ΤΕΥΧΟΣ 47

Φθινόπωρο 1993


Μεταμόρφωση, η εορτή του φωτός

Στις 6 Ιανουαρίου η Εκκλησία εορτάζει την ημέρα των Φώτων. Σ’αυτήν “η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις”. Η φωνή του Πατέρα μαρτυρεί από τον ουρανό τον Υιό, ενώ το Πνεύμα “εν είδη περιστεράς”, αναπαύεται επάνω Του. Οκτώ μήνες αργότερα, 6 Αυγούστου, πανηγυρίζουμε την άλλη εορτή του Φωτός* “Φως αναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός αγεννήτου εν τω φανέντι φωτί σου, σήμερον εν Θαβωρίω, φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το Πνεύμα, Φωταγωγούν πάσαν κτίσιν”. Κατά τον ίδιο τρόπο, κι εδώ ο Πατήρ ονομάζει τον Υιόν αγαπητόν. “Την Υιότητα την φυσικήν ο Γεννήτωρ ομολογών εκάλεσεν υιόν...”. Και το Πνεύμα, ως νεφέλη φωτός επισκιάζει.

Το φως της Μεταμορφώσεως είναι το φως της Αναστάσεως, για την οποία ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλλει* “Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια”. Στο Θαβώρ άστραψε “ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης”, έτσι όπως τον ψάλλει η Εκκλησία, όταν ανατέλλει στη Βηθλεέμ.

Η Μεταμόρφωση, όμως, είναι και γιορτή της ογδόης ημέρας. Σ’αυτήν μεγαλύνουμε τις δύο παρουσίες του Χριστού* “την των βροτών εναλλαγήν, την μετά δόξης σου Σωτής, εν τη Δευτέρα και φρικτή της σης ελεύσεως δεικνύς, επί του όρους Θαβώρ μετέμορφώθης...” (κάθισμα όρθρου). Είναι εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας “τα προοίμια της ενδόξου αυτού παρουσίας”,κατά τον Άγιο Βασίλειο (PG 29,400). Τότε, “οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος” (Ματθ.13,43),και θα είναι κατά χάριν ό,τι ο Θεός κατά φύση. “Ίνα σου δείξης εμφανώς την απόρρητον Δευτέρα κατάβασιν, όπως ο ύψιστος Θεός οφθήση εστώς εν μέσω θεών” (Β’ Κανών,9η ωδή).

Αλλά, το φως της εορτής φωτίζει και άλλες αλήθειες της πίστεως. Στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, αλλά και ολόκληρης της δημιουργίας. “Ο φωτί σου άπασαν την οικουμένην αγιάσας” (Λιτή). Η ανθρωπότητα σώζεται μαζί με όλη την υλική δημιουργία. Το σύμπαν καραδοκεί με προθυμία την αποκάλυψη των υιών του Θεού (Ρωμ. 8,19). Το πρόσωπο του Χριστού φωτίζεται, αλλά εκείνο το φως μεταμορφώνει ταυτόχρονα και τα ρούχα Του, που είναι φτιαγμένα από χέρι ανθρώπου. Όλα τα δημιουργήματα δέχονται το άκτιστο φως, χωρίς να κατακαίονται, όπως παλιά η φλεγομένη και μη καιομένη βάτος.

Ακόμη στη Μεταμόρφωση φανερώνεται μια άλλη μεγάλη αλήθεια της πίστεως. Το πρόσωπο με το οποίο συνομιλούν οι προφήτες και οι πατριάρχες στην Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Χριστός, ο αναστημένος και δοξασμένος. Μπορεί στη δική μας λογική και με τα στενά περιθώρια του φθαρτού χρόνου να ξενίζει πως είδαν τον Χριστό οι προφήτες και ο Μωυσής, πολλά χρόνια πριν την γέννηση και την ανάστασή του. Όμως, εδώ, στη Μεταμόρφωση, το γεγονός βεβαιώνεται. Στο Θαβώρ, μπροστά στα μάτια των μαθητών, φανερώνεται ο Χριστός μέσα στη δόξα της Αναστάσεως. “Προ του Σταυρού σου Κύριε παραλαβών τους μαθητές εις όρος υψηλόν... δείξαι βουλώμενος της Αναστάσεως την λαμπρότητα” (2ο στιχηρό Εσπερινού). Με τον ίδιο τρόπο ο δοξασμένος Χριστός, έξω από τον δικό μας χρόνο, παρουσιάζεται και μιλά, όχι σαράντα ημέρες, αλλά πολλά χρόνια πριν την Ανάστασή Του, με τον Αδάμ, τον Αβραάμ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, τον Ηλία και όλη την χορία των προφητών. Ανάγλυφα το βλέπουμε αυτό στην εικόνα, όπου ο Χριστός δίνει το εμφύσημα στον Αδάμ* παρουσιάζεται μέσα σε δόξα, όπως ακριβώς στην εικόνα της Μεταμόρφωσης. Επάνω στο όρος ο Μωυσής και ο Ηλίας βλέποντας τον Χριστό δεν ξενίζονται, σαν να τον είδαν από παλιά και να είχαν μιλήσει μαζί Του. Στο Σινά, όπως και στη Βάτο, ο Χριστός δίνει τον νόμο στον Μωυσή* “Συ επί του όρους του νομικού, και εν Θαβωρίω, καθωράθης τω Μωυσή” (Ιω. Δαμασκηνού Α’ Ωδή). Αλλά και στο όρος Χωρήβ εν μέσω αύρας λεπτής ο Ηλίας ομιλεί με τον Χριστό* “Συλλαλούντες παρειστήκεισαν δουλοπρεπώς, σοι τω Δεσπότη Χριστώ οις εν πυρός ατμίδι και γνόφω, και λεπτοτάτη αύρα προσωμιλήσας. Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε” (Κανών Ωδή δ’). “Κατεμήνυον την έξοδον, την εν Σταυρώ σου εν Θαβώρ παρόντες, ο εν πυρί σε και βάτω πάλαι, προκατιδών Μωσής, και ο μετάρσιος δίφρω εν πυρίνω Ηλίας Χριστέ” ( Κανών Ωδή δ’).

 

Γεγονότα και σχόλια

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο των επίσημων Πατριαρχείων μας δίνουν την αφορμή να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις για το δρόμο που βαδίζουν οι προκαθήμενοι και για τους στόχους που φαίνονται να εξυπηρετούν.

Ο λόγος, εδώ, έχει να κάνει με την πρόσφατη διχόνοια ανάμεσα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και στα λοιπά Πατριαρχεία και επίσημες τοπικές εκκλησίες, με προεξάρχοντα τον λεγόμενο “Οικουμενικό” Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Ο διχασμός ξεκίνησε με κάποιες ενέργειες του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διόδωρου, ο οποίος οικειοποιήθηκε εκκλησίες κι έστειλε κληρικούς στην Αυστραλία, τη δικαιοδοσία της οποίας διεκδικεί, όπως και άλλες αρχιεπισκοπές του εξωτερικού, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη “Μείζονα Σύνοδο” που συγκλήθηκε στο Φανάρι, ως γνωστό, καθαιρέθηκαν δύο επίσκοποι του Διόδωρου και ο ίδιος αποκόπηκε από την κοινωνία των υπολοίπων εκκλησιών, αφού το όνομά του δεν θα διαβάζεται στα Δίπτυχα, άχρι καιρού.

Όπως είναι γνωστό, εδώ και αρκετές δεκαετίες, τα επίσημα πατριαρχεία και οι τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες είναι βουτηγμένες σ’ αυτό που ονομάζουμε οικουμενισμό, δηλαδή, την άρνηση της μοναδικότητας και αγιότητας της Εκκλησίας, μέσα από συμπροσευχές, εκκλησιαστικές πράξεις, ανθρωπιστικού περιεχομένου συνέδρια, συναντήσεις ιεραρχών, κ.λπ.

Προεξάρχοντα ρόλο σ’ αυτή την κίνηση παίζει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με επόμενο το Πατριαρχείο της Μόσχας και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ο προκαθήμενος του οποίου δεν δίστασε να κάνει επανειλημμένες προτάσεις για σχέσεις και “διάλογο” με τους Μωαμεθανούς. Η Εκκλησία της Ελλάδος και άλλες τοπικές εκκλησίες παίρνουν μέρος στην κίνηση μέσα από τη συμμετοχή τους στο λεγόμενο “Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών”, καθώς και μέσα από την πλήρη λειτουργική τους σχέση με τα παραπάνω Πατριαρχεία.

Ο Πατριάρχης Διόδωρος έπαιζε πάντα το ρόλο του “συντηρητικού” ιεράρχη. Καταδίκασε επανειλημμένα, φραστικά, τους λεγόμενους “διάλογους αγάπης”. Αυτή η φραστική διαφοροποίησή του τον έφερε συχνά αντιμέτωπο, κυρίως με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που η γραμμή του στα θέματα της κοινωνίας με αιρετικούς είναι ξεκάθαρη ήδη από την εποχή του Μελέτιου Μεταξάκη και του Αθηναγόρα. Ο ίδιος ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι και η τωρινή διχογνωμία έχει να κάνει με την αντίθεσή του στα θέματα του οικουμενισμού και της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης και όχι με το μετόχι του στην Αυστραλία.

Με ποια εκκλησιαστικά μέσα, όμως, αντιμετώπισε ο Διόδωρος την προδοσία της πίστεως, που ο ίδιος ομολογεί ότι συμβαίνει;

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δίνουν σαφή εντολή στους ορθοδόξους, ότι έχουν χρέος να διαχωρίζουν τη θέση τους και να διακόπτουν την κοινωνία με τους αποστάτες. Έτσι διατηρήθηκε η αληθινή διδασκαλία μέσα στους αιώνες και προστατεύτηκε από τους ποικίλους εχθρούς.

Ο Διόδωρος, αντιθέτως, πέρα από τη φραστική και μόνο διαφοροποίησή του, όχι μόνο συνέχισε την πλήρη λειτουργική κοινωνία με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία, αλλά επί πλέον πήρε μέρος στις Συνάξεις και υπέγραψε ιδιοχείρως όλα τα επίσημα έγγραφα και τις αποφάσεις, ακόμα και αυτές με τις οποίες φραστικά διαφώνησε. Σήμερα, λοιπόν, είναι φανερό ότι πρέπει τα επίχειρα αυτής της αντιπατερικής πρακτικής, αφού με κάποιο δευτερεύον πρόσχημα, βρίσκεται ο ίδιος αποκομμένος και βαλμένος στο περιθώριο. Η υποταγή και η δειλή τακτική του έδωσε την ευκαιρία στους εχθρούς της ορθοδοξίας να τον φιμώσουν και να τον κατατροπώσουν.

Μια άλλη διαπίστωση που πρέπει να γίνει με αφορμή τα παραπάνω γεγονότα είναι ο διαρκώς αυξανόμενος ρόλος του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ως δικαιωματικού “αρχηγού” και “κεφαλή”,όλων των απανταχού της γης ορθοδόξων. Ο δικτατορικός τρόπος με τον οποίο παίζει αυτόν τον παπικό στην κυριολεξία ρόλο ο Βαρθολομαίος, προξενεί αληθινή έκπληξη. Διότι, ουδέποτε στην παράδοση της ορθοδοξίας αναγνωρίστηκαν τέτοια δικαιώματα “κεντρικής εξουσίας” σε κάποιον Πατριάρχη, το δε “πρωτείο” του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι παρά πρωτείο τιμής και καθόλου δεν συνεπάγεται εξουσία και αρχηγεία πάνω στις υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες. Κακώς σφετερίζεται τον τίτλο του “οικουμενικού” το πατριαρχείο αυτό, πολύ δε περισσότερο όταν αποδίδεται στον τίτλο αυτό ουσιαστικό περιεχόμενο. Καταργείται, τότε η ισότητα της αγάπης ανάμεσα στις κατά τόπους εκκλησίες. Είναι κι αυτό ένα δείγμα της παρακμής και της απώλειας των πνευματικών δεδομένων της ορθοδοξίας. Πολύ, όμως, φοβούμαστε ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης έχει αναλάβει δυναμικά αυτό τον αστυνομικό και εξουσιαστικό ρόλο με σκοπό να καταπνίξει όλες τις αντιδράσεις που μπορεί να υπάρξουν, ώστε να οδηγήσει το συντομότερο τα μεγάλα πλήθη σε μια προαποφασισμένη πορεία. Οι απώτεροι στόχοι δεν μπορεί παρά να εντάσσονται στην εγκόσμια προσδοκία της πολιτιστικής, οικονομικής, πολιτικής και θρησκευτικής παγκόσμιας ένωσης, που οδηγεί στο κράτος του αντίχριστου.

Ελληνικές σύνοδοι και Ρώσοι της Διασποράς

Είναι γνωστή η σύγχυση και η ακαταστασία που επικρατεί ανάμεσα στις ελληνικές παλαιοημερολογητικές παρατάξεις, τόσο σε θεολογικά θέματα, που έχουν σχέση με την ομολογία της πίστης, όσο και σε κανονικά και ποιμαντικά ζητήματα. Η έλλειψη ουσιαστικής θεολογικής παιδείας, η φανατική προσκόλληση σε ανθρώπινες παραδόσεις και οι πολλές προσωπικές φιλοδοξίες, έχουν καταστήσει τις δικαιοδοσίες αυτές επικίνδυνες για τη σωτηρία των ψυχών που καταφεύγουν σ’ αυτές. Είναι γνωστές εξάλλου οι έντονες μεταξύ του διαμάχες, τα πολλά σχίσματα και οι αμοιβαίοι αφορισμοί. Δυσκολεύεται, κανείς, μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση να βρει τα τεκμήρια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, που οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν και καλεί πάντας εις ενότητα.

Πριν μερικούς μήνες, διάφορα δημοσιεύματα εμφάνισαν τη Σύνοδο των Ρώσων της διασποράς να έχει κοινωνία με συγκεκριμένες παρατάξεις από τις λεγόμενες παλαιοημερολογητικές συνόδους. Φαίνεται, μάλιστα, ότι ο Ρώσος επίσκοπος Γερμανίας Μάρκος, συλλειτούργησε με τον λεγόμενο πρόεδρο της “Συνόδου των ενισταμένων” κ. Κυπριανό. Για το θέμα, όμως, της αποκαταστάσεως λειτουργικής κοινωνίας της Συνόδου των Ρώσων της διασποράς με ελληνικές παλαιοημερολογητικές παρατάξεις, συνήλθε σε συνεδρία η σύνοδος των Ρώσων επισκόπων στις 24 Απριλίου (π.η.)1993 στο Παρίσι. Η Σύνοδος αποφάσισε να διατηρήσει σε ισχύ παλαιότερη απόφασή της, σύμφωνα με την οποία αποφεύγει κάθε κοινωνία με τις ιεραρχίες όλων των ελληνικών παλαιοημερολογητικών δικαιοδοσιών. Η Σύνοδος επικαλείται την κατάσταση σύγχυσης και την έλλειψη ενότητας, που επικρατεί ανάμεσα σ’αυτές τις δικαιοδοσίες (Απόφαση 3/5/86).



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ