ΤΕΥΧΟΣ 63

Φθινόπωρο 1997


Περί της ενώσεως με τους αντιχαλκηδονίους

Α΄. Εισαγωγή

Στο άρθρο μας αυτό θα καταθέσουμε μερικές σκέψεις για το πρόβλημα της ενώσεως με τους αντιχαλκηδονίους μονοφυσίτες, που προωθείται έντονα τα τελευταία χρόνια, μέσω του λεγομένου “διαλόγου”, που λαμβάνει χώρα υπό την αιγίδα των “επισήμων” ορθοδόξων εκκλησιών. Όπως όλοι γνωρίζουν, το θέμα είναι κεφαλαιώδες για την πίστη, αφού άπτεται κεντρικών χριστολογικών ζητημάτων, που απασχόλησαν την εκκλησία επί αιώνες και των οποίων έχουν επιληφθεί Οικουμενικές σύνοδοι. Επειδή επί αυτού του θέματος έχει γίνει εκτεταμένη συζήτηση στον τύπο, δεν θα μπούμε στις λεπτομέρειες, που τις θεωρούμε γνωστές. Θα περιοριστούμε μόνον σε έναν πρώτο σχολιασμό της επιστολής του Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, που δημοσιεύτηκε στο Ενημερωτικό Δελτίο του Οικουμενικού Πατριαρχείου “Επίσκεψη”, ως απάντηση στην επιστολή της Ι. Κοινότητας του αγίου Όρους. Ως γνωστό, η Ιερά Κοινότητα με επιστολή της καυτηριάζει πολλά σημεία των Κοινών Δηλώσεων Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του μεταξύ τους “Διαλόγου”, ειδικά τις τελικές συστάσεις περί άρσεως των αναθεμάτων κατά των αιρεσιαρχών Διοσκόρου και Σεβήρου καθώς και τις δηλώσεις ότι οι μονοφυσίτες αντιχαλκηδόνιοι υπήρξαν ανέκαθεν ορθόδοξοι στη Χριστολογία τους και στην παράδοσή τους. Καυτηριάζει επίσης το σημείο της δήλωσης όπου γίνεται παραδεκτή από τους ορθοδόξους η άρνηση των αντιχαλκηδονίων να αποδεχτούν τις αποφάσεις των Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Οικ. Συνόδων. Το πλήρες κείμενο της απάντησης του κ. Δαμασκηνού στο υπόμνημα αυτό της Ι.Κ. μπορεί να το βρεί κανείς στην “Επίσκεψη”, Αρ. 521-31/8/95.

 

Είναι χαρακτηριστικός, κατ‘ αρχήν, ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Δαμασκηνός απαντά στην αιτίαση της Ι.Κ. ότι οι συντελεστές του διαλόγου προτρέχουν σε μια ένωση με τους μονοφυσίτες με αυτόβουλο και βεβιασμένο τρόπο. Δηλώνει και επιμένει ότι όλες οι αποφάσεις προχώρησαν πάνω σε μια βάση προσυμφωνημένη με τις κατά τόπους ορθόδοξες εκκλησίες και μάλιστα μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων της Γ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης του 1986. Οι προκαθήμενοι των τοπικών εκκλησιών ενημερώθηκαν και επικρότησαν μετ‘ ενθουσιασμού για τα αποτελέσματα του Διαλόγου. Συνεπώς, τα όσα αναφέρονται στις κοινές δηλώσεις δεν είναι απλές τεχνοκρατικές υποδείξεις, αλλά αποτελούν μια πορεία βάση γενικώς προσυμφωνημένου σχεδίου, με αποτελέσματα γενικότερα αποδεκτά. Σύμφωνα με τον κ. Δαμασκηνό, η Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψη του 1986, προσδιόριζε και την ανάγκη “εύρεσης τρόπου αποδοχής των ΔΕ, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ Οικουμενικών Συνόδων” από τους αντιχαλκηδονίους, αμφισβητώντας έτσι ρητά την ανάγκη της καθολικής και άνευ ειδικών ερμηνειών αποδοχής των αποφάσεων των Οικ. Συνόδων. Οι δηλώσεις αυτές του κ. Δαμασκηνού, που φέρουν τις τοπικές εκκλησίες συναποδεχόμενες τις Κοινές Δηλώσεις ως βάση ενότητας, δεν έχουν τύχει καμμιάς αντίδρασης εκ μέρους των κατά τόπους αρμοδίων. Η στάση, εξάλλου, του Οικ. Πατριαρχείου και οι έκτοτε δηλώσεις του επί του θέματος φανερώνουν την έκταση της αποδοχής αλλά και το τελεσίδικο της προαποφασισμένης αυτής πορείας ενώσεως, η οποία εν πολλοίς, και ειδικά για το Πατριαρχείο Αντιοχείας, λειτουργεί ως πλήρως τετελεσμένη.

Β΄. Η χριστολογία των αντιχαλκηδονίων

Θα θέλαμε, τώρα να διατυπώσουμε μερικές σκέψεις ως προς την ουσία της βάσης που υιοθετείται για αυτή τη λεγόμενη ένωση. Διατείνεται ο κ. Δαμασκηνός, ότι οι λεγόμενοι αντιχαλκηδόνιοι αποδέχονται συγκεκριμένες χριστολογικές διατυπώσεις, οι οποίες καθ‘ αυτές είναι σύμφωνες με την ορθόδοξη δογματική χριστολογική διατύπωση. Και πράγματι, πολλές από τις συμφωνηθείσες φράσεις επί του δόγματος της Θείας ενανθρώπισης δεν συγκρούονται με το ορθόδοξο δόγμα. Το θέμα, όμως, δεν είναι απλώς αν οι αντιχαλκηδόνιοι δέχονται συγκεκριμένες χριστολογικές διατυπώσεις, που βρίσκονται σε συμφωνία με τις ορθόδοξες. Κάτι τέτοιο εξυπακούεται ότι θα ήταν παράλογο να μήν συμβαίνει στο πλαίσιο θεολογικού διαλόγου. Το πρόβλημα είναι ότι επιμένουν να προβάλλουν ως πρίσμα αποδοχής και ερμηνείας των διατυπώσεων αυτών τη λεγόμενη “Κυρίλλεια Ορολογία”, αποφεύγοντας την άνευ όρων αποδοχή του συνόλου της πατερικής ορολογίας καθώς και των αποφάσεων των τεσσάρων τελευταίων Οικ. Συνόδων. Ταυτόχρονα υιοθετείται ένα φίλτρο αποδοχής της ορθόδοξης χριστολογίας περί των δύο ασυγχύτων φύσεων του Χριστού, με την επιλεκτική παραδοχή ότι αυτές διακρίνονται “τη θεωρία μόνη”, φράση που προέρχεται από τα πρακτικά της Ε΄ Οικ. Συνόδου.

Το θέμα εδώ είναι ότι για τους ορθοδόξους δεν μπορεί να συγκροτηθεί ολοκληρωμένη θεολογία με μόνη τη φραστική αποδοχή δογματικών διατυπώσεων, ερήμην της διευκρινίσεως και της ερμηνείας που αυτές έτυχαν από τις επτά Οικ. Συνόδους εν συνόλω και από το σύνολο της πατερικής γραμματείας. Τα ζητήματα της χριστολογίας, όπως είναι γνωστό, διευκρινίστηκαν μέσα από μια ιστορική διαδρομή και δεν μπορούν να ειδωθούν μόνο μέσα από μεμονωμένα γραπτά ενός ή δύο ορθοδόξων πατέρων. Η συγκρότηση της θεολογικής σκέψης ακολούθησε μια δυναμική, ζωντανή πορεία. Συνεπώς, η επιμονή και η μονομερής προσκόλληση στα Δώδεκα Κεφάλαια, εκ των γραπτών του αγ. Κυρίλλου, και η υποψία ή η απόρριψη των μετέπειτα θεολογικών διατυπώσεων ή ακόμη και των σχετικών αναθεμάτων, προδίδει ένα φρόνημα αντίθετο με αυτό της ορθόδοξης πίστης. Η εκκλησία, με το σύνολο των δογμάτων και των πατερικών συγγραμάτων έχει διευκρινίσει και διευρύνει την ορολογία του Αγ. Κυρίλλου “μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη” και ομολογεί ανενδοιάστως και σαφώς την ασύγχυτη και υπερφυή ένωση στο πρόσωπο του Χριστού δύο διακριτών φύσεων, της Θείας και της ανθρωπίνης. Από τη δογματική αυτή πηγή απορρέει όχι μόνον η θεολογία μας, αλλά και η “ανθρωπολογία” των ορθοδόξων, η κατανόησή μας, δηλαδή για το τι είναι ο άνθρωπος. Μια επιλεκτική και υπό όρους διατυπωμένη Χριστολογία, όσο κι αν ευσταθεί λεκτικά και από “τεχνική” άποψη δεν συγκρούεται με τη διατύπωση του δόγματος, αργά ή γρήγορα θα γίνει πηγή προβλημάτων και θα οδηγήσει σε εσφαλμένη κατανόηση επί βασικών θεμάτων.

Παρομοίως, δεν είναι δυνατό να απομονώνονται λέξεις και εκφράσεις συνοδικών αποφάσεων από το όλο περιεχόμενο και το συνολικό πνεύμα του κειμένου. Για όποιον μελετά τον γ΄ όρο της Ε΄ Οικ. Συνόδου, είναι προφανές ότι η αναφορά στη διάκριση των φύσεων “τη θεωρίΑ μόνη” γίνεται από τους πατέρες με μόνο σκοπό να μη διαιρεθεί το ένα πρόσωπο του Χριστού σε δύο διακεκριμένες υποστάσεις, μία για την κάθε φύση. Αντιθέτως, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τόσο στην Ακριβή ΄κδοση, όσο και στο έργο του “Προς τον επίσκοπον δήθεν του Δαραίας τον Ιακωβίτην”, κάνει σαφές ότι οι φύσεις του Χριστού δεν διακρίνονται “επινοία” και “θεωρία” μόνον, αλλά πραγματικά. (Βλ. και Φωτίου Σχοινά, “Μερικές όψεις της Χριστολογίας του Δαμασκηνού”, περ. Σύναξη τ. 62, 1997).

Είναι σαφές, ότι οποιαδήποτε τεχνητή απομόνωση κάποιων κειμένων ή διατυπώσεων από την ιερή μας παράδοση, ήδη και εκ των προτέρων έχει βγάλει τη συζήτηση από τα όρια του φρονήματος της εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, κακώς διαμαρτύρεται ο κ. Δαμασκηνός για την αντίδραση της Ι.Κ. στην απομόνωση της φράσης ότι οι φύσεις του Χριστού διακρίνονται “τη θεωρίΑ μόνη”, από τα πρακτικά της Ε΄ Οικ. Συνόδου, ως πρίσματος για την αποδοχή των δύο φύσεων του Χριστού. Η δικαιολογία ότι η φράση προέρχεται από Συνοδικά γραπτά και ως εκ τούτου κάθε χρήση της είναι αυτονόητα ορθόδοξη, καταντά πολύ σχολαστική. Είναι βέβαιο ότι η φράση αυτή, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται στην Κοινή Δήλωση, δίνει αφορμή σε μονοφυσιτική ερμηνεία, ευρισκόμενη μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τη διδασκαλία του αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού και προσβάλλει το περιεχόμενο του όρου της Ε΄ Οικ. Συνόδου.

Παρόμοια, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν, παρόλο που οι σύγχρονοι αντιχαλκηδόνιοι με την έκφραση “μία φύσις” δηλώνουν ότι ομολογούν μία “σύνθετη” Υπόσταση του Λόγου, στην οποία ενώθηκαν η Θεία και η ανθρώπινη φύση του Χριστού, άραγε κατανοούν πλήρως τις θεολογικές προεκτάσεις που έχει αυτή η ομολογία. Μήπως, μέσα από την προοπτική της αιρετικής θεολογικής παράδοσης που ξεκίνησε με τους Διόσκορο και Σεβήρο, συγχέουν κατά κάποιο τρόπο την ασύγχυτη ένωση, τα θελήματα και τις ενέργειες των δύο φύσεων; Μήπως πίσω από την αντίστασή τους να δεχτούν ρητά και άνευ όρων την ορθόδοξη θεολογική παράδοση κρύβεται μια ελλιπής προσέγγιση του θεολογικού μυστηρίου; Κατά πόσο η αποκοπή τους από την εκκλησία επί δεκαπέντε αιώνες τους επέτρεψε την εμβάθυνση και την ορθή κατανόηση των χριστολογικών και ανθρωπολογικών όρων “φύση”, “υπόσταση”, “πρόσωπο”; Μέσα από τις διευκρινίσεις που οι όροι αυτοί επιδέχτηκαν στην ορθόδοξη εκκλησία, οι πατέρες μας εμβάθυναν στην οντολογία με έναν τρόπο που δεν παρακολούθησαν άλλες χριστιανικές παραδόσεις έξω από την Ορθοδοξία. Όταν, λοιπόν, οι αντιχαλκηδόνιοι συμφωνούν στην Α΄ Κοινή Δήλωση με τη διατύπωση “ίνα μορφώση μίαν αχωρίστως και ασυγχύτως ηνωμένην πραγματικήν θεανθρωπίνην ύπαρξιν”, κανείς πρέπει να αναρωτηθεί κατά πόσο η οντολογία που αποδέχονται δεν είναι “ουσιοκεντρική”, κατά πόσο, δηλαδή δεν εννοούν ως “ύπαρξιν” αυτό που άλλού ονομάζουν “μίαν φύσιν”, οπότε και η σχετική αιτίαση της Ι.Κ. αποκτά ουσιαστική βαρύτητα. Νομίζουμε ότι οι παραπάνω αμφιβολίες είναι απόλυτα δικαιολογημένες, αν λάβει κανείς υπόψη τις αναμφισβήτητες αιρετικές καταβολές των παραδόσεων αυτών.

Γ΄. Η άρση των αναθεμάτων κατά Διοσκόρου και Σεβήρου

Η άλλη πέτρα σκανδάλου που πηγάζει από τη δεύτερη Κοινή Δήλωση, είναι η συμφωνία να αρθούν τα αναθέματα των Οικ. Συνόδων κατά Διοσκόρου και Σεβήρου και των ομοφρόνων. Το κεντρικό επιχείρημα που προβάλλει ο κ. Δαμασκηνός και που υποτίθεται εξηγεί τις προυποθέσεις για την άρση των αναθεμάτων, είναι ότι οι Διόσκορος και Σεβήρος καταδικάστηκαν τάχα απλώς για τη μη αποδοχή της Δ Οικ. Συνόδου και όχι γιατί εξέπεσαν σε κάποια “κατεγνωσμένη” αίρεση και ιδιαίτερα στο Μονοφυσιτισμό. Συνεπώς, υποτίθεται, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως σχισματικοί, πάνω στη βάση της κανονικής οικονομίας και όχι ως “αιρετικοί”. Και πάλι πρόκειται για σχολαστική προσέγγιση, που παραγνωρίζει τα ουσιώδη για την εκκλησία.

Η άρνηση της αποδοχής των αποφάσεων μιας Οικ. Συνόδου δεν συνιστά καθόλου απλή αυτονόμηση που συμβαίνει κάτω από την πίεση ιστορικών, πολιτικών ή άλλων συνθηκών, όπως συνέβη πολλές φορές σε άλλες περιπτώσεις. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, πράγματι, η επανένωση και η επιστροφή των αποκοπέντων είναι θέμα οικονομίας, όπως αντιμετωπίζονται όλα τα κανονικά προβλήματα όταν συντρέχουν οι προυποθέσεις και όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου.

Ειδικά στην περίπτωση των Διοσκόρου, Σεβήρου και των ομοφρόνων τους, η συνείδηση της εκκλησίας διέκρινε σαφώς ένα διαφορετικό φρόνημα, το οποίο τους οδήγησε στην άρνηση συνοδικών αποφάσεων, που αποδέχτηκαν όλοι οι άλλοι ορθόδοξοι, και στην συνακόλουθη αποκοπή τους. Η εκκλησιαστική αυτή συνείδηση επιβεβαιώθηκε και ιστορικά, στους μετέπειτα αιώνες με την επανάληψη της καταδίκης των προσώπων αυτών κατά τις Στ΄ και Ζ΄ Οικ. Συνόδους. Και μόνον ο σχετικός αναθεματισμός από το συνοδικό της Ορθοδοξίας της Ζ΄ Συνόδου, αρκεί για να μας πείσει: “Ιακώβω, Αρμενίω τω Ζανζάλω, Διοσκόρω πατριάρχη Αλεξανδρείας και Σεβήρω τω δυσσεβεί, άμα Σεργίω, Παύλω και Πύρρω τοις ομόφροσι, συν Σεργίω μαθητή του Λυκοπέτρου, ανάθεμα”. Και συνεχίζει: “Όλοις τοις Ευτυχιανισταίς και Μονοθελήταις και Ιακωβίταις και Αρτζιβουρίταις,και απλώς πάσιν αιρετικοίς, ανάθεμα”.

Είναι προφανές ότι οι πατέρες έκριναν το “δυσσεβές” φρόνημα των συγκεκριμένων κληρικών και των “ομοφρόνων” τους και τους αναθεμάτισαν. Και όπως φαίνεται από τα επόμενα τους συναριθμεί “απλώς πάσιν αιρετικοίς”, χωρίς να φαίνονται πουθενά οι διακρίσεις που κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι. Πώς είναι δυνατό να χαρακτηριστεί η “δυσσέβεια” Ορθοδοξία και ορθοφροσύνη; Εξάλλου στην επιστολή του ο κ. Δαμασκηνός καθόλου δεν αποπειρράται να απαντήσει στην αιτίαση της Ι. Κοινότητας ότι πλήν των Συνόδων, πλήθος αγίων πατέρων, όπως ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Αναστάσιος ο ΣιναA της, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Μέγας Φώτιος και πολλοί άλλοι επιβεβαιώνουν την ιστορική εκκλησιαστική συνείδηση και ορίζουν τη διδασκαλία των αντιχαλκηδονίων ως αιρετική.

Σύμφωνα με την ίδια τη “Διορθόδοξη Επιτροπή” στα συμπεράσματα της οποίας ο κ. Δαμασκηνός στηρίζει τις απόψεις του, η αφορμή για τη μη αποδοχή των Οικ. Συνόδων εκ μέρους των Διοσκόρου και Σεβήρου και των ομοφρόνων τους, ήταν η υιοθέτηση εκ μέρους της εκκλησίας της ορολογίας “εν δυσίν φύσεσιν”, και η υπό αυτή την έννοια θεώρηση και της ορολογίας του αγ. Κυρίλλου “μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη”. Συνεπώς, πρόκειται σαφώς για την ερμηνεία κεντρικού χριστολογικού ζητήματος και ως εκ τούτου συνιστά δογματική διαφορά. Ο υποβιβασμός του προβλήματος σε απλή “κανονική” διαφορά, υποδηλώνει σκόπιμη παραγνώριση της σημασίας που έχει ο πλούτος των διατυπώσεων και των εννοιών που χρησιμοποιεί η εκκλησία για τη διευκρίνηση λεπτών, αλλά κεντρικών δογματικών ζητημάτων. Αν για την εκκλησία έχει μεγάλη βαρύτητα η διαφοροποίηση έστω και στο “ιώτα” της δογματικής μας παράδοσης, πολύ περισσότερο πρέπει να μη θίγονται τα κεντρικά χριστολογικά μας δόγματα.

Εδώ, όμως, πρέπει να προσθέσει κανείς ότι άσχετα με τις πηγές στις οποίες στηρίχτηκε η “Διορθόδοξη Επιτροπή”, το σύνολο των πηγών της εκκλησιαστικής ιστορίας μας βεβαιώνουν ότι οι Διόσκορος, Σεβήρος και οι συν αυτοίς υπήρξαν όντως αιρεσιάρχες. Ορισμένοι από αυτούς, όπως οι Διόσκορος και Βαρσουμάς, υπερασπίστηκαν τον Ευτυχή, ενώ όλοι προσκολλήθηκαν σε μια μονομερή και ελλιπή κατανόηση των γραπτών του αγίου Κυρίλλου, αποσιωπώντας τη σύνολη χριστολογία που αυτός ανέπτυξε και υπερασπίστηκε καθώς και τις διευκρινίσεις που έδωσε αργότερα για τα “Δώδεκα Κεφάλαια”. Μερικοί από τους αιρεσιάρχες αυτούς αρνήθηκαν και τη Β΄ Οικ. Σύνοδο, διότι οι χριστολογικοί της όροι αντέφασκαν στη δική τους ορολογία. Το ότι οι σημερινοί αντιχαλκηδόνιοι δέχονται τους αιρεσιάρχες αυτούς ως αγίους, θέτει σοβαρότατο ερωτηματικό για τον βαθύτερο τρόπο με τον οποίο κατανοούν ακόμη κι εκείνες τις χριστολογικές εκφράσεις που λεκτικά ταυτίζονται με τις ορθόδοξες.

Δ΄. Μία νέα εκκλησιολογία

Ένα σχετικό με τα προηγούμενα θέμα που θίγεται στην απάντηση του κ. Δαμασκηνού και κυριολεκτικά ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, είναι η λεγόμενη “δυνατότητα αναθεώρησης των αποφάσεων Οικουμενικής Συνόδου”. Είναι προφανές ότι πρόκειται περί τεραστίου ζητήματος, που τις προεκτάσεις του αντιλαμβάνεται κανείς αν λάβει υπόψη και όλες τις σχετικές συζητήσεις που γίνονται σε αναφορά με άλλους “σκοπέλους”, η υπερπήδηση των οποίων εμποδίζεται από Οικουμενικές συνόδους. Για παράδειγμα, πρίν λίγο καιρό διαβάσαμε στην κυριακάτικη “Καθημερινή”, άρθρο του Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου σχετικά με τις τρέχουσες συζητήσεις για την αναθεώρηση του Πασχαλίου. Προτείνει, λοιπόν, ο κ. Χριστόδουλος ότι για την αποφυγή προβλημάτων και διαμαρτυριών, πρέπει η απόφαση της Α΄ εν Νικαία Οικ. Συνόδου να αναθεωρηθεί από άλλη απόφαση, μιας νέας “Οικ. Συνόδου” (!). Φυσικά, το πρόβλημα δεν αγγίζει απλά Οικουμενικές συνόδους, αλλά και Πανορθοδόξους και τοπικές. Στη συνείδηση της εκκλησίας είναι όλες θεόπνευστες και καθοδηγήθηκαν από το άγιο Πνεύμα, εφόσον έγιναν αποδεκτές ως μέρος της Ιερής μας Παράδοσης. Παρομοίως, μέρος της Ιερής μας Παράδοσης συναποτελούν τα γραπτά των αγίων Πατέρων, στην καθολική τους συμφωνία. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: μπορούμε, ως ορθόδοξοι, να συζητούμε για την αναθεώρηση, έστω και στο ελάχιστο, της Ιερής μας Παράδοσης; Και θα μπορούσαμε να το επεκτείνουμε το ερώτημα και να ρωτήσουμε, αν τέτοια αναθεώρηση είναι κατά Θεόν έστω και στην περίπτωση που οι αλλαγές που επιφέρονται μας φαίνονται ότι δεν θίγουν τη δική μας αντίληψη περί του δόγματος, ή ότι εξυπηρετούν την ούτως καλούμενη στις μέρες μας, “ενότητα”.

Εδώ, άς σημειωθεί, ότι όλα τα παραδείγματα “αναθεώρησης” των αποφάσεων κάποιων Οικουμενικών Συνόδων από μεταγενέστερες, που παραθέτει ο κ. Δαμασκηνός, αναφέρονται στην ερμηνεία και τη διασάφηση προηγούμενων αποφάσεων, και καθόλου σε ουσιαστική αλλαγή. Επίσης, αναφέρονται σε διαπιστώσεις που προφανώς συνειδητοποιήθηκαν συν τω χρόνω, πράγμα που ήταν απόλυτα φυσικό να συμβεί εκείνα τα ταραγμένα χρόνια των χριστολογικών αιρέσεων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η ορθόδοξη συνείδηση θεωρεί το σύνολο των επτά Οικ. Συνόδων ότι συγκροτεί τη βάση της θεολογίας. Η μυστική κατανόηση της εκκλησίας είναι ότι οι επτά Σύνοδοι, εν συνόλω, θεμελίωσαν την ιστορική προσπάθεια της εκκλησίας να δογματίσει με την επισκίαση του αγίου Πνεύματος. Ο αριθμός τους, το επτά, έχει κι αυτός το μυστικό του νόημα μέσα στην παράδοσή μας. Άς σημειωθεί ότι όχι μόνο δεν είναι δυνατή η απεμπόληση κάποιας από αυτές, κατά τη βλάσφημη προτροπή του Κόπτου Πατριάρχη στο Σαμπεζύ (Βλ. Περιοδ. Θεολογία, 51, τ.1, 1980, σελ. 229), αλλά ούτε και η προσθήκη προβλέπεται, ακριβώς για να μη διαταραχτεί η ιερή εικόνα που συγκροτείται από αυτές τις επτά. Γιαυτό το λόγο, καμμιά από τις Πανορθόδοξες Συνόδους που ακολούθησαν δεν ονομάστηκε “Οικουμενική”, παρόλο που από άποψη αντιπροσώπευσης και συμμετοχής, πολλές πληρούσαν τις προυποθέσεις.

Στην επιστολή του ο κ. Δαμασκηνός, αναφέρει ότι το ζήτημα της άρσης των αναθεμάτων που επιβλήθηκαν από Οικ. Συνόδους, εξετάστηκε από τον καθηγητή κ. Βλάσιο Φειδά, στην απόφαση του οποίου στηρίχτηκε η σχετική πρόταση της Διορθοδόξου Επιτροπής.

Πιστεύουμε ότι το θέμα είναι τόσο θεμελιώδες για την εκκλησία, για τη θεολογία και την εκκλησιολογία μας, που καθόλου δεν ανάγεται στη διερεύνηση και στη γνωμοδότηση νομοκανονικών επιτροπών ή συγκεκριμένων επιστημόνων.

Το κριτήριο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η εκκλησία είναι αυτή η ίδια η ταυτότητα και η συνέχεια της ιερής μας παράδοσης, όπως αυτή μας παραδόθηκε μέσα από την αγία Γραφή, τις Οικ. συνόδους, αλλά και μέσα από κάθε απόφαση εκκλησιαστική, που ταυτίστηκε με τη συνείδηση των τέκνων της εκκλησίας, χωρίς να αντιτίθεται σε προηγούμενες αποφάσεις. Όπου το κριτήριο αυτό δεν τηρείται, όπου η συνέχεια της ίδιας Παράδοσης έχει θιχτεί με θεσμικό τρόπο, έστω και κατ‘ ελάχιστο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια νέα παράδοση, εκεί δεν βρίσκεται η εκκλησία, αλλά κάποια παρασυναγωγή. Εκεί οι άνθρωποι οφείλουν να επιστρέψουν στην εκκλησία, αποκαθιστώντας τη συνέχεια της Παράδοσης που διέκοψαν, ακριβώς εκεί που την έχουν διακόψει. Αυτή είναι η εκκλησιολογία που έχουμε παραλάβει. Σωστά επιχειρηματολογεί η Ιερά Κοινότητα, ότι κάθε Σύνοδος που θα αποφασίσει αντίθετα στα ήδη παραδεδομένα, πρέπει να θεωρείται ληστρική. Αντίθετα σ‘ αυτή την εκκλησιολογία που μας βεβαιώνει ότι την εκκλησία συγκροτεί το Πνεύμα το Άγιο και όχι οι κατά περίσταση ανθρώπινες επιλογές, έχουμε τα συμπεράσματα σύγχρονων επιστημόνων της θεολογίας οι οποίοι αποφαίνονται: “Η τυχόν αμφισβήτηση της κανονικής δυνατότητας της Ορθόδοξης εκκλησίας να αποφανθεί για ζητήματα επί των οποίων γίνεται παραδεκτή η αυθεντία μιας Οικουμενικής Συνόδου, θα εισήγε παράλογο εκκλησιολογικό πρόβλημα ως προς την ελλειματική αυθεντία της εκκλησιαστικής συνειδήσεως της Ορθόδοξης εκκλησίας, έναντι της αυθεντίας της Οικ. Συνόδου και κατ‘ επέκταση ως προς την αυθεντική συνέχεια σε αυτήν της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας...” (από την εισήγηση του κ. Βλασίου Φειδά).

Είναι φανερό ότι τα παραπάνω εισηγούνται μια εντελώς νέα εκκλησιολογία, σύμφωνα με την οποία η εκκλησία δεν φανερώνεται μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια της Ιερής Παράδοσης, ούτε θεμελιώνεται πάνω στην ταυτότητα και ενότητα του φρονήματος με τους πρό ημών πατέρες. Η επιχειρηματολογία των “ειδικών” ανάγει σε κριτήριο και θεμέλιο λίθο τη λεγόμενη “αυθεντία της εκκλησιαστικής συνείδησης”, εννοώντας προφανώς τη συνείδηση ενός εκκοσμικευμένου, ως επί το πλείστον, σώματος, που αποδέχεται τις υποδείξεις των επιτροπών, σε αυτονομία από τους πρό ημών πατέρες, που αποφάσισαν διαφοροτρόπως. Μια τέτοια “συνείδηση”, όμως, που κρίνει και αποφασίζει ερήμην της απαράβατης συμφωνίας με το πνεύμα και το γράμμα των Οικ. Συνόδων και της όλης Ιερής Παράδοσης, παύει να είναι αληθινά “εκκλησιαστική”.

Πρέπει, επιτέλους, να τονιστεί ότι η “αυθεντική” συνέχεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας δεν κρίνεται πάνω στη βάση μιας κακώς νοούμενης “κανονικότητας”, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στις μέρες μας: δηλαδή, μέσα από την αναγνώριση και την κοινωνία με τους ιστορικούς και “θεσμικούς” φορείς, όπως είναι τα ιστορικά πατριαρχεία και άλλοι διοικητικοί εκκλησιαστικοί οργανισμοί, ερήμην της Ιερής Παράδοσης. Δεν έχει καμιά “υποχρέωση” το Πνεύμα το Άγιο να ακολουθεί τους ιστορικούς οργανωτικούς μας θεσμούς, όταν αυτοί περιφρονούν προκλητικά την ιερή Του παρακαταθήκη προς την εκκλησία. Μια τέτοια εκκλησιολογία μάλλον θυμίζει τις δυτικές, κληρικαλιστικές περί εκκλησίας απόψεις.

Στο ίδιο πνεύμα, όμως, της εισαγωγής δηλαδή μιας καινοφανούς εκκλησιολογίας, βρίσκονται και όσα αναφέρονται στην απόφαση της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στο Ρωμαιοκαθολικισμό (Ballamand, 1993). Το κείμενο αναφέρεται ρητά στην ανάγκη “να ξεπεραστεί πια η πεπαλαιωμένη εκκλησιολογία” (παράγρ. 30). Αναφέρεται στο Ρωμαιοκαθολικισμό, ως “αδελφή εκκλησία”, στην οποία “ο Χριστός ενεπιστεύθη εξίσου την ομολογία της αποστολικής πίστεως, τη συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, πρό πάντων στη μοναδική ιερωσύνη” κ.λπ. Ως εκ τούτου, η απόφαση αποκλείει κάθε είδους αναβαπτισμό και αναγνωρίζει στους παπικούς “ίση ευθύνη για τη διατήρηση της εκκλησίας του Χριστού στην πιστότητα προς το Θείο Σχέδιο”. Όλα αυτά, σύμφωνα με την απόφαση, υπογραμμίζουν την αναζήτηση μιας τελείας κοινωνίας, που να μήν είναι απορρόφηση ή συγχώνευση. είναι ξεκάθαρο, ότι οι παπικοί δεν προτίθενται να επιστρέψουν στην κοινωνία που εγκατέλειψαν, αγκαλιάζοντας την αληθινή παράδοση.

Δεν είναι το άρθρο αυτό ο κατάλληλος χώρος για να υποδειχτεί η προσβολή της ιστορικής εκκλησιαστικής συνείδησης, που επιτελείται επί δεκαετίες με το λεγόμενο “διάλογο”. Κάτι τέτοιο έχει γίνει εκτενώς άλλού, χωρίς προφανές αποτέλεσμα. Εξάλλου, κατά καιρούς, χείλη επίσημων εκκλησιαστικών ανδρών έχουν εκστομίσει πιο προκλητικές διατυπώσεις από τις παραπάνω. Θέλουμε, απλώς, να υπογραμμίσουμε το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η “νέα εκκλησιολογία”, που καθιερώνεται από τους επίσημους εκπροσώπους και θεσμοποιείται με κάθε παρόμοια απόφαση, περιφρονεί προκλητικά την ιστορική κατανόηση και εκκλησιαστική πρακτική των πατέρων μας εγκαινιάζοντας νέους θεσμούς, που δεν μετέχουν του πνεύματος των αγίων.

Σάν κατακλείδα, παραθέτουμε μερικές σκέψεις για τη νοοτροπία που διαπνέει την απάντηση προς την Ι. Κοινότητα. Είναι λυπηρό να παρατηρεί κανείς την τεχνοκρατική φύση των επιχειρημάτων που αντιπαραθέτει ο κ. Δαμασκηνός. Μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στις τεχνικές με τις οποίες λειτουργεί ο λεγόμενος “διάλογος”. Οι τεχνικές αυτές θυμίζουν μια “επιστημονική” αντιμετώπιση, ένα σχολαστικό καλούπι εξαγωγής συμπερασμάτων και παραγωγής θέσεων, που προφανώς δεν αρμόζει στην πνευματική προσέγγιση της θεολογίας, που γνωρίζουμε από τους πατέρες. Αυτοί, ποτέ δεν διανοήθηκαν να χωρίσουν ένα πρόβλημα σε υποπροβλήματα, να αναθέσουν το καθένα σε υποεπιτροπές και κατόπι να συνθέσουν μια διατύπωση ή πρόταση, στηριγμένοι αυθαίρετα στις εισηγήσεις των “επιστημόνων” της θεολογίας. Είχαν πάντα μια συνολική πνευματική εικόνα και χρησιμοποιούσαν σαν μέτρο το καθόλου φρόνημα της εκκλησίας, όταν διατύπωναν γνώμη, ώστε να είναι “επόμενοι” των αγίων πατέρων. Οι επιμέρους ιστορικές, κανονολογικές, δογματικές ή άλλες προσεγγίσεις ουδέποτε αυτονομούνταν ώστε να ξεφύγουν από το μοναδικό άξονα που διαπερνά και συγκροτεί το ένα εκκλησιαστικό φρόνημα, ανά τους αιώνες.

Εδώ, αντίθετα, βλέπουμε διερευνήσεις των προβλημάτων με βάση κριτήρια που εξυπηρετούν την εξωτερική ενότητα με ετεροδόξους και όχι την πνευματική ενότητα με τους πρό ημών πατέρες.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ