ΤΕΥΧΟΣ 50

Καλοκαίρι 1995


Εικόνες και τύποι

Η ζωή του Ισραήλ στήν Παλαιά Διαθήκη εικόνισε και προτύπωσε τη ζωή της εκκλησίας. τα ιερά τους εικόνιζαν την πνευματική δωρεά την οποία και προσδοκούσαν. Μέσα από τον εικονισμό αυτό αντλούσαν “εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας” και ζούσαν κι αυτοί ως τέκνα Θεού, τέκνα της αιώνιας βασιλείας.

Η εκκλησία γεννήθηκε μέσα από τη σκιώδη προσδοκία των εθνών, την προσδοκία του Ισραήλ, την προσδοκία των προφητών και των Πατριαρχών.

Πάνω σε μια βάση στέρεης πνευματικής εμπειρίας, όπως τη ζούνε οι άγιοι, η εκκλησία προσδοκά και με τη σειρά της εικονίζει τη βασιλεία του Θεού. Στήν εκκλησία ο άνθρωπος πλησιάζει το Θεό μέσα από μια αλληλουχία εικονισμών, που ενεργούν μέσα του κι αφήνουν λίγο-λίγο στήν καρδιά του τη σφραγίδα της γνωριμίας με το Θεό. Ο Χριστός, μας προσφέρει τη ζωή του σαν εικόνα σε όλα: “εγένετο τύπος και υπογραμμός εις πάντα”. Ο ιδιος εικονίζει και φανερώνει τον Πατέρα. Οι παραβολές, που αφηγούνται τα Ευαγγέλια, αποτελούν ζωντανές εικόνες βαθύτατων πνευματικών αληθειών: Ο Χριστός σπορέας αποτελεί εικόνα του Θεού-δημιουργού: “εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού”. Ο πατέρας του ασώτου παιδιού είναι ζωντανή εικόνα του αληθινού μας πατέρα του Χριστού, που στήν αγάπη του, σε άλλη παραβολή, “εποίησε δείπνο μέγα, και εκάλεσε πολλούς”. Και πάλι, εικόνα της δικιάς μας μιζέριας η εικόνα του μεγάλου γιού που αρνήθηκε να πάρει μέρος στή χαρά του πατέρα του ή εκείνη του παιδιού, που όταν το στέλνει ο πατέρας του στό χωράφι λέει πρόθυμα “εγώ κύριε”, αλλά δεν πάει. Και πάλι, εικόνα της αστάθμητης ανθρώπινης καρδιάς αυτή του παιδιού που λέει σκαιότατα “ουχ υπάγω”, αλλά πηγαίνει.

Οι ζωγραφιστές εικόνες αποτελούν ένα μικρό μέρος των εικονισμών που χρησιμοποιεί η εκκλησία. Εικόνες του υλικού, φυσικού κόσμου χρησιμοποιούνται διαρκώς γιά να μεταφέρουν την εμπειρία ουρανίων πραγμάτων. Η ενέργεια του νερού εικονίζει την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Δροσιστικό σαν τη βροχή που πέφτει και μουσκεύει τον πόκο, που με τη σειρά του εικονίζει την Παρθένο. Ζωογόνο, όπως τα νερά των θαλασσών τις πρώτες μέρες της Δημιουργίας.

Οι άγιοι διέκριναν σε κάθε ενέργεια της φύσης έναν εικονισμό και μια φανέρωση του Θεού. Η θερμότητα της φωτιάς μοιάζει με τη ζεστασιά της θείας παρουσίας. Η λαμπρότητα των αστεριών εικονίζει τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Οι προφήτες παρομοίασαν το Χριστό με αμνό. Σάν το πρόβατο. τον παρόμοιασαν και με λιοντάρι: “ Ως λέων και ως σκύμνος”. Αυτή η αλληλουχία των εικονισμών, που ξεκινά από το χώμα της γής και φτάνει μέχρι τον ιδιο το Θεό Πατέρα είναι ο δρόμος της γνώσης που ακολουθεί ο άνθρωπος γιά τη σωτηρία του μέσα στήν εκκλησία. Είναι η πιο εύκαιρη δυνατότητα της πεσμένης μας φύσης. Αυτό ακριβώς ανακεφαλαιώνει ο απόστολος Παύλος λέγοντας ότι τώρα “εκ μέρους γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν” Και ότι όλη μας η γνώση είναι σαν ματιά μέσα σε καθρέφτη, “ως εν εσόπτρω”, σαν μια αντανάκλαση, ένας εικονισμός των αληθινών πραγμάτων.

Όταν θά πληρωθεί η υπόσχεση του Θεού και έρθει το τέλειο, στήν καινή Γή, δε θά υπάρχει πλέον η ανάγκη γι΄ αυτούς τους τύπους. τώρα, όμως, οι εικόνες είναι ο δρόμος πρός τη Γνώση και πρέπει να τις φυλάμε με ακρίβεια. Η εκκλησία πολέμησε τους εικονοκλάστες, γιατί ακριβώς διέβλεψε την υπερφίαλη προσπάθειά τους να καταργήσουν αυτόν τον ταπεινό δρόμο του εικονισμού του ενός πράγματος από το άλλο, μέσα από τη βαθύτερη πνευματική σχέση που έχουν τα πράγματα μεταξύ τους. Αυτή η κατάργηση κόβει από τον άνθρωπο την πρόσβαση στίς πνευματικές αλήθειες. Αυτός είναι ο λόγος που μέσα στήν εκκλησία τηρείται με προσοχή η ιεροπρέπεια των εικονισμών κατά την παράδοση, τόσο στή ζωγραφική όσο και στίς άλλες εκδηλώσεις της εκκλησιαστικής ζωής. Γιαυτό και είναι καταδικαστέες εικόνες που δεν αποδίδουν τις πνευματικές διαστάσεις των εικονιζομένων πραγμάτων ή έρχονται σε σύγκρουση με τη θεολογική αλήθεια που εικονίζουν τα δόγματα. Διότι, αυτοί οι δύο τρόποι εικονισμού της αλήθειας, οι δογματικές διατυπώσεις και οι ζωγραφικές απεικονίσεις, δε μπορούν να έρχονται σε αντίθεση και να αναιρούν ο ένας τον άλλον.

Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα μονάχα μπορεί να δοθεί απάντηση σε ορισμένα πνευματικής φύσεως ερωτήματα που έχουν ανακύψει στό σύγχρονο κόσμο. Ένα τέτοιο ερώτημα, στό οποίο οι ορθόδοξοι συχνά καλούνται να τοποθετηθούν, είναι το θέμα της χειροτονίας των γυναικών ως ιερέων και επισκόπων. Αρχικά, πρέπει να τονιστεί ότι μέσα στήν εκκλησία ειμαστε “Υιοί υψίστου πάντες” και ότι στήν εκκλησία του Χριστού “ουκ ένι άρσεν και θήλυ”. Επιπλέον, πρέπει να θυμηθούμε ότι όλοι οι του Χριστού ειμαστε “βασίλειον ιεράτευμα”, όλοι ιερείς ως πρός τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, που χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας ή κατά κόσμο αξίας δίνονται στούς πιστούς του Χριστού μέσα στήν εκκλησία, απλώς κατά την καρδία τους. Ο ρόλος του ιερέα, λοιπόν, δεν είναι ρόλος αξίας, αλλά ρόλος εικονισμού: “Εις τόπον και τύπον Χριστού”. Δεν είναι απλώς εκπρόσωπος στό θυσιαστήριο. Σάν τέτοιος, ασφαλώς, θά μπορούσε να είναι και γυναίκα. Εικονίζει ταυτόχρονα το Χριστό, που ήρθε στή γή ως άνθρωπος, ως άνδρας, γιά να φανερώσει και να εικονίσει τον Πατέρα του. Και αυτή την ομοιότητα κατά τα έργα αλλά και κατά τη μορφή καλούνται να τηρούν οι ιερείς, όσο είναι δυνατό. το ανέβασμα μιας γυναίκας ως τύπος του Χριστού στό θυσιαστήριο, καταστρέφει τον τύπο του Θεού ως Πατρός, που ο ιδιος ο Χριστός κατέθεσε με την παρουσία του στή γή. Η χειροτονία της γυναίκας στή θέση του ιερέα και του επισκόπου είναι βαθύτατα εικονοκλαστική. Βασίζεται σε μια ανατροπή και εγκατάλειψη του ρόλου της εκκλησίας, η οποία δεν είναι κοινωνικό εγκαθίδρυμα, αλλά κιβωτός σωτηρίας.

Ένα άλλο θέμα, που τέθηκε πρόσφατα, είναι αυτό της ταφής των νεκρών. Η χριστιανική συνήθεια της ταφής εμπεριέχει βαθύτατο συμβολισμό: το σώμα που θάβεται στή γή, είναι εικόνα του σπόρου που φυτεύεται στό χώμα γιά να πετάξει με τον καιρό βλαστάρια καινούριας ζωής. Είναι ο εικονισμός της χριστιανικής ελπίδας γιά την ανάσταση των νεκρών στήν Καινή Γή. Στίς καρδιές που δεν έχουν τραφεί μ’ αυτή την ελπίδα, αυτό μοιάζει απίστευτο, όπως και στούς Εβραίους την εποχή του Ιερεμία: “Εγένετο ξηρά τα οστά ημών, απόλωλεν η ελπίς ημών, διαπεφωνήκαμεν”. “Πάμε χαμένοι”. Γιά τους πιστούς του Χριστού, όμως, τα λόγια του Κυρίου είναι άγκυρα ελπίδας: “Θά σηκώσω νεύρα και σάρκες στά ξεραμένα κόκκαλα, και από τους τέσσερις ανέμους θά μαζέψω πνεύμα και θά δώσω ζωή σ’ αυτά... τάδε λέγει Κύριος, Κύριος”.

 

“Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός”

Η θαυματουργική δύναμη του Κυρίου στήν Ερυθρά διαπερνά το λαό του από τη δουλεία και το θάνατο στήν ελευθερία και τη γή της επαγγελίας. το Πάσχα, όμως, εκείνο ήταν προτύπωση του νέου Πάσχα της Ζωής, όπου “εκ θανάτου πρός ζωήν, και εκ γής πρός ουρανόν, Χριστός ο Θεός, ημάς διεβίβασεν”. Η προαιώνια βουλή του Θεού, η σάρκωση του Λόγου και η θέωση του ανθρώπου φανερώνεται στήν πληρότητά της την ημέρα της Αναστάσεως. Εδώ ό,τι υπήρχε σεσιγημένο από τους αιώνες, ό,τι έλαβε αρχή μέσα στό χρόνο και ό,τι μέλλει να αποκαλυφθεί εν δόξει, ενώνεται σε μια άρρηκτη μυστηριακή σύγκραση. Η νέα κτίση ανατέλλει από τον τάφο του Σωτήρα. το σκοτάδι του θανάτου διαλύεται και αυγάζει το φώς της θείας ελάμψεως. “Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γή και τα καταχθόνια”. Οι ουρανοί φωτίζονται ως κατοικητήρια των αγγέλων και των κοιμηθέντων αγίων. Η γή λαμπρύνεται από τη φωτοχυσία της εκκλησίας, τα καταχθόνια δέχονται τον προβολέα του θείου φωτός και καταυγάζονται. το φώς της Ζωής, το φώς του Χριστού, το φώς της Αναστάσεως καλύπτει όλη την κτίση, ορατή και αόρατη. Είναι το φώς που δοξάζει τους αγίους, θαλπωρεί τους πιστούς αλλά, ταυτόχρονα, κατακαιαιει και κολάζει, εξ αιτίας της ελεύθερης επιλογής τους, τους δαίμονες. Η όραση του φωτός προϋποθέτει αισθήσεις καθαρές: “καθαρθώμεν τάς αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως”. Χωρίς την καθαρότητα είναι αδύνατη η εισοδός μας στό μυστηριακό χώρο της πίστεως, διότι η ακάθαρτη καρδιά δεν παραδέχεται τα μυστήρια του Θεού και τη σωστική ενέργειά τους. “Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία...



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ