ΤΕΥΧΟΣ 64

Χειμώνας 1997 - 1998


Τα αγκάθια της παραβολής του Σπορέως

Στην παραβολή του σπορέα, υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που ενώ δέχθηκε τον σπόρο, δεν καρποφόρησε γιατί τα αγκάθια έπνιξαν τον σπόρο. Σήμερα, πολλοί χριστιανοί, αληθινά παιδιά της Εκκλησίας, διατρέχουν αυτόν τον ιδιο κίνδυνο, δηλαδή να τους πνίξουν τα αγκάθια και να πεθάνουν πνευματικά και αιώνια.

Θα ήταν πολύ απαισιόδοξο να θεωρήσουμε τον εαυτό μας ότι ανήκει σε εκείνη τη μερίδα που δεν βλάστησε καθόλου ο σπόρος. Ούτε όμως είναι εύκολο να καυχηθούμε ότι ειμεθα αγαθή γή, παρ΄ όλο τον αγώνα μας για την ευσέβεια και την εις Χριστόν πίστη. Γιατί δυστυχώς δεν βλέπουμε καρπούς, γιατί πράγματι έχουμε γύρω μας πολλά αγκάθια που μας πνίγουν. Είναι ο κόσμος και οι αιτίες των παθών. Είναι οι συγγενείς και οι φίλοι που μας μεταδίδουν το δικό τους τρόπο σκέψης και ανάβουν τον πόθο μας για τις κοσμικές επιθυμίες.

Πολύ δύσκολο πράγμα είναι για κάποιον να καταφρονήσει τη γνώμη των άλλων ανθρώπων και κυρίως των οικείων του. Θα πρέπει νάχει φθάσει σε μεγάλα ύψη πνευματικότητας, για να μείνει ανεπηρέαστος από τη γνώμη των κατά σάρκα συγγενών, διότι αυτών τα βέλη βρίσκουν την αγάπη μας ανοιχτή.

Οι συγγενείς μας, δεν υπάρχει αμφιβολία, μας “αγαπούν”, και ταυτόχρονα θέλουν να μας κάνουν όμοιούς τους. Δυστυχώς όμως πολλές φορές σε αυτούς αρμόζουν τα λόγια του Αγίου Ιωάννη της κλίμακος: “Καλόν λυπήσαι γονείς, και μη κύριον^ ο μεν γαρ έπλασέ τε, και έσωσεν^ οι δε πολλάκις ούς ηγάπησαν απώλεσαν, και τη κολάσει παρέδωκαν”.

Το σημερινό περιβάλλον προβάλλοντας το κακό παράδειγμα δεν βλάπτει μόνο τους μικρούς κατά την ηλικία. Ο σημερινός κόσμος με τον τρόπο που λειτουργεί και κυρίως με τα μέσα ενημέρωσης, προπαγανδίζει για κάθε είδος κακίας και για κάθε αμαρτία που “αισχρόν εστι και λέγειν”. Αυτά βλέπουμε, σε αυτά συνηθίζουμε και σιγά-σιγά νομίζουμε ότι αυτό είναι η ζωή.

Πρέπει να φύγεις από τη δυσωδία που ζούσες, λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, για να την καταλάβεις, διαφορετικά η δυσωδία θα σού φαίνεται ευωδία. Έτσι αντί να διψάμε τη βασιλεία των Ουρανών, εμείς αναπαυόμαστε με το περιβάλλον και τον τρόπο ζωής μας, και επέρχεται σταδιακά η προσαρμογή και η πνευματική συνθηκολόγηση με τη σύγχρονη ζωή. Έλα όμως που η σύγχρονη ζωή και η κοινωνία χαρακτηρίζονται από την ακατάσχετη επιθυμία της κατανάλωσης, της αλλαγής, της άνεσης και σε πολλές περιπτώσεις, της σπατάλης και της χλιδής. Αγοράζεις πράγματα και μετά από λίγο τα βάζεις στην άκρη για να πάρεις άλλα καινούργια. Διαρκώς και νέες ανάγκες εμφανίζονται.

Έτσι, απ΄ τη μια μεριά αυτή η καταναλωτική κοινωνία μας επηρεάζει ανεπαίσθητα και μας διαποτίζει με το δικό της δηλητήριο, εν ειδει πνευματικής ώσμωσης και απ΄ την άλλη άποψη δαπανούμε μια ζωή για πολλά, στην ουσία άχρηστα πράγματα, επιδιώκοντας την σύγχρονη άνεση. Και ξεχνάμε τα λόγια του Αγίου Ισαάκ “Ου το πνεύμα του Θεού κατοικεί εν τοίς εν αναπαύσει διάγουσιν, αλλά το του διαβόλου”. Και μέσα στον περισπασμό και τις μέριμνες, ξεχνάμε τον Χριστό που λέει “ενός εστί χρεία”.

Εμείς που κληθήκαμε για τη ζωή του Ευαγγελίου, που δεν έχουμε “ωδε μένουσαν πόλη” ξεχάσαμε τη ζωή της μετανοίας και της ησυχίας που μόνη θα μπορούσε να μας πλησιάσει στο Χριστό για νάχουμε καρπό στην ψυχή μας την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

Πώς θα ελκύσουμε στην καρδιά μας τη Χάρη του Θεού;

Ο πνευματικός αγώνας που κάθε αληθινός χριστιανός καλείται να εργασθεί, προϋποθέτει τη Χάρη του Χριστού. “Χωρίς εμέ ου δύνασθε ποιείν ουδέν” λέγει ο ιδιος ο Κύριος. Για να οικειοποιηθούμε όμως τη Χάρη του Θεού, που τόσο πλούσια χορηγείται στην Εκκλησία με όλα τα μυστήρια, πρέπει να είμαστε δεκτικοί, να έχουμε δηλαδή τις προϋποθέσεις στην καρδιά μας. Και επειδή “Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν”, το κεφάλαιο και το θεμέλιο όλων των αγώνων ξεκινούν και συντείνουν στην ταπείνωση.

“Η ταπείνωσις διά παντός δέχεται παρά Θεού το έλεος^... Εξευτέλισον σεαυτόν, και όψει την δόξαν του Θεού εν σεαυτώ. Όπου γαρ βλαστάνει η ταπείνωσις, εκεί η του Θεού δόξα βρύει...”. (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Λόγος Ε΄ σελ. 29) Το κλίμα της ταπείνωσης είναι συνυφασμένο με την αίσθηση της αναξιότητάς μας ενώπιον του Θεού. Βοηθούν σε κάποιους, λέει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, και οι νηστείες, αγρυπνίες, χαμευνίες, και οδηγούν το σώμα προς ταπείνωση, μάλλον δε προς αδυναμία και ασθένεια. Αλλά αυτό που επιποθεί ο Θεός, και το συντετριμμένο πνεύμα και η καρδία η τεταπεινωμένη και το να λέμε με την καρδιά μας πάντοτε με καταβεβλημένο φρόνημα προς αυτόν:

“Ποιος είμαι εγώ, Κύριέ μου, δέσποτα και Θεέ, που κατήλθες και σαρκώθηκες και πέθανες για μένα, για να με απαλλάξης από την φθορά και να με κάνεις συμμέτοχο της δικής σου δόξης και θεότητος;” Από τη στιγμή που έτσι η καρδιά σου διάκειται, αμέσως θα βρείς Αυτόν να σε αγκαλιάζει μυστικά και να σε κατασπάζεται και να σού χαρίζει “πνεύμα ευθές εν τοίς εγκάτοις, πνεύμα ελευθερίας και αφέσεως των αμαρτημάτων σου, ου μόνον δε, αλλά και τοίς χαρίσμασιν, αυτού καταστεφανούντα σε και ένδοξόν σε διά σοφίας και γνώσεως απεργαζόμενον” (Άγ. Συμεών Ν. Θεολόγ., σελ. 270, Β΄)

Μέσα στην ταπείνωση περικλείεται και η διάθεσή μας να ευχαριστούμε παντοτεινά το Θεό. “Στόμα διά παντός ευχαριστούν, ευλογίαν δέχεται παρά του Θεού^ και καρδία διαμένουσα εν ευχαριστία, εμπίπτει εν αυτή η Χάρις”. Πώς δε ένι την χάριν επισπάσασθαι λοιπόν, ρωτά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Και η απάντησή του: Τα τω Θεώ φίλα πράττοντα και εν πάσιν αυτώ υπακούοντα... Καταφρόνησον των σών, και έλαβες τα του Θεού^ βούλεται αυτός τούτο. Καταφρόνησον της γης, και άρπασον την βασιλείαν των ουρανών^

Μη νομίσουμε, δηλαδή, ότι το ταπεινό φρόνημα, η ευχάριστη διάθεση, η προσέλκυση των δωρεών του Θεού έχουν να κάνουν με μια παθητική στάση του ανθρώπου. “Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσι αυτήν”, “βίας χρεία και αρπαγής”, λέει πάλι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, “ου γαρ απλώς πρόκειται, ουδέ εξ ετοίμου”, “ο αρπάζων, διαπαντός νήφει, διεγήγερται, φροντίζει και μεριμνά, ώστε ευκαίρως επιθέσθαι τη αρπαγή” (ΕΠΕ 23, 662).

Κοντά σε όλα, η ησυχία και το βίωμά της βοηθούν τα μέγιστα στη σωτηρία μας. Ο Θεός απεκάλυψε στον Άγιο Αρσένιο πώς να σωθεί. “... Και φωνής δεσποτικής πάλιν ήκουσεν εκ δευτέρου της αυτής^ Αρσένιε φεύγε, σιώπα, ησύχαζε.

Μάγοι εξ Ανατολών
(Από το περιοδικό Cαιnαιdian Οrhodox Missionαrry)

...Ιδού μάγοι από Ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα λέγοντες: που εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Ειδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ... και ιδού ο αστήρ όν είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ού ήν το παιδίον. Ιδόντες δε τον αστέρα εχάρισαν χαράν μεγάλην σφόδρα και... πεσόντες προσεκύνησαν Αυτώ”.

 

Ένα πολύ μεγάλο μυστήριο μας αποκαλύπτεται μέσα απ΄ αυτό το κείμενο. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το “αστέρι” των μάγων δεν ήταν ένα φυσικό αστέρι, αλλά μια εικόνα του νοός. Αυτό και φανερό, εξηγεί, αφού κανένας άλλος δεν το είδε, διότι και βέβαιο ότι αν ένα αστέρι περιπλανιόταν στον ουρανό σε διαφορετικές κατευθύνσεις, θα προκαλούσε παγκόσμια σύγχυση και τρόμο. Πολύ περισσότερο, λέει ο άγιος, ένα φυσικό αστέρι που ήρθε και στάθηκε πάνω από τη Βηθλεέμ, θα δημιουργούσε μεγάλες καταστροφές, εξαιτίας της φύσης των αστέρων.

Οι Μάγοι είδαν το αστέρι, όμως όχι έξω απ΄ αυτούς, αλλά με τα μάτια του νοός, σαν μια πνευματική όραση, που κανένας άλλος δεν είδε. Πραγματικά, αυτή η όραση και μια αποκάλυψη της Θείας Χάρης, που δεν μπορεί να ειδωθεί με τα φυσικά μάτια. Απ΄ αυτό καταλαβαίνουμε ότι το επεισόδιο με τους Μάγους και κάτι παρόμοιο με την ανάβαση του Μωυσή στο Σινά. Το νοερό αστέρι ανήκε στην ιδια τάξη πνευματικής εμπειρίας με όσα είδε ο προφήτης Μωυσής πάνω στο ιερό βουνό. Η εμφάνιση του αστέρα και μια μαρτυρία και αποκάλυψη για την πνευματική ζωή όλων των πιστών, όπως και και η ζωή του προφήτη Μωυσή.

Άραγε, ποιές προσδοκίες είχαν οι Μάγοι, ώστε να προετοιμάσουν τους εαυτού τους για να δεχθούν μια τέτοια αποκάλυψη της Θείας Χάρης; Πιθανότατα μόνο εκείνη την παράδοση την οποία κρατούσαν από τον καιρό που ο προφήτης Δανιήλ ήταν αρχηγός των Μάγων, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας (Δαν. 2: 48). Οι προφητείες του και τα οράματά του πρέπει να είχαν διαδοθεί τόσο στην Ανατολή όσο και ανάμεσα στους Εβραίους.

“Η Βασιλεία του Θεού, εντός ημών εστί”. Η Χάρις του Θεού αγγίζει εκείνες τις ψυχές που επιθυμούν να συνεργαστούν μαζί της, και ανοίγει το μονοπάτι προς τη Βασιλεία του Θεού μέσα στα βάθη της ψυχής. Οι Μάγοι είδαν το φως της Βασιλείας του Θεού μέσα τους, με τα ιδιαίτερα μάτια της ψυχής. Και το είδαν, όταν ήρθε ο κατάλληλος χρόνος, γιατί οι ψυχές τους ήταν ανοιχτές σε αυτήν την πνευματική αισθηση. Είδαν μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού, μια αμυδρή απόδειξη, που άρχισε να μεγαλώνει μέσα τους. Και αυτοί με προσπάθεια και αγώνα και πίστη αμετακίνητη, ακολούθησαν αυτή την απόδειξη μέχρι που τους οδήγησε στον ιδιο το Βασιλέα. Όταν αντίκρυσαν τον Βασιλέα, δεν είδαν με τα σωματικά μάτια τίποτε που να προκαλεί πίστη ή σεβασμό σε Αυτόν. Παρόλα αυτά, όχι μόνο Τον προσκύνησαν, αλλά Τον λάτρεψαν κιόλας. Δε θα μπορούσαν να Τον προσκυνήσουν, δε θα μπορούσαν ούτε να Τον αναγνωρίσουν, χωρίς αυτό το Θείο φως, αυτήν τη μαρτυρία της Βασιλείας, που διέκριναν με τα μάτια της ψυχής. Ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν το Βασιλέα εξαιτίας της βασιλείας που κατέβηκε μέσα τους. Η αναγνώριση ήταν νοητή, συνέβη στην καρδιά τους. Τα πνευματικά μάτια άνοιξαν και φωτίστηκαν από τη Χάρη του Θεού, που ενεργεί στις ψυχές που συνεργάζονται.

Τέτοιο και το μονοπάτι της σωτηρίας. Η Χάρις αγγίζει την καρδιά και, αν η καρδιά επιθυμεί να συνεργαστεί, την οδηγεί στο μονοπάτι. Κάθε καρδιά πρέπει να κάνει τη δική της ελεύθερη εκλογή, αν θα συνεργαστεί ή όχι, αν θα ακολουθήσει ή όχι. Αν θα διαλέξει να ακολουθήσει, πρέπει να συνεχίσει να διαλέγει σε κάθε στροφή, όπως ακριβώς και οι Μάγοι από τη Χαλδαία, γιατί το μονοπάτι δεν και εύκολο. Άς σκεφθούμε ότι οι Μάγοι περπάτησαν μέσα σε έναν αγριότοπο γεμάτο λιοντάρια, θανατηφόρα ερπετά, ληστές, φονιάδες, εξαιρετική ζέστη, άνυδρη και βασανιστική έρημο, χωρίς καμιά ανθρώπινη προστασία. Τέτοια και η ψυχή του πεσμένου ανθρώπου, γεμάτη με θανατηφόρα πάθη, στεγνή και κενή στην αρχή, ευάλωτη στη θανατηφόρα επίδραση της αμαρτίας, πειραζόμενη από τους δαίμονες-ληστές που την εκπειράζουν κι από το σατανά, που “ως λέων ορυόμενος ζητά τίνα καταπίει”, όπως λέει ο Απόστολος.

Αν κάποιος παρ΄ όλα αυτά επιμένει με πίστη και υπομονή, ακολουθώντας τη σίγουρη μαρτυρία της Χάρης, οδηγείται, από την αγριότητα της πεσμένης φύσης, στη Βασιλεία του Θεού μέσα στην ψυχή, και κεί συναντά και αναγνωρίζει το Βασιλέα, τον Ιησού Χριστό.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ