ΤΕΥΧΟΣ 57

Ιούνιος-Αύγουστος ‘ 97


Η Ανάσταση του Χριστού,
Η ελπίδα της Κτίσεως

Η Ανάσταση του Χριστού είναι γιά την πίστη της εκκλησίας η μεγαλύτερη εορτή. Εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων. Αποτελεί σημείο αναφοράς γιά όλους τους ορθοδόξους, το άρθρο από το οποίο αρχίζει να αρθρώνεται όλη η θεολογία της Καινής Διαθήκης. Σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Παύλου « ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενή η πίστις ημών» . Χωρίς την ανάσταση, η πίστη των χριστιανών θά ήταν ματαιοπονία και κενότητα, όπως τόσες άλλες διδασκαλίες στις οποίες ακούμπησαν οι ανθρώπινες ελπίδες.

Στό επίκεντρο της πίστης μας βρίσκεται μία τομή: Το σημείο της ένωσης του παλαιού κόσμου με τον νέο κόσμο της βασιλείας του Θεού. Γιά τους χριστιανούς, η νέα Ιερουσαλήμ δεν είναι μια μακρινή υπόσχεση, μια θολή ελπίδα. Η ανάσταση του Χριστού νικά τους περιορισμούς της φθοράς, και φανερώνει άλλες καταστάσεις ύπαρξης, άλλες διαστάσεις δημιουργίας. Φανερώνει δυνατότητες της ύλης άγνωστες σε μας, αλλ’ όμως παρούσες και απτές γιά τους μαθητές του Χριστού, που παρ’ όλη την απιστία τους, τις ψηλάφισαν με τα χέρια τους.

Κάθε θαύμα, κάθε ιατρεία, κάθε χάρισμα και θεία δωρεά πρός εμάς τους θνητούς, έχει τη ρίζα και την προέλευση σ’ αυτή την « άλλη» κτίση, τη νέα δημιουργία του Θεού, την « πρώτη» δημιουργία του θείου θελήματος.

Η δική μας παρακοή και απομάκρυνση από το θέλημα του Δημιουργού έδωσε στην ύλη, στό χώρο και στό χρόνο, διαστάσεις τραγικές. Χάνοντας ο άνθρωπος, ο συνδημιουργός, το κέντρο του και την αναφορά του, υψώνοντας τον εαυτό του στη θέση του Θεού, εκτροχιάζει και την ύλη, το σύμπαν ολόκληρο, από το αρχικό σχέδιο και τη θεία αρμονία. Η ύλη, που σκοπός της ήταν να εικονίζει τη λαμπρότητα και την ενότητα της θείας ζωής αποκτά συνάμα τις διασπαστικές ποιότητες της φθοράς, που εικονίζουν μια ύπαρξη χωρισμένη από τη μόνη πηγή της ζωής, το μόνο κέντρο που μπορεί να έχει ο κόσμος.

Αν και η Αγία Γραφή μας τα διηγείται αυτά μέσα από τις εικόνες της ζωής των πρωτοπλάστων, πρέπει να καταλάβουμε ότι οι επιπτώσεις της ζωής τους και των επιλογών τους, όπως και οι επιπτώσεις της δικής μας ζωής και των δικών μας επιλογών, ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια, ξεφεύγουν από τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος και επηρεάζουν τον κόσμο, την ύλη και τις διαστάσεις της, πέρα από τους περιορισμούς του φθαρτού χρόνου. Καιαυτό, γιατί η σχέση των ανθρώπινων προσώπων με το Θεό βρίσκεται πέρα από τα φυσικά όρια και οντολογικά προηγείται των φυσικών νόμων, της ύλης και όλης της φυσικής δημιουργίας.

Ο λόγος του Θεού, γεννώμενος ως άνθρωπος, αλλά και μετέχοντας στη ζωή της θεότητας, ως Θεός, ήρθε να επιτελέσει το έργο της θεραπείας αυτής της φύσης, που χτυπήθηκε τραγικά από την ανθρώπινη παρακοή. Με την Ανάστασή του, βάζει ξανά πάνω στην ύλη τη σφραγίδα της θείας ζωής, που ο άνθρωπος αμαύρωσε με τις βαθύτερες επιλογές του. Αν και ο Χριστός σήκωσε από τον τάφο τη δική του σάρκα, σήκωσε ταυτόχρονα τη σάρκα ολόκληρης της κτίσης. Γιατί, αν και διασπασμένη στην κατάσταση της φθοράς, η ύλη δεν παύει να χαρακτηρίζεται από μια βαθύτερη ενότητα, εικόνα της ζωής των προσώπων της αγίας Τριάδος. Από μια άποψη, όλοι μας μοιραζόμαστε την \ιδια ύλη, κοινή γιά όλα τα πλάσματα του σύμπαντος. Αυτή την κοινή, την ενιαία φύση, η Ανάσταση του Χριστού την μπόλιασε με τις ποιότητες και τις δυνάμεις της καινής κτίσης. Γινόμαστε όλοι μέτοχοι, πνευματικά και μάρτυρες αυτών των δυνάμεων της αφθαρσίας, με την παρακαταθήκη της Κοινωνίας του σώματος και του α\ιματός του Χριστού, μέσα στό ιερό περιβόλι της εκκλησίας.

Η φύση της φθοράς θά ολοκληρώσει μέσα στό χρόνο τους αμετάκλητους κύκλους της φθοράς, γιατί αυτό είναι σύμφυτο με τους νόμους και τις διαστάσεις της. Η Ανάσταση του Χριστού, όμως, ως ιστορικό γεγονός, μας κάνει γνώστες και κοινωνούς του απώτερου και μυστικού προορισμού του σύμπαντος, που είναι η επιστροφή στην « αρχαία» δόξα. Η Ανάσταση, ταυτόχρονα, είναι και η αιτία και η οδηγός δύναμη αυτής της επιστροφής. Είναι, η τομή, η παρουσία των « άλλων» νόμων, που καθοδηγούν και διορθώνουν τους παλιούς. Όπως, όμως, στην αρχή της δημιουργίας, έτσι και τώρα, η πορεία της κτίσης δεν γίνεται ερήμην του ανθρώπου. Ο Θεός σπέρνει, όπως στην αρχή, αλλά καλεί τους ανθρώπους να γεωργήσουν τη σπορά. Καιη καλλιέργεια, η φροντίδα της σποράς, η μέριμνα γιά την πορεία πρός το λιμάνι της σωτηρίας γιά όλη τη δημιουργία, επιτελείται και πάλι στό πεδίο της ανθρώπινης συνείδησης. Της συνείδησης των τέκνων της εκκλησίας, που χτίζουν το σπίτι της ψυχής τους, ρίχνουν την άγκυρα της ελπίδας τους, όχι εδώ, στό φθαρτό τώρα, αλλά « εκεί» στό παντού και πάντα, που το αντικρύζουν και το ψηλαφούν, \ισως αινιγματικά, αλλά αδιάψευστα, στην πραγματικότητα της Ανάστασης.

 

Νηπιάζει δι’ εμέ ο παλαιός των ημερών

Αρκετή συζήτηση γίνεται πάλι σε ορισμένα έντυπα γιά το θεολογικό θέμα του Παλαιού των ημερών. Η έρευνα των γραφών, κατά την προτροπή του Κυρίου, μας γνωρίζει την αλήθεια, φωτίζει και ελευθερώνει τον νού. Έτσι, γιά την προσέγγιση του θέματος, θά πρέπει να δούμε προσεκτικά τα κείμενα γιά να λάβουμε το κλειδί της ερμηνείας. Το όραμα του Παλαιού των ημερών αναφέρεται στό βιβλίο Δανιήλ κεφ. Ζ΄ (8-32). Εκεί εθεώρει ο Δανιήλ ότι θρόνοι ετέθησαν και Παλαιός των ημερών εκάθητο, ότι ποταμός πυρός ξεκινούσε εμπρός από τον θρόνο του, ότι στήθηκε κριτήριο και « βίβλοι ηνεώχθησαν» . Χωρίς αμφιβολία είναι η σκηνή της κρίσεως. Πρόκειται γιά μια γνωστότατη παράσταση, που ιστορείται στον νάρθηκα: Ο καθήμενος επί του θρόνου ινα κρίνει ζώντες και νεκρούς είναι ο Χριστός.

Στό ιδιο κεφάλαιο στίχ. 21-26 βλέπουμε τον αντίχριστο να κάνει πόλεμο με τους αγίους του Υψίστου, να ισχύει πρός αυτούς, να λαλεί μεγάλα, να προσπαθεί να αλλοιώσει καιρούς και νόμους. Η Βασιλεία του διαρκεί καιρό και καιρούς και ήμισυ καιρού. Όμως έρχεται ο Παλαιός των ημερών τον καταλύει και δίνει την κρίση στους αγίους. Φυσικά, και εδώ ο Παλαιός των ημερών είναι ο δοξασμένος Κύριος που θά αναλώσει τον άνομο « τω πνεύματι του στόματος αυτού» και θά τον καταργήσει « τη επιφανεία της παρουσίας αυτού» Γένεσ. β8, δηλαδή με την δευτέρα ένδοξη παρουσία Του. Οι περιγραφές που δίνει ο Δανιήλ μας φανερώνουν αβίαστα στό πρόσωπο του Παλαιού των ημερών τον Χριστό.

Στό στίχ. 13 στό \ιδιο κεφάλαιο υπάρχει και η αναφορά του ως υιού ανθρώπου που έρχεται έως του Παλαιού των ημερών. Μια παραπλήσια περιγραφή υπάρχει και στην αποκάλυψη, κεφ. 5. Εκεί το εσφαγμένο Αρνίο που ηγόρασε « τώ θεώ ημάς εν τω αιματί του» πλησιάζει τον θρόνο του Καθημένου, ο οποίος δοξολογείται ως Θεός Παντοκράτωρ ως ο ήν και ο ών και ο ερχόμενος. Το Αρνίο έρχεται να πάρει το εφτασφράγιστο βιβλίο. Ο καθήμενος, ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ είναι ο δοξασμένος Χριστός. Οι δύο αυτές περιγραφές δίνουν με φυσικό τρόπο την παρουσία του Χριστού ως αρνίο και ως υιού ανθρώπου όπως φάνηκε στην γή, αλλά ταυτόχρονα και ως δοξασμένου Θεού ως Παλαιού των ημερών στους ουρανούς.

Είναι η ακατάληπτη αλήθεια που ομολογούμε ψάλλοντας τον δέκατο πέμπτο ο\ικο του ακαθίστου « Όλος ήν εν τοίς κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος» .

 

Σχεδιάζεται η αλλαγή του πασχαλίου

Εσχάτως ήλθε στο φώς της δημοσιότητας μυστική εξερευνητική εγκύκλιος του Φαναρίου περί αλλαγής του Πασχαλίου (αριθ.150/26-5-95). Φυσικά κανείς δεν ανησύχισε εντάσσοντας, κατά την συνήθη δικαιολογία, την κίνηση του Πατριάρχη στην διπλωματία. Πρόκειται όμως, γιά παλιό σχέδιο, όπως φαίνεται από τα πρακτικά του εν Κων/πόλει πανορθοδόξου συνεδρίου 10/5-8/6/23 επί Μελετίου Μεταξάκη: « Ο επιζητούμενος σκοπός... εν τη γενικοτάτη αυτού μορφή δύναται να ορισθή ως ο εν τη αυτή ημέρα εορτασμός της Γεννήσεως και Αναστάσεως του Χριστού υπό πάντων των εις αυτόν πιστευόντων» .

Ο κ. Βαρθολομαίος πρόλαβε να χαρακτηρίσει τους αντιρρησίες παραδοσιοκάπηλους, αποθαρρύνοντας το χριστεπώνυμο πλήρωμα να συνταχθεί μαζί τους.

 

Το μυστήριο της ενορίας

Πάντα τα υπό τον ουρανόν ο Δαυίδ εξερευνήσας τερπνά έσχατα πάντως διαπορών έλεγεν: Ιδού δή τι καλόν ή τι τερπνόν: ουδέν άλλο ή το κατοικείν αδερφούς επί το αυτό. Η κατοίκηση αδερφών επί το αυτό είναι η ζωή της ενορίας. Κάθε τι μές την πίστη μας είναι συγκεκριμένο, απτό βίωμα. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια μέσα στις εκοσμικευμένες ενορίες της γειτονιάς, στην πόλη ή το χωριό, λόγω της πνευματικής αποστασίας ποιμένων και ποιμνίου, το μυστήριο της ενοριακής ζωής παραμένει κάτι άγνωστο, θεωρητικό, στους χριστιανούς που συνάζονται ως άθροισμα ατόμων μέσα σ’ ένα ξένο και μοναχικό πλήθος.

Η ενορία είναι η συγκεκριμένη ομάδα γνωστών μεταξύ τους ανθρώπων που συνέρχονται γιά να κοινωνήσουν στην ζωή των προσώπων της Αγ. Τριάδας. Συνάζονται σ’ έναν ορισμένο τόπο πάντοτε, τον ναό, γιά να λατρέψουν μαζί με τους αγίους των εικόνων, την Παναγία, τον Χριστό. Η ενοριακή ζωή είναι η εικόνα της ζωής της Αγ. Τριάδος, που είναι ένα εργαστήρι της Αγάπης.

Μέσα σ’ αυτήν ομολογείται και δοξάζεται η Παναγία Τριάδα, εκεί αγιάζονται τα μέλη της. Σ’ αυτήν ο πιστός συνεχώς κατηχείται βαπτίζεται και μετέχει των μυστηρίων της. Κοινωνεί το σώμα και το αΎιμα του Αναστημένου Χριστού, εξομολογείται, αγωνίζεται ως το τέλος της ζωής του να παραμείνει ενωμένος με την Αλήθεια που είναι ο Χριστός.

Τα μέλη της ενορίας είναι πνευματικοί αδελφοί, γνωρίζονται και αγαπά ο ένας τον άλλον, κατά το μέτρο του προσωπικού του φωτισμού. Βέβαια η ενοριακή ζωή δεν περιορίζεται στη λατρεία, δεν εξαντλείται σε σχήματα ευσέβειας^ επεκτείνεται και αγκαλλιάζει όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των μελών της. Ο κάθε αδελφός χαίρεται με τη χαρά του άλλου, λυπάται στη λύπη του, βοηθά τον ασθενούντα πνευματικά αδελφό όταν του ζητηθεί, ανέχεται τις ιδιορρυθμίες του, συγχωρεί τις αστοχίες του. Παλεύει να πολεμήσει από τα σπάργανα όποια παρεξήγηση ή πικρία γεννήθηκε, αγωνίζεται με θέρμη και πόνο να φυλάξει την ομολογία που πάντοτε κρατούσε η Εκκλησία.

Το μυστήριο της ενορίας είναι σωτήριο γιά όποιον το ζήσει. Κόβοντας τους δεσμούς αγάπης με τον Χριστό, νεκρώνοντας το εκκλησιαστικό μας φρόνημα, κινδυνεύουμε να μείνουμε ξένοι και απόκληροι αυτής της δωρεάς του Χριστού. Όπου δύο ή τρείς συνηγμένοι στό Όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ.

 

Ιουλιανός. Ένας παραβάτης αυτοκράτορας.

Ο Ιουλιανός, τελευταίος απόγονος της ρωμαϊκής οικογένειας των Φλαβίων, αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το Δεκέμβριο του 361 μ.Χ. μετά το θάνατο του Κωνστάντιου, του τελευταίου γιού του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Ιουλιανός είχε διακριθεί γιά τη γενναιότητά του στις μάχες εναντίον των Φράγκων και των Αλαμαννών στη Δύση και ήταν αγαπητός στό στρατό.

Με την άνοδό του στό θρόνο ήλθε στό προσκήνιο το πρόβλημα της συμβίωσης του χριστιανισμού με την όλο και φθίνουσα αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους αυτοκράτορες, ο Ιουλιανός δεν είχε χριστιανική συνείδηση και οραματιζόταν να ξαναδώσει στην αρχαία λατρεία τη χαμένη της α\ιγλη.

Οι λόγοι που τον οδήγησαν να διαλέξει τη λατρεία των ειδώλων και τα διδάγματα των αρχαίων φιλοσόφων από το κήρυγμα του Χριστού ήταν πολλοί. Αφενός σε μικρή ηλικία είδε να δολοφονείται η οικογένειά του από τους διαδόχους του θρόνου, ένα ψυχικό τραύμα που κατά τους μελετητές θά τον επηρεάσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Αφετέρου έβλεπε τις εξοντωτικές γιά την Εκκλησία διαμάχες μεταξύ ορθοδόξων και αρειανών, με αλληλοκατηγορίες και αφορισμούς. Ακόμη, ο δάσκαλός του, ο ελληνιστής Μαρδόνιος, εκμεταλλεύτηκε την αγάπη του μαθητή του γιά την αρχαία σοφία, του ενέπνευσε θαυμασμό πρός τον Όμηρο και τον εισήγαγε στα αρχαία μυστήρια. Ο Ιουλιανός επεδίωκε όλο και μεγαλύτερη επαφή με τον αρχαίο κόσμο. Ζητούσε τα συγγράμματα των πιο διάσημων εθνικών ρητόρων, μελετούσε τους αρχαίους φιλοσόφους και γιά ένα διάστημα φοίτησε στην Πλατωνική Ακαδημία στην Αθήνα με συμμαθητές, εκτός των άλλων, και τους αγίους Μέγα Βασίλειο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Φρόντισε, τέλος, να μυηθεί στα νεοπλατωνικά και στα ελευσίνια μυστήρια.

Τη στάση του αυτή δεν τη φανέρωσε ποτέ ξεκάθαρα προτού γίνει αυτοκράτορας. Είχε λάβει νωρίς το βάπτισμα και μάλιστα είχε χειροτονηθεί αναγνώστης.

Μόλις, όμως, ανέλαβε τα νέα υψηλά του καθήκοντα, άρχισε να παίρνει μέτρα υπέρ των εθνικών. Οργάνωσε το ιερατείο των ειδώλων, αναστήλωσε αρχαίους ναούς και επανέφερε τις θυσίες ζώων, που οι προηγούμενοι βασιλείς είχα καταργήσει. Με διάφορους τρόπους, επίσης, ενεθάρρυνε τις διαμάχες ορθοδόξων και αρειανών υποστηρίζοντας πότε τους μέν και πότε τους δε και επιφέροντας έτσι σύγχυση στις τάξεις της Εκκλησίας. Αργότερα πήρε και αυστηρότερα μέτρα εναντίον των χριστιανών, όπως το κλείσμο ναών και η απαγόρευση σε χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν τα ελληνικά γράμματα. Γενικότερα, ο Ιουλιανός οραματιζόταν την παλινόρθωση του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο \ιδιος προσποιούνταν ότι ενδιαφερόταν γιά τον χριστιανισμό. Στό Μ. Βασίλειο, που του γράφει συμβουλευτικά γράμματα σχετικά με τη διδασκαλία του Χριστού, απαντάει ειρωνικά « ανέγνων, έγνων, κατέγνων» (δηλαδή, διάβασα, κατάλαβα και καταδίκασα τα γραφόμενα) γιά να λάβει την απάντηση από το Μεγάλο Ιεράρχη « ανέγνως, αλλ΄ ουκ έγνως, ει γάρ έγνως, ούκ αν κατέγνως» (δηλαδή, διάβασες, αλλά δεν κατάλαβες, γιατί, αν καταλάβαινες, δεν θά καταδίκαζες).

Σε μια εκστρατεία κατά των Περσών ο Ιουλιανός θύμωσε με το Μ. Βασίλειο και απείλησε ότι, όταν θά γύριζε νικητής, θά κατέστρεφε την πόλη Καισάρεια όπου ο Άγιος ήταν επίσκοπος. Η δέηση των κατοίκων στην Παναγία και στον Άγιο Μερκούριο, το λείψανο του οποίου βρισκόταν στην πόλη, έφερε αποτέλεσμα. Στην κρίσιμη μάχη με θαυματουργική μεσολάβηση του αγίου Μερκουρίου, ο Ιουλιανός σκοτώνεται (Ιούνιος 363).

Ο Ιουλιανός προσπάθησε να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων αλλά απέτυχε. Ισχυρό και αποτελεσματικό αντιχριστιανικό κίνημα δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν οι προσπάθειές του. Μάταια επιχείρησε να επιτύχει τον σκοπό του ευνοώντας ακόμη και τους Εβραίους και τους αρειανούς εναντίον των Ορθοδόξων. Κι όμως, ο χριστιανισμός δεν είχε ακόμη εδραιωθεί ως επίσημη θρησκεία, ενώ και οι οπαδοί των ειδώλων ήταν η πλειοψηφία στό δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο στρατός με τα πολλά μισθοφορικά βαρβαρικά τμήματά του απηχούσε την αρχαία θρησκεία.

Ο Ιουλιανός ονομάστηκε παραβάτης και αυτό είναι γνωστό. Εκτός από την άρνηση του χριστιανικού του βαπτίσματος, παρέβη και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Παρέβη το βασικό νόμο του \ιδιου του κράτους που ανέλαβε να κυβερνήσει. Διότι σύμφωνα με την πολιτική θεωρία και συνείδηση των Βυζαντινών (γνωστή ως « ιδέα περί αυτοκράτορα» ) ο αυτοκράτορας ήταν δούλος του Θεού, ασκούσε την εξουσία του με την βοήθεια και την υποστήριξη της Θείας Χάριτος και όφειλε σεβασμό στη χριστιανική διδασκαλία. Σε αντίθετη περίπτωση ήταν ανάξιος του τίτλου και έκπτωτος της Θείας Χάριτος και της εμπιστοσύνης του λαού. Το Βυζαντινό Κράτος είχε « ιδρυθεί» ως χριστιανικό και είχε αναλάβει υπό την επιστασία του Χριστού το ρόλο της προστασίας και διάδοσης του χριστιανισμού, πράγμα που φάνηκε στην επόμενη χιλιετία. Δεν μπορούσε, λοιπόν, ο Ιουλιανός να είναι αυτοκράτορας και να έχει διαφορετική συνείδηση και στόχους. Το υπόλοιπο έργο του, πετυχημένο ή όχι, δεν μπορεί να ανατρέψει αυτά τα δεδομένα.

Η νεώτερη έρευνα απορρίπτει έμμεσα και σιωπηρά το χαρακτηρισμό « παραβάτης» και αναφέρεται στον Ιουλιανό ως τον τελευταίο ρομαντικό και οραματιστή του αρχαίου πνεύματος, ως την τελευταία ευκαιρία γιά την παλινόρθωση της αρχαίας σοφίας, των γραμμάτων και των τεχνών, παραγνωρίζοντας σ’ αυτό το σημείο την προσφορά των Βυζαντινών λογίων, ρητόρων και αντιγραφέων στη διάσωση και συνέχεια των γραπτών μνημείων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Όμως, όπως και οι \ιδιοι οι μελετητές παραδέχονται, η προσωπικότητα και το έργο του Ιουλιανού δεν ήταν ικανά γιά ν’ αλλάξουν την πορεία των γεγονότων και τη Θεία Βούληση.

 

Το κοσμικό φρόνιμα

Στην εποχή που ζούμε, ο χριστιανός κινδυνεύει να παρασυρθεί από το συγχρωτισμό με τον κόσμο. Ο κοσμικός άνθρωπος ακούει το κήρυγμα του Χριστού αλλά δεν συγκινείται. Δέχεται την πρόσκληση του Θεού γιά την αιώνια ζωή, διά του βαπτίσματος, αλλά αρνείται ν’ ακολουθήσει κοιτάζει πώς θ’ απολαύσει « αγαπήσας τον νύν αιώνα» . Ο κοσμικός άνθρωπος διασκεδάζει, χαίρεται και τη ζωή του ακολουθώντας κατά γράμμα το οπίσω μου ελθείν « φάε, πίε, ευφραίνου» και αγνοώντας το « όστις θέλει απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοιπαραδοθεί στην τρυφή και » . Ο κοσμικός άνθρωπος έχει στην ικανοποίηση κάθε επιθυμίας του, στην ηδονή των αισθήσεων, σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο κόσμος μας πολλές φορές θυμίζει τη Ρώμη των οργίων και των απολαύσεων.

Ο κόσμος διασκεδάζει αλλά οι χριστιανοί δεν μετέχουν στις διασκεδάσεις αυτού του κόσμου. Βλέπουν την κατάντια και δεν έχουν λόγο να χαίρονται. Οι ακολουθίες στην εκκλησία είναι οι πανηγύρεις του χριστιανού. Εκεί βρίσκεται η ελπίδα και η σωτηρία. Σ’ έναν κόσμο που σε ποτίζει γλυκό φαρμάκι, γιά να μήν το αισθανθείς παρά μόνο την τελευταία στιγμή, σ’ έναν κόσμο που πλησιάζει πιά στό τέλος του, σ’ έναν κόσμο που σε πλημμυρίζει η αβεβαιότητα και δεν ξέρεις αν στέκεσαι ακόμα ή αν έπεσες, η εκκλησία και η μελέτη των Πατέρων είναι καταφύγιο και αντίδοτο.

Ο άνθρωπος ψάχνει να βρεί ελιξήρια νεότητας και ηδονικές ουσίες. Κι όμως, ο Χριστός τόσο απλόχερα προσφέρει το Ποτήριον της ζωής. Όμως οι άνθρωποι δεν αισθάνονται το κάλεσμα, γιατί είναι τυφλοί στό νού, στ’ αυτιά, στα μάτια. Τους τυφλώνει η προσωρινή λάμψη του κόσμου, τους κουφαίνει ο θόρυβος, τους χαλιναγωγούν τα πάθη. Ο κοσμικός άνθρωπος « αποτάσσεται» τω Χριστω και « συντάσσεται» « τω άρχοντι του κόσμου τούτου, τουτέστιν τον Διάβολον» .

Ο χριστιανός, αντίθεται, αδιαλείπτως προσεύχεται « της δεξιάς μερίδος των σωζωμένων τυχείν» .



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ