ΤΕΥΧΟΣ 56

Χειμώνας 1996-7


Τα Χριστούγεννα στην υμνολογία της Εκκλησίας

Η ενανθρώπιση του Λόγου είναι το μυστήριο της κενώσεως του Θεού, της ταπείνωσης και της αγάπης. Ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλοτριωμένος μέσα στή δίνη της καταναλωτικής κοινωνίας, παραδομένος στό κυνήγι της άνεσης και της αυτάρκειας, έχασε το αισθητήριο γιά την πραγματική προσέγγιση στό μυστήριο των Χριστουγέννων. Κράτησε μονάχα τον γιορταστικό διάκοσμο, το μάρκετιγκ της αγοράς, την κουλτούρα των ηθών και των εθίμων. Η υμνολογία των Χριστουγέννων με το πνευματικό της περιεχόμενο και τα υψηλής ποιοτικής στάθμης ποιητικά κείμενά της, έρχεται να τον βοηθήσει, να του φανερώσει τη ζωτική σημασία της Γέννησης.

“Τό μεσότοιχο του φραγμού διαλέλυται, η φλογίνη ρομφαία τα νώτα δίδωσι και τα Χερουβίμ παραχωρεί του ξύλου της ζωής^ κα γώ του Παραδείσου της τρυφής μεταλαμβάνω”.

Ό,τι τραγικό έφερε η ανθρώπινη ανυπακοή στήν κτίση, αυτό ακριβώς θεραπεύει ο Λόγος με την ενανθρώπισή του και μας χαρίζει ξανά τον παράδεισο. Με την χαρά της καλής ειδησης αναφωνούμε^ “ευφραίνεσθε Δίκαιοι, ουρανοί αγαλιάσθαι, σκιρτήσατε τα όρη, Χριστού γεννηθέντος”.

“Σύμμορφος πηλίνης, ευτελούς διαρτίας Χριστέ γεγονώς, και μετοχή σαρκός της χείρ±ω, μεταδούς θείας φύτλης, βροτός πεφυκώς, και μείνας Θεός, ο ανυψώσας το κέρας ημών, άγιος εί Κύριε”.

Στό πρόσωπο του Λόγου ενώθηκαν ασύγχυτα, άτρεπτα και αδιαίρετα οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη. Όλα τα ιδιώματα της θεότητος περιχωρούνται στήν ανθρώπινη φύση που αρχίζει έναν νέο δρόμο, μια νέα λειτουργία, σύμωνα με την προαιώνια βουλή του Δημιουργού. τώρα ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός κατά χάρη. Η σωτηριώδης αυτή αλήθεια γιά να εδραιωθεί από την εκκλησία χρειάστηκαν τιτάνιοι αγώνες ενάντια στόν αρειανισμό, που υποτιμούσε την Θεότητα του Χριστού, και τον Απολλιναρισμό που υποτιμούσε την ανθρωπότητα του Χριστού εξαφανίζοντας έτσι την ενανθρώπιση και κατ’ επέκταση τη σωτηρία. “Τό απρόσληπτον αθεράπευτον^ ό δε ήνωται τω Θεω τούτο και σώζεται” (PG 37, 181).

“Επεσκέψατο ημάς, εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών και οι εν σκότει και σκιά εύρομεν την αλήθειαν”. Η αλήθεια δεν είναι έννοια αφηρημένη στή σφαίρα της φιλοσοφίας, είναι πρόσωπο, είναι ο Χριστός. “Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή”. Η ανθρωπότητα μέσα στό σκοτάδι της αγνωσίας και της αθεΐας, όντας ημιθανής δέχεται την επίσκεψη της Αληθείας, ελευθερώνεται από τα δεσμά του θανάτου και γεμίζει φώς. Ο ήλιος της δικαιοσύνης ζωογονεί και καινουργεί τα όντα, γεμίζει τα σύμπαντα ευωδία.

“Ήκεις πλανήτην πρός νομήν επιστρέφων την ανθοποιόν εξ ερημαίων λόφων, η των εθνών έγερσις ανθρώπων φύσιν^ Ρώμην βιαίαν του βροτοκτόνου σβέσον, Ανήρ φανείς τε και Θεός προμηθεία”.

Ο άνθρωπος μετά την πτώση του έγινε πλανήτης γυρνώντας σε ερήμους και δύσβατα όρη, έρμαιο του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Φανείς ο Κύριος στή γή Θεός και άνθρωπος επιστρέφει το χαμένο πρόβατο στή βοσκή την ψυχοτρόφο και ανθοφόρο, στήν εκκλησία. την θεμελιώνει στό ιδιο του το αΎιμα και της δίνει την θεωμένη σάρκα του εις τους αιώνες.

“Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ?ωφθης επί γής ως άνθρωπος δι’ ημάς”;

Η μετοχή μας στήν εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού, και η ελεύθερη προσφορά “πάσης της ζωής ημών τω Θεω”, άς είναι η δική μας συμμετοχή στήν κένωση του Λόγου.

 

Μνήμη Φώτη Κόντογλου

Σαν επιμύθιο σε όσα γράφηκαν την προηγούμενη χρονιά γιά τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντογλου, παραθέτουμε μικρό απόσπασμα από το άρθρο του Αλέξανδρου Καλόμοιρου “Ο εραστής της Ησυχίας”, που είχε δημοσιευθεί στόν τόμο “Μνήμη Κόντογλου” πρό εικοσαετίας (εκδόσεις Αστήρ).

Αν θέλει κανείς να μάθη με ακρίβεια τι πράγμα είναι ένας Χριστιανός άς γνωρίσει τον Κόντογλου. Θά πρέπει όμως να τον γνωρίση βαθειά και όχι ξώπετσα. Αν περιορισθή να θαυμάζη την γλώσσα , την μαστοριά του λόγου, τον καλλιτέχνη του πινέλου και της πέννας χωρίς να γνωρίση τον βαθύτερο άνθρωπο, θά έχη περάσει δίπλα του, σαν τόσους, γοητευμένος, μ’ εκείνη την αισθητική ευφροσύνη του ψυχικού ανθρώπου, αλλά άγευστος του βαθύτερου κάλλους μιας χαριτωμένης από την κοινωνία με τον Θεό υπάρξεως.

Αυτός ο άνθρωπος του Θεού -όπως όλοι οι άνθρωποι του Θεού- πέρασε ανάμεσά μας σαν σημείο αντιλεγόμενο. Ήταν ένας γνήσιος, ισιος και αληθινός Ρωμιός που έζησε ανάμεσα σε Ευρωπαίους. Ήταν ένας ριζωμένος στήν ορθόδοξο πίστι του Χριστού ανατολίτης που τον ανάγκασαν να ζήση σε μια Ελλάδα αγνώριστη, ξερριζωμένη από την αγιασμένη Παράδοσι που την έτρεφε τόσους αιώνες με ουράνιο μάννα, σε μια Ελλάδα άχρωμη και άοσμη. Σ’ αυτόν τον χώρο των εξευρωπαϊσμένων Ελλήνων ο Κόντογλου ήταν και θά παραμείνη ξένο σώμα.

Κάθε αληθινά χριστιανική ψυχή είναι ψυχή ησυχαστική, ψυχή που γυρεύει να βυθισθή στά βάθη του είναι της γιά να βρή εκεί μέσα τον Θεό, κατά τον λόγο του Κυρίου: “ η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν”. Ζωή πραγματική είναι μόνο η ζωή με τον Θεό. Και τον Θεό τον βρίσκει κανείς μόνον όταν περιμαζέψη τον νού του από τις ματαιότητες που είναι γύρω του και τον κατεβάση εκεί που κατοικεί ο Θεός, στήν καρδιά του. Αυτή η συνάντησις του νού με τον Θεό φωτίζει τον άνθρωπο, τον κάνει να δή την μιζέρια του, την αναξιότητά του, τον κάνει να κλάψη γιά τις αμαρτίες του, ενώ συγχρόνως τον στηρίζει με ανείπωτη παρηγοριά και τον κάνει να γευθή το μυστήριο της χαράς που δίνει η παρουσία του Θεού, της γαλήνιας χαράς που φυτρώνει μέσα στόν πόνο της αυτογνωσίας, της χαρμολύπης όπως την λένε οι Ορθόδοξοι. το φώς αυτό της θείας χάριτος ανοίγει τα εσωτερικά μάτια του ανθρώπου και τα κάνει ικανά να δούνε την δημιουργία του Θεού στό πραγματικό της βάθος. Οι καθαρές καρδιές, τα κατοικητήρια αυτά του Θεού, έχουν κάποια αισθησι που καμιά ανθρώπινη γνώσις δεν μπορεί να αντικαταστήση.

“Ζωή είναι η από μέσα αισθηση του κόσμου, που έχει ο άνθρωπος”, γράφει ο Κόντογλου. “Ζεί όποιος απομένει με τον εαυτό του, χωρίς μάταιους περισπασμούς”.

“Σήμερα είναι τόσο μεγάλη η βουή που γίνεται στόν κόσμο, που νοιώθω ωρες-ωρες πώς ζαλίζουμαι, και πέφτω σε αθυμία , βλέποντας αυτή την κατάσταση, και γιά να βγάλω από πάνω μου τα μπερδεμένα νήματα που μας έχουνε ζωσμένους, αποτραβιέμαι στή μοναξιά, σαν άνθρωπος που τον κυνηγάνε, και τρέχει να κρυφτή”. (“Η ταραγμένη μας ζωή και η ευλογημένη ψυχική ησυχία.” Εφημερίς “Ελευθερία”.)

Κατά τη γνώμη μου, το μυστικό του Φώτη Κόντογλου, το μυστικό του πλούτου της ψυχής του, είναι η ησυχία . Η ησυχία με το νόημα που έδωσαν στήν έννοια αυτή οι Άγιοι της Εκκλησίας του Χριστού. τα ταλέντα του τα θαυμαστά ήσαν χαρίσματα φυσικά που καλλιέργησε και τελειοποίησε, που όμως δεν χρησίμευσαν σε τίποτε άλλο παρά να εξωτερικεύσουν τον πλούτο αυτόν της ψυχής του και να μας κάνουν να γευθούμε κι εμείς κάτι από τα μυστήρια που γεύθηκε εκείνος παρέα με τους αγίους αναχωρητάς που “εγεώργησαν της ερήμου το άγονον”. Ο πλούτος όμως της ψυχής δεν είναι χάρισμα φυσικό αλλά χάρισμα υπερφυσικό, είναι ενέργεια της Χάριτος, είναι καρπός της μυστικής συναντήσεως με τον Θεό, που έγινε εν ησυχία.

Ο άνθρωπος που δεν έδιωξε από την καρδιά του την Χάρι του Θεού, όπου και αν γυρίση, όσο και αν ταξιδέψη, δεν θά βρή πουθενά τόση ευτυχία όση βρίσκει σ’ έναν τόπο ήσυχο και σιωπηλό, σκυμμένος πάνω απ’ την καρδιά του, προσευχόμενος, μελετώντας, ευχαριστώντας τον Θεό γιά το μεγαλείο της κτίσεως ή κουβεντιάζοντας πότε-πότε με άλλους ομότροπους και ομόγνωμους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους. Γύρω του, στόν μακρινό ή τον κοντινό κόσμο, εκεί που είναι οι κατοικίες των ανθρώπων, υπάρχουν πολλές χαρές, αλλά πουθενά η Χαρά. Αυτήν ο άνθρωπος την βρίσκει μόνον όταν “εισέλθει εις το ταμείον του”.

Ο σκοπός της ζωής μας είναι η Ζωή. Η Ζωή όμως, όπως και η Αλήθεια, είναι ένα πρόσωπο, εκείνο το Πρόσωπο που είπε : “Εγώ ειμι η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή”. Ζωή έχουμε μόνον εν Χριστώ Ιησού. Ο σκοπός της ζωής μας είναι η μυστική κοινωνία με τον Θεό εν Χριστω, η κατοίκησις στήν καρδιά μας του Παναγίου Πνεύματος, η όρασις του Φωτός, η θαλπωρή του Ηλίου της Δικαιοσύνης.

Αυτή η επαφή με τον Θεό προϋποθέτει κρυστάλλινη καθαρότητα ψυχής, γαλήνη απουσία περισπασμών και το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος που είναι η σιωπή. Με άλλα λόγια η επαφή με τον Θεό προϋποθέτει τον περιορισμό της τριβής με τους ανθρώπους. “Αρσένιε φεύγε τους ανθρώπους, φεύγε τους θορύβους και σώζου”, είπε ο Θεός στόν Άγιο όταν ο τελευταίος τον παρεκάλεσε να του δείξη τι πρέπει να κάνη γιά να σωθή.

“Τί ευτυχία να είναι κανένας ξεχασμένος: Να βρίσκεται μακρυά από την κοινωνία, από τα δίχτυα της κακίας, από την ψεύτικη εκτίμηση κι απ’ όλο αυτό το μπερδεμένο σύστημα, που κάνει τον άνθρωπο να νοιώθη πώς είναι δεμένος με σκοινιά και μ’ αλυσίδες, και να καταλαβαίνει τον εαυτό του λεύτερον από χίλιες δυό σκλαβιές! Άς είναι δοξασμένος ο Θεός που βρέθηκα πάλι σ’ ένα βουνό μακρυνό και ξεχασμένο, κοντά στήν αγαπημένη μου τη θάλασσα. το μυαλό μου ξαστέρωσε. Η καρδιά μου ησύχασε, ειρήνεψε. Γλύτωσα όχι μονάχα από την κακία, αλλά κι από την εκτίμηση που δείχνουνε οι άνθρωποι σε μένα. Όλα αυτά είναι δυστυχίες και έγνοιες μάταιες. Ρίξε τα από πάνω σου να ξαλαφρώσης, να κάνη φτερά η καρδιά σου, να πετάξη χαρούμενη σαν τον βλογημένο γλάρο που πετά απάνω από το πέλαγο. Μήτε τον ξέρει κανένας, μήτε τον γνοιάζεται κανένας, μήτε τον οχτρεύεται κανένας, μήτε τον ζηλοφθονεί, μήτε τον εχτιμά κανένας”. (“Βράχοι και ρημοκκλήσια, Η βλογημένη απλότητα”. Εφημερίς “Ελευθερία”, 17 Μαΐου 1964).

 

Οδός σωτηρίας

Ζούμε σε εποχές δύσκολες, εσχατολογικές. Εποχές που οι άγιοι προφήτεψαν ότι θά βασιλεύει η σύγχυση και η πνευματική ερημία στίς καρδιές των ανθρώπων.

Οι χριστιανοί αγωνίζονται καθημερινά να εκτιμήσουν σωστά την καθοδήγηση που με τα γεγονότα της ζωής δίνει ο Χριστός. Προσπαθούν να διατηρήσουν την ορθή ομολογία ως αληθινή εμπειρία, προσωπικό βίωμα. Διψούν να ξαναβρούν τη χαμένη εμπιστοσύνη στό Χριστό. Μάχονται να μη ποτισθούν βαθειά με τα νάματα της σύγχρονης Βαβυλώνας, μέσα από τις μέριμνες του αιώνος τούτου. Διώκουν να σκύψουν στήν ησυχία, μέσα στήν καρδιά τους, πάνω στόν πληγωμένο και άρρωστο εαυτό τους και να γιατρευτούν από τα πάθη τους. Μεριμνούν να φωτισθούν, να διακρίνουν στήν εποχή της αποστασίας το αληθινό πρόσωπο της εκκλησίας.

Και όμως, μετά από τόσους κόπους και αγώνες, θυσίες χρόνων, συχνά αυτός ο δρόμος γιά την επαφή μας με τον Χριστό και τον αγιασμό μας, παραμένει θολός, δυσεύρετος.

Τί μας λείπει στο να ξαναβρούμε το δρόμο της σωτηρίας μας;

Ίσως, μας λείπει η αληθινή διάθεση να φωτιστούμε, να πλησιάσουμε το Χριστό.

Όταν θά υπάρχει αυτή η διάθεση, αυτή η ευθύτητα στήν καρδιά μας, ως συνειδητή στάση ζωής απέναντι στόν Κύριο, τότε αυτός θά ρθεί και θά μας απλώσει το χέρι του μέσω ανθρώπων, βιβλίων, καταστάσεων, πειρασμών, θλίψεων, γιά να μας δώσει εκείνο το πνευματικό αισθητήριο, τη διάκριση να πορευθούμε χριστιανικά, κατά το θέλημά του, ως τα τέλη της ζωής μας. Μόνο έτσι θά μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα και τις λυπηρές καταστάσεις των ωδινών που περνά η εκκλησία στά έσχατα. Ζητείτε και δοθήσεται.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ