ΤΕΥΧΟΣ 49

Άνοιξη 1994


Ιδού η δούλη Κυρίου

Για τον Ευαγγελισμό μας μιλά μόνον ο Ευαγγελιστής Λουκάς και όπως γνωρίζουμε από την παράδοση, πολλά στοιχεία που στό Ευαγγέλιο αναφέρονται στή Θεοτόκο, τα παρέλαβε από την ιδια. Η θεόπαις Μαριάμ έμεινε στό Ναό, στά Άγια των Αγίων, δώδεκα έτη. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών το Πνεύμα το Άγιο οικονομεί ως προστάτη της τον μεγάλης ηλικίας δίκαιο Ιωσήφ, που τη λαμβάνει ως μνηστή του στό σπίτι του στή Ναζαρέτ. Εκεί, έξι μήνες μετά τη σύλληψη του Προδρόμου δέχεται τον αρχάγγελο Γαβριήλ.

Από παλιά, ο προπάτορας της Θεοτόκου Δαυβίδ, με τη λύρα του Πνεύματος είχε μηνύσει: “Άκουσον θύγατερ και ιδε”. “Άκουσον του αγγέλου^ ιδε την ράβδον την απότιστον, την καταξηραμένη, πώς βλαστάνει, πώς καρποφορεί, πώς ευωδιάζει, ινα μόνον την υπερφυή σου προχαράξει κυοφορία” (Αγ. Γερμανού).

“Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού... εύρες γάρ χάριν παρά τω Θεώ... Και ιδού συλλήψει εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησού”. Ο Γαβριήλ έρχεται να αποκαλύψει “βουλήν προαιώνιον”.Ιησούς ή Γεστούα σημαίνει ο Θεός ο Σωτήρας. Η Παρθένος θά γεννήσει τον Σωτήρα, ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Θεό. Ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο γιά να γεννηθεί απ’ αυτόν και να τον υψώσει σε Θεάνθρωπο.

Όλα τα ιερά και σεβαστά των Εβραίων γιά τα οποία και ήσαν υπερήφανοι, την Παρθένον συμβόλιζαν και προεικόνιζαν. “Εν τη Ερυθρά θαλάσση της απειρογάμου νύμφης εικών διεγράφει ποτέ^ εκεί Μωϋσής διαιρέτης του ύδατος^ ενθάδε Γαβριήλ υπηρέτης του θαύματος^ τότε τον βυθόν επέζευσεν αβρόχως Ισραήλ, νύν δε τον Χριστόν εγέννησεν ασπόρως η Παρθένος^ η θάλασσα, μετά την πάροδον του Ισραήλ, έμεινεν άβατος^ η άμεμπτος μετά την κύησιν του Εμμανουήλ έμεινε άφθορος” (Δοξαστικό πλαγ. αΆ).

“Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι....” το Πνεύμα το Άγιο θά επισκιάσει την Παρθένο, γιά να γεννηθεί από Αυτήν η όντως Ζωή, όπως και στήν αρχή της δημιουργίας “επεφέρετο επί των υδάτων”, γιά να γεννηθεί απ’ αυτά όλος ο ζωντανός κόμος και ο άνθρωπος. Αυτή είναι το κατάσκιον όρος που προείδε ο Αββακούμ, σκιασμένο από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

“Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου”. “Καιο Λόγος σάρξ εγέννετο και εσκήνωσεν εν ημίν”.

Γιά τη δημιουργία του Αδάμ, λέει ο Καβάσιλας, αποφασίζει μόνον ο τριαδικός Κύριος λέγοντας^ “ποιήσωμεν άνθρωπον”. Όταν όμως χρειάσθηκε να “εισαγάγη τον πρωτότοκον”, αυτόν τον “θαυμαστόν Σύμβουλον” στην οικουμένη και να πλάσει τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στήν απόφασή του αυτή συνεργάτη την Παρθένο.

Ήταν λοιπόν η φωνή της “φωνή δυνάμεως”, όπως είπε ο Δαυβίδ, γιατί με λόγο μητρικό πλάθεται ο Λόγος του Πατέρα. Κτίζεται ο Δημιουργός με τη φωνή του κτίσματος. Και όπως είπε ο Θεός “γεννηθήτω φώς” και έγινε φώς, έτσι με τη φωνή της Παρθένου ανέτειλε το φώς το αληθινό και ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα και κυοφορήθηκε αυτός που φωτίζει “κάθε άνθρωπο ερχόμενον εις τον κόσμον” (Ν. Καβάσιλα, λόγος στόν Ευαγγελισμό).

Όλο το μυστήριο της καλής αγγελίας παρουσιάζεται και στήν εικόνα του Ευαγγελισμού. Πολλές φορές, στοιχεία ξένα στην παράδοση μπήκαν στή θεματογραφία της. Ο κρίνος στό χέρι του αρχαγγέλου είναι εφεύρημα των καθολικών και περιβάλλεται με μύθους που αποτελούν βλασφημία στό μυστήριο της σωτηρίας. Ο αρχάγγελος κρατά στό χέρι του κοντάρι, σύμβολο των αγγελιαφόρων και σημείο ερμηνείας της αποστολής του. Το περιστέρι γιά συμβολισμό του Αγίου Πνεύματος είναι έξω από την διήγηση του Ευαγγελίου. Ουδέποτε η Εκκλησία έχει αποφασίσει να σημειώνει κάθε αναφορά παρουσίας του Αγ. Πνεύματος με περιστέρι.

Γράφουν πολλοί πατέρες, πώς ύμνος γιά την Παναγία δε μπορεί να γίνει από ανθρώπινο λόγο, γιατί αυτό είναι έργο αγγέλου, νού χερουβικού και γλώσσας πύρινης. Μπορούμε, όμως, να επαναλάβουμε τα λόγια του Ιωσήφ του Βρυέννιου συγκρίνοντας τα γεγονότα του Παραδείσου και της Ναζαρέτ. “Εκεί ο Παράδεισος, ωδε η Εκκλησία^ εκεί ο Αδάμ, ωδε ο Χριστός^ εκεί η Εύα, ωδε η Μαριάμ^ εκεί ο όφις, ωδε ο Γαβριήλ^ εκεί δράκοντος πρός την Εύα ψιθυρισμός, ωδε Αγγέλου πρός την Μαρία χαιρετισμός. Εκεί το “πληθύνων πληθυνώ τάς λύπας σου και τους στεναγμούς σου” ωδε το “Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία^ ευλογημένη σύ εν γυναιξί”” (Λόγος αΆ εις τον Ευαγγελισμό).

“Προκόψουσιν επί τα χείρω”

Τό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αφού διαπίστωσε ότι η συμφωνία στό Σαμπεζύ με τους μονοφυσίτες έφερε μόνο λίγες αντιδράσεις και η de facto κοινωνία του Αντιοχείας με τους αιρετικούς δεν συγκίνησε κανένα, προχώρησε το Νοέμβριο του 93 σε συμφωνία γιά την άρση των αναθεμάτων, όπως διαβάσαμε στήν “Επίσκεψη”, αριθμ. 496. Στό κείμενο που υπογράφεται ομόφωνα, διαβάζουμε ότι: “οι Σύνοδοι και οι Πατέρες, οι οποίοι αναθεματίσθησαν ή κατεδικάσθησαν κατά το παρελθόν είναι ορθόδοξοι εν τη διδασκαλία αυτών, ότι αμφότεραι αι οικογένειαι ετήρησαν πιστώς την αυθεντικήν ορθόδοξον χριστολογική διδασκαλίαν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως, καιαιτοι εχρησιμοποίησαν χριστολογικούς όρους κατά διαφόρους τρόπους”. Ομολογήθηκε, δηλαδή, ότι οι θεοφόροι Πατέρες των οικουμενικών συνόδων επλανήθησαν. Οι σημερινοί ποιμένες, σαν πιο φωτισμένοι, έρχονται να διορθώσουν την πλάνη τους και να αποκαταστήσουν την αλήθεια!

Όσοι δουλεύουν στό συγκριτισμό ξέρουν καλά ότι δε θά βρούν αντίσταση στίς αποφάσεις τους. Στή χειρότερη περίπτωση οι συντηρητικοί θά εφαρμόσουν τη στρουθοκαμήλια τακτική και θά αναλάβουν να πείσουν το ποίμνιο ότι οι φυλάσσοντες αγρυπνούν και ότι χωρίς επίσκοπο δεν υπάρχει Εκκλησία. Η Εκκλησία, όμως, δεν έχει σχέση με τέτοιους επισκόπους και ορίζει: “Ιακώβω, Αρμενίω τω Ζανζάλω, Διοσκόρω Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Σεβήρω τω δυσσεβεί, άμα Σεργίω, Παύλω και Πύρρω τοίς ομόφροσι, σύν Σεργίω μαθητή του Λυκοπέτρου, ανάθεμα. Όλοις τοίς Ευτυχιανισταίς, και Μονοθελίταις και Ιακωβίταις και Αρτζιβουρίταις, και απλώς πάσιν Αιρετικοίς, ανάθεμα” (Συνοδικό της Ορθοδοξίας)..

 

Χριστός Ανέστη

Μηδείς θρηνείτω πενίαν, εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον^ ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος”.

Πραγματικά, ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού, πόσο σήμερα μας αγγίζουν και πόσο έχουμε γεύση αληθείας από αυτά τα λόγια του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου; Πόσο θά πανηγυρίσουμε “χαίροντες στήν χαρά του Κυρίου μας” στήν Ανάσταση, στό Πάσχα;

Ζούμε σ’ έναν κόσμο μοναξιάς, αδιαφορίας, έλλειψης κοινωνίας, έναν κόσμο πεσμένο στή φθορά και στό θάνατο. Όλα γύρω, μας δείχνουν αυτό το δράμα της πτώσης του κόσμου, ενός κόσμου που βαδίζει δίχως ελπίδα, δίχως φώς^ βουτηγμένου μέσα σε μια πνευματική νάρκωση, υποταγμένου στήν πονηρία του κατέχοντος αυτού του κόσμου. Ζούμε σαν να μήν ήρθε ποτέ ο Χριστός πάνω στή γή, σαν να μη σαρκώθηκε, σαν να μήν αναστήθηκε, σαν να μήν άλλαξε αυτό το γεγονός τίποτα στή ζωή τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων που έζησαν στούς αιώνες. Μήπως είναι αυτό και η μεγαλύτερη αμαρτία μας;

Ο Χριστός ήρθε, έγινε άνθρωπος, κατάργησε τη δύναμη του πονηρού και τις συνέπειες της πτώσης μας. Μας γνώρισε ότι η Ζωή, η Χαρά, η Αλήθεια και η Ειρήνη του είναι κτήμα μας αρκεί να τα ζητήσουμε. Και αυτή η γεύση, η πληροφόρηση της Καινής Ζωής, πρέπει να διώχνει κάθε φοβία και να μας οχυρώνει με ψυχραιμία, ηρεμία, ειρήνη, χαρά, και αγάπη γιά τον πλησίον μας. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο της φθοράς, ο Θεός που μας αγαπά μπορεί και θέλει να μας βοηθήσει, να μας καθοδηγήσει σε δρόμο σωτηρίας. Αρκεί εμείς να αφεθούμε στό έλεός του, ευγνώμωνες πάντοτε, ζητώντας να μας φωτίσει να καταλάβουμε τις αλήθειες και τα μυστικά που βρίσκονται πίσω απ’ το μυστήριο της ύπαρξής μας.

“Τω πάθει σου Χριστέ παθών ηλευθερώθημεν και τη Αναστάσει σου εκ φθοράς ελυτρώθημεν”.

 

Τώρα και πάντα

“Τι θαυμάζεις Μαριάμ, τι εκθαμβείσαι το εν σοί;”
“Ότι άχρονον Υιόν, χρόνω εγέννησα φησίν”.

Το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου αναδεικνύει όλη την τραγική νομοτέλεια της πεσμένης κτίσης. Μέσα στο χρόνο υπονομεύεται και εκμηδενίζεται ανεπίστρεπτα κάθε φυσική διαδικασία, τα πράγματα χάνουν τη διάρκεια, όλα οδηγούνται στη διάλυση, στην αποσύνθεση, στη λησμονιά. Αν και απαραίτητη διάσταση της φύσης, ο χρόνος μοιάζει να αντιστρατεύεται την ίδια την τάξη και εσωτερική αρμονία των φυσικών πραγμάτων. Η λογική τάξη του Σύμπαντος διψά την αιωνιότητα, τη διάρκεια, την ολοκλήρωση, μέσα από την εσωτερική οργάνωση και αρμονία.

Η τάξη και η ομορφιά, αν και ανθίζουν πρόσκαιρα μέσα στο χρόνο, μακροπρόθεσμα καταστρέφονται. Αυτή η παράλογη σύγκρουση είναι η τραγωδία της δημιουργίας που στην ορθόδοξη θεολογία ονομάζουμε “πτώση”.

Η εκμηδενιστική γραμμική ροή του χρόνου της φθοράς δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της δημιουργίας όπως τη θέλησε ο Θεός για τα λογικά του δημιουργήματα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι οι ιδιότητες αυτές της φύσης είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης στάσης των λογικών δημιουργημάτων απέναντι στην αγάπη του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του. Ο ίδιος είναι αιώνιος. Καμία παράλογη σύγκρουση ή εσωτερική διαίρεση δε χαρακτηρίζει τη φύση του. Αυτό είναι το θέλημά του και για τους ανθρώπους. Σ’ αυτό το κάλεσμα ο πρώτος Αδάμ απάντησε με την παρακοή του, την ελεύθερη απομάκρυνσή του από τον τρόπο της Θείας ζωής. Όμως, η Θεία Ζωή είναι η μόνη πηγή της ενότητας, της αιωνιότητας και της αρμονίας. Μακριά από την Πηγή αυτή υπάρχει η διαίρεση, που κατατεμαχίζει τη μία φύση σε ατομικές εγωιστικές φύσεις, την μία αιώνια στιγμή σε διαδοχή ανεπίστρεπτων στιγμών, την αρμονία σε αποδιοργανωμένο χάος.

Ζώντας το γεγονός της φυσικής διαίρεσης χάνεται συχνά από τα μάτια μας η κρυμμένη πραγματικότητα της ενότητας της φύσης, όπως τη θέλησε ο Θεός. Κι όμως, αυτή η αλήθεια είναι που ενεργεί, και στο πρόσωπο του Αδάμ, οδηγεί ολόκληρη την κτίση ως ενιαίο σύνολο στην πτώση και στη φθορά. Η βαθύτερη αλήθεια για τον άνθρωπο είναι ότι είναι ένας, όπως ο Θεός είναι Ένας. Αν ο Θεός υπάρχει σε τρία πρόσωπα, ο άνθρωπος υπάρχει σε πολλά, χωρίς αυτό να αντιστρατεύεται την βαθύτερη ενότητα της φύσης του. Κι αυτός ο δεσμός επεκτείνεται σ’ ολόκληρη την κτίση, ξεπερνώντας κάθε χρονικό σύνορο και κάθε φαινόμενη διάσπαση, που επέφερε η πτώση στη δημιουργία. Στη ζύμη αυτής της μιας κτίσης έβαλε ο Αδάμ τη μαγιά που την οδήγησε στη φθορά, διαπερνώντας τη χρονική κλίμακα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ίδια, όμως, κρυμμένη ενότητα της κτίσης, πέρα από χρονικά σύνορα, είναι που ενεργεί και για τη σωτηρία και την απολύτρωση.

Πρωταρχική οντολογική πηγή της ενότητας και αιωνιότητας της φύσης είναι η είσοδος του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία. Η πρόσληψη της ανθρώπινης σάρκας και η ασύγχυτη ένωσή της με τη Θεότητα στο πρόσωπο του Χριστού είναι που χαρίζει στον άνθρωπο τα χαρακτηριστικά της εικόνας του Θεού και κατ’ επέκταση καθιστά ολόκληρη τη δημιουργία απαύγασμα και εικόνα της Θείας Ζωής. Προσλαμβάνει τον χρόνο ο άχρονος και τον ενοποιεί, θεραπεύοντας τα διεστώτα της κτίσης μέσα στην ενότητα της αρχικής αρμονίας. Βάζει τη ρίζα και τη σπορά της αθανασίας, της αφθαρσίας και της αιωνιότητας, του μυστηρίου της σωτηρίας, που ενεργείται ήδη από την αρχή του χρόνου. Το μυστήριο αυτό θα φανερωθεί σ’ όλη τη μεγαλοσύνη του, όταν συμπληρωθεί το ξεδίπλωμα της δημιουργίας μέσα στο χρόνο. Τότε, όλα, μέσα σε μια αιώνια στιγμή, θα προσκυνήσουν τον αιώνιο βασιλιά τους, τον Ιησού Χριστό. “Χρόνος ουκ έσται έτι”. Δεν θα υπάρχει τότε ο χρόνος της φθοράς. Ο χρόνος δεν θα μετρά την αποσύνθεση και το μαρασμό, αλλά την τελείωση, την πληρότητα και την πνευματική πρόοδο.

Προτύπωση και Εικόνα αυτού του μυστηρίου αποτελεί η Εκκλησία. Στην Εκκλησία ενεργείται ήδη το μυστήριο του Παραδείσου. Ο Χριστός μπήκε στη ζύμη της ανθρώπινης φύσης σε κάποιο σημείο της Ιστορίας, αλλά σαν μαγιά διαπέρασε ολόκληρη τη ζύμη, αγγίζοντας κάθε ανθρώπινη σάρκα. Η παρουσία του στην Ιστορία ξεπερνά κάθε χρονικό σύνορο. Μιλά με ανθρώπους πριν και μετά απ’ αυτόν. Αυτός διαλέγεται με τον Αβραάμ, παλεύει με τον Ιακώβ και δίνει το νόμο στο Μωϋσή πάνω στο Σινά. Αυτός σταματά τον Παύλο έξω από τη Δαμασκό και μιλά στις ανθρώπινες καρδιές μέχρι τις έσχατες ημέρες. Αυτός φέρνει σε κοινωνία τους αγίους, ζώντες και νεκρούς, ενοποιώντας με την παρουσία του το χρόνο, ο Αιώνιος, και τον χώρο, ο πανταχού παρών.

Ιδού, λοιπόν, γέγονε καινά τα πάντα. Ο χρόνος παύει να παίζει τον καταλυτικό του ρόλο μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Είμαστε καλεσμένοι να ζήσουμε στη Βασιλεία του Θεού, όχι στο μέλλον, μετά τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά τώρα. Τώρα και πάντα και εις τους αιώνας των αιώνων.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ