ΤΕΥΧΟΣ 55

Φθινόπωρο 1995


Συζητηταί του αιώνος τούτου

Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή γεμάτη θεαματικές εξελίξεις και αλλαγές. Γινόμαστε μάρτυρες ιστορικών γεγονότων, πολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων και μεγάλων επαναστάσεων στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας. Μέσα σ’ όλα αυτά ακούμε συχνά πνευματικούς παράγοντες και διανοούμενους να συζητούν για το ρόλο του χριστιανού και της ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο. Αναζητούν τη θέση της ορθόδοξης εκκλησίας στην ενωμένη Ευρώπη, και μερικοί ψάχνουν μια θέση για την ορθόδοξη θεολογία. Συχνά, είναι φανερή μια προσπάθεια χριστιανών διανοουμένων να κρατήσουν μια επαφή με όλες τις σημερινές εξελίξεις, ενσωματώνοντας την προσπάθειά τους στις εκάστοτε επιταγές του “ιστορικού γίγνεσθαι”.

Στο σημείωμά μας αυτό, θα θέλαμε από τη δική μας σκοπιά να θέσουμε έναν προβληματισμό: Ποιες είναι οι πολιτιστικές, φιλοσοφικές, οικονομικές και θεολογικές, τέλος, επιλογές πάνω στις οποίες κτίζει ο σύγχρονος κόσμος; Μήπως είναι καλύτερα ένας αληθινά πιστός Χριστιανός να διατηρεί ενσυνείδητα αποστάσεις ασφαλείας από στόχους και επιλογές που είναι εγγενώς ασύμβατες με τις δικές του; Ο ίδιος ο Χριστός δεν κράτησε αυτές τις αποστάσεις, όταν απέφυγε να προσευχηθεί και να παρακαλέσει για το κυρίαρχο εγκόσμιο ρεύμα και προσευχήθηκε μόνο για τους λίγους δικούς του μαθητές;

Ο ορθόδοξος χριστιανός φυσικά έχει λόγο και γνώμη για όσα συμβαίνουν και πολλές φορές εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένος να βαδίζει σε μια παράλληλη πορεία. Όμως, δεν παύει να κάνει διαρκώς την επώδυνη διαπίστωση ότι από πνευματική άποψη βρίσκεται πολύ μακριά από το ευρύτερο πλαίσιο που με μικρές παραλλαγές υιοθετούν σήμερα οι άνθρωποι για να πορευτούν προς το μέλλον. Ο Χριστιανός ζει την πνευματική εξορία, είναι αποσυνάγωγος, διωγμένος από τις δομές και τους θεσμούς των συγχρόνων του. Η ζωή του, το πνεύμα του, οι αξίες του βρίσκονται πέρα και πάνω από το κοντόφθαλμο υλικό συμφέρον. Η σκέψη του δεν περιορίζεται από το πώς εξελίσσονται οι οικονομικοί δείκτες και από το πώς ελίσσεται η πολιτική διπλωματία, πώς επιτυγχάνεται η εμπορική διείσδυση, πόσο αποτελεσματικά λειτουργεί ο ιδιωτικός και δημόσιος τομέας, πώς εξυγιαίνονται οι προβληματικές επιχειρήσεις, πώς θα ασκήσουμε αποτελεσματική επιρροή στα Βαλκάνια, πώς θα επωφεληθούμε καλύτερα από εμπορικές συμφωνίες και χρηματοδοτικά προγράμματα, ή τέλος ακόμα, πώς να διατηρήσουμε την πολιτισμική και εθνική μας ταυτότητα μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Όλα αυτά είναι ίσως ζητήματα επιβίωσης, είναι η σύγχρονη περιπλεγμένη μορφή των βιοτικών μερίμνων με τις οποίες οι άνθρωποι συμφύρονται καθημερινά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκροτούν το πλαίσιο σκέψης και προβληματισμού ενός αληθινού ορθοδόξου.

Όλα αυτά απομακρύνουν τον άνθρωπο από το σκοπό του πολύ χειρότερα και αποτελεσματικότερα από ότι οι βιοτικές μέριμνες σε παλιότερες εποχές. Ο κόσμος μας υποδεικνύει διαρκώς ένα πεδίο αγώνα που βρίσκεται έξω από μας, στο πεδίο μιας εξωτερικής δραστηριότητας. Γινόμαστε έτσι συζητητές του αιώνος τούτου, αντί να αναζητούμε ταπεινά πνευματικούς θησαυρούς.

Ο κόσμος, ακόμη και οι πνευματικότεροι από τους ανθρώπους του κόσμου , έχουν τραφεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη δυτική “ πνευματικότητα”. Η δυτική πνευματικότητα είναι εξωστρεφής και απορρίπτει την εσωστρέφεια και την αναζήτηση του “εντός ημών” θησαυρού, που χαρακτηρίζει τους ορθοδόξους. Ψάχνει την ανθρώπινη “ευτυχία” σε συλλογικές-κοινωνικές δομές που υπηρετούν επιφανειακά και εξωτερικά συμφέροντα. Εξαντλείται κυριολεκτικά σαυτό, μετατρέποντας και την εκκλησία σε μια οργάνωση που λειτουργεί με τις ίδιες εξωστρεφείς μεθόδους της διπλωματίας, της πολιτικής, της διαπραγμάτευσης. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, ο ρόλος που υπηρετεί η εκκλησία καταλήγει να είναι η εξυγίανση της κοινωνικής ηθικής και η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι και θεολόγοι ορθόδοξοι, ακόμη και κληρικοί και μοναχοί, φαίνονται να έχουν ξεχάσει ότι εκκλησία είναι ο χώρος όπου οι άνθρωποι έρχονται σε κοινωνία πνευματική με την Αλήθεια και ότι ορθοδοξία δεν υπάρχει στα λόγια, αλλά μονάχα όπου υπάρχει αληθινή κοινωνία με τον Χριστό. Η ορθοδοξία στα μυαλά των περισσοτέρων δεν είναι πια άλλο, από ένα σχήμα διατήρησης και συντήρησης της πολιτιστικής μας ταυτότητας, που μας διαφοροποιεί σαν εθνική ομάδα από άλλες ομάδες μέσα στη σύγχυση του σύγχρονου κόσμου. Μιλούν σήμερα για ορθοδοξία άνθρωποι άγευστοι, άθεοι ή αδιάφοροι, διότι αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα που μπορεί να έχει ένα τέτοιο εξωτερικό σχήμα εθνικής ταυτότητας στην αποτελεσματική συγκρότηση της δικιάς μας εθνικής ομάδας, μέσα στο συνονθύλευμα των εθνών. Αναγνωρίζουν, επίσης, ότι ένα τέτοιο σχήμα μας βοηθά στο να συγκροτήσουμε συμμαχίες και να βρούμε φίλους, ώστε να μην μας αφομοιώσουν και μας αφανίσουν οι εχθροί. Η αναγωγή όμως της ορθοδοξίας σε μέσο φυσικής επιλογής για την επιβίωση του γένους και την εξωτερική συντήρηση μιας χαμένης στην πραγματικότητα πνευματικής ταυτότητας, υποδηλώνει ακριβώς την απώλεια της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό και την απουσία της αναζήτησης της Αλήθειας, που χαρακτηρίζει τους αληθινούς χριστιανούς. Αυτή η απώλεια της προσωπικής σχέσης με το Θεό και η αδιαφορία για την αλήθεια είναι που βάζει σε αληθινό κίνδυνο και το γένος και την όποια μας ταυτότητα. Αυτό αποδεικνύει το ιστορικό παρελθόν . Καθόλου δεν πρόκειται να μας σώσουν οι υποκριτικές και χρησιμοθηρικές επικλήσεις της ορθοδοξίας μας. Και δω, ίσως, είναι καίριο να υποβάλλει κανείς το θλιβερό ερώτημα: Όλοι μας ακούμε τα τελευταία χρόνια τόσους ανθρώπους να μιλούν για ορθοδοξία. Μήπως ακούει κανείς αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι να μιλούν για τον Χριστό; Ακούμε για την εθνική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Ακούει όμως κανείς τίποτε για την Αλήθεια, για την αναζήτηση του Θεού και την κοινωνία μαζί του, για την κατά Χριστό ζωή και το πόσο ασύμβατη είναι αυτή με τις επιταγές του σύγχρονου κόσμου; Αν τυχόν μιλήσει κανείς γι’ αυτά, αμέσως χαρακτηρίζεται οπισθοδρομικός και μπαίνει στο περιθώριο. Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι οι επιλογές του δεν ταυτίζονται με τις επιλογές του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, λοιπόν, και οι διανοούμενοι, κοινωνιολόγοι αλλά και θεολόγοι, μεταλλάσσουν την ορθοδοξία σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές, προκειμένου να διατηρήσουν ένα δικαίωμα λόγου πάνω στις σημερινές εξελίξεις.

 

Οι δυνάμεις που ενεργούν στο σύγχρονο κόσμο είναι πολύ ισχυρές^ είναι πολλών ειδών και δρουν σε πολλά επίπεδα, αλλά όλες ωθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Οι εθνικές ομάδες έχουν πολλαπλασιαστεί και όλες διεκδικούν μια επίφαση αυτονομίας και ταυτότητας. Ταυτόχρονα όμως είναι φανερό ότι όλες ωθούνται προς τις ίδιες πολιτισμικές-οικονομικές επιλογές. Παρόλη τη φαινομενική ποικιλία και την ψευδαίσθηση της διαφορετικότητας, όλες οι εθνικές ομάδες υιοθετούν τα ίδια μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης και εντάσσονται στον ίδιο πολιτιστικό χώρο: του Δυτικού πολιτισμού, όπως αυτός αναπτύχθηκε στην Ευρώπη τους τελευταίους αιώνες, έχοντας, βέβαια, τις ρίζες του στον μεσαίωνα.

Οι ίδιες αξίες επικροτούνται παντού, αυτές της χρησιμοθηρίας και της συλλογικής αποτελεσματικότητας. Η προσωπική πνευματικότητα, η αγιότητα, η σχέση με το Θεό και η κοινωνία μαζί του στον χώρο της ανθρώπινης καρδιάς, δεν αποτελεί κανενός είδους αξία. Αντιθέτως, χαρακτηρίζεται ως αντικοινωνική εκδήλωση που αντιστρατεύεται τα μοντέλα της υλικής ευμάρειας. Τέτοια μοντέλα για να πετύχουν και να λειτουργήσουν απαιτούν την κοινωνική ομοιογένεια και την πειθαρχία. Έτσι, η αληθινή ορθόδοξη πνευματικότητα χάνεται.

Η επίσημη ορθόδοξη εκκλησία νιώθει να πιέζεται από τις ανάγκες των καιρών να συνθηκολογήσει και να συνταχθεί με το πνεύμα της ομογενοποίησης και της αναζήτησης κοινών ιδανικών. Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερο ενδίδει στον λεγόμενο “οικουμενισμό”, στην προσπάθεια δηλαδή για τον παραμερισμό των διαφορών με την κυρίαρχη δυτική πνευματικότητα και εκκλησιαστική παρουσία. Πάνω σε ποία βάση, όμως, γίνεται αυτή η υποτιθέμενη προσέγγιση; Στηρίζεται άραγε στην καλή διάθεση των δυτικών να επιστρέψουν στα νάματα των πρώτων αιώνων της εκκλησίας; Όχι, βέβαια. Η Δύση, όπως αναφέραμε, είναι κυρίαρχη και νικήτρια σε όλους τους τομείς. Είναι η Ανατολή που γονατίζει. Ο κόσμος όλος, σήμερα, ασπάζεται σταδιακά αυτό που έχτισε η Δύση από την εποχή των Φράγκων. Και η Δύση, πνευματικά και πολιτιστικά, ταυτίζεται με τον Παπισμό και τις ιστορικές του παραφυάδες. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί άγιοι ταυτίζουν τον ψευδοπροφήτη της Αποκάλυψης, αυτόν δηλαδή που προετοιμάζει το έδαφος για τη βασιλεία του Αντιχρίστου, με τον Πάπα της Ρώμης. Με το καθεστώς, δηλαδή, εκείνο που συνάζει όλους τους ανθρώπους σε μία ποίμνη, που θα την ποιμάνει όχι ο Χριστός, αλλά ο Αντίχριστος.

Οι αληθινοί ορθόδοξοι, ζώντας τη σημερινή ιστορική πραγματικότητα βαδίζουν παράλληλα σ’ αυτές τις εξελίξεις, τις παρατηρούν και βγάζουν τα συμπεράσματά τους, αλλά δεν μπορούν να ταυτίζονται και να συνοδοιπορούν μ’ αυτές. Ο δικός τους σκοπός είναι να βρουν τον αληθινό θησαυρό, αυτόν που βρίσκεται μέσα στην καρδιά τους και να τον κρατήσουν, κατά τα λόγια της Γραφής: “ κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβει τον στέφανόν σου... οίδα σου τα έργα, ότι μικράν έχεις δύναμιν, και ετήρησάς μου τον λόγον, και ούκ ηρνήσω το όνομά μου”.

 

Ορθοδοξία και οικολογία

Είναι γνωστό το οικολογικό πρόβλημα που μαστίζει τον πλανήτη και δημιουργεί τεράστιο θέμα για την ανθρώπινη επιβίωση. Οικολογικές οργανώσεις και η διεθνής κοινότητα προσπαθούν με κάθε τρόπο να προσεγγίσουν το ζήτημα και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για την λύση του. Όμως, τα κριτήρια και το πλαίσιο στο οποίο κινούνται όλες αυτές οι προσπάθειες είναι ανθρωποκεντρικό με αποτέλεσμα να μην υπάρχει θεραπεία. Όταν θεοποιείται και αυτονομείται η κτίση και ο άνθρωπος, τότε ο κόσμος χάνει τις αληθινές του διαστάσεις. Ο άνθρωπος τον μεταβάλλει σε απρόσωπο αντικείμενο και τον βιάζει ασύστολα, κινούμενος από την πλεονεξία.

Η δουλεία στα πάθη μας οδηγεί στην υπερβολική επιθυμία για περισσότερα αγαθά, στην υπερκατανάλωση και στην υπερπαραγωγή, δηλαδή στον βιασμό της κτίσεως. Ο άνθρωπος, όμως, που αγαπά τον Θεό έχει μια άλλη σχέση με την κτίση. Γνωρίζει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, και τον συντηρεί μέχρι σήμερα με τις άκτιστες ενέργειές του.

Η κτίση είναι για τον ορθόδοξο η καθημερινή έκφραση της αγάπης του Δημιουργού, το δώρο του στον άνθρωπο, που με τη σειρά του το δέχεται και το φυλάει σαν πολύτιμη παρακαταθήκη. Παύει να βλέπει το περιβάλλον με αδιαφορία, το σέβεται επειδή είναι έργο του Θεού. Αισθάνεται ευθύνη απέναντι στον κόσμο, δεν ανέχεται οποιαδήποτε καταστροφή του χωρίς να πληγώνεται, προσεύχεται γι’ αυτό.

Όταν ρώτησαν τον αββά Ισαάκ “τι εστί καρδία ελεήμων;” εκείνος απάντησε με λόγια που δείχνουν πώς αισθάνονταν οι άγιοι για τον κόσμο:

“ Είναι μια καρδιά που καίγεται για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα όρνια, για τα ζώα, για τους δαίμονες και για όλα τα κτίσματα. Με την ανάμνηση και τη θέα τους τρέχουν από τα μάτια του ανθρώπου δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή αγάπη που συνέχει την καρδιά του δεν μπορεί να ανεχθεί ή να ακούσει ή να δει κάποια καταστροφή, ή κάποια μικρή λύπη να γίνει μέσα στην κτίση. Γι’ αυτό και για τα άλογα ζώα και για τα ερπετά και για τους εχθρούς της αληθείας και γι’ αυτούς που τον βλάπτουν, κάθε στιγμή προσφέρει προσευχή με δάκρυα, για να τους διαφυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός”. (Λόγος Β.)

 

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Εκατό χρόνια από τη γέννηση και τριάντα χρόνια από το θάνατό του.

Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Μ. Ασία και ανατράφηκε με την πίστη του Χριστού μέσα στο ζωντανό περιβάλλον της Εκκλησίας. Η πρόνοια του Θεού τον έστειλε στην Πατρίδα μας για να αναγεννήσει μέσω της αγιογραφίας και του πνευματικού του λόγου την ελπίδα για την αιώνια ζωή, που φέρνει το γνήσιο εκκλησιαστικό βίωμα.

Ως αγιογράφος αλλά και ως συγγραφέας, “έργω και λόγω”, κήρυξε για την θεολογική αξία της εικόνας αλλά και όλης της εκκλησιαστικής τέχνης. Για τον Κόντογλου η εικονογραφία, όπως και η μουσική ή η αρχιτεκτονική είναι λειτουργική, πνευματική και μαρτυρεί την απαρχή της Βασιλείας του Θεού από αυτόν τον φθαρτό κόσμο. Ο Κόντογλου πιστεύει και διακηρύσσει ότι η λατρευτική ζωή στο χώρο της Εκκλησίας αποτελεί τον θετικό και απλό τρόπο κοινωνίας με τον Θεό. Μέσα στην λατρεία βρίσκουν καταφυγή οι πονεμένες ψυχές των πιστών και προσφέρουν “θυσία αινέσεως” στον Κύριό τους.

Ο Κόντογλου με το συγγραφικό του έργο μας βοηθάει να αγαπήσουμε την Εκκλησία, τους Αγίους, και ανάβει στις καρδιές μας τον πόθο και τον ζήλο να πολεμήσουμε για ότι αληθινό και γνήσιο. Λίγοι, βέβαια, τον καταλαβαίνουν. Πώς να ερμηνεύσεις τον Κόντογλου με τις ορθολογικές μεθόδους και τον στείρο επιστημονισμό και να τον εντάξεις σε κάποια “σχολή”; Θα τον βγάλεις ανούσιο και ονειροπόλο, επικίνδυνο νοσταλγό. Γιατί ο άνθρωπος ό,τι δεν καταλαβαίνει το κατακρίνει.

Πώς να καταλάβει τον Κόντογλου μια υπερήφανη διάνοια, αφού αυτός δεν έγραφε με το μυαλό αλλά με την καρδιά του; Αυτό δεν το διαπιστώνει μόνο ο απλός αναγνώστης, αλλά το λέει κι ο ίδιος σε κάποιο πρόλογό του: “Ωστόσο, σου λέγω πώς δεν γράφω με μελάνι, παρά με δάκρυα γράφω”. Τι μακαρία γραφή που είναι αυτή που βγαίνει από την καρδιά! Ναι, είναι νοσταλγός. Νοσταλγός μιας αγνής εποχής, νοσταλγός της Ορθοδοξίας και της Παράδοσης.

Όταν ο Κόντογλου ήρθε στην Ελλάδα, η επίδραση της Δύσης στον χώρο της Ορθοδοξίας ήδη είχε αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη της. Γι’ αυτό και η προσφορά του Κόντογλου αποτελεί κεφάλαιο στην εκκλησιαστική ζωή αυτού του τόπου.

Πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις, σε μια μέχρις μυελού δυτικόπληκτη Ελλάδα, να περισώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί από την εκκλησιαστική Παράδοση και να αφυπνίσει όσους θα είχαν την διάθεση να διαφυλάξουν την ορθόδοξη ομολογία.

Ίσως λίγοι έχουν αντιληφθεί την προσφορά του, με άρθρα σε περιοδικά ή επιστολές, στην καταπολέμηση του Οικουμενισμού. Ο Κόντογλου πρωτοστατεί στον αντιπαπικό αγώνα και αγωνιά για την διαφύλαξη της ορθής πίστης.

Όταν κανείς διαβάζει τα έργα του Φώτη Κόντογλου νιώθει το άρωμα και την απλότητα της Ορθοδοξίας, που διαποτίζει όλα του τα γραψίματα. Το έργο του είναι σαν θησαυρός , ακοίμητη καντήλα που φωτίζει το σκοτάδι σε πείσμα του κόσμου.

Ο Κόντογλου έριξε τον σπόρο. Η ίδια η ζωή του υπήρξε μαρτυρία για την αλήθεια. Αν και ο σπόρος δεν καρποφόρησε σε όλες τις περιπτώσεις, όμως πάντοτε υπήρξε και θα υπάρχει και η αγαθή γη. Άλλωστε σ’ αυτούς τους λίγους που συμφωνούσαν μαζί του, σ’ αυτό το λείμμα της χάριτος, χάρισε μια κληρονομιά, εις μνημόσυνον αιώνιον και εις οσμήν ευωδίας πνευματικής.

 

Η Αγία και Οικουμενική πρώτη Σύνοδος.

Με τον Μέγα Κωνσταντίνο, πρώτο χριστιανό βασιλιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η εκκλησία ανασυγκροτείται και αναδιοργανώνεται. τα μέτρα που λαμβάνει ο αυτοκράτορας, όπως ειδαμε στό προηγούμενο άρθρο μας, βοηθούν στό σκοπό αυτό και ο χριστιανισμός εξαπλώνεται γρήγορα.

Δεν προλαβαίνουν, όμως γιά πολύ καιρό οι χριστιανοί να γευθούν την ειρήνη που ο Θεός ευδόκησε να αξιωθούν με την παύση των μεγάλων διωγμών και νέα μεγάλη ταραχή δημιουργείται στούς κόλπους της εκκλησίας. Ταραχή που ξεκινάει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι εξαπλώνεται γρήγορα σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.

Ο πρωτοπαπάς και διδάσκαλος των Γραφών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, Άρειος, σπείρει ζιζάνια κηρύσσοντας τις χριστολογικές θεωρίες του. Σύμφωνα μ’ αυτές, ο Χριστός, “ο Υιός και Λόγος”, είναι “Κτίσμα”, δημιούργημα δηλαδή του Θεού, όργανό του κι επομένως είναι υποδεέστερος του Θεού και διαφορετικής ουσίας και φύσεως από αυτή του Πατέρα. Αυτές οι θεωρίες του Αρείου είναι επικίνδυνες και λανθασμένες, γιατί αρνούνται και ουσιαστικά απορρίπτουν όλη την οικονομία του Λόγου, που τέλειος Θεός και ταυτόχρονα τέλειος άνθρωπος, ήρθε στόν κόσμο, γιά να κάνει τον άνθρωπο Θεό.

Η αίρεση του Αρείου πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις. Όχι μόνο απλοί πιστοί αλλά και επίσκοποι παρασύρθηκαν σ’ αυτήν. Τοπική σύνοδος στήν Αλεξάνδρεια καταδικάζει τον Άρειο, αλλά οι διαμάχες εντείνονται. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αποφάσισε να συγκαλέσει σύνοδο στή Νίκαια με συμμετοχή αντιπροσώπων απ’ όλο τον χριστιανικό κόσμο, ώστε να έχει χαρακτήρα οικουμενικό.

Με μέσα που διέθεσε ο αυτοκράτωρ προσέρχονται στή Νίκαια 318 επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί που συμμετέχουν στή σύνοδο. Οι εργασίες αρχίζουν στίς 20 Μαΐου το 325 μ.Χ. Στή Σύνοδο προεδρεύει ο ιδιος ο αυτοκράτωρ, ενώ εκτός από τον Άρειο και τους οπαδούς του εκπροσωπείται και η μετριοπαθής μερίδα (οι λεγόμενοι ημιαρειανοί) υπό τον επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο.

Η Ορθοδοξία διατρανώνεται πανηγυρικά. Η παρουσία των “πλήρεις Πνεύματος Αγίου” Θεοφόρων Πατέρων (τού Αγίου Αθανασίου, του Αγ.Νικολάου, του Αγ.Σπυρίδωνος, του Αγ.Αλεξάνδρου, του Αγ.Ευσταθίου, κ.ά.) ήταν καταλυτική. Ο Χριστός χαρακτηρίζεται ομοούσιος με το Θεό Πατέρα και ο αιρεσιάρχης Άρειος με τους αμετάπειστους οπαδούς του αναθεματίζονται. Οι συνολικές δογματικές αποφάσεις της Συνόδου περιέχονται στή λεγόμενη “Έκθεση”, η οποία στίς επόμενες Οικουμενικές Συνόδους συμπληρώθηκε και αποτέλεσε το γνωστό “Σύμβολον της Πίστεως”.

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος μερίμνησε, ακόμη, γιά διάφορα διαδικαστικά θέματα, συντάχθηκαν 28 Κανόνες “περί εκκλησιαστικής ευταξίας και καταστάσεως”, ενώ καθόρισε και τον τρόπο εορτασμού του Πάσχα (κάτι που ισχύει μέχρι τις μέρες μας). Ο Μ. Κωνσταντίνος θέλοντας να παύσουν όλες οι έριδες περιέβαλλε με αυτοκρατορική ισχύ τις αποφάσεις της Συνόδου και διέταξε την πιστή εφαρμογή τους παντού. Η δε Εκκλησία όρισε να εορτάζεται το γεγονός αυτό κάθε χρόνο την έκτη Κυριακή από το Πάσχα.

Γενικότερα, η Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας έχει μεγάλη σημασία, γιατί εκτός από τη διατράνωση του ορθοδόξου δόγματος σηματοδοτεί την αρχή ενός θεσμού που στό μέλλον θά χρησιμοποιηθεί ξανά γιά την πάταξη των αιρέσεων και γιά τη διασάφηση των εννοιών που σχετίζονται με τα δόγματα της Εκκλησίας μας.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ