ΤΕΥΧΟΣ 68

Χειμώνας 1998- 1999


Θεολογικά θέματα

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Το γλυκό μυστήριο της Ενορίας

Κάθε τι στην πίστη μας είναι συγκεκριμένο και απτό. Τέτοιο είναι και το μυστήριο της Εκκλησίας. Εκκλησία δεν είναι κάτι θεωρητικό και αόριστο, αλλά κάτι το συγκεκριμένο και χειροπιαστό. Ο άπειρος Θεός εμφανίζεται μέσα από το συγκεκριμένο και το απτό. Δεν ζήτησε να αγαπούμε την ανθρωπότητα, μια αόριστη και άπιαστη ιδέα, αλλά τον πλησίον μας, τον συγκεκριμένο άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας. Έτσι και η Εκκλησία δεν είναι μία αόριστη ιδέα που χάνεται μέσα στην Ιστορία και στην αιωνιότητα, αλλά η συγκεκριμένη σύναξη γνωστών μεταξύ τους ανθρώπων. Συνέρχονται όλοι μαζί για να λατρεύσουν το Θεό, όπως έκαναν πάντοτε όλοι οι Χριστιανοί, μέσα στο συγκεκριμένο ναό και με τις ιερές εικόνες γύρω τους. Αρχηγό στη λατρεία και διδάσκαλό τους έχουν τον πνευματικό απόγονο των Αποστόλων, τον Επίσκοπο, ή τον διορισμένο από αυτόν πρεσβύτερο με τους διακόνους και τον λοιπό κλήρο. Αυτό το γλυκό μυστήριο της ενορίας είναι η συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Και αυτή η συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία είναι Καθολική Εκκλησία. Διότι, Καθολική Εκκλησία, στο λεξιλόγιο της Ορθοδοξίας, σημαίνει το Σώμα του Χριστού, που έχει την καθολικότητα της Δωρεάς και της Χάριτος του Θεού. Μέσα σ αυτή τη συγκεκριμένη, μικρή, τοπική Εκκλησία υπάρχει ολόκληρος ο θησαυρός της Χάριτος του Θεού και δε λείπει τίποτε. Η ενορία δεν είναι κομμάτι της Εκκλησίας, αλλά η Εκκλησία η ιδια. Μια άλλη γειτονική ή μακρινή ενορία δεν είναι συμπλήρωμα της πρώτης, αλλά ταυτόσημη επανάληψή της στο χώρο και στο χρόνο.

Μέσα σ΄ αυτή τη μικρή ενορία κατηχείται ο άνθρωπος και μαθαίνει την πίστη του Χριστού. Μέσα σ΄ αυτή βαπτίζεται. Μέσα σ΄ αυτήν κοινωνεί το Σώμα και το αίμα του Χριστού, εξομολογείται και αγιάζεται. Μέσα σ΄ αυτήν βρίσκει την θριαμβεύουσα Εκκλησία, στις εικόνες, στα ιερά λείψανα, στον εορτασμό της μνήμης των αγίων. Τι λείπει, λοιπόν, από την αγιαστική δωρεά μέσα στη μικρή ενορία; Τίποτε. Η ενορία είναι η Καθολική Εκκλησία, με τον ιδιο τρόπο που ένας συγκεκριμένος άνθρωπος είναι ο Άνθρωπος, αφού στο πρόσωπό του βρίσκεται ολόκληρη η ανθρώπινη φύση και όχι ένα κομμάτι της. Ένα άλλο πρόσωπο είναι και κείνο ο Άνθρωπος, χωρίς να του λείπει τίποτε. Μετέχουν και οι δύο της ιδίας φύσεως, και δεν την κάνουν καθόλου μεγαλύτερη ή τελειότερη επειδή είναι δύο. Ειτε ένας είναι ο Άνθρωπος, ειτε μύριοι, η φύση είναι η ιδια, ολοκληρωμένη. Ίδιο είναι και το μυστήριο της Εκκλησίας. Κάθε ενορία είναι ολοκληρωμένη η Εκκλησία του Χριστού.

Μέσα στην ενορία πραγματοποιείται ο σκοπός της δημιουργίας μας, που είναι να ζήσουμε μετέχοντας ομότιμα στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ζωή της Αγίας Τριάδος είναι ζωή αγάπης. Το ιδιο είναι και η ζωή της ενορίας. Δεν υπάρχει ζωή αγάπης ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Στην ενορία όλοι γνωρίζονται και αγαπιούνται μεταξύ τους κατά το μέτρο του προσωπικού αγιασμού τους. Η ενορία είναι το εργαστήρι της αγάπης. Η ζωή της δεν περιορίζεται μόνο στη λατρεία, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Όλοι χαίρονται μ΄ αυτόν που χαίρεται και όλοι λυπούνται μ΄ αυτόν που λυπάται. Ο ένας βοηθά τον άλλο πνευματικά και υλικά. Ο ένας συγχωρεί και ανέχεται τον άλλο και φροντίζουν να μήν υπάρχει πικρία και παρεξηγήσεις μεταξύ τους. Αγωνίζονται μαζί για την πίστη, και μελετούν τους Πατέρες, φροντίζοντας να έχουν την πίστη και την ομολογία που είχε πάντα η Εκκλησία.

Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, η μεγάλη πλειοψηφία ήταν συνειδητοί Χριστιανοί και τα όρια της ενορίας εύκολα συγχέονταν. Στις μέρες μας δεν είναι πλέον αδιάφορο σε ποιο ναό εκκλησιάζεται κανείς. Υπάρχουν ενορίες που μόνο κατ΄ επίφαση είναι χριστιανικές και ορθόδοξες. Ακόμη όμως και κεί που ομολογείται η Ορθοδοξία, οι άνθρωποι είναι συχνά ξένοι μεταξύ τους, αν όχι και εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Έτσι, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, έχει ατονήσει μέσα μας η συνείδηση του μυστηρίου της ενορίας. Η κυριότερη αιτία είναι η χαλάρωση των δεσμών της αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους και η βαθμιαία εξάλειψη του εκκλησιαστικού φρονήματος. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η έννοια της Εκκλησίας γίνεται μια θεωρητική γενικότητα. Η συγκεκριμένη απτή έννοια της Εκκλησίας ως ενορία βρίσκεται σπάνια.

Όμως, η Ορθοδοξία δεν μπορεί να βιωθεί αληθινά χωρίς την ενορία. Ο αθλητής δεν μπορεί να αγωνιστεί έξω από το στάδιο, κι αν αγωνιστεί δεν στεφανώνεται. Η ενορία είναι το στάδιο της ορθοδόξου βιωτής. Στο μοναχισμό, ενορία είναι το κοινόβιο ή η σκήτη. Η χριστιανική ζωή επικεντρώνεται πάντα γύρω από την κοινότητα. Ο χριστιανός αγωνίζεται να αγαπήσει συγκεκριμένους ανθρώπους, τους πλησίον του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Με αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους πρέπει να ομονοήσει στην πίστη, αυτούς πρέπει να συγχωρήσει και από αυτούς πρέπει να ζητήσει συγνώμη.

Οι περισσότερες ενορίες σήμερα έχουν σταθερό κέντρο τον ιερέα και τους επιτρόπους του παγκαριού. Το πλήθος που γυρνά γύρω τους είναι κάπως ακαθόριστο. Οι λίγοι πραγματικά ευσεβείς είναι χαμένοι στο πλήθος των αδιάφορων. Πώς, όμως, μπορεί να γίνει έτσι χριστιανική ζωή; Που είναι η κοινωνία της αγάπης και η αδελφότητα των ψυχών; Γι΄ αυτό οι άνθρωποι κατέφευγαν στις χριστιανικές οργανώσεις με τις γνωστές συνέπειες.

Ο άνθρωπος βρίσκεται στην ενορία από τότε που θα γεννηθεί. Βρέφος ακόμη, αβάπτιστο, δέχεται τις πρώτες εντυπώσεις από την ψαλμωδία, από τα κεριά, από τις εικόνες. Η παιδική του ηλικία ζυμώνεται με τη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί η μάνα του, εκεί ο πατέρας του, τα αδέλφια και συνομήλικοι φίλοι. Πλούσιοι και πένητες, παιδιά και γέροι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, δυνατοί και αδύναμοι, καθαροί και ακάθαρτοι, στέκονται και προσεύχονται δίπλα-δίπλα, ισοπεδωμένοι μπροστά στην απροσωπόληπτη αιώνια αλήθεια.

Η ενορία είναι η εν Χριστώ οικογένεια. Εκεί ο ένας νιώθει ότι είναι συγγενής με τον άλλο, γιατί σε όλων τις φλέβες κυκλοφορεί το ιδιο αΎιμα, του αναστάντος Χριστού. Μήπως και η φυσική οικογένεια δεν είναι κι αυτή μια μικρή ενορία; Για τον Χριστιανό είναι η κατ΄ οίκον Εκκλησία. Αυτή η κατ΄ οίκον Εκκλησία αποτελεί το κύτταρο της ενορίας.

Ανάμεσα σε δύο αληθινά ορθόδοξες ενορίες υπάρχουν δεσμοί αγάπης και κοινής ταυτότητας: Εκκλησία του Χριστού η μία, Εκκλησία του Χριστού και η άλλη. Τα πρόσωπα αλλάζουν, η ουσία είναι η ιδια.

“Εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εσταί, όταν αγάπη έχετε εν αλλήλοις”. Αγάπη ανάμεσα στα μέλη της ενορίας, αγάπη ανάμεσα στις ενορίες. Έτσι μόνο παίρνει σάρκα και οστά η εν Χριστώ ζωή. Δεν είναι δυνατό να ζούμε εν Χριστώ σαν επισκέπτες της Εκκλησίας. Πρέπει να ειμαστε μέλη του σώματος του Χριστού.

Οι Αγάπες

Κεντρικό στοιχείο των οικοδομών ενός Κοινοβίου, μετά το Καθολικό, είναι η Τράπεζα. Ο χώρος, δηλαδή, όπου τρώγουν καθημερινά οι μοναχοί το κοινό τους γεύμα. Αυτές είναι οι “αγάπες” των πρώτων χριστιανών. Έφερναν ότι είχαν, άλλος πλούσια και άλλος φτωχικά, τα μοιράζονταν μεταξύ τους και κάθονταν με αγάπη όλοι μαζί και έτρωγαν. Το κοινό φαγητό έχει τη δύναμη να ενώνει τους ανθρώπους. Το κατ΄ εξοχήν κοινό φαγητό που ενώνει είναι η Θεία Ευχαριστία. Το απλό φαγητό δεν έχει ανάλογη σημασία, φυσικά, αλλά όμως εμπεριέχει κι αυτό πολλή ιερότητα όταν γίνεται εν Χριστώ. Γι΄ αυτό, στην αρχή, η Θεία Ευχαριστία και το κοινό φαγητό συνδέονταν στις αγάπες.

Οι αγάπες πρέπει να ξαναζήσουν στις ενορίες μας σήμερα, αν θέλουμε να ξαναβρούμε τον εν Χριστώ εαυτό μας. Έστω κι ένας κοινός καφές μετά τη λειτουργία είναι ασύγκριτος δεσμός αγάπης. Τα πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με κάτι τέτοιο μπορούν να λυθούν, αν υπάρχει καλή διάθεση.

Οι Τράπεζες των μοναστηριών δεν είναι μόνον για υλική τροφή. Γίνεται και ανάγνωση του λόγου του Θεού. Έτσι και στην ενορία, η σύναξη της αγάπης μπορεί να λειτουργήσει για διδαχή, για εκκλησιαστική ενημέρωση, για συζήτηση.

Έτσι ολοκληρώνεται και πνευματικά και υλικά ο δεσμός της ενορίας. Από κεί και πέρα οι σχέσεις διαμορφώνονται ελεύθερα, αρκεί να μη δημιουργούνται φατρίες. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή για την ενορία. Τα υπόλοιπα αφήνονται στη Χάρη του Θεού. Άς έχουμε συνείδηση ότι ο διάβολος θα πολεμήσει μια τέτοια προσπάθεια και πρέπει να περιμένουμε ότι θα μας βρούν πειρασμοί, που θα κτυπήσουν κυρίως την αγάπη και την ομόνοια μέσα στην ενορία. Η αγάπη είναι το πλήρωμα και η ανακεφαλαίωση όλων των αρετών. Η πόρτα μέσα από την οποία μπαίνει συνήθως ο πειρασμός είναι η κριτική διάθεση απέναντι στους άλλους. Αν μας διακατέχει ο φόβος να μήν σκανδαλίσουμε τον πλησίον μας με τις πράξεις ή τα λόγια μας, δεν θα υπάρχει χώρος στην ψυχή μας για κριτική διάθεση. Άς καλλιεργήσουμε στην ψυχή μας συναίσθηση ευθύνης απέναντι στους άλλους, ώστε να γίνουμε τυφλοί στα παραπτώματά τους. Αν κλείσουμε την πόρτα της ψυχής μας στο διάβολο, από πουθενά αλλού δεν μπορεί να μπεί στην ενορία, ώστε να την ταράξει και να την διαλύσει.

Στο πέλαγος της συγχυσμένης εποχής μας, η ορθόδοξη ενορία είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Άς μπούμε σ΄ αυτήν κι άς την φυλάξουμε. Κι άς οπλισθούμε με υπομονή και αγάπη “έως ού ημέρα διαυγάσει και φωσφόρος ανατείλη εν ταίς καρδίαις ημών”.

 

 Πνευματικές Ερωτποκρίσεις

Ο Ασκητισμός των οφθαλμών και της γλώσσας

 Μιλώντας για την ενοριακή ζωή είναι σκόπιμο να αναφερθεί κανείς σε μια σπουδαία πνευματική προσπάθεια: τον ασκητισμό της γλώσσας και τον ασκητισμό των οφθαλμών. Συχνά ξεχνούμε ότι η λέξη ασκητισμός σημαίνει άσκηση, όπως είναι η στρατιωτική άσκηση ή η άσκηση του αθλητή. Μερικές φορές οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο ασκητισμός είναι ένα είδος καταπίεσης. Κι αυτό είναι λυπηρό, γιατί με τη νοοτροπία αυτή βλέπουν αρνητικά τον ασκητισμό, ή σαν να ήταν κάτι που δεν έχει σχέση με τις ζωές μας, παρά μόνον με τη ζωή των μοναχών. Ξεχνάμε ότι η άσκηση πρέπει να αποτελεί μέρος της ζωής όλων των ορθοδόξων.

Κάθε τι που κάνουμε σαν χριστιανοί, με σκοπό την πνευματική ανάπτυξη και καλλιέργεια είναι ασκητισμός. Η νηστεία είναι κι αυτή ένας ασκητισμός.

Συνήθως τον ασκητισμό των οφθαλμών τον αντιλαμβανόμαστε σαν προσπάθεια να μήν κοιτούμε κάποια πράγματα. Θα πρέπει να σκεφτούμε, όμως, παράλληλα, ότι ασκητισμός των οφθαλμών σημαίνει να εξασκούμε τα μάτια μας στο να βλέπουν κάποια πράγματα. Ο ασκητισμός της γλώσσας, πάλι, σημαίνει την εξάσκηση ώστε να καταφέρνουμε να πλησιάζουμε τους ανθρώπους με τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μας.

 

Συχνά, ο λόγος που οι άνθρωποι δυσανασχετούν όταν ακούν για τις ορθόδοξες εικόνες είναι +ότι δεν έχουν εξασκήσει τα μάτια τους ώστε να κατανοούν με έναν πνευματικό τρόπο τις διαφορές από τις δυτικές ζωγραφιές. Το ακαλλιέργητο μάτι, ακόμα κι αν αποφασίσει ότι αρέσκεται στις βυζαντινές εικόνες, αυτό συμβαίνει για κάποιους αισθητικούς λόγους και όχι από μια διάθεση πνευματικής κατανόησης.

Είναι ανάγκη να εξασκήσουμε τους οφθαλμούς μας και στο πώς βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Πολλές φορές πληγώνουμε τους ανθρώπους με τα μάτια μας. Το ακαλλιέργητο μάτι, που δεν έχει οικειοποιηθεί το Χριστιανισμό, κοιτάζει τους πτωχούς και τους αρρώστους με λύπηση. Όταν κοιτάμε τέτοιους ανθρώπους με λύπηση τους πληγώνουμε. Ένα καλλιεργημένο μάτι θα τους κοιτάξει με τρόπο που να δείχνει αγάπη αληθινή, συμπάσχουσα αγάπη, όπως έχουμε διδαχθεί από το Χριστό, ως Χριστιανοί.

Είναι πιο δύσκολο να πούμε ψέμματα με τα μάτια παρά με τη γλώσσα. Όταν μιλούμε χωρίς ειλικρίνεια, μας προδίδουν τα μάτια μας. Ένα μέρος της άσκησης των οφθαλμών είναι να φέρουμε τα μάτια μας σε συμφωνία με την καρδιά και τη συνείδησή μας.

Τα ιδια συμβαίνουν και με τον ασκητισμό της γλώσσας. Πολλές φορές νομίζουμε ότι το να φυλάγουμε τη γλώσσα μας σημαίνει να μη βρίζουμε, να μη βλασφημούμε, να μήν ορκιζόμαστε. Όμως, δεν πρόκειται απλώς για μια αποφυγή, αλλά επίσης και για μια προσπάθεια συνάντησης των άλλων. Εύκολα το βλέπει κανείς αυτό στη ζωή μιας ενοριακής κοινότητας, όπου οι άνθρωποι συχνά πληγώνουν ο ένας τον άλλον.

Ο ασκητισμός των οφθαλμών και της γλώσσας συνδέονται με το κτίσιμο του πνεύματος της αγάπης μέσα μας. Η εξάσκηση της γλώσσας ώστε να μήν πληγώνει τους άλλους, δεν είναι μια υποκρισία, αλλά ένας έλεγχος και μια εγρήγορση, ώστε όταν μιλάμε, να το κάνουμε με αληθινή αγάπη και κατανόηση. Όλα αυτά, όμως, μπορούν να είναι και ψεύτικα, αν ταυτόχρονα δεν εξασκούμε και την καρδιά μας για τα ιδια πράγματα.

Πόσες φορές δεν πληγώνουμε τους αδελφούς μας, απλά από απροσεξία και όχι από πρόθεση! Πολλές φορές πληγώνουμε κι αυτούς που πραγματικά αγαπάμε, γιατί ειμαστε απρόσεκτοι. Δεν έχουμε εξασκήσει τη γλώσσα μας με έναν πραγματικά ασκητικό τρόπο και δεν έχουμε φέρει τον τρόπο που χειριζόμαστε τη γλώσσα σε συμφωνία με την καρδιά και τη συνείδησή μας.

Στις νηστείες άς μήν σκεφτόμαστε ότι βάζουμε έναν κανόνα μόνον ως προς τις τροφές. Άς αναλογιστούμε ότι οφείλουμε, επίσης, να εξασκήσουμε με πνεύμα ασκητισμού το βλέμμα και τη γλώσσα μας. Άς αναρωτηθούμε μήπως πληγώνουμε κάποιον μέσα στην κοινότητά μας, με τον τρόπο που τον κοιτάμε ή με τα λόγια που λέμε. Όταν νηστεύουμε, άς σκεφτόμαστε ότι ο πραγματικός ασκητισμός δεν είναι στ΄ αλήθεια πώς να αποφύγουμε κάποια πράγματα, αλλά πώς να τα συναντούμε ορθά.

Τα μάτια χρησιμεύουν για να τροφοδοτούν τα πάθη. Όταν με τα μάτια καταδικάζουμε ή περιφρονούμε τους άλλους, τότε φουντώνει το πάθος της υπερηφάνειας και η ανάγκη της αυτοδικαίωσης. Όταν δεν εξασκούμε τα μάτια και αντικρίζουμε κάποιο πρόσωπο που έχει φυσική ομορφιά, τότε τροφοδοτούμε το πάθος της λαγνείας. Όταν αντικρίζουμε την τροφή με μάτια που δεν έχουν ασκηθεί, τροφοδοτούμε το πάθος της λαιμαργίας. Το να αποφεύγουμε απλώς να κοιτάμε είναι κάτι πολύ μηχανικό, με το οποίο δεν κατανικούμε την εσωτερική μας εμπαθή κατάσταση. Ο ασκητισμός των ματιών, όταν συνοδεύεται από μια εσωτερική διεργασία, μέσα από την οποία ο άνθρωπος μαθαίνει να κοιτά τους άλλους και τον κόσμο γύρω του, δεν είναι κάτι μηχανικό. Τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, και αν τα ασκήσουμε κατάλληλα να βλέπουν, τότε αυτό αντανακλά μέσα στην καρδιά και στην ψυχή μας. Ο αγώνας αυτός είναι λοιπόν απαραίτητος, αν θέλουμε να εργαστούμε για να κατανικήσουμε τα πάθη που έχουμε μέσα μας.

Ο ασκητισμός είναι πολλές φορές μια λύπη, αλλά συχνά ανθίζει σε χαρά. Ο αληθινός ασκητής αποκτά ένα πνεύμα ειρήνης και χαράς εν Χριστώ. Κάποιος που λαμβάνει το Πνεύμα το Άγιο δεν έχει σκοτεινό πρόσωπο, αλλά αντανακλά τη Χάρη που έλαβε. Όμως, όποιος πραγματικά έχει μέσα του τη Χάρη του Θεού, δεν πληγώνει πια τους άλλους με τα μάτια του και προσέχει πολύ την γλώσσα του. Είναι διακριτικός και ποτέ απρόσεκτος. Η στάση αυτή είναι πολύ σημαντική για την ενότητα μιας ενορίας, αλλά και για τις σχέσεις μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Από αυτό φανερώνεται αν πραγματικά μαρτυρούμε στον κόσμο το πνεύμα του Χριστού ή όχι.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ