ΤΕΥΧΟΣ 69

Άνοιξη 1999


Θεολογικά θέματα

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Κοινωνούντες αλλήλοις

«Εγώ είμαι το προζύμι, και η ψυχή όπου με πάρει και με βάλει μέσα της αναζυμώνεται και γίνεται ομοία με μένα. Διότι ότι λογής είναι το προζύμι, τοιούτο λογής γίνεται και το αλεύρι που ανακατώνεται μαζί με αυτό, καθώς και το νερό και το άλας. Ότι μαζί με μένα, τον Υιόν, είναι και ο ομοούσιός μου Πατήρ, και ο τοιούτου παράκλητος το Πανάγιον Πνεύμα, και αυτοί γίνονται αντί για νερό και άλας» (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου).

Ο Χριστός δεν είναι ποτέ μόνος, αλλά πάντοτε μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο. Το Πνεύμα, πάλι δεν είναι ποτέ μόνο, αλλά πάντοτε είναι μαζί ο Πατήρ και ο Υιός. Μαζί με τον Πατέρα είναι πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι αδιαχώριστα. Ασύγχυτα, αλλά και ουδέποτε απομονωμένα. Σ ΄ αυτή την κατάσταση καλούμεθα κι εμείς. Να πάψουμε να είμαστε απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο και να γίνουμε κοινωνούντες αλλήλοις, όπως κοινωνούν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μεταξύ τους. Αυτή είναι η Βασιλεία των Ουρανών, αυτή είναι η Εκκλησία. Το Ευαγγέλιο περιγράφει μια προτύπωση, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την ερμηνεία. Είπε, «εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την Βασιλείαν του Θεού εληλυθείαν εν δυνάμει». Στο επόμενο κεφάλαιο διαβάζουμε ότι πήρε τους τρείς μαθητές του στο όρος Θαβώρ και μεταμορφώθηκε ενώπιόν τους. Εκεί, στο Θαβώρ, έχουμε το γεγονός της Εκκλησίας. Η εικόνα της Μεταμόρφωσης, είναι εικόνα της Εκκλησίας. Βέβαια, είναι πολλές οι εικόνες που παριστάνουν την Εκκλησία, όμως καμμία δεν την παριστάνει τόσο εναργώς, στην ουσία της, όσο η εικόνα της Μεταμορφώσεως. Διότι, είπε ο Κύριος: «Όπου εισί δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν Όνομα, εκεί ειμί και εγώ εν μέσω αυτών». Οι μαθητές ήσαν τρείς. Ήταν συνηγμένοι περί Αυτόν. Πράγματι, όταν λέγει «συνηγμένοι εις το εμόν Όνομα», εννοεί το Πρόσωπό του. Στη Μεταμόρφωση βλέπουμε τον Χριστό να φανερώνεται ως Θεός, αλλά δεν είναι μόνος. Παρόντες, ασχηματίστως, είναι και ο Πατήρ και το Πνεύμα το Άγιο. Παρούσα είναι όχι μόνον η Αγία Τριάς, αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία, στις δύο της μορφές, τους ζώντες και τους κεκοιμημένους. Έτσι πραγματοποιείται η Εκκλησία, η τοπική Εκκλησία, η Καθολική Εκκλησία: όπου δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το όνομα του Χριστού. Κάθε άνθρωπος, όμως, έχει και τον φύλακα Άγγελό του. έτσι, παρόντες είναι και οι Άγγελοι. Εκεί, λοιπόν, συγκεντρώνονται οι Ουρανοί και η Γή: η φύση, άνθρωποι και Άγγελοι, καθώς και η Αγία Τριάδα, γύρω από ένα πρόσωπο που είναι και το επίκεντρο του όλου γεγονότος, τον Χριστό. Ο Χριστός είναι το κοσμικό κέντρο: Ενώνει στο πρόσωπό Του την Θεότητα και την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος, όμως, είναι μία φύση που εφάπτεται και της φύσεως των Αγγέλων και των άλλων υλικών δημιουργημάτων. Έτσι, στο πρόσωπο του Χριστού ενώνεται η Θεότητα με ολόκληρη την κτίση.

Αυτά πρέπει να μας γίνουν συνείδηση, διότι οφείλουμε να ξεπεράσουμε δύο βαριές κληρονομιές. Η μία είναι ο ατομικισμός, που είναι συνέπεια της πτώσεως. Με την πτώση δεν χωριστήκαμε μόνον από τον Θεό, αλλά και μεταξύ μας. Νοιώθουμε ξένοι μεταξύ μας, αν και η φύση όλων μας είναι κοινή. Η άλλη είναι η ελλιπής κατανόηση του μυστηρίου της Τριαδικότητας του Θεού. Εξαιτίας του φόβου της πολυθεΐας, τονίστηκε με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Θεός είναι Ένας. Είναι πράγματι Ένας ο Θεός, αλλά σε τρία Πρόσωπα. Οι άνθρωποι, πεσμένοι στην ατομικότητα, δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αλήθεια. Βλέπουν τα πρόσωπά τους να είναι αποξενωμένα μεταξύ τους και δεν καταλαβαίνουν πώς μπορεί ο Θεός να είναι Ένας και συγχρόνως τρία πρόσωπα. Όμως, αυτό είναι το μυστήριο του Χριστιανισμού. Διότι ο Θεός, όπως είπε ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «αγάπη εστί». Πώς θα μπορούσε να είναι αγάπη ο Θεός αν ήταν ένα άτομο;

Είμαστε δημιουργημένοι κατά την εικόνα του Θεού. Αυτό σημαίνει μεταξύ των άλλων ότι κι εμείς, όπως ο Θεός, είμαστε μία φύση σε πολλά πρόσωπα. Είμαστε καλεσμένοι να αποκτήσουμε ενότητα μεταξύ μας, όπως αυτή που έχουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αυτό εξάλλου ήταν και το θέμα της προσευχής του Κυρίου λίγο πρίν τον σταυρώσουν: «Ίνα ώσιν έν, καθώς ημείς έν εσμεν». Αν λοιπόν δεν βγούμε από τις αντιλήψεις της ατομικότητας, που τις προβάλλουμε και στην ανθρωπότητα και στην Θεότητα, δεν μπορούμε να είμαστε Χριστιανοί. Δεν θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε τον προορισμό μας, να ενωθούμε δηλαδή με την Αγία Τριάδα. Η Αγία Τριάς είναι κοινωνία προσώπων. Δεν μπορούμε να ενωθούμε με μια κοινωνία προσώπων σαν άτομα. Αυτό είναι το μυστήριο της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία πραγματοποιείται η κοινωνία των προσώπων. Γι] αυτό ακριβώς, δεν υφίσταται Εκκλησία εκεί που οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται να κοινωνήσουν ως πρόσωπα. Ας υπάρχουν μυστήρια και λειτουργίες. Οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν αληθινά με τον Θεό, όταν νιώθουν ξένοι ο ένας με τον άλλον.

 

Ένας υπαρκτός κίνδυνος είναι να ξεγλιστρήσουμε από την κοινωνία των προσώπων σε μια εξωστρεφή κοινωνική δραστηριότητα. Όμως, η βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων γίνεται μέσα στη σιωπή. Είναι ένα μυστήριο που συμβαίνει στην ψυχή μας, χωρίς κουβέντες και λόγια. Αν η κοινωνία των προσώπων επιτυγχάνονταν μέσα από μια εξωτερική κοινωνική δραστηριότητα, τότε οι μοναχοί, άνθρωποι που έφτασαν σε ύψη αγιότητας μέσα στην έρημο, θα ήταν αδικημένοι. Για να κατανοήσουμε το μυστήριο της κοινωνίας των προσώπων, πρέπει να καταλάβουμε πώς ένιωθαν τον Χριστιανισμό αυτοί οι ερημίτες. Ακόμη κι αν ζούσαν σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις, ανάμεσα στις ψυχές τους δεν υπήρχε απόσταση. Ζούσαν ένα μυστήριο. Ειδικά στις μέρες μας, μπορεί δύο άνθρωποι να κουβεντιάζουν δίπλα-δίπλα, αλλά να παραμένουν τελείως ξένοι. Το δράμα αυτό της ανθρωπότητας φαίνεται πιο έντονα στις μεγαλουπόλεις. Μπορεί να μήν έχει κανείς πολλές επαφές με έναν άνθρωπο, όμως να νιώθουν και οι δυό τον δεσμό της αγάπης, που είναι ένα μυστήριο. Την αγάπη μόνο από την Αγάπη μπορούμε να την πάρουμε. Πηγή της Αγάπης είναι μόνον ο Θεός. Όσο περισσότερη κοινωνία έχουμε με το Θεό, τόσο περισσότερη κοινωνία θα αποκτούμε μεταξύ μας. Όσο λιγότερη κοινωνία έχουμε με το Θεό, τόσο λιγότερη θα είναι και η μεταξύ μας κοινωνία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οι εξωτερικοί τρόποι είναι απατηλοί και οδηγούν συχνά σε μεγαλύτερη αποξένωση. Αν και η κοινωνική επαφή συχνά βοηθά, χρειάζεται διάκριση και προσοχή, ώστε να μήν οδηγήσει τη σχέση σε κόπωση ή δημιουργήσει παρεξηγήσεις.

Έτσι λοιπόν, ο δρόμος είναι η προσπάθεια επαφής με τον Θεό, μέσα από μια γνώση των παραπάνω προϋποθέσεων. Είναι πολύ επικίνδυνο να σχηματίσει κανείς την αυτάρκη εντύπωση «εγώ και ο Θεός». Ο καθένας μας, βέβαια, με τον Θεό, αλλά με τους «συν αυτώ», όχι μόνος του. Κατά την εικόνα του Θεού, που δεν είναι άτομο, αλλά η Αγία Τριάς. Μέσα από την προσπάθεια αυτή θα βγούμε από την πλάνη της αυτάρκειας, που μας κάνει να νιώθουμε αποξενωμένα άτομα χωρίς καμμία κοινωνία και συνάφεια μεταξύ μας.


Η σπορά της Αθανασίας

Αντιμέτωποι, και πάλι, με το ερώτημα της καύσης των νεκρών νιώθουμε την ανάγκη να καταθέσουμε, ως χριστιανοί, μερικές σκέψεις.

Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να αποδεχτεί κανείς την πραγματικότητα ότι η αντιδικία δεν είναι με την πολιτεία. Το κράτος, ως απλός διαχειριστικός μηχανισμός, που είναι πλέον στις μέρες μας, δεν συζητά με τους χριστιανούς πάνω σε μια κοινή βάση οντολογικών προϋποθέσεων. Αντιμετωπίζει το αίτημα μη ορθοδόξων που ζούν στην πατρίδα μας και επιθυμεί, ορθά, να τους εξασφαλίσει όρους ισοπολιτείας και δικαιώματα ανάλογα με αυτά που θα είχαν αλλού. Στο βάθος όλοι επιθυμούμε η πολιτεία να εξασφαλίζει τους όρους της συμβίωσης πάνω στη βάση της ελευθερίας της συνείδησης και με αυτή την έννοια είναι μάλλον αντιφατικό να αντιδικούμε με ρυθμίσεις που αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν αυτή την ελευθερία σε κάποιους συμπολίτες μας.

Έχουμε δεί οξύνσεις, για παράδειγμα πάνω στο θέμα του πολιτικού γάμου, που οδηγούν ορισμένους κληρικούς ακόμη και στην άρνηση του βαπτίσματος σε τέκνα ζευγαριών που παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο. Τέτοιες πρακτικές δίνουν μάλλον την εντύπωση της προσπάθειας για την άσκηση ενός εξουσιαστικού ελέγχου, διότι βεβαίως στερούνται οποιασδήποτε πνευματικής βάσης. Αν κάποιοι γονείς, για τους δικούς τους λόγους, αρνούνται τον χριστιανικό γάμο, αυτό δεν μπορεί να καταδικάζει τα παιδιά τους να μη λαμβάνουν το χριστιανικό βάπτισμα. Ούτε η αστοχία κάποιων χριστιανών στο ένα θέμα είναι δυνατό να τους καταδικάζει σε έναν μόνιμο αφοριστικό αποκλεισμό και από κάθε άλλη σχέση με την εκκλησία, ακόμη κι όταν την αποζητούν, όπως συμβαίνει όταν ορισμένοι τους αρνούνται και την χριστιανική ταφή.

Αντίθετα προς τις παραπάνω αμφιλεγόμενες πρακτικές, στο θέμα της καύσης των νεκρών παρατηρήσαμε μια ήπια έως διαλλακτική στάση εκ μέρους εκπροσώπων του κλήρου. Υπήρξε μάλιστα μια επιθετική δήλωση εκ μέρους Επισκόπου της επίσημης Ιεραρχίας, που τάσσονταν ανοιχτά με τη θεσμοποίηση της καύσης των νεκρών. Άλλοι, αποφεύγοντας να πάρουν θέση, άφηναν να εννοηθεί ότι το θέμα είναι ανοιχτό και πρόκειται να συζητηθεί σε σχετική εκκλησιαστική ημερίδα.

Το ερώτημα είναι, τι πρόκειται να συζητήσουν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, και για ποιο άραγε ζήτημα να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν; Μήπως, τους ζητά η πολιτεία να της δώσουν την άδεια να θεσμοθετήσει σχετικά; Όλοι ξέρουμε πως όχι, και καταλαβαίνουμε ότι ο σχετικός νόμος θα κατατεθεί και θα ψηφισθεί ανεξάρτητα από τις απόψεις των πιστών χριστιανών επ΄ αυτού.

Βγαίνει, λοιπόν, το συμπέρασμα, ότι η συζήτηση αφορά στο αν οι χριστιανοί μπορούν να καίνε τους νεκρούς τους, και όχι απλώς οι ετερόδοξοι και οι αλλόθρησκοι που ζούν στην πατρίδα μας και οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν εμπίπτουν στην πνευματική δικαιοδοσία της Ορθοδοξίας. Αυτό, πρέπει να πούμε ότι είναι πρωτοφανές, και δημιουργεί έναν μέγιστο προβληματισμό, διότι άπτεται στοιχειωδών ζητημάτων της χριστιανικής πίστης. Η ορθόδοξη ταφή είναι ένα εκκλησιαστικό μυστήριο μεγάλης πνευματικής σημασίας και ιερότητας και δεν επιτρέπεται η αμφισβήτησή του με κανένα τρόπο εκ μέρους χριστιανών. Άς ξεκαθαρίσουμε κατ ΄ αρχήν ότι η άποψη που είχε διατυπωθεί παλαιότερα εκ μέρους επισήμου εκπροσώπου, ότι η ταφή τυγχάνει αναγκαιότητα ώστε να καταστεί δυνατή η ολόσωμη ανάσταση κατά τον μέλλοντα αιώνα, στερείται νοήματος και είναι άσχετη προς τη χριστιανική διδασκαλία. Δεν είναι οι ανθρώπινες πρακτικές που διαφυλάττουν την ακεραιότητα του σώματος κατά τον μέλλοντα αιώνα, παρά μόνον το θέλημα του Θεού, δυνάμει της Αναστάσεως του Χριστού.

Το μυστήριο της ταφής, κατά το ορθόδοξο τυπικό, αποτελεί έκφραση και ανακεφαλαίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας, της περί ανθρώπου διδασκαλίας και της χριστιανικής ελπίδας. Η Εκκλησία συνέρχεται επί το αυτό, έχοντας ανάμεσά της το ιερό λείψανο του κεκοιμημένου, σε μια έκφραση της συνεχιζόμενης παρουσίας του στην κοινωνία των προσώπων. Το λείψανο βλέπει προς ανατολάς και οι πιστοί το ασπάζονται ξεπροβοδίζοντάς το προς την αιωνιότητα. Τιμούν την ιερότητα του σώματος και επιθυμούν να κρατήσουν την ανάμνηση και την παρουσία του λειψάνου και όχι να το απομακρύνουν και να το καταστρέψουν. Η καταστροφή του ιερού λειψάνου, που είναι ναός του αγίου Πνεύματος, ισοδυναμεί με βεβήλωση για την ορθόδοξη συνείδηση. Ποιος αληθινός χριστιανός θα έκαιγε τα ιερά του;

Ακόμη πιο σημαντικός για έναν χριστιανό είναι ο εικονισμός που εμπεριέχεται στην ίδια την ταφή. Η ταφή είναι σπορά. Είναι η σπορά του σώματος που συνθάφτηκε και συναναστήθηκε με τον Χριστό κατά το άγιο Βάπτισμα, και που έγινε ένα με τη φύση της αθανασίας, κοινωνώντας το σώμα και το αΎιμα του Χριστού. Θάπτεται στο σύμπαν η εικόνα του Θεού, αλλά όπως ο σπόρος που διαλύεται στο χώμα πετά καινούργια φύτρα, έτσι και το σώμα της φθοράς θα πετάξει βλαστάρι αθανασίας. Και θα οδηγήσει όχι μόνον το σώμα, αλλά και το σύμπαν ολόκληρο στην αφθαρσία. Το μνήμα είναι μπόλιασμα αθανασίας.

Αυτόν τον εικονισμό και αυτή τη χριστιανική μαρτυρία μεταφέρει η ιερή παράδοση της ταφής. Είναι μυστήριο ακριβώς γιατί έχει πνευματικό περιεχόμενο, που σχετίζεται με τα πρόσωπά μας και με τον κόσμο. Αντίθετα, η καύση καταστρέφει τα παραπάνω νοήματα, αρνείται να μεταφέρει τη μαρτυρία της χριστιανικής ελπίδας και εμπεριέχει την τέλεια απαξίωση του σώματος. Το πνευματικό της περιεχόμενο είναι καθαρά παγανιστικό και ούτε στο ελάχιστο χριστιανικό. Είναι έκφραση της παγανιστικής στάσης που ζητά την καταστροφή του ανθρώπινου προσώπου, κάθε υπολείμματος μοναδικότητας, ετερότητας και ελευθερίας, και θέλει να σημάνει την ένωση του φυσικού υπολείμματος με την ολότητα που ενώνει το σύμπαν σε μια απρόσωπη ειδωλολατρική θεότητα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η συνήθεια του διασκορπισμού της στάχτης, ώστε τελικά χάνεται κάθε ιδιαίτερο ενθύμημα του συγκεκριμένου ανθρώπου.

Ας σκεφτούμε εδώ και κάτι άλλο. Η προτίμηση της καύσης, ιδιαίτερα ανάμεσα σε λεγόμενους χριστιανούς, είναι μια άρνηση του υπερήφανου ανθρώπου να δεχτεί την ταπεινότητα της φύσης του, όπως αυτή φανερώνεται αδυσώπητα μέσα από την προοπτική της αποσύνθεσης του ανθρώπινου λειψάνου. Είναι όμως κι αυτό από τα κεντρικά θέματα που μας διδάσκει η χριστιανική παράδοση για τον άνθρωπο, και ο τάφος είναι μαζί με όλα τα άλλα κι ένα μέσο γι΄αυτή τη διδασκαλία.

Δεν μπορεί ένας πιστός χριστιανός, λοιπόν, να επιλέγει την καύση αντί της ταφής. Δεν είναι δυνατό η Εκκλησία να επευλογεί την άρνηση του εικονισμού της χριστιανικής ελπίδας και την υποκατάστασή του από μια καθαρά παγανιστική πρακτική. Λέχτηκε ότι το όλο θέμα δεν άπτεται της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αν ο εικονισμός της βασικής χριστιανικής εμπειρίας δεν είναι δογματικό ζήτημα, τότε τι, άραγε, είναι τα δόγματα;


Για την Αγάπη και τον Γάμο

«...ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία . πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην . ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου...» (Α' Κορ. 13).

Απ’ όλα τα χαρίσματα, τις λογικές αισθήσεις, τις ικανότητες, τα χαρακτηριστικά και τις αρετές της ανθρώπινης φύσης, μόνο η υπόσχεση της αγάπης είναι αυτή που μας χαρίζει ανθρωπιά και μας ενώνει με τον Θεό.

Ο σύνδεσμος της αγάπης προσδίδει βάθος, νόημα, μονιμότητα, σκοπό και μια θετική και δημιουργική διάσταση σε κάθε τι που μοιραζόμαστε στη ζωή, και τελικά στην ίδια τη ζωή. Αυτό συμβαίνει στο γάμο, στην ενορία, στην ευρύτερη οικογένεια. Αντανακλά, τελικά, στη σχέση μας με το Θεό. Είναι τραγικό το γεγονός ότι η λέξη «έρωτας», χρησιμοποιείται τόσο συχνά με μεταφορικό τρόπο, για να εκφράσει την ατομική ευχαρίστηση ή και την περίπτωση όπου το πρόσωπο του άλλου γίνεται απλά αντικείμενο ικανοποίησης των σεξουαλικών μας παθών.

Έρωτας δίχως σταθερή δέσμευση δεν υπάρχει. Η έλλειψη κατανόησης για το νόημα του έρωτα είναι μία από τις αιτίες για τις οποίες οι νέοι εμπλέκονται απερίσκεπτα σε σεξουαλικές σχέσεις πρίν τον γάμο, καθώς και η σπουδαιότερη αιτία για την αποτυχία τόσων πολλών γάμων.

Η δέσμευση της αγάπης εκφράζεται μέσα από μια ειλικρινή επιθυμία, που αναβλύζει από τα βάθη της καρδιάς μας, να παραμερίσουμε κάθε φροντίδα για το εγώ και να υποτάξουμε τις ανάγκες μας, για χάρη αυτού που αγαπάμε. Στην αληθινή αγάπη, η επιθυμία για την προσωπική προβολή και ανάδειξη, μεταμορφώ-νεται σε μια επιθυμία να ευχαριστήσουμε και να φροντίσουμε αυτόν που αγαπάμε. Τα ατομικά ενδιαφέροντα αντικαθίστανται από όσα είναι κοινά και αμοιβαία, η «δική μου» ζωή, γίνεται «δική μας». Αυτή η εικόνα της αυτοθυσίας, φέρνει μέσα μας τη χαρά της ελπίδας και της προσμονής, της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής. Ο γάμος είναι ο τύπος και η ομοίωση του μυστηρίου της ίδιας της λύτρωσης.

Πολλές φορές, οι άνθρωποι νομίζουν ότι ερωτεύονται κεραυνοβόλα, αλλά, αυτό, σπάνια είναι αλήθεια. Μπορεί οι δύο σύντροφοι να αρέσουν έντονα ο ένας τον άλλον και να αισθάνονται ισχυρή σεξουαλική έλξη μεταξύ τους, οπότε αυτά τα δυνατά συναισθήματα μεταφράζονται ως μεγάλος έρωτας. Συχνά, όμως, οι νέοι που εμπλέκονται σε μια τέτοια κατάσταση ανακαλύπτουν ότι η «αγάπη» του άλλου, είναι μόνο μία επίδειξη δυναμισμού και κατάκτησης, ενώ δεν υπάρχει βάση πραγματικής δέσμευσης. Είναι, λοιπόν, σημαντικό, τα παιδιά και οι νέοι να διδάσκονται τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αγάπη και τη δέσμευση. Η αγάπη είναι μια δυναμική κατάσταση και αναπτύσσεται με την μακρόχρονη εμπειρία. Η αμοιβαία δέσμευση στο γάμο εκφράζει την αληθινή επιθυμία να ενδυναμωθεί η σχέση, ώστε να βρεί τον χρόνο να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί σε πλήρη και ολοκληρωμένη αγάπη. Χωρίς ειλικρινή και σταθερή δέσμευση, η σεξουαλική σχέση είναι αδιέξοδη και καταντά απλά εγωϊστική χρησιμοποίηση του άλλου προσώπου.

Η αγάπη δεν αγγίζει μόνο τα θετικά και ελκυστικά στοιχεία ενός ανθρώπου, αλλά αφορά επίσης και στις αρνητικές πλευρές της προσωπικότητάς του. Περιβάλλει και κάθε τι που ανακαλύπτουμε με την πάροδο του χρόνου και το βρίσκουμε μη ελκυστικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πραγματική αγάπη δεν είναι ακαριαία, αλλά μια διαδικασία καλλιέργειας και ωριμότητας. Κανείς από μας δεν είναι τέλειος, ούτε αναλλοίωτος. Όλοι μεταβαλλόμαστε σταθερά, με την ελπίδα βέβαια ότι αναπτυσσόμαστε προς το καλύτερο και βελτιώνουμε τον εαυτό μας. Δύο άνθρωποι, ακόμη κι όταν ζούν μαζί, δεν καλλιεργούνται, ούτε προοδεύουν με τον ίδιο ρυθμό και στον ίδιο βαθμό. Δυστυχώς, κάποιοι από μας σταματούν να αναπτύσ-σονται συναισθηματικά και πνευματικά και αρχίζουν να λιμνάζουν. Πολύ συχνά η ανεπαίσθητη, βαθμιαία κατάρρευση στο γάμο προέρχεται κυρίως από αυτή τη διαφοροποίηση στην ανάπτυξη και καλλιέργεια των δύο μερών, που μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία ενός ανεπαίσθητου χάσματος ανάμεσα στο ζευγάρι.

Στην πραγματικότητα, σε μια σχέση αληθινής αγάπης και δέσμευσης, το ζευγάρι θα πρέπει να αναπτύσσεται όχι απλά ο ένας με τον άλλον, αλλά ο καθένας εξαιτίας του άλλου. Η διάθεση για κοινή πρόοδο και προσωπική καλλιέργεια και ωριμότητα θα πρέπει να αποτελεί από την αρχή την προοπτική ενός γάμου και να περιλαμβάνει όχι μόνο το ανδρόγυνο, αλλά και τα παιδιά. Ο γάμος μας δίνει τα μέσα για να καλλιεργηθούμε και να αναπτυχθούμε συναισθηματικά και πνευματικά. Ο κύριος, λοιπόν, σκοπός της αγάπης είναι να γίνει αυτή δρόμος σωτηρίας, το μονοπάτι της πνευματικής ανόδου. Η δέσμευση της αγάπης είναι μία από τις σημαντικότερες πλευρές του γάμου, για την καταπολέμηση του εγωκεντρισμού και του ναρκισσισμού, που είναι εμπόδια στην σωτηρία μας και στη σχέση μας με τον Θεό. Ταυτόχρονα, μας δείχνει τα μέτρα και την εικόνα της ενότητας με τον Θεό. Προορισμός του γάμου είναι να μας διδάξει, μέσα από μια ζωντανή εμπειρία, για τον Χριστό και την Εκκλησία.

Ο γάμος δεν είναι ένα νομικό ή μαγικό τελετουργικό που «κάνει τη σεξουαλική σχέση ηθική». Είναι απόλυτα δυνατόν η σεξουαλική σχέση να είναι ανήθικη και μέσα στο γάμο. Εφόσον ένα από τα μέρη έχει εμπλακεί στον γάμο με λάθος προσχήματα και ζεί τον γάμο χωρίς γνήσια αγάπη, για το πρόσωπο αυτό η σχέση δεν είναι ηθική, αλλά απλά μια κατάσταση όπου χρησιμοποιεί το άλλο πρόσωπο για τους ατομικούς του σκοπούς. Ο παράγοντας που κάνει την ένωση των δύο ηθική είναι η αγάπη. Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι η τελετή της αλλαγής των στεφάνων είναι ο μαγικός εκείνος τρόπος που αλλάζει μια ανήθικη σχέση σε ηθική. Γιατί, ναί μεν ο γάμος εξαγιάζεται από την Εκκλησία, αλλά αυτό που αλλοιώνει και σώζει είναι η κατάσταση και η μεταμόρφωση της καρδιάς.
(Αρχιεπισκόπου Λάζαρ (Πουχάλο), "On love and Marriage", Synaxis Press 1997, σε περίληψη).

Στο επόμενο: «Αγάπη, ένας διαρκώς επεκτεινόμενος κύκλος».

Πνευματικές ερωταποκρίσεις

Για την πνευματική Καθοδήγηση

Ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα της πνευματικής ζωής στις μέρες μας είναι αυτό της πνευματικής καθοδήγησης. Συχνά οι χριστιανοί εναποθέτουν την πνευματική τους ζωή στα χέρια κάποιου «γέροντα». Στις μέρες μας, δυστυχώς, υπάρχουν γέροντες που μοιάζουν με «γκουρού». Γύρω τους δημιουργείται ένας κύκλος πιστών που καλλιεργούν ένα είδος αφοσίωσης και εξάρτησης, κάτι που δεν θυμίζει χριστιανική ελευθερία. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για μεγάλο κίνδυνο. Συναντούμε ανθρώπους, που μας λένε ότι η σωτηρία τους εξαρτάται από τον γέροντά τους. Παραμερίζουν τον Ιησού Χριστό και εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους σε έναν άνθρωπο, με κάποια ξεχωριστά χαρίσματα. Είναι καλό να έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε με κάποιον που έχει ιδιαίτερη πείρα και γνώση. Μερικές φορές ονομάζουμε το πρόσωπο αυτό «Γέροντα. Ένας πραγματικός γέροντας θα μας μεταδώσει γνώση, αλλά θα περιμένει κι από μας να αποκτήσουμε γνώση. Όταν οι γονείς ανατρέφουν ένα παιδί, προσπαθούν να του δώσουν μόρφωση, ελπίζοντας ότι στο τέλος θα γίνει καλύτερο κι από τους ίδιους. Αυτό συμβαίνει και με τον αληθινό «γέροντα»: περιμένει από μας να γνωρίσουμε όσο το δυνατό περισσότερα, αν είναι δυνατό περισσότερα κι από τον ίδιο. Ο ρόλος του πνευματικού πατέρα είναι να εξασφαλίζει την πρόοδο του ποιμνίου στη γνώση και στην αληθινή κατανόηση, και όχι να ασκεί ένα είδος πνευματικής σαγήνης. Η σωτηρία μας εξαρτάται μόνον από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και από τον Ιησού Χριστό.

Ποιμένες και ποίμνιο οφείλουν να προοδεύουν στην πίστη, όλοι μαζί. Όλοι μας γνωρίζουμε λιγότερα από όσα νομίζουμε. Γι] αυτό, καλό είναι να αναζητούμε καθοδήγηση στη γνώση. Ακόμη κι αν κάποιος έχει αποστηθίσει τους Αγίους Πατέρες, όσο η γνώση μένει σε διανοητικό επίπεδο, είναι σαν να μη γνωρίζει τίποτε. Η κατανόηση πρέπει να περάσει στην καρδιά. Οι άνθρωποι γίνονται σκληροί και υπερόπτες, γιατί γνωρίζουν την ορθοδοξία διανοητικά και όχι στην καρδιά τους. Αν βιώνουμε την ορθοδοξία στην καρδιά μας, κρατούμε και την πίστη με ειρήνη και αγάπη και δεν φτάνουμε σε φανατισμούς, σκληρότητα και υπερηφάνεια.

Άς κρατούμε, λοιπόν, μια ισορροπία. Άς μήν είμαστε υπερήφανοι νομίζοντας ότι ξέρουμε τα πάντα, αλλά από την άλλη, άς προσέχουμε να μήν υποκύπτουμε σε μια εξάρτηση που εμποδίζει την ωριμότητα και την πνευματική μας ανάπτυξη. Γιατί, άς μήν ξεχνούμε ότι ο ποιμένας είναι εκείνος που οδηγεί μερικές φορές τα πρόβατα στη σφαγή.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ