ΤΕΥΧΟΣ 53

Άνοιξη 1995


Ο θάνατος του Θεανθρώπου και η ανάσταση του ανθρώπου

Ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός ανθρώπινες υπάρξεις κατ’ εικόνα του από αγάπη, χωρίς προϋποθέσεις. Δημιουργεί την κοινωνία των προσώπων, άσχετα αν το αγαπώμενο πρόσωπο θα απορρίψει τον αγαπώντα Θεό. Ο Αδάμ, και στο πρόσωπο του ο άνθρωπος, αρνήθηκε την αγάπη του τριαδικού Θεού. Εγκατέλειψε τον Κύριο της δόξης, αυτοκαταδικάσθηκε στην μοναξιά, το σκοτάδι, τη φθορά και το θάνατο. “Εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε, θανάτω αποθανείσθε” (Γεν. β΄ 17). Ο άνθρωπος, όμως, πλάσθηκε από τον Χριστό για να ζήσει. Ο θάνατος του προξενεί τρόμο. Εξ’ αιτίας του φόβου του θανάτου έρχεται η υποταγή στον άρχοντα του κόσμου τούτου. “Όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζείν ένοχοι ήσαν δουλείας” (Εβρ. 2, 15). Μπροστά στο θάνατο ο άνθρωπος νιώθει ανασφάλεια και όπως ο άφρων της παραβολής στρέφεται στην απόκτηση αγαθών, γνωριμιών και χρημάτων, που γίνονται σκοπός της ζωής του για να του δώσουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Ο τρόπος αυτής της ζωής τον κάνει εγωκεντρικό, ιδιοτελή, συμφεροντολόγο, δηλαδή υποχείριο του σατανά. Έτσι, χωρίς την κατάργηση του θανάτου η ελευθερία και η ζωή ήταν αδύνατη. Ο Λόγος “τέλειος Θεός υπάρχων” λαμβάνει “της σαρκός το πρόσλημα”, έρχεται να θεραπεύσει τον κόσμο. Όχι να τον κάνει καλλίτερο, αλλά να τον αγιάσει. Χύνεται σαν μύρο στη δυσοσμία και την μεταβάλλει σε ευωδία. Ζει την καθημερινότητα και την μετατρέπει σε αιωνιότητα. “Επεί ούν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ινα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου τούτ’ έστι τον διάβολον” (εβρ. 2, 14). Η άκρα ταπείνωση κατέρχεται “μέχρις Άδου ταμείων, για να συναντήσει τον άνθρωπο και να τον αναστήσει. Ο θάνατός του είναι εκούσιος. “’Ω των θαυμάτων των καινών!... Εκών γαρ υπό γην σφραγίζεται ο εν υψίστοις οικών” (η΄ ]ωδή μεγ. Σαβ.). Ο Σαββατισμός του Χριστού δωρίζει στον άνθρωπο την σωτηρία. Κανείς πλέον ας μη θρηνεί για αμαρτίες και πταίσματα, πανηγυρίζει ο Χρυσορρήμων “συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον^ ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος”. Από το ζωηφόρο μνήμα του Κυρίου αναβλύζει το Πνεύμα το Άγιο, ξεχύνεται στον κόσμο και τον ευωδιάζει. τελειούται η Δημιουργία. Ο θάνατος του Θεανθρώπου είναι η ανάσταση του ανθρώπου, ο αγιασμός της κτίσεως. “Που σου θάνατε το κέντρον; που σου Άδη το νίκος; ο Άδης, φησίν επικράνθη και γαρ κατηργήθη”.

 

Έργα και ημέρες του Οικουμενικού Πατριάρχου

Στα χνάρια των προκατόχων του Πατριαρχών Αθηναγόρου και Δημητρίου βαδίζει ο νέος προκαθήμενος του θρόνου της Κωνσταντινούπολης σε κάθε θέμα που έχει σχέση με την λεγόμενη προσέγγιση Ανατολής και Δύσης και με τον λεγόμενο “διάλογο της αγάπης”. Όπως συχνά τονίζεται σε ανταλλαγές μηνυμάτων και επιστολών με τον πάπα της Ρώμης, σκοπός είναι η “πλήρης κοινωνία” μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως αλλά και η πιστή συνέχιση της σύμπλευσης και του αποκαλούμενου “Τριαδοπροβλήτου” διαλόγου όχι μόνο με τα χριστιανικά δόγματα, αλλά και με τα άλλα θρησκεύματα.

Η συχνότητα με την οποία προβάλλονται κάθε είδους οικουμενιστικές ενέργειες, που όλες συνιστούν άρνηση της εκκλησίας και συχνά προσβάλλουν θεμελιώδεις αποφάσεις των ζ΄ οικουμενικών συνόδων, έχει κυριολεκτικά αμβλύνει τις συνειδήσεις κι έχει στομώσει τη φωνή της κριτικής, που έτσι κι αλλιώς έχει αποδειχτεί άκαρπη τις τελευταίες δεκαετίες.

Αν και δεν περιμένουμε κανένα φανερό αποτέλεσμα από την παράθεση τέτοιων ειδήσεων, ανθολογούμε μερικές από τις πιο πρόσφατες, συνεχίζοντας την ταπεινή μας προσπάθεια για τη μαρτυρία και τη διαφύλαξη της αλήθειας. Πηγή των ειδήσεων είναι το δελτίο του Οικουμενικού Πατριαρχείου “Επίσκεψη”.

Στον συνεορτασμό της εορτής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου το παρελθόν -έτος στο Βατικανό ο κ. Βαρθολομαίος δια αντιπροσωπείας διαμήνυσε την προσωπική του αφοσίωση στην υπόθεση του Διαλόγου και της ενότητας “μέχρις πλήρους κοινωνίας και εν Χριστώ συμβιώσεως”. Μέσω της αντιπροσωπείας του προβάλλεται ως “συνοδοιπόρος και συναθλητής εν τω Οικουμενισμώ μετά της Αυτού αγιότητος”, του Πάπα, και καλεί τον Πάπα της Ρώμης “να προβάλλει με διαφάνεια την ιστορική και σύγχρονο ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας” και να αγωνισθεί για την επικράτηση των “ιδεωδών της αγάπης, της ειρήνης και της ισότητος μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών, των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών και των λοιπών θρησκευμάτων και εθνών”. (Επίσκεψη 507).

Σε συνέντευξή του δημοσιευμένη στο ίδιο τεύχος της Επίσκεψης (3.7.94) ο οικουμενικός Πατριάρχης εκφράζει τη χαρά του για την “προσέγγιση της ορθοδόξου εκκλησίας μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών (Κοπτικής, Αρμενικής, Αιθιοπικής κ.λ.π.) χαρακτηρίζοντας την επανένωση των δύο αυτών οικογενειών αδελφών Εκκλησιών ως ιστορικό γεγονός”. Υπενθυμίζεται ότι η επανένωση έγινε όχι πάνω στη βάση της αποδοχής εκ μέρους των μονοφυσιτών των ορθοδόξων δογμάτων, αλλά στηρίχτηκε ουσιαστικά στον παραμερισμό των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων πάνω στα θέματα αυτά.

Μιλώντας στην 6η Γενική Συνέλευση της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκείας και Ειρήνης, τον Νοέμβριο του παρελθόντος έτους, παρουσία εκπροσώπων θρησκειών από 65 χώρες του κόσμου, ο οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε: “Θα πρέπει να συντελέσουμε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του Οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της Ειρήνης. τούτο όμως θα μπορέσει να γίνει μόνον εάν είμεθα ηνωμένοι εν τω Πνεύματι του ενός Θεού, δημιουργού ορατών τε πάντων και αοράτων. Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάντες και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί και Κουμφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια προς τον σκοπό της καθοδηγήσεως του κόσμου μακράν των ψευδοπροφητών του εξτρεμισμού και της μισαλλοδοξίας” (Επίσκεψις 511).

Τέλος, σε μήνυμα του προς τους οργανωτές κοινού Μουσουλμανικού και Χριστιανικού συνεδρίου τον Αύγουστο του παρελθόντος έτους ο πατριάρχης Βαρθολομαίος εύχεται “εν τω πνεύματι της καταλαγής, την υπέρβασιν της κατά το παρελθόν στείρας θρησκευτικής - θεολογικής αντιπαράθεσης” και ευλογεί την προσπάθεια “των δύο μεγάλων αβραμικών παραδόσεων”. “Ως τέκνα του ενός και μόνον Θεού”, επισημαίνει ο κ. Βαρθολομαίος, “έχοντες την ενότητα του ανθρωπίνου γένους ως θεμελιώδη πίστιν, καλούμεθα να προσεγγίσωμεν αλλήλους, προάγοντες παντί τρόπω τον μεταξύ ημών διάλογον, εν εποχή μάλιστα κατεξοχήν διαλογική”. Ο κ. Βαρθολομαίος εισηγείται ότι έχουν κοινή κλήση οι πιστοί “αμφοτέρων των παραδόσεων” να αντιμετωπίσουν “το πρόβλημα του εκκοσμικευμένου πνεύματος και του καταναλωτισμού, της νέας “ειδωλολατρίας της ύλης” και να δυνηθούν από κοινού να αντιτάξουν “εις τον ασφυκτικώς υλόφρονα πολιτισμόν πρότασιν νοήματος της υπάρξεως και της ζωής, του κόσμου και της ιστορίας”. (Επίσκεψη 510).

* * *

Οι αληθινοί μαθητές του Χριστού κήρυξαν ανά τους αιώνες ότι το νόημα της ζωής και της ύπαρξης, το νόημα του κόσμου και της ιστορίας, βρίσκεται εν Χριστώ και στην κοινωνία των ανθρώπων με το αρχέτυπο της κτίσης που είναι ο Χριστός. Οι σημερινοί ψευδοπροφήτες αν και κάθονται στους θρόνους των αγίων δεν ομολογούν το νόημα της ζωής όπως παραδόθηκε στην εκκλησία, αλλά το “αναζητούν” σε κοσμικής φύσεως συνεργασίες και διαλόγους με αλλότρια δόγματα και παραδόσεις, πάνω σε βάση ανθρωπιστική και όχι Χριστοκεντρική. Διαβάζοντας κανείς τα μηνύματα και τις ομιλίες τους θυμάται τα λόγια της αποκάλυψης για τον ψευδοπροφήτη ότι αν και έμοιαζε με αρνί μιλούσε ως δράκων. Πράγματι, οι άνθρωποι αυτοί στους ορθοδόξους μιλούν ως ορθόδοξοι, στους Λατίνους σαν εν Χριστώ αδελφοί και στους πιστούς άλλων θρησκειών σαν υπηρέτες των υψηλών ανθρωπιστικών ιδεωδών και της ενότητας του ανθρωπίνου πνεύματος. Προσκυνούν τη νέα μορφή ειδωλολατρικού ανθρωπισμού, που δεν είναι άλλο παρά η θρησκεία του επερχόμενου αντίχριστου.

 

Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως και η συμβολή της στην πορεία της Ορθοδοξίας

Μαΐου 11: “Τη αυτή ημέρα επιτελείται η ανάμνησις των Γενεθλίων, ήτοι εγκαινίων, της θεοφυλάκτου και θεομεγαλύντου Κων/πόλεως, εξαιρέτως ανακειμένης τη προστασία της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και παρ’ αυτής διασωζομένης”.

Γενεθλίων σών δεί με τιμάν ημέραν,
Εν σοί, Πόλις, τυχόντα των γενεθλίων.

Μαΐου 11, 330 μ.Χ. Ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκαινιάζει την Κωνσταντινούπολη. Μόλις γίνεται μονοκράτορας της απέραντης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο ευφυέστατος Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται την άμεση ανάγκη για μια νέα πρωτεύουσα, ένα νέο κέντρο, κοντά στις “ευαίσθητες” ανατολικές επαρχίες και σπεύδει να επιλέξει ο ίδιος το κατάλληλο μέρος. Στις 8 Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. αρχίζουν οι εργασίες στην περιοχή που ο οικιστής Βύζαντας από τα Μέγαρα είχε κτίσει αποικία το 660 π.Χ. περίπου, την πόλη που ονομάστηκε τότε Βυζάντιο. Σε έξι χρόνια γίνονται τα εγκαίνια και ο Μέγας Κωνσταντίνος αφιερώνει την Πόλη, σύμφωνα με την Παράδοση, στη Θεοτόκο, η οποία αποβαίνει προστάτης σε δύσκολες για την πόλη ώρες. Η “Κωνσταντίνου Πόλη” είναι πραγματικότητα.

Λίγων μόνο πόλεων η ίδρυση είχε τόσο μεγάλη σημασία για την παγκόσμια ιστορία. Η τοποθεσία ήταν η πιο κατάλληλη που θα μπορούσε να βρεθεί: σημαντικό εμπορικό και στρατηγικό κέντρο, “εώας τε και εσπερίου λήξεως ο’Υιον σύνδεσμον” (δηλαδή σύνδεσμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης) κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Ναζιανζηνό. Απόρθητη από τη θάλασσα προσιτή στη στεριά από μία μόνο πλευρά η Κωνσταντινούπολη έμελλε να παίξει πρωτεύοντα ρόλο. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το ότι η ίδρυση της το 330 και η εκπόρθησή της από τους Οθωμανούς το 1453 μ.Χ. οριοθετούν τη Βυζαντινή Ιστορία, την “Ιστορία του Κράτους της Κωνσταντινουπόλεως”, όπως ονομάστηκε.

Με την αλλαγή πρωτεύουσας γίνεται μία στροφή του κράτους προς την Ανατολή. Η Κωνσταντινούπολη αποκτά όλα τα οικονομικά, πολιτικά και διοικητικά προνόμια που είχε η Ρώμη και δεν αργεί να γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο όλου του τότε γνωστού κόσμου. Βασιλεύουσα Πόλις, Νέα Ρώμη, Δευτέρα Ρώμη, Επτάλοφος της Ανατολής, είναι τα επίθετα που με τη λαμπρότητα και το ρόλο της κερδίζει η Κωνσταντινούπολη, που γίνεται το καμάρι των “Ρωμαίων” και ο κρυφός πόθος των “βαρβάρων”. Μέσω αυτής δίνεται η δυνατότητα στους “ξεχασμένους” πληθυσμούς της Ανατολής να εκφράσουν τη δυναμικότητά τους.

Όμως, εκτός από όλα αυτά η Κωνσταντινούπολη γίνεται και το μεγαλύτερο χριστιανικό κέντρο. Πράγματι, η νέα πόλις απαλλαγμένη από την ειδωλολατρική παράδοση και τις δεισιδαιμονίες της παλαιάς πρωτεύουσας Ρώμης, εξαγνισμένη από τις μάταιες θυσίες σε ψεύτικους θεούς κοσμείται με λαμπρότατα κτίσματα προορισμένα για τη Σωτήριο Λατρεία, τη Λατρεία του Ιησού Χριστού. τιμάται από το Μέγα Κωνσταντίνο με επισκοπή η οποία αργότερα προβιβάζεται σε Πατριαρχείο και η Κωνσταντινούπολη αναλαμβάνει τα ηνία, την προστασία, της χριστιανοσύνης. Ο ορθόδοξος κλήρος και ο λαός θα κρατήσουν όρθια την Ορθοδοξία και μαζί όλη την αυτοκρατορία σε στιγμές δύσκολες (Αρειανισμός, Μονοφυσιτισμός, Εικονομαχία, Σχίσμα). Η Πόλη γίνεται σύμβολο και φρούριο της χριστιανοσύνης όχι μόνο από τις επιδρομές των Περσών, Σλάβων, Γότθων, Αράβων, Σαρακηνών και τούρκων αλλά και από τη δόλιο επίδραση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας μετά το Σχίσμα (1054). Η μανία και το μίσος των Δυτικών φαίνεται στις καταστροφές που προκαλούν οι σταυροφόροι κατά την προσωρινή κατάληψη της Πόλεως το 1204.

Η αυτοκρατορία που, σύμφωνα με την πολιτική θεωρία των ιδίων των Βυζαντινών, ήταν “σκεύος εκλογής” του Θεού, ο κατάλληλος, δηλαδή, πολιτειακός σχηματισμός για την εξάπλωση του Χριστιανισμού, χωρίς την Κωνσταντινούπολη δεν θα είχε διατηρηθεί μία ολόκληρη χιλιετία. Κι αυτό φαίνεται από το ότι, όταν οι Οθωμανοί τούρκοι κυριεύουν την Πόλη στις 29 Μαΐου 1453 υπό τις διαταγές του Μωάμεθ Β΄ (που ονομάστηκε και Πορθητής), η αυτοκρατορία καταλύεται. Μπορεί τα εδάφη της τις τελευταίες δεκαετίες να είχαν περιοριστεί σε μερικές κτήσεις του Βοσπόρου και της Ελλάδος, αλλά όσο υπήρχε η Βασιλεύουσα υπήρχε και το Βυζάντιο.

Με τη γένεση της νέας πρωτεύουσας δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε στοιχεία της Ελληνικής παιδείας να ζυμωθούν με το κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων. Αυτά θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός κράτους, που σαν γεωγραφικός χώρος θα διατηρηθεί για μία χιλιετία, σαν ιδεολογικός και πνευματικός, όμως, παράγων θα μείνει αιώνιος.

 

“Δεύτε πιστοί το ζωοποιόν Ξύλον προσκυνήσωμεν”

Την Γ΄ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία μας εορτάζει την προσκύνηση του τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. τίποτε δεν είναι τυχαίο στο τυπικό της Εκκλησίας. Κατά την περίοδο του τριωδίου, ιδιαίτερα, οι εορτές που τιμούμε κάθε Κυριακή είναι μέρος ενός “προγράμματος”, μιας πορείας, που οδηγεί στο κορυφαίο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Πρώτα η Κυριακή τελώνου και Φαρισαίου (α΄ τριωδίου), μετά του Ασώτου (β΄ τριωδίου), η Κυριακή της Ορθοδοξίας (α΄ νηστειών) και τώρα η προσκύνηση του Σταυρού, το τίμιο ξύλο που φανερώνει την αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, το ξύλο που αγιάζεται και γίνεται το σύμβολο της Σωτηρίας.

“Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης”, γιατί πόσες φορές δεν προστρέξαμε σ’ αυτόν και μας έσωσε. “Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας”, ποιο είναι τιμιότερο κόσμημα από αυτόν; το σύμβολο του θανάτου για τους Ρωμαίους γίνεται σύμβολο ζωής για τους χριστιανούς και κοσμεί την εκκλησία. “Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα”, το μεγάλο όπλο των βασιλέων στους αγώνες τους υπέρ της Ορθοδοξίας. “Σταυρός, πιστών το στήριγμα”, ο συμβολισμός και η δύναμή του μας δίνουν κουράγιο στις δύσκολες για την Ορθοδοξία στιγμές. “Σταυρός, αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα”. Καύχημα των Αγγέλων, τρόμος των δαιμόνων, γιατί στο Σταυρό ο Κύριος νίκησε το διάβολο. Ο Σταυρός είναι η αιτία της Ανάστασης του Χριστού που συνέτριψε “τας πύλας του Άδου” και “τα αιώνια δεσμά” κατέλυσε. Μέσω του ξύλου ήλθε στο γένος η φθορά, μέσω του ξύλου (δηλ. του Σταυρού) ήλθε και η ανάσταση. Η μέγιστη ταπείνωση (η Σταύρωση) οδηγεί στην υπέρτατη δόξα (Ανάσταση και Άδου καθαίρεση). Γι’ αυτό κι εμείς “εν φωναίς αλλαλάξωμεν και εν ωδαίς μεγαλύνομεν”, όπως μας προτρέπει η υμνολογία: “Χαίροις, ο ζωηφόρος Σταυρός”, κι ας στηριχτούμε στη βοήθειά του στους έσχατους καιρούς που ζούμε.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ