τους κατά τόπους αντιπροσώπους του, την άκαμπτη ιεραρχία που αποτελεί την πεμπτουσία του Καθολικισμού μέχρι σήμερα. Σιγά-σιγά, η “εκκλησία” ταυτίζεται μ’ αυτή την ανελεύθερη ιεραρχική δομή. Εκκλησία, στη Δύση, παύει να σημαίνει “όπου δύο ή τρεις συνηγμένοι” στο όνομα του Χριστού. Αφού ο μόνος δρόμος επαφής με το Θεό είναι δικανικό προνόμιο αυτής της ολιγαρχίας, άρα η εκκλησία ταυτίζεται με την ιεραρχία.

Μέσα από τέτοιες ανελεύθερες δομές ήταν επόμενο η χριστιανική ζωή στη Δύση να γίνει νοσηρή και συμπλεγματική. Η άγνοια, επίσης, της βαθιάς ανθρωπολογικής αλήθειας του “προσώπου” άφησε ανάπηρη κάθε εξέλιξη, φιλοσοφική και πολιτιστική, στη Δύση σ’ όλους τους μετέπειτα αιώνες, μέχρι σήμερα. Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, που αναπτύχθηκαν στη Δύση, μεταχειρίστηκαν τον άνθρωπο σαν μια μονάδα, ένα εξάρτημα στον άκαμπτο κοινωνικό μηχανισμό. Η ανθρώπινη προσωπικότητα ισοπεδώνεται μέσα σε συστήματα ομαδικής ευτυχίας, όπου η ανθρώπινη “ευημερία” αποτελεί συνάρτηση της ικανοποίησης καθαρά εξωτερικών και φυσικών αναγκών. Η καταδυνάστευση της προσωπικής ελευθερίας στα πλαίσια της καλής λειτουργίας τέτοιων κοινωνικών συστημάτων γίνεται εύκολα αποδεκτή: Στις δυτικές κοινωνίες η ανελευθερία αποτελούσε συστατικό της θρησκευτικότητας, που σε μεγάλο βαθμό καθόριζε τη δεοντολογία της καθημερινής ζωής.

Μέσα σ ‘αυτό το κλίμα της αγνωσίας και της απουσίας του Θεού γεννήθηκε στη Δύση ο αθεϊσμός. Ο αθεϊσμός, όπως πρωτοεμφανίστηκε τον προηγούμενο αιώνα, δεν είναι μια απόρριψη, απλώς, του Θεού από ανθρώπους που πλέον δεν τον έχουν ανάγκη. Αντίθετα, η απουσία του και η σιωπή του, γεμίζει ασφυκτικά το χώρο της σκέψης των άθεων φιλοσόφων μ σε σημείο που τα συγγράματά τους να αποτελούν συχνά δοκίμια συμπληρωματικά της ορθόδοξης θεολογίας: Αν η ορθόδοξη θεολογία φωτίζει τα βιώματα της παρουσίας και της γνωριμίας του Θεού, τότε, πράγματι, η απουσία και η αγνωσία του Θεού χαρακτηρίζονται από τα βιώματα που περιγράφουν ο Νίτσε, ο Σάριρ και ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.

Αν λοιπόν, η έσχατη συνέπεια της Δυτικής “θεολογίας” στις ανθρώπινες καρδιές είναι το βίωμα της σιωπής του Θεού και η εμπειρία του να ζει κανείς “με τον θάνατο στην ψυχή”, ποια σχέση μπορεί να έχει η θρησκεία αυτή με το Θεό, που είναι η Ζωή, η Οδός και η Αλήθεια ;

Όταν οι Πατέρες της Ανατολής διαπίστωσαν το δηλητήριο που κρύβονταν στη θεολογική διαφοροποίηση της Δύσης, κατάλαβαν ότι αν ήθελαν να προστατέψουν το ποίμνιο των ορθοδόξων έπρεπε να κλείσουν την πόρτα σ’ αυτή την ψεύτικη διδαχή. Έγιναν επιφυλακτικοί στην εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Όταν, μάλιστα, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθεσε στην αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη τα αναθέματα και τους αφορισμούς της Ρώμης, ο Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και οι λοιποί ορθόδοξοι αρχιερείς δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν το έσχατο όπλο της εκκλησίας ενάντια στην αίρεση: Αποφάσισαν την πλήρη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους Λατίνους. Έγραψαν τα γνωστά “αναθέματα”, με τα οποία ανέθεταν. όσους πίστευαν και ενεργούσαν όπως η Ρώμη, στη χάρη και στο έλεος του Θεού ( 1054 μ.Χ. ).

Μ’ αυτές τις ζυμώσεις ολοκληρώθηκε η θεολογικές διαφορές χρησίμευσαν και ως μέσο στην αναζήτηση της πολιτιστικής ταυτότητας των λαών τους, που είχαν εγκατασταθεί στη δυτική Ευρώπη, και επί αιώνες έζησαν στη σκιά της Αυτοκρατορίας της Ανατολής.

 

III. Η Αυτοκρατορία ξανακτυπά

Από τότε μέχρι σήμερα, όπως όλοι ξέρουν, κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες.

Η Δύση, με τις ανθρωπιστικές της αξίες, τη λάμψη των φιλοσόφων της και του Διαφωτισμού της δεν έπαψε να ασκεί μια γοητεία σ’ όσους ορθόδοξους δεν είχαν αληθινό βίωμα ορθοδοξίας. Η πρώτη μεγάλη διείσδυση έγινε στη Ρωσία την 17ο αιώνα επί Μεγάλου Πέτρου. Ο αυτοκράτορας αυτός γοητευμένος από τη Δυτική αναγέννηση θέλησε να μεταφέρει στη χώρα του ένα κακέκτυπο της Δύσης. Τις συνέπειες της αλλοτρίωσης αυτής διαπιστώνει κανείς μέχρι σήμερα σ’ όλα τα επίπεδα της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής στη Ρωσία. Η ορθόδοξη εικονογραφία αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη Δυτική ζωγραφική. Η Βυζαντινή διακοσμητική έδωσε τη θέση της σε ρυθμούς Μπαρόκ. Οι Ρώσοι διανοητές τον 19ο αιώνα παπαγάλιζαν και αυτοί τις αθεϊστικές ιδέες που είχαν ήδη ριζώσει στη Δύση. Η ορθόδοξη Ρωσία, όπως μας την περιγράφει ο Ντοστογιέφσκη στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, ψυχοραγούσε στην κυριολεξία. Στα 1917 δέχτηκε μια χαριστική βολή, υλοποιώντας μια επανάσταση, που αν και ως όραμα υπήρξε γέννημα και θρέμμα της δυτικής φιλοσοφίας, έμελλε να δοκιμαστεί πάνω σε ορθόδοξες ψυχές.

Από τη Ρωσία, η “Δύση” δεν άργησε να βρει το δρόμο της στο Άγιο Όρος, την καρδιά της ορθοδοξίας στην υπόδουλη Ελλάδα. στιγμάτισε κι εκεί τη θεολογία και την Τέχνη, δύο εκδηλώσεις της ορθόδοξης ζωής τόσο πολύ δεμένες μεταξύ τους. Παράλληλα, ο αδιάκριτος θαυμασμός Ελλήνων λογίων για Δυτικά πρότυπα είχε συνέπειες καταλυτικές στην οργάνωση της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ζωής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μετά την επανάσταση.

Αν θέλει κανείς μια εικόνα του εκφυλισμού που επέβαλε η εισαγόμενη Δυτική θρησκευτικότητα στην εκκλησιαστική ζωή στην Ελλάδα, ας θυμηθεί τις “χριστιανικές οργανώσεις”, που μετέφεραν στην Ελλάδα τα πρότυπα των Δυτικών ταγμάτων. Άνθρωπου που έζησαν το δράμα αυτής της αλλοτρίωσης, σε προσωπική και εκκλησιαστική βάση, έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους, και κάθε επιπλέον αναφορά περιττεύει. Η δράση, όμως, των θρησκευτικών “οργανώσεων”συνεχίζεται και σήμερα,

η νοοτροπία του αναπαράγεται διαρκώς και πνίγει σχεδόν κάθε προσπάθεια ουσιαστικής ανανέωσης της εκκλησιαστικής και θεολογικής σκέψης.

Η άλωση των θεολογικών πανεπιστημιακών σχολών από το πνεύμα της Δύσης εκδηλώνεται, κι αυτή, παράλληλα με το φαινόμενο των θρησκευτικών οργανώσεων. Τα κλισέ της δυτικής θεολογίας κυριαρχούν στα μαθήματα. Στα κηρύγματα, στα κατηχητικά σχολεία. Τα πανεπιστημιακά βιβλία αντιγράφουν το πνεύμα και το γράμμα των αντίστοιχων δυτικών εγχειριδίων. Η θεολογία γίνεται κι αυτή μια “συστηματική επιστήμη” στα πρότυπα των Δυτικών θεολογικών σχολών.

Σήμερα, όλοι γνωρίζουν ότι η Ελλάδα προσπαθεί με κάθε θυσία να ενταχθεί πολιτικά και πολιτιστικά σ’ αυτό που ονομάζουμε “Δύση”. Στην πραγματικότητα, τώρα πλέον, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, το μοναδικό υπαρκτό είδος “πολιτισμού” είναι αυτό που ονομάζουμε “Δυτικός” πολιτισμός. Από την άποψη του γενικού θρησκευτικού κλίματος, επίσης, αυτό που κυριαρχεί παντού είναι το κλίμα της Δύσης. Είναι, σήμερα, δεδηλωμένη η υποταγή όλων ανεξαιρέτως των ορθοδόξων Πατριαρχών σ’ αυτό που ονομάζουμε “Οικουμενιστική κίνηση”. Έχουμε, έτσι, και στον εκκλησιαστικό χώρο μια ενσυνείδητη προσπάθεια ομογενοποίησης, ανάλογη μ΄ αυτήν που ήδη έδωσε καρπούς στο χώρο τον πολιτικό και τον πολιτιστικό.

Ιστορικά, ο Οικουμενισμός πρωτοεμφανίζεται επίσημα το 1920 με μια Πατριαρχική εγκύκλιο “Προς τας απανταχού εκκλησίας του Χριστού”. Η εγκύκλιος αυτή, την οποία αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα όλα τα επίσημα πατριαρχεία και οι τοπικές εκκλησίες, έθετε μια σειρά από στόχους για το συμπλησίασμα των “Εκκλησιών” “ανεξαρτήτως δόγματος”, ώστε να αποκατασταθεί ένα κλίμα ενότητας, όχι πάνω στη βάση της πίστης, αλλά στη βάση της επίτευξης κοινωνικών πρωτοβουλιών, “κατά τα πρότυπα της Κοινωνίας των Εθνών”.

Το 1924 είναι γνωστό ότι πραγματοποιήθηκε ένας από τους βασικούς στόχους της εγκυκλίου με την αποδοχή από το Πατριαρχείο Κων / πόλεως και από την Ελληνική Εκκλησία, του Γρηγοριανού ημερολογίου. Αποκαταστάθηκε, έτσι, η εορτολογική ενότητα με τη Δύση, κάτι για το οποίο είχαν αποφασίσει ενάντια και μάλιστα με αφορισμούς, σύνοδοι που πραγματοποιήθηκαν σε προηγούμενους αιώνες.

Μέσα στις επόμενες δεκαετίες το πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης καταπατώντας το σύνολο των ιερών κανόνων και των συνοδικών αποφάσεων της εκκλησίας, πού είχαν διατυπωθεί ανα τους αιώνες, πήρε απροκάλυπτες πρωτοβουλίες, πού είχαν σαν αποτέλεσμα την άτυπη αποκατάσταση των εκκλησιαστικών σχέσεων με τη Ρώμη. Είναι γνωστός ο ρόλος του Μελέτιου Μεταξάκη και του Αθηναγόρα, που αμφότεροι ανέβηκαν στον Πατριαρχικό θρόνο με αντικανονικό και βίαιο τρόπο, διατηρώντας απροκάλυπτη τη Μασονική τους ιδιότητα.

Το 1965 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α’ και η Σύνοδος του Φαναριού πήραν την πιο ανήκουστη απόφαση στα εκκλησιαστικά χρονικά: Προέβησαν στη λεγόμενη “άρση των αναθεμάτων”, που είχαν θεσπίσει οι Πατέρες της εκκλησίας ενάντια στους Λατίνους και με την οποία καταδίκαζαν την αιρετική διδασκαλία τους. Αποφάσισαν, δηλαδή, ότι η πράξη αυτή της εκκλησίας ήταν πλέον “άκυρη”. Συνεπώς, καμιά εκκλησιαστική απόφαση δεν μπορούσε να εμποδίσει πια την πλήρη αποκατάσταση της κοινωνίας ανάμεσα σε δύο “εκκλησίες”, που είχαν, εξάλλου, εν τω μεταξύ, τόσο πολύ εξομοιωθεί μεταξύ τους.

Χίλια, περίπου, χρόνια μετά τον Μέγα Φώτιο, η Δυτική Αυτοκρατορία ξαναχτύπησε σε όλα τα μέτωπα, πολιτικά, πολιτιστικά, εκκλησιαστικά. Σήμερα, όλοι το ξέρουν, δεν υπάρχουν αναστήματα αγίων ανδρών για να προβάλλουν αντίσταση. Την πράξη αυτή του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τα υπόλοιπα Πατριαρχεία και οι τοπικές εκκλησίες, πλην των Ελλήνων παλαιοημερολογιτών. Μόνον ο Μητροπολίτης Φιλάρετος, της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, υποψιαζόμενος τις τραγικές συνέπειες όσων συνέβαιναν στον εκκλησιαστικό χώρο, έστειλε στους προκαθημένους των Εκκλησιών τις λεγόμενες “Επιστολές του Πόνου” ( “Sorrow epistoles” ) με τις οποίες διαφοροποιούσε τη θέση της Συνόδου του απέναντι στον οικουμενισμό.

Την οικουμενιστική τακτική του Πατριάρχη Αθηναγόρα διακήρυξε επίσημα ότι θα συνεχίσει ο διάδοχός του Πατριάρχης Δημήτριος, υπόσχεση που την τίμησε με πλήθος συμπροσευχών και συλειτουργιών με τον Πάπα της Ρώμης. Ίδια υπόσχεση έδωσε κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του και ο νέος Πατριάρχης Βαρθολομαίος, γνωστός για τις οικουμενιστικές του πρωτοβουλίες ήδη πριν εκλεγεί πατριάρχης. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικουμενιστική κίνηση παίζει και ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος κατά κοινή ομολογία, ακόμη και όσων κοινωνούν μαζί του, έχει συμβάλει στην εξαχρείωση της αρχιεπισκοπής του σε βαθμό που δεν έχει γνωρίσει καμία άλλη τοπική επισκοπή.

Όλα αυτά τα χρόνια παρατηρούμε λύπη και κάποια έκπληξη τη σταδιακή άμβλυνση του εκκλησιαστικού φρονήματος στο χώρο της Ορθοδοξίας. Αυτό όμως, δεν περιορίζει την έκπληξη πού νιώθουμε σε κάθε καινούρια οικουμενιστική προσπάθεια. Πρόσφατο τέτοιο γεγονός είναι και η πολυσυζητημένη ένωση με τους προκαρχηδονίους ή αλλιώς μονοφυσίτες. Είναι φανερό, μέσα από την εγκύκλιο τουλάχιστον του πατριαρχείου Αντιοχείας, ότι μια τέτοια ένωση έχει ήδη αποφασιστεί και βρίσκεται ουσιαστικά σε ισχύ. Οι λεπτομέρειες είναι γνωστές και έχουν αναφερθεί εκτεταμένα αλλού. Εμείς, επιθυμούμε να μοιραστούμε την ειλικρινή μας απορία: Πως, λοιπόν ; Θα αρνηθούν οι λεγόμενοι ορθόδοξοι, ακόμη και τους αγώνες της Εκκλησίας στα σοβαρότατα θέματα των χριστολογικών αιρέσεων ; Θα αρνηθούν όλη την προσπάθεια των αγίων πατέρων να βάλουν όρια και δόγματα που να προστατεύουν την εμπειρία της Εκκλησίας σχετικά με το ποιος ήταν ο Χριστός ; Φαίνεται, λοιπόν, πως κάθε μικρή υποχώρηση φέρνει μιαν άλλη μεγαλύτερη και η κατρακύλα αυτή δεν έχει τελειωμό.

Την πιο σοβαρή στάση απ’ όλες τις συνόδους που μέχρι σήμερα απέφυγαν την κοινωνία με τον οικουμενισμό είναι κοινώς αναγνωρισμένο ότι την έχει κρατήσει η Σύνοδος των Ρώσων της διασποράς.

Αντίθετα από τις ελληνικές παλαιοημερολογητικές συνόδους, πού φαίνονται να πιστεύουν ότι η ορθοδοξία και η εκκλησία ταυτίζονται με τις δεκατρείς μέρες του παλαιού ημερολογίου κι έχουν κατασπιλώσει την πίστη με πλήθος από αθεολόγητες συνοδικής αποφάσεις και αντικανονικές πρακτικές, η Σύνοδος των Ρώσων της διασποράς αγωνίστηκε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Βαλλόμενη από παντού κι έχοντας εγγενές αδύνατο σημείο της την παγκόσμια διασπορά της και την ανομοιογενή της σύσταση, έχει να επιδείξει μια συνετή στάση στα εκκλησιαστικά ζητήματα, τουλάχιστο μέχρι πρόσφατα. Αν και τελευταία επιδεικνύει μια επικίνδυνη τακτική αποκατάστασης σχέσεων με διαβλητές συνόδους, όπως της Σερβικής Εκκλησίας, πού συμμετέχει στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ή με την αντικανονική σύνοδο του “επισκόπου” Ωρωπού και Φυλής Κυπριανού, οι ελπίδες των ορθοδόξων είναι ότι θα αντέξει τις τρομερές πιέσεις των καιρών και θα διορθώσει τυχόν στραβοπατήματα. Οι ορθόδοξοι θα της αναγνωρίζουν πάντα την ιστορική της προσφορά στην ορθοδοξία, όταν με Συνοδική της απόφαση το έτος 1983 καταδίκασε και αναθεμάτισε τους οικουμενιστές καθώς και “την εν προσχήματι αγάπης καινοφανή αυτών αίρεσιν του οικουμενισμού”. Το κείμενο αυτό χρησίμευσε σαν όπλο δυνατό και στήριξε τις καρδιές χιλιάδων ορθοδόξων.

Σκοπός των πολιτικών αρχόντων είναι να ενώσουν τον κόσμο μέσα σ’ ένα διεθνές κλίμα ειρήνης και συνεργασίας, με απώτερο σκοπό το εγκόσμιο συμφέρον. Η αγία Γραφή έχει δώσει στους χριστιανούς το αληθινό στίγμα αυτός της προσπάθειας μέσα από διάφορες διηγήσεις και εικόνες, όπως αυτή του πύργου της Βαβέλ ή αυτή της Αποκάλυψης, που μιλά για την Βαβυλώνα τη μεγάλη, πού φτιάξανε οι έμποροι και οι άρχοντές της γης και τη βάλανε κάτω από μια μοναδική αντίχριστη βασιλεία.

Ας μην ψάχνουν οι χριστιανοί τρόπο να ενταχτούν ενεργά μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια. Ας μην φοβούνται μήπως μείνουν πίσω από την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο κόσμος θα ακολουθήσει τον δρόμο του. Ο Χριστός, όμως, στην προσευχή του, ξέροντας τους δρόμος των ανθρώπων του κόσμου έλεγε: “ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ους δέδωκάς μοι”. Ίδια πρέπει να είναι η προοπτική των χριστιανών: όχι να τρέχουν πίσω από κάθε κοσμική κίνηση και προσπάθεια, οσοδήποτε καλή και χρήσιμη κι αν μοιάζει, αλλά να διαφυλάξουν τον πολύτιμο μαργαρίτη, όσοι τουλάχιστον τον κατέχουν πραγματικά. Να, μια εποχή όπου τα λόγια της Αποκάλυψης αποκτούν δραματική βαρύτητα: “Όνομα έχεις ότι ζης και νεκρός ει, γίνου γρήγορών...έρχομαι ταχύ Κράτει ο έχεις...”.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ