ΤΕΥΧΟΣ 74

Καλοκαίρι 2000


Θεολογικά Θέματα

Στο παρακάτω κείμενο ο γνωστός ορθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979) παίρνει αφορμή από κάποιες απόψεις του Ρώσου Μητροπολίτη Ευλογίου για να μιλήσει για την έλλειψη θεολογικής παιδείας, την απαξίωση των θεωρητικών θεολογικών προβλημάτων και τον υπερτονισμό των εξωτερικών ή συναισθηματικών στοιχείων της εκκλησιαστικής ζωής. Αν και το κείμενο αναφέρεται στη νοοτροπία των Ρώσων πιστών, δεν είναι λίγα τα σημεία που ταιριάζουν και στη στάση πολλών εξ’ ημών. Για τον λόγο αυτό παραθέτουμε το κείμενο αυτό, σαν αφορμή προβληματισμού για την κεντρική σημασία της θεολογικής σκέψης στη ζωή της Εκκλησίας. (Βλέπε «Βλέπε «The Collected Works of George Florovsky», ed. Richard S. Haugh (Belmont, MA: Nordland), Vol. XIII, Ecumenism I: A Doctrinal Approach, pp. 168-170).


Μία κριτική για την έλλειψη θεολογικού φρονήματος
ανάμεσα στους Ρώσους πιστούς

Από τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ

Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ευλόγιος δημοσίευσε τις σκέψεις του για την πρόσφατη θρησκευτική αναγέννηση ανάμεσα στους Ρώσους, τόσο στην πατρίδα τους όσο και στη διασπορά, κατά τα πρώτα χρόνια της ρωσικής μετανάστευσης. (Ο συγγραφέας μιλά για την αναγέννηση που παρατηρήθηκε μετά την κομμουνιστική επανάσταση). Ήταν φανερό ότι κάτι ξυπνούσε. Οι λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτό ήταν επίσης φανεροί: το σόκ που προκάλεσαν τα τραγικά γεγονότα, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, ο πόνος, ο φόβος. Όμως, τι ήταν αυτό που προσέλκυε τους Ρώσους στην Εκκλησία; Τα δόγματα της πίστεως, η Ορθόδοξη θεολογία; Απαντώντας σ’ αυτό το ερώτημα ο μητροπολίτης Ευλόγιος, συμφώνησε ότι πράγματι η θεολογία ήταν το κεντρικό ζητούμενο στο παρελθόν και ιδιαίτερα ανάμεσα στους Έλληνες του Βυζαντίου, αλλά όχι στη σύγχρονη Ρωσία. Υπήρχε πράγματι μία εποχή, που ακόμη και οι απλοί άνθρωποι του λαού ενδιαφέρονταν βαθύτατα για τα προβλήματα της πίστεως. Όμως, οι Ρώσοι, ισχυρίστηκε ο Μητροπολίτης, με την εξαίρεση λίγων σπουδαγμένων θεολόγων, δεν έχουν φτάσει στο σημείο να ασχολούνται με αφηρημένα θεολογικά προβλήματα, και στην πραγματικότητα αυτά δεν τους ενδιαφέρουν. Ίσως, παραδέχτηκε ο Μητροπολίτης, η Εκκλησία να απέτυχε να καλλιεργήσει το θεολογικό ενδιαφέρον ανάμεσα στους πιστούς. Όμως, κατά τη γνώμη του, ο βαθύτερος λόγος γι’ αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος ανάμεσα στους Ρώσους είναι ότι ούτε κατανοούν ούτε επιθυμούν να μάθουν το πώς η θεωρητική θεολογία της Εκκλησίας πραγματώνεται και ενσωματώνεται στις ζωές των ανθρώπων. Αυτό που αγαπούν και χαίρονται πάνω από όλα είναι η τελετουργική πλευρά της εκκλησιαστικής ζωής, η ομορφιά των ακολουθιών, οι εικόνες, οι μελωδίες και τα παρόμοια. Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης εξηγεί τη συναισθηματική και εκπαιδευτική σημασία της ιεροτελεστίας. Παραδέχεται, πάντως, ότι όλο αυτό το τελετουργικό γίνεται ελάχιστα κατανοητό, αφού ο λαός στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει ποιά είναι η αλήθεια που συμβολίζει και κηρύσσει η λατρεία. Έστω, κι έτσι, ισχυρίστηκε, οι ιεροτελεστίες είναι υπέροχες, εμπνευσμένες και συγκινητικές, ανεξάρτητα από το νόημά τους.

Το αν η παραπάνω στάση πράγματι περιγράφει ορθά τη Ρωσική προσέγγιση στο χριστιανισμό, είναι ένα θέμα ανοιχτό προς συζήτηση. Όμως, η στάση που περιγράφει ο αείμνηστος Μητροπολίτης είναι τυπική εκ μέρους ορισμένων στοιχείων της Ρωσικής Εκκλησίας. Ορισμένοι συγγραφείς διαβεβαιώνουν επίμονα ότι οι Ρώσοι έμαθαν τον χριστιανισμό όχι από το Ευαγγέλιο, αλλά από τους Βίους των Αγίων. Διαβεβαιώνουν επίσης ότι για τους Ορθοδόξους, γενικά, ο Χριστιανισμός δεν είναι «Δόγμα», αλλά «Ζωή». Οι Ορθόδοξοι δεν ενδιαφέρονται για «δογματικά συστήματα», αλλά για τον «τρόπο ζωής». Κατανοούν την αλήθεια όχι με τη μεσολάβηση της διανοητικής γνώσης, αλλά μέσα από τον δρόμο της «καρδιάς» και μέσα από μια αισθητική προσέγγιση. Δεν πρέπει να αναζητούμε την Ορθόδοξη διδασκαλία στους τρόπους σκέψης, αλλά στις αναπαραστάσεις, το τελετουργικό και τις εικόνες. Επίσης διαβεβαιώνουν ότι στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν υπάρχει «θεωρία του Χριστιανισμού», αλλά αντίθετα υπάρχουν άγιοι, εικόνες, ποίηση και τα όμοια.

Κανένας Ορθόδοξος, αλλά ούτε και Καθολικός, δεν θα αρνιόταν τη βασική σημασία που έχουν οι ιερές ακολουθίες και η ζωή της αγιότητας. Αυτό που είναι απαράδεκτο στις προτάσεις που προαναφέραμε είναι η αποκλειστικότητα με την οποία εκφέρονται, η έμφασή τους στο «όχι… αλλά». Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, για ποιο λόγο η «δογματική σκέψη» και η «διανοητική κατανόηση» αποκλείονται τόσο επίμονα, υποτιμούνται τόσο περιφρονητικά και σχεδόν διαγράφονται. Η ισσοροπία προφανώς καταστρέφεται. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η υπερβολική έμφαση στην εξωτερική πλευρά της λατρείας δεν βρίσκεται σε συμφωνία με την παράδοση της ίδιας της Ορθόδοξης τέχνης. Αν κάποιος μπορεί να ωφεληθεί και να μάθει από την Ορθόδοξη υμνογραφία και τις εικόνες οφείλεται ακριβώς στο ότι αυτά εκφράζουν και ενσαρκώνουν μία «δογματική θεώρηση». «Θεωρία» σημαίνει πάνω απ’ όλα πνευματική κατανόηση. Είναι μία εσωτερική όραση, μία θέαση, μία ποιητική ενόραση, μία νοητική θεωρία. Σύμφωνα με την ορθόδοξη πνευματική παράδοση, ο Νούς είναι η κυρίαρχη δύναμη της εσωτερικής ζωής, «το ηγεμονικόν». Η Ορθόδοξη υμνολογία της παραδόσεως, που ήρθε στους Ρώσους από τους Έλληνες, δεν είναι μόνο τραγούδι. Δεν χαρακτηρίζεται από συγκίνηση, αλλά από νηφαλιότητα. Είναι πράγματι υψηλή ποίηση, αλλά είναι «θεολογική ποίηση» και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει πολλές φορές περίπλοκη θεολογική ορολογία. Πράγματι, ορισμένοι ύμνοι της Ανατολικής Εκκλησίας αποτελούν απλώς παράφραση των δογματικών διατυπώσεων: «Έτεκες Πανάμωμε απάτορα Υιόν εν σαρκί, τον πρό αιώνων εκ Πατρός γεννηθέντα αμήτορα, μηδαμώς υπομείναντα τροπήν, ή φυρμόν ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξαντα…» (δογματικό Θεοτοκίο γ΄ ήχου) Εδώ έχουμε επακριβώς τη διατύπωση της Συνόδου της Χαλκηδόνος, η οποία βέβαια απαιτεί θεολογική κατανόηση. Πολύ σωστά λέχτηκε ότι οι Ορθόδοξες εικόνες είναι «δογματικά μνημεία». Μαρτυρούν για τις ίδιες αλήθειες που ορίζονται στα δόγματα και σύμφωνα με την Έβδόμη Οικουμενική Σύνοδο πρέπει να αντανακλούν σε κάθε τους λεπτομέρεια το Ορθόδοξο δόγμα. Με μια κουβέντα, δεν υπάρχει τρόπος να κάνει κανείς αυτή την αντιδιαστολή, να καταφάσκει τη λειτουργική ζωή, αλλά να παραμερίζει τη θεωρητική θεολογία. Φυσικά, τα δόγματα πρέπει να βιώνονται και όχι απλώς να διατυπώνονται με αφηρημένο τρόπο, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι παραπλανητικό να προβάλλει κανείς όχι το δόγμα αλλά τη ζωή. Αυτή η διαζευκτική συνήθεια της διαίρεσης ανάμεσα στη ζωή και στο δόγμα, απλώς παραμορφώνει την ίδια τη ζωή. Δεν είναι δυνατό να διαχωρίσει κανείς την πνευματικότητα και τη θεολογία στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ή στον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Χάνουμε το ίδιο το κέντρο της πνευματικότητας του αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, αν την αφαιρέσουμε από τη συνολική θεολογική του εικόνα. Η αγιότητα στην Ορθόδοξη παράδοση ερμηνεύεται πάντα «θεολογικά» και όχι μέσα από κατηγορίες αισθητικής ή ευλαβικής συγκίνησης, αλλά με τις κατηγορίες της πνευματικής νηφαλιότητας, σε πιστότητα προς την αλήθεια.

Είναι πραγματικά ντροπή το ότι υπάρχει τόσο λίγο ενδιαφέρον για τη θεολογία και για την Πίστη της Εκκλησίας σε διάφορους κύκλους της σύγχρονης Ορθόδοξης κοινωνίας, και ότι η «ευλάβεια» χωρίζεται συχνά από το «δόγμα». Υπάρχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον για τα «δοχεία» και πολύ λιγότερο για το Θησαυρό, που μόνον αυτός κάνει τα δοχεία πολύτιμα. Το συμβολικό και τελετουργικό μέρος είναι το όχημα της αλήθειας, κι αν δεν μεταδίδει την αλήθεια, τότε απλούστατα παύει να λειτουργεί. Δυστυχώς, λέγεται συχνά ότι το «δογματικό ενδιαφέρον» είναι κάτι αρχαϊκό και ότι περισσότερο ταιριάζει στους Έλληνες παρά στους Ρώσους. Όμως, δεν υπάρχει παρά μία Ορθόδοξη παράδοση της πίστεως και διασχίζει όλα τα εθνικά σύνορα. Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι μια θεολογική εορτή. Η Κληρονομιά των αγίων Πατέρων που είναι ο πυρήνας της Ορθόδοξης παράδοσης, είναι μια θεολογική κληρονομιά. Η ζωή της Ορθοδοξίας πηγάζει από το δόγμα των Πατέρων. Θα μπορούσε κανείς απολύτως δικαιολογημένα να ισχυριστεί ότι η σημερινή σύγχυση του βίου προέρχεται ευθέως από την παραμέληση της ορθής διδασκαλίας, από την έλλειψη ορθής γνώσης των θεμάτων της πίστεως.

Αυτό που κρατά την Ορθοδοξία είναι η πιστότητά της στις Επτά Οικουμενικές Συνόδους. Συχνά ξεχνούμε ότι οι Σύνοδοι ασχολούνταν αποκλειστικά με την επεξεργασία «δογματικών αναλύσεων». Άραγε αποτελεί βήμα προς τα μπρός το ότι πλέον δεν μας συγκινεί η δογματική διδασκαλία αυτών των μεγάλων ανδρών, που έδωσαν όλη τους τη ζωή για την καθιέρωση της Ορθής Πίστεως, δηλαδή της Ορθοδοξίας; Δοξάζουμε τους Τρείς Ιεράρχες, που υπήρξαν πάνω απ’ όλα οικουμενικοί διδάσκαλοι της θεολογίας, αλλά παραδόξως παραμένουμε αδιάφοροι για τη διηνεκή τους προσφορά στη ζωή της εκκλησίας. Η προσφορά τους αυτή είναι η διδασκαλία τους, η «εν λόγω» ερμηνεία τους για τη Χριστιανική αλήθεια. Χρειαζόμαστε, πράγματι, σε πρώτη προτεραιότητα, να φωτιστεί ο νούς μας από το «φως του Λόγου», σ’ αυτή την εποχή της διανοητικής σύγχυσης. Χωρίς νηφάλια καθοδήγηση, χωρίς το σταθερό στοιχείο του ορθού δόγματος, τα αισθήματά μας μας παραπλανούν και οι καρδιές μας τυφλώνονται.

Θα πρέπει να κατανοήσουμε τη σύγχρονη αναβίωση της πίστης, αυτό το ξύπνημα των καρδιών, ως ένα δώρο της Χάριτος, ως ένδειξη Θείου ελέους, αλλά επίσης και ως πρόσκληση για μελέτη και κατανόηση, για την απόκτηση της Γνώσης της Αλήθειας, που είναι η πηγή της αιώνιας ζωής. Είναι λυπηρή προκατάληψη, που δεν προέρχεται από Ορθόδοξες πηγές το ότι τα «δόγματα» είναι αφηρημένες διατυπώσεις και ότι η «θεολογία» είναι κάτι το διανοητικό. Ο Κύριος και Σωτήρας μας είναι ο Λόγος, και φωτίζει όλους τους ανθρώπους. Και το Πνεύμα το Άγιο, ο ζωής χορηγός, είναι το Πνεύμα της Αληθείας. Τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις μας είναι ανθρώπινες διαθέσεις, όμως η αλήθεια είναι Θεϊκή.
Άς στολίσουμε τα δοχεία, αλλά άς μήν ξεχνάμε ότι τα δοχεία είναι πήλινα. Όμως σ’ αυτά είναι κρυμμένος ένας αιώνιος θησαυρός: ο Λόγος της Ζωής.

(Στον ίδιο τόμο, σελ. 173, με τίτλο Η μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας)
…Αυτό που χρειάζεται η γενιά μας, ιδιαίτερα στην πατρίδα μας (την Αμερική), είναι μία αληθινή θεολογική αναβίωση, μία αναβίωση της ζωντανής θεολογίας, που θα μας αποκαλύψει την Αλήθεια των Γραφών, της Παραδόσεως και της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, τα οποία τώρα μας είναι κρυμμένα εξ’ αιτίας της άγνοιας και της αμέλειάς μας… Στη γενιά μας, ο Χριστός μας καλεί να μαρτυρήσουμε γι’ αυτόν. Πώς θα πιστέψουν οι άνθρωποι αν δεν ακούσουν τον Λόγο; Αν κι έχουμε ακάθαρτα χείλη, άς ανταποκριθούμε στο Θείο κάλεσμα, και η φλόγα του Πνεύματος θα μας καθαρίσει για τη διακονία του Λόγου.

 


Με την ευκαιρία της συμπληρώσεως δέκα χρόνων από την κοίμηση του Θεσσαλονικέως ιατρού και λογίου Αλέξανδρου Καλόμοιρου, δημοσιεύουμε ένα κείμενό του, απόσπασμα από το αδημοσίευτο δοκίμιο με τίτλο «Τα Κλειδιά της Βασιλείας». Το επόμενο τεύχος της Επίγνωσης θα αφιερωθεί στην αναδημοσίευση μιας παλιάς, άγνωστης σε πολλούς, αλλά πολύ σημαντικής συγγραφής του, με τίτλο «Η Δόξα της Ύλης».

Άφεση αμαρτιών
του Αλέξανδρου Καλόμοιρου


Άφεση αμαρτιών και θεραπεία της ψυχής μας είναι +ένα και το αυτό. Άφεση αμαρτιών και θεραπεία της ψυχής μας είναι η μετάνοια. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή του νού ώστε να γυρίσουμε κοντά στο Θεό. Άφεση αμαρτιών είναι η επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα μας να αγκαλιασθούμε μαζί Του και να ξαναγίνουμε παιδιά Του. Η απομάκρυνσή μας από τον Θεό υπήρξε αρρώστια και θάνατός μας. Θεραπεία μας και ζωή αιώνια είναι η επιστροφή μας σ΄ Αυτόν. Στη θεραπεία του παραλυτικού βλέπουμε ότι άφεση αμαρτιών και θεραπεία ψυχής και σώματος συνδέονται άμεσα. Την άφεση των αμαρτιών, όμως, και τη θεραπεία μας, μόνον ο Θεός μπορεί να μας τη δώσει, αν του τη ζητήσουμε, όπως του την ζήτησε ο παραλυτικός. Αλλά πολλές φορές χρειάζεται να μας βοηθήσουν κι άλλοι που θα μας ανεβάσουν στα κεραμίδια και θα μας κατεβάσουν στα πόδια του Χριστού, οι αδελφοί μας στην Εκκλησία. Πάντως, άφεση αμαρτιών δεν μπορεί να μας δώσει κανένας άνθρωπος. Εξομολογούμενοι ενώπιον των αδελφών μας στην Εκκλησία ή ενώπιον των πρεσβυτέρων «αυτώ τω Χριστώ εξομολογούμεθα τω εξουσίαν έχοντι μόνω συγχωρείν αμαρτήματα» (Ησυχίου πρεσβυτέρου, Φιλοκ. Α’ σ. 142). Και γιατί μόνον ο Θεός και κανένας *άλλος δεν έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτήματα; Γιατί μόνον Εκείνος είναι η σωτηρία και η θεραπεία της ψυχής μας. Η άφεση των αμαρτιών δεν είναι δικανική πράξη ανθρώπινης εξουσίας που μπορεί να ανατεθεί σε άλλον δικαστή, αλλά ένωση με τον Θεό διά της Εκκλησίας Του, διά του Σώματός Του. Άφεση αμαρτιών είναι να μας κατοικήσει το Πνεύμα το Άγιο, να λάβουμε Πνεύμα Άγιο, να μας φωτίσει και να μας θερμάνει το Πνεύμα το Άγιο και να διώξει μακρυά μας το σκοτάδι, το κρύο, την αρρώστια της ψυχής μας. Γι’ αυτό ο Κύριος μίλησε ταυτόχρονα για λήψη Αγίου Πνεύματος και για άφεση αμαρτιών. Γιατί είναι δύο όψεις του ιδίου πράγματος. Άφεση αμαρτιών είναι η ένωσή μας με τον Θεό, η είσοδος στη Ζωή της Αγίας Τριάδος, ανάλογα με τα μέτρα της μετανοίας και της επιστροφής μας. Η είσοδός μας στην Εκκλησία ή η επιστροφή μας στην Εκκλησία είναι επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα μας. Γι’ αυτό όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας παρέχουν άφεση αμαρτιών, γιατί όλα παρέχουν ένωση με τον Θεό. Παίρνουμε άφεση με το βάπτισμα, με το Χρίσμα, με το Ευχέλαιο, με την εξομολόγηση, αλλά πάνω απ’ όλα, με τη Θεία Κοινωνία. Ολόκληρη η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας αποβλέπει στην άφεση των αμαρτιών μας, δηλαδή στη θεραπεία μας, στη θεραπεία με μία λέξη των «παθών» μας, όλης της απίθανης ποικιλίας των παθημάτων μας. Γιατί όταν λατρεύσουμε τον Θεό αληθινά και ενωθούμε μαζί Του, τα πάθη μας λιώνουν σαν τον πάγο στον ήλιο.

Δεν έχουμε καταλάβει, ίσως, ότι η γλώσσα με την οποία μας μίλησε ο Θεός, η πεσμένη ανθρώπινη γλώσσα, η αρρωστημένη και διεφθαρμένη, είναι εντελώς ακατάλληλη για να εκφράσει τα θεία μυστήρια και την θεία πραγματικότητα. Την χρησιμοποιεί, όμως, ο Θεός κατ’ οικονομίαν και κατά συγκατάβαση, εφόσον η δική του γλώσσα θα ήταν για μας άφθαστη και ακατανόητη. Αν τον πλησιάσουμε τότε μόνον αρχίζει να μας μιλάει με την δική του γλώσσα που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Οι άγιοι μιλούσαν με τον Θεό με άλλη γλώσσα που δεν έχει τις ατέλειες και τη φτώχεια της ανθρώπινης και είναι άμεση. Εμείς αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι δεν πρέπει να κολλούμε στις ανθρώπινες λέξεις και, επειδή είναι γραμμένες στην Αγία Γραφή, να νομίζουμε ότι είναι θείες. Όχι, ανθρώπινες είναι, όπως ανθρώπινη ήταν και η σάρκα μας που ανέλαβε ο Λόγος του Θεού επάνω Του από αγάπη. Και όχι μόνο ανθρώπινες, αλλά και πεσμένες, καθώς προέρχονται από τη Βαβυλωνία της ειδωλολατρίας που έδωσε σ’ αυτές νοήματα ειδωλολατρικά. Από τη φόρτιση αυτή των λέξεων με ειδωλολατρικά νοήματα προήλθαν παρεξηγήσεις και κακοδοξίες αναρίθμητες που μας τυρρανούν συνεχώς. Ας σκεφτούμε, σαν ένα μικρό παράδειγμα, την ειδωλολατρική φόρτιση που έχει η λέξη «ψυχή». Έτσι λοιπόν και η λέξη «άφεση» είναι πολύ βαριά φορτισμένη εννοιολογικά από ειδωλολατρικές, δικανικές και άλλες ανθρώπινες έννοιες. Η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν τις ανθρώπινες λέξεις με ελαστικότητα, άγνωστη στο ορθολογιστικό ανθρώπινο πνεύμα που είναι σκληρό και άκαμπτο. Αν δεν κατορθώσουμε να μπούμε μέσα στο νού της Αγίας Γραφής και συνεχίσουμε να τη διαβάζουμε με τις ανθρώπινες ειδωλολατρικές και ορθολογιστικές εννοιολογικές φορτίσεις, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε ορθά τι πιστεύουμε, στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί. Η δυσκολία αυτή υπήρχε πάντοτε, αλλά τους τελευταίους αιώνες, με την εισροή του δυτικού σχολαστικισμού στις ορθόδοξες χώρες, το πρόβλημα πήρε επικίνδυνες διαστάσεις.

Λέγει ο Άγιος Συμεών, ο Νέος Θεολόγος: «Και τω Πέτρω φησί^ «Σοί δώσω τας κλείς της Βασιλείας των Ουρανών, ου κλείς πάντως χαλκάς ή σιδηράς, αλλά κλείς αξίας της οικίας εκείνης. Κλείς μεν γαρ το Άγιον Πνεύμα λέγεται, ότι δι’ αυτού και εν αυτώ πρώτον τον νούν ελλαμπόμεθα και καθαιρόμενοι φωτιζόμεθα φως γνώσεως, βαπτιζόμεθα τε άνωθεν και αναγεννώμεθα και τέκνα Θεού χρηματίζομεν» (Κατήχησις λγ΄, έργα 1, σελ. 416-417). Τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών που υποσχέθηκε ο Κύριος στον Πέτρο και που έδωσε κατόπιν σε ολόκληρη την Εκκλησία Του είναι το Πνεύμα το Άγιο, που παίρνουν σαν σπόρο μέσα τους όλοι οι χριστιανοί με το βάπτισμά τους και καλούνται να το ποτίσουν και να καλλιεργήσουν τη «γή» τους, ώσπου να βλαστήσει μέσα τους και να καρποφορήσει φωτίζοντας και καθαρίζοντάς τους, αναγεννώντας τους και κάνοντάς τους παιδιά του Θεού. Το Πνεύμα το Άγιο, τα Κλειδιά της Βασιλείας, είναι δοσμένο σε όλους τους Χριστιανούς και όχι μόνο στους διά χειροτονίας διαδόχους των Αποστόλων. Τα Κλειδιά της Βασιλείας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, δεν είναι ειδική δωρεά σε μια τάξη χριστιανών που στερούνται όλοι οι άλλοι.

«Πότε θα ξέρω ότι συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες μου;» ρώτησε κάποιος κάποιον άγιο. Κι εκείνος του είπε: «Όταν καταλάβεις ότι θεραπεύθηκες από τα πάθη σου». Η άφεση των αμαρτιών δεν είναι άλλο από την ίαση, τη θεραπεία της ψυχής μας, που αρχίζει με τη μετάνοια και συνεχίζεται με όλους τους αγώνες και τις προσπάθειες της εν Χριστώ ζωής. Δεν είναι δικανική διαγραφή ενοχής που πραγματοποεί κάποιος αντιπρόσωπος επί της γης του Μεγάλου Δικαστού Θεού, μια διαγραφή συγκεκριμένων αμαρτητικών πράξεων που αφήνει τα πάθη -δηλαδή την αιτία των πράξεων αυτών- να εξακολουθούν να ζούν μέσα στην ψυχή μας.

Η διαστρεβλωτική αυτή αντίληψη περί αφέσεως χρέους και ενοχής δημιουργεί αρρωστημένες καταστάσεις στις ψυχές, καθώς τις υποτάσσει στη φοβία της ενοχής, αντί να τις παροτρύνει στην ταπείνωση και στην ελευθερία από την τυραννία του εγώ τους. Η αποφυγή της αμαρτίας γίνεται στους ανθρώπους ιδεοληψία, και σ’ αυτόν τον βωμό θυσιάζουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Έτσι, οι άνθρωποι χάνουν κάθε χριστιανική ιλαρότητα που ήταν το κοινό χαρακτηριστικό των χαρούμενων ψυχών των αγίων.

Όταν είπε ο Κύριος για την μετανοημένη πόρνη «αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. ζ’ 47), δεν αναφερόταν σε κανένα σβήσιμο αμαρτητικών πράξεων. Μιλούσε για την επιστροφή της πόρνης στο Θεό. Όσο από πιο μακρυά επιστρέφει κανείς στο Θεό, τόσο μεγαλύτερη η αγάπη του. Η αγάπη της προς τον Θεό, η μετάνοιά της, η επιστροφή της σ’ Αυτόν ήταν συγχρόνως και η άφεση των αμαρτιών της. Οι αμαρτίες της δεν «αφέθηκαν» όταν της είπε ο Χριστός «αφέωνταί σου αι αμαρτίαι». Είχαν ήδη αφεθεί όταν έτρεξε στο σπίτι του Φαρισαίου «κομίζουσα αλάβαστρον μύρου», γιατί είχε ήδη μετανοιώσει και επιστρέψει στον Θεό και περίμενε την ευκαιρία να προσπέσει στα πόδια Του. Οι άνθρωποι σκέπτονται και μιλούν ανθρωποπαθώς. Μιλούν για άφεση, επειδή έχουν υπ’ όψιν τους τι γίνεται μεταξύ των ανθρώπων. Σού χαρίζουν το χρέος, σε λύνουν από την υποχρέωση, σού συγχωρούν το έγκλημα, σού αφήνουν τις αμαρτίες σου. Αυτή είναι η ανθρώπινη γλώσσα και αυτήν μεταχειρίζεται ο Θεός γιατί μιλάει σ’ εμάς. Αλλά κι εμείς πρέπει να κάνουμε την προσπάθεια να καταλάβουμε όχι ανθρωποπαθώς, αλλά θεοπρεπώς τα λόγια Του. «Ουκ έστιν αμαρτία ασυγχώρητος, εί μη η αμετανόητος» (Αγ. Ισαάκ, λόγ. Λ’ σ. 127). Η μετάνοια είναι που σε κάνει να επιστρέψεις στην Εκκλησία και στο Θεό, να εξομολογηθείς και να ομολογήσεις τα κρίματά σου. Αυτή είναι που σε θεραπεύει, αν είναι πραγματική, γιατί σε φέρνει από την ασωτία πίσω στο σπίτι του Πατέρα σου. Η ευχή του ιερέως δεν έχει κάποια δήθεν μαγική δύναμη και εξουσία να σβήνει τα χρεωστούμενα. Η ευχή της Εκκλησίας διά του πρεσβυτέρου υποβοηθεί και διακηρύττει το έργο της μετανοίας. Αυτό που πλένει τις αμαρτίες μας δεν είναι τα λόγια του ιερέως, αλλά τα δικά μας δάκρυα. Χωρίς τη μετάνοιά μας, τι αξία έχουν τα λόγια του ιερέως, έστω και αν ομολογήσαμε σ’ αυτόν όλες τις αμαρτίες μας, με κάθε λεπτομέρεια; Η αγία Μαρία η Αιγυπτία αγίασε από την μετάνοιά της και μόνο.

Αυτά, λοιπόν, να έχουμε στο νού μας όταν μιλούμε για «άφεση» αμαρτιών και να μήν παρασυρόμαστε από ανθρωποπαθείς εκφράσεις και σκεπτόμαστε ανθρώπινα. «Οράτε δε, λέγει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μη ταύτα υμείς ακούοντες, (τα περί κλειδιών και θυρών της Βασιλείας, δηλαδή), από των αισθητών οικιών ομού και θυρών τας εικόνας λαμβάνοντες, σωματικόν τι σχήμα τω νοί υμών προεντυπωθή, και εις αμφιβολίαν και βλασφημίαν περιπέση ημών η ψυχή. Αλλά θεοπρεπώς άπαντα και καλώς, είγε δύνασθε, κατά τον της θεωρίας λόγον και νόμον εν εαυτοίς αναλογιζόμενοι, ευρήσετε ορθώς άπαντα διερμηνευόμενα. Ει δε μη δύνασθε ταύτα θεοπρεπώς ούτω νοείν, πίστει ταύτα δέχεσθε μόνη και μη πολυπραγμονείν όλως θελήσητε» (Έργα 1, σελ. 417).


Μικρό σχόλιο στην Κυριακή προσευχή


Ο άγιος Μάξιμος σχολιάζει στη Φιλοκαλία τα μυστικά νοήματα του «Πάτερ ημών», ανακαλύπτοντας πολλά μυστήρια της θεολογίας που ενεργούνται και φανερώνονται στην ψυχή μέσω της προσευχής. Ήδη, η αρχή της προσευχής, κατά την ερμηνεία του αγίου, αποτελεί μοναδική εισαγωγή στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος.
«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου». Με τα λόγια αυτά γίνεται αναφορά στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τα οποία δοξάζουμε και ανυμνούμε ως ποιητική αιτία της δικής μας γενέσεως. Γίνεται, δηλαδή αναφορά στο Πρόσωπο του Πατρός, στο Όνομα του Πατρός και στη Βασιλεία του Πατρός: «Όνομα γαρ του Θεού και Πατρός ουσιωδώς υφεστώς εστιν ο Μονογενής Υιός. Και Βασιλεία του Θεού και Πατρός ουσιωδώς εστιν υφεστώσα το Πνεύμα το Άγιον», γράφει ο άγιος Μάξιμος. Αποκαλώντας Πατέρα μας τον Δημιουργό της φύσεως, ομολογούμε την χάρη της υιοθεσίας μας από τον Πατέρα, ότι είμαστε υιοί κατά Χάρη, συγκληρονόμοι της Βασιλείας Του. Κινούμαστε έτσι προς την επιθυμία να ομοιάσουμε στον κατά Χάρη Πατέρα μας και να αποτυπώσουμε στη ζωή μας τα χαρακτηριστικά της δικής Του ζωής, αποδεικνύοντας με τα έργα μας ότι είμαστε παιδιά Του. Δοξάζουμε, έτσι, και τον αυτουργό της υιοθεσίας μας, τον κατά φύση Υιό και Λόγο του Πατρός: «Αγιάζομεν δε του εν ουρανοίς κατά χάριν Πατρός το όνομα, την πρόσυλον νεκρούντες επιθυμίαν και φθοροποιών εκκαθαιρόμενοι παθών…» Όταν αποθέσουμε τον θυμό και τα φιλόϋλα πάθη γίνεται πραγματικότητα η Βασιλεία του Θεού, κατά τα λόγια της προσευχής: «Ελθέτω η βασιλεία Σου». «Τουτέστι το Πνεύμα το Άγιο», ερμηνεύει η άγιος Μάξιμος, που αναπαύεται σ’ αυτούς που έχουν γίνει ναοί του Θεού «τω της πραότητος λόγω και τρόπω…», «ως εντεύθεν είναι δήλον ότι των ταπεινών και πραέων εστιν η Βασιλεία του Θεού και Πατρός».
«Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Εκείνος που λατρεύει μυστικά το Θεό έχοντας αποκαθάρει τη λογική του δύναμη, ελεύθερος από το θυμό και τα πάθη, αυτός εκπληρώνει στη γη, όπως οι άγγελοι στον ουρανό, το θείο θέλημα και γίνεται μέτοχος της λατρείας και του τρόπου των αγγέλων. Για τους τοιούτους λέγει ο μέγας Απόστολος, «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει».
«Τον άρτον ημών το επιούσιον δος ημίν σήμερον». Όταν ζούμε κατά το πνεύμα της προσευχής, ζητούμε να δεχτούμε ως άρτο επιούσιο και ζωοποιό Αυτόν που είπε: «εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς». Με το «σήμερον» εννοείται η παρούσα ζωή: «τον άρτον ημών, όν κατ’ αρχάς επ’ αθανασία της φύσεως ητοίμασας, δος ημίν σήμερον, κατά την παρούσαν ζωήν ούσι της θνητότητος, ίνα νικήση τον θάνατον της αμαρτίας η τροφή του άρτου της ζωής και της επιγνώσεως, ής μέτοχον γενέσθαι τον πρώτον άνθρωπον η παράβασις της θείας εντολής ου συνεχώρησεν».
Όποιος χωρίζει τον εαυτό του από τα πάθη της επιθυμίας, και ζητεί καθημερινά τον άφθαρτο άρτο της σοφίας, αυτός μαθαίνει να συγχωρεί όσους του φταίνε, διότι κανείς δεν μπορεί να του στερήσει το αγαθό και την αρετή στο οποίο κατά βάθος σκοπεί. Έτσι, μέσα από τη συγχωρητικότητα που ο ίδιος επιδεικνύει, αποκτά την καλή παρρησία να ζητεί από το Θεό «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Και παρακαλεί τον Θεό να γίνει απέναντί του τέτοιος, όπως κι αυτός έγινε για τον πλησίον.
«Και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Πειρασμό, εννοεί το νόμο της αμαρτίας που εισέρχεται στη φύση με τη θνητότητα, ενώ πονηρό εννοεί τον διάβολο, που εισήγαγε την αμαρτία με την απάτη. Αλλιώς, πειρασμός είναι τα φοβερά αδιέξοδα διλήμματα, που βάζει ο διάβολος με τις πνευματικές παγίδες του στους ανθρώπους. Προϋπόθεση για να μπορεί να ζητεί ο άνθρωπος την απαλλαγή του από τέτοιους πειρασμούς είναι η τελεία συγχώρηση όσων έφταιξαν προς το πρόσωπό του. Όταν ο άνθρωπος συγχωρεί τον πλησίον του, εισακούεται η προσευχή του και δέχεται διπλή χάρη από τον Θεό, δηλαδή, τόσο τη συγχώρηση των προηγούμενων αμαρτημάτων του όσο και την προφύλαξη και λύτρωση από τα μελλοντικά.
Η Κυριακή προσευχή, κατά τον άγιο Μάξιμο, περιέχει επιγραμματική αναφορά στα επτά μυστήρια που δώρησε ο Θεός στους ανθρώπους: Τη Θεολογία, την υιοθεσία, την προς τους αγγέλους ισοτιμία, τη μετοχή της αϊδίου ζωής, την αποκατάσταση της φύσεως στην αρμονία της απάθειας, την κατάλυση του νόμου της αμαρτίας και την καθαίρεση της τυραννίας του πονηρού διαβόλου.


Γεγονότων διάκριση

Λίγα ακόμη για τις ταυτότητες

του Ι. Α. Καλόμοιρου

Είναι δύσκολο να παρακάμψει κανείς το σχολιασμό ενός θέματος, όπως αυτό των ταυτοτήτων, που έχει κυριαρχήσει τόσο έντονα στη δημόσια ζωή και τον δημόσιο λόγο κατά τον τελευταίο καιρό. Ακόμη κι αν κάποιος έμπαινε στον πειρασμό να προσπεράσει το ζήτημα, θεωρώντας ότι δεν άπτεται θεολογικών ζητημάτων άξιων να προκαλέσουν τέτοια αναστάτωση, παρόλα αυτά η έκταση και η τροπή του ζητήματος εξαναγκάζουν σε σύννοια και σε προβληματισμό και ανακαλούν ένα αίσθημα ευθύνης.

Μάλλον στους περισσότερους είναι φανερό ότι η αναγραφή ή μη του θρησκεύματος καθαυτή δεν θίγει την ομολογία των ορθοδόξων χριστιανών και από αυστηρά θεολογική σκοπιά είναι ένα ζήτημα ουδέτερο. Στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία υπήρξαν άλλα ζητήματα, καθόλου ουδέτερα από θεολογική και εκκλησιολογική σκοπιά, τα οποία μάλλον παρακάμφθηκαν και αγνοήθηκαν από το μεγάλο πλήθος και εν πάσει περιπτώσει δεν δημιούργησαν τον προβληματισμό και τη σύννοια που παρατηρείται με άξονα το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αφήνοντας πίσω μας αυτή την παρατήρηση, μπορεί να διακρίνει κανείς καθαρά ότι το ζήτημα των ταυτοτήτων έχει μία εμβέλεια, ώστε αγγίζει χορδές και ευαισθησίες που προφανώς βρίσκονται πέρα από το ζήτημα της ταυτότητας καθεαυτό. Από αυτή τη διαπίστωση απορρέει και το νόημα του σχολιασμού αυτού του προβλήματος.

Μια πρώτη παρατήρηση, και πάλι δεν έχει να κάνει με την ουσία του προβλήματος, αλλά με την ανάδειξη, επί τη ευκαιρία, ενός κεντρικού ελλείμματος εκκλησιαστικής παιδείας: είναι λυπηρή η κατ’ επανάληψη χρήση του όρου «Εκκλησία» σε κύρια αναφορά με την επισκοπική Ιεραρχία. Για μια ακόμη φορά, κληρικοί και μέσα ενημέρωσης πλειοδότησαν στη φραστική αλλοίωση του νοήματος της Εκκλησίας προβάλλοντας μία δυτικίζουσα παρερμηνεία που μεταθέτει τη διατύπωση για τη φύση της Εκκλησίας από το Σώμα του Χριστού, σώμα συνερχομένων λαϊκών και κληρικών πάνω στη βάση της ορθής πίστεως, σε σώμα Επισκόπων, δηλαδή στο Ιερατείο. Σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, η συνείδηση των Ελλήνων πιστών βομβαρδίστηκε ακατάπαυστα με την κληρικαλιστική αυτή αναφορά, με αποτέλεσμα μια ανυπολόγιστη ζημία στο συμβολικό επίπεδο.

Μια δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το ερώτημα κατά πόσο το ζήτημα των ταυτοτήτων, τουλάχιστον με τον τρόπο που τίθεται ως προς την αναγραφή του θρησκεύματος, έχει να κάνει με τον προσπορισμό εξουσίας εκ μέρους της (κατά το σύνταγμα) «επικρατούσας θρησκείας», που με την επιμονή της στο ζήτημα αυτό διεκδικεί ένα δικαίωμα ελέγχου των πιστών ή και επιβεβαίωσης του ρόλου της, μέσω ενός δημοσίου εγγράφου. Άς μας επιτραπεί ο παραπάνω προβληματισμός, αν και εμπεριέχει κάποια ανεπιθύμητη οξύτητα. Αρκετά ακούστηκαν για τον τρόπο με τον οποίο η αναγραφή του θρησκεύματος στην ταυτότητα μπορεί να λειτουργεί ως ελεγκτικός μηχανισμός της χριστιανικής πίστεως των προσερχομένων για την τέλεση μυστηρίων. Είναι αφύσικο για τον λόγο της Ορθοδοξίας, τον λόγο του Ευαγγελίου, να αρθρώνεται εξουσιαστικά και ελεγκτικά, δίνοντας το δικαίωμα σε υπόνοιες προσκόλλησης σε μια κοσμικής τάξεως εξουσία.


Μία άλλη διάσταση που συζητήθηκε εκτενώς και που προβλήθηκε ως ο βαθύτερος λόγος των κινητοποιήσεων είναι η πιθανή απεμπόληση των θρησκευτικών μας συμβόλων, με αποτέλεσμα μία απαράδεκτη εκκοσμίκευση της πολιτείας μας. Φυσικά, το ζήτημα αυτό συνδέεται με το λεγόμενο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας που, με τη μια ή την άλλη μορφή, επανέρχεται τακτικά στο προσκήνιο. Πρόκειται για ένα θέμα με βαθύτατες προεκτάσεις, που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μέσα από ιδεολογικά στεγανά, αλλά απαιτεί κάποια λεπτολογία, ώστε η συζήτηση να παράγει κάποιο νόημα.

Κατ’ αρχήν είναι φανερό ότι κανένας Ορθόδοξος χριστιανός δεν επιθυμεί να ζεί σε ένα αποχρωματισμένο κράτος, απογυμνωμένο από κάθε εκκλησιαστική αναφορά. Ο καθένας από μας, οραματιζόμενος ελεύθερα, επιζητεί μία Πολιτεία όπου λειτουργούν δημόσια οι αναφορές που προσανατολίζουν τις ψυχές στο Χριστό. Ζητεί ώστε οι αναφορές αυτές να λειτουργούν μέσα από τη δημόσια παιδεία, να υπάρχουν τουλάχιστον συμβολικά στο Ελληνικό κοινοβούλιο, μέσω της εικόνας του Χριστού, και θέλει το σύνταγμα της χώρας να ορίζει τους κανόνες του δικαίου στο Όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος και όχι σε βάση μηδενιστική. Ζητεί από τους άρχοντες σεβασμό στις παραδόσεις της Ορθοδοξίας και επιθυμεί την αναφορά τους σ’ αυτές, γιατί είναι πραγματικά ζυμωμένες με τη ζωή του λαού, έστω κι αν οι ίδιοι οι άρχοντες δεν ζούν σύμφωνα με αυτές τις παραδόσεις.

Από την άλλη μεριά πρέπει να σκεφτούμε ότι αν και η αναφορά στην πίστη ήταν πάντα ζυμωμένη με την ουσία της Ελληνικότητας, εξίσου ζυμωμένο με αυτήν ήταν κι ένα πνεύμα συνδιαλλαγής και ανεκτικότητας απέναντι στα στοιχεία και τις ομάδες που συνέλεγε η χριστιανική Ανατολή στους κόλπους της. Υπήρχε πάντα ένα πνεύμα διάκρισης και «συγχώρησης» των αλλοθρήσκων, κάτι που προσέδιδε την οικουμενική διάσταση στην Ορθοδοξία και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στον Ελληνισμό. Προϋπόθεση για την ασφάλεια αυτή με την οποία η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός συμβίωσαν με άλλες παραδόσεις υπήρξε μια σταθερότητα εκ μέρους της Εκκλησίας στη διαφύλαξη της ακρίβειας της πίστεως, η συνείδηση ότι αποτελεί τον θεματοφύλακα του Ευαγγελίου, της αληθούς χριστιανικής παραδόσεως. Με αυτό το πνεύμα, με αυτή τη σταθερή αναφορά, η Εκκλησία δεν είχε να φοβηθεί τους «άλλους», διότι απλούστατα είχε να δώσει σ’ αυτούς. Και γι’ αυτό που έδιδε, η Εκκλησία δεν χρειαζόταν την κρατική συνεπικουρία. Ο θησαυρός της πίστεως είναι δικός της και το πολιτιστικό και κοινωνικό κατόρθωμα που απορρέει από την πίστη αυτή, επίσης δικό της. Το κράτος έχει ανάγκη την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία το κράτος. Υπάρχει, όμως, η αναγκαία προϋπόθεση να είναι γνήσια και τίμια με την Ορθοδοξία.

Ίσως η σημερινή ανασφάλεια πολλών θρησκευόμενων ανθρώπων απέναντι στον πιθανό κρατικό αποχρωματισμό να συνδέεται με τη δική τους κρίση ταυτότητας, την απώλεια των εκκλησιαστικών κριτηρίων, την συχνά ελλιπή πραγμάτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Ίσως έχει σχέση με την απώλεια των εκκλησιαστικών κριτηρίων, με τη σπανιότητα της ορθής θεολογίας. Ίσως να έχει σχέση με την προβολή μιας ιδεολογικής πίστης σε βάρος μιας εκκλησιαστικής και θεολογικής κατανόησης. Η κρίση ταυτότητας που γεννά την ανασφάλεια ίσως γεννιέται από τον συμφυρμό με μια ψευδεπίγραφη, δυτικότροπη οικουμενικότητα, της οποίας γίναμε μάρτυρες τις τελευταίες δεκαετίες, που έχει σαν αποτέλεσμα να απεμπολούν οι Ορθόδοξοι στο οικουμενικό επίπεδο την ίδια την αξία της ταυτότητάς τους.

Είναι πιθανό, ότι αυτό που φοβούνται πολλοί Έλληνες μήπως χάσουν είναι κάτι που αισθάνονται ότι δεν το κατέχουν πραγματικά. Στις τόσες συζητήσεις για τα εφόδια με τα οποία ο σημερινός Έλληνας μπαίνει στην Ενωμένη Ευρώπη, ακούγονται αρκετές μεγαλοστομίες για τη γλώσσα, την ποίηση, την Ορθοδοξία. Και γεννιέται καμιά φορά το ερώτημα πόσοι άραγε από τους σημερινούς Έλληνες και μάλιστα από τα σημερινά Ελληνόπουλα, κατέχουν πραγματικά αυτά τα εφόδια με έναν αληθινό τρόπο που να παράγει νόημα; Κατά πόσο, αλήθεια, η καρποφορία και η διαφύλαξη αυτών των θησαυρών ενεργείται από τη «συντριπτική πλειοψηφία», που τις τελευταίες μέρες προβάλλεται με κάποιο κομπασμό από πολλούς; Είναι εύκολο και δίκαιο βεβαίως να μοιράζουμε ευθύνες για όλες αυτές τις ελλείψεις στην πολιτεία, αλλά είναι πιθανό ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Διότι, βέβαια, αν αυτά τα αγαθά διασώθηκαν στο διάβα των αιώνων, όχι απλώς συντηρούμενα, αλλά παράγοντας καρπό, αυτό δεν έγινε τόσο χάρη στην όποια κρατική μέριμνα, ειδικά στις δύσκολες και σκοτεινές εποχές. Αλλά, μάλλον οφείλεται στην προσωπική ευθύνη και αγάπη με την οποία τα ενστερνίστηκαν και εργάστηκαν πάνω σ’ αυτά κάποιοι πρόγονοί μας.

Ο σημερινός Έλληνας, όμως, στη συντριπτική του πλειοψηφία, έχει χάσει τη βαθύτερη σχέση του, την έμψυχη αναφορά του στη γλώσσα και στον πολιτισμό, στη θεολογία και στο νόημα της εκκλησιαστικής σχέσης. Διατηρεί τη σχέση του μ’ αυτά σαν ιδεολογικά σχήματα, χωρίς όμως να κατανοεί και να βιώνει το βαθύτερο νόημά τους. Όσο κι αν επιδεικνύουμε τα συγκεντρωμένα πλήθη κάνοντας συνεχείς αναφορές στον «τεράστιο» αριθμό, η αλήθεια αυτή δεν αλλάζει, όπως δεν αλλάζει με τη συνθηματολογία ή την αδιάκριτη απαγγελία των αγίων πατέρων στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Ο σημερινός θρησκευόμενος Έλληνας έχει μάθει να απαιτεί από το κράτος τη φροντίδα και την προστασία όσων ονομάζει «αξίες». Και δεν σκέφτεται ότι όταν η Ορθοδοξία ζητά να γίνει προστατευόμενο από το κράτος είδος χάνει τη ζωντανή της αξία και περιέρχεται στο καθεστώς της μουσειακής αξίας, με ότι αυτό συνεπάγεται. Μάλιστα, σπάνια προβληματιζόμαστε για τη βαθύτερη φύση του κράτους, για το αν υπάρχουν οι αληθινές προϋποθέσεις ώστε το Ελληνικό κρατικό μόρφωμα να παίξει τον ρόλο που του ζητούμε.

Το σύγχρονο Ελληνικό κράτος από τη συγκρότησή του δεν έχει σχέση με τη μεγάλη Ανατολική Αυτοκρατορία, στην οποία οι μνήμες μας διατηρούν τόσες γόνιμες αναφορές. Το σημερινό κράτος είναι γέννημα μιας άλλης ιστορικής διεργασίας, που στηρίζεται στην ανατροπή των δεδομένων που λειτούργησαν πρίν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Τα σύγχρονα κράτη διαμορφώθηκαν μέσα από τη ζύμωση του Διαφωτισμού και γενικά μέσα από τις λεγόμενες Δυτικές αξίες. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ύπαρξη της σημερινής Ελλάδας χρωστά πολλά στις ζυμώσεις της Δυτικής σκέψης και είναι αποτέλεσμα ενός δυτικότροπου μάλλον κοσμοειδώλου, που οραματίστηκε τη δημιουργία του εθνικού Ελληνικού κράτους και στη συνέχεια μεταφύτεψε δομές πολιτικής ζωής και παιδείας σ’ αυτό.

Όσοι Έλληνες είχαν γνήσιες εκκλησιαστικές μνήμες και βιώματα αγωνίστηκαν να μετουσιώσουν αυτή τη γεννεσιουργό διαδικασία σε τρόπο ζωής και πολιτισμού που να συνάδει και τουλάχιστο να μήν καταπνίγει τον τρόπο της Εκκλησίας. Και το πέτυχαν μόνο στο βαθμό που οι ίδιοι υπήρξαν γνήσιοι στην πίστη τους και στον εκκλησιασμό τους. Γι’ αυτό, μορφές όπως ο Μακρυγιάννης, ο Καποδίστριας, ο Παπουλάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Κόντογλου (και βέβαια αρκετοί άλλοι), φώτισαν το γένος. Δεν αντέστρεψαν όμως το ρεύμα, διότι οι ιστορικές και πολιτιστικές ζυμώσεις που γέννησαν το κράτος συνέχισαν να λειτουργούν στο ευρύτερο πλαίσιο υπαγορεύοντας με την καταλυτική τους δυναμική δομές και αξίες στο μεγάλο πλήθος, όπως και σήμερα. Σήμερα, μάλιστα, περισσότερο από κάθε άλλη ίσως φορά, οι ιστορικές διαδικασίες που οδηγούν τα κράτη της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, δημιουργούν μορφώματα που η τεράστια οικονομική τους δύναμη και η ακαταμάχητη δυναμική τους προς το μέλλον δημιουργούν σχεδόν ένα μονόδρομο για τις κρατικές επιλογές. Αυτό το διαισθανόμαστε οι περισσότεροι, με αποτέλεσμα, αν και ανησυχούμε, να παραμερίζουμε κάθε δογματική κομπορρημοσύνη για το «δέον» στην πορεία του κρατικού μας μορφώματος.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ιστορίας, που μερικές φορές δεν το σεβόμαστε οι Ορθόδοξοι, είναι ότι οι ιστορικές περιστάσεις δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενο ηθικής αξιολόγησης. Αξιολογούμε ηθικά τα πρόσωπα, που ενεργούν με έναν χαρακτηριστικό βαθμό προσωπικής ελευθερίας, όμως η Ιστορία είναι ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, που παράγουν μια δυναμική που θα έπρεπε μάλλον να χαρακτηριστεί σαν «μυστήριο», παρά να αποτελεί αντικείμενο αξιολογικής κριτικής, αποδοχής ή απαξίωσης. Τα πρόσωπα έχουν την ευθύνη τους, οι λαοί έχουν τον ιστορικό τους ρόλο, όμως η Ιστορία έχει μια δυναμική που τα ξεπερνά, μέσα από τη δική της εσωτερική συνοχή και προοπτική. Έχει πολύ νόημα να προσπαθούμε να μεταλλάξουμε την προοπτική της Ιστορίας σύμφωνα με τα προσωπικά και συλλογικά μας οράματα, όμως δεν έχει νόημα να απαξιώνουμε συνολικά την ιστορική δυναμική, έστω κι αν αυτή δεν μας βοηθά στον προσωπικό πνευματικό μας στόχο. Άς μήν ξεχνάμε ότι αν και ένα μέρος της Ιστορίας είναι χωρίς αμφιβολία το αποτέλεσμα της συνέργειας των ανθρώπων με το διάβολο, ένα άλλο μέρος, όμως, συχνά κρυμμένο, είναι το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο, που λειτουργεί μέσω της Εκκλησίας, με την αληθινή και πνευματική της έννοια. Όχι βέβαια, με το συσχηματισμό της Εκκλησίας με τον κόσμο, κατά το παράδειγμα των συλλαλητηρίων (επιτέλους, μία μόνο «σύναξη» γνωρίζουμε στην Εκκλησία και αυτή είναι η ευχαριστιακή σύναξη), ούτε με τη διαρκή χρήση των τηλεοπτικών μέσων μέχρις αργολογίας, αλλά με την εν κρυπτώ εργασία, με την ευχαριστία, με τη σπουδή και κήρυξη των έργων του Θεού. Με παραγωγή ζωντανής θεολογίας και όχι με ιδεολογικά μοτίβα, που συχνά αναμιγνύονται με δόσεις ακρότητας και επιδιώκουν να καθιερωθούν με την επιβολή της ισχύος, με το δίκαιο των πολλών, και εξάπτουν το φόβο προβάλλοντας διαρκώς τους κινδύνους.

Είναι αληθές, λοιπόν, ότι η δυναμική της Ιστορίας συμπαρασέρνει τις κρατικές πολιτειακές μας δομές ένα ακόμη βήμα παραπέρα στην υιοθέτηση και ενσωμάτωση θεσμών και μηχανισμών με δυτικό και «Διαφωτιστικό» μάλλον περιεχόμενο, ολοκληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη διαδρομή που η απαρχή της σημάδεψε τη γέννηση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Είναι ματαιοπονία να προσπαθεί κανείς να ανακόψει τις συνέπειες αυτής της δυναμικής μέσα από αρνητικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ειδικά όταν δεν είναι προφανώς σε θέση να καταθέσει άλλη γεωπολιτική πρόταση με ρεαλιστικό περιεχόμενο. Και οπωσδήποτε δεν μπορεί και δεν πρέπει να το προσπαθεί μέσα από έναν σφικτό εναγκαλισμό αυτού του κράτους, που εξ’ ορισμού στηρίζεται στις συγκεκριμένες δομές. Δεν έχει νόημα, δηλαδή, να αντιδρά κανείς μέσα από μία διαπλοκή με τις προϋποθέσεις που υποτίθεται ότι προσπαθεί να ακυρώσει. Αυτό είναι το δράμα της ισχυρής νομικής και θεσμικής σχέσης της Εκκλησίας με το Κράτος, ήδη από τη γέννηση της σύγχρονης Ελληνικής Πολιτείας. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η διαπλοκή αυτή λειτούργησε πάντα εις βάρος της Εκκλησίας, (με κριτήριο την πνευματική της αποστολή και όχι την κοσμική της προβολή) και όχι εξυψώνοντας την πολιτεία ή ενσταλάζοντας πνευματικό νόημα στους σχεδιασμούς των πολιτειακών παραγόντων. Ο εναγκαλισμός αυτός είχε συχνά σαν αποτέλεσμα την εκκοσμίκευση των εκκλησιαστικών θεσμών, ειδικά σε εποχές που Ιεράρχες ενήργησαν ως υποστηρίγματα της πολιτικής, χωρίς να κατανοούν τις πνευματικές ανάγκες και προϋποθέσεις της Εκκλησίας. Αποτέλεσμα αυτής της εξουσιαστικής διαπλοκής υπήρξαν πάσης φύσεως «νεωτερισμοί» και προβλήματα στη ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος, από τη δίωξη των μοναστηριών επί Βαυαροκρατίας, την αλλαγή του ημερολογίου που έπληξε τη λειτουργική και διοικητική ενότητα της Ορθοδοξίας, μέχρι τον εκπροτεσταντισμό που επέβαλαν στην εκκλησιαστική ζωή οι χριστιανικές οργανώσεις, οι οποίες σαφώς στηρίχτηκαν σε πολιτειακά δεκανίκια για να δανείσουν μετά με τη σειρά τους στήριξη σε πολιτειακές εκτροπές.

Η μόνη δυνατότητα για να υπάρξει αντιπρόταση ζωής και πολιτισμού, με πνευματικό περιεχόμενο, ικανού να μετουσιώσει ή να εμπλουτίσει τις εξ’ ορισμού και εκ παραδόσεως δυτικότροπες πολιτειακές δομές είναι η αυτο-οργάνωση της Εκκλησίας σε σαφή διαχωρισμό της από το Κράτος, και μάλιστα σε αποκεντρωμένο τοπικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο ενορίας. Είναι πρωταρχική ανάγκη να ξαναβρούμε το νόημα της Καθολικής Εκκλησίας στην τοπικότητα της συγκεκριμένης ευχαριστιακής κοινότητας, ώστε να μπορέσουμε να παράγουμε ξανά ζωντανή θεολογία. Σ’ αυτό το τοπικό επίπεδο πρέπει να δημιουργήσουμε (εμείς, όχι το Κράτος) θεσμούς ζωντανούς, που να δίνουν σάρκα στην ενοριακή εκκλησιαστική ζωή, ώστε αυτή να πάψει να επικεντρώνεται σε πράξεις ληξιαρχικού χαρακτήρα. Κεντρικός θεσμός, απαραίτητος μετά την ευχαριστιακή σύναξη και τη λατρεία, οφείλει να είναι η κατηχητική αναφορά στη γλώσσα της θεολογίας, ώστε η αληθής θεολογία να αποτελέσει ξανά άξονα της σκέψης και της κοινωνίας μας. Η ενσάρκωση της θεολογίας στις σχέσεις κοινωνίας των προσώπων συγκροτεί το Σώμα του Χριστού, που αγιάζει τα πράγματα με τρόπο μυστικό, φέρνει σε επαφή τη ζωή του Θεού με τη ζωή του κόσμου. Ανοίγει την πόρτα στο Πνεύμα το Άγιο, στο μυστήριο της Πεντηκοστής. Η συνέργεια σ’ αυτό το αγαθό είναι ότι πιο πολύτιμο μπορούμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας, στην πατρίδα μας και στον κόσμο.

Με αυτές τις προϋποθέσεις, έστω κι αν το κράτος αποβάλει ακόμη και την ασθενή συμβολική του σχέση με το νόημα που ζωογονεί τον κόσμο (κάτι που δυστυχώς θα πλήξει την Ελληνική Πολιτεία, διότι θα της αποστερήσει την ευλογία που λαμβάνει από την αναφορά της στον αληθινό Θεό), αυτό δεν επηρεάζει το έργο της Εκκλησίας. Αντίθετα, αυτή τότε αποτελεί το δημιουργικό κέντρο στο οποίο προσβλέπουν όσοι αναζητούν αληθινό νόημα στη ζωή και στον πολιτισμό τους.

Συχνά, η αναφορά μας στην Ορθοδοξία γίνεται με όρους εθνοκεντρικούς και πολιτισμικούς. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει και αυτή η διάσταση στην Ορθοδοξία, αλλά είναι δευτερογενής και όχι πρωτογενής. Η Ορθοδοξία είναι πρώτα ταυτισμένη με το μυστήριο της Αποστολικής Εκκλησίας και μετά με οτιδήποτε άλλο. Ακριβώς γι’ αυτό έχει οικουμενικό νόημα και όχι βέβαια γιατί ταυτίζεται με τις παραδόσεις του ενός ή του άλλου λαού. Δίνοντας στην Ορθοδοξία ένα εθνοκεντρικό χαρακτήρα, δυστυχώς πέφτουμε σε μία αδιέξοδη παγίδα, με έντονα τα χαρακτηριστικά του φυλετισμού, τα οποία στη συνέχεια παράγουν τα στεγανά και τις συνακόλουθες φοβίες.

Η Οικουμενική αξία της Ορθοδοξίας βρίσκεται στην αλήθεια και την ενότητα του μυστηρίου της Μίας Αποστολικής Παράδοσης που αυτή διασώζει. Η Οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας καθόλου δεν σημαίνει την ανάγκη της αποδοχής της από όλους όσους συστεγάζονται μ’ αυτήν σε εθνικό, πολιτιστικό ή οικουμενικό επίπεδο. Η Οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας είναι δεδομένη και αδιατάρακτη στη μοναδικότητα και πληρότητα που εκφράζει: το δικό της μυστήριο ενοποιεί το νόημα του κόσμου και δίνει ζωή αιώνια σ’ αυτόν, ανεξάρτητα από το ποιος την δέχεται και ποιος όχι. Η Ορθοδοξία δεν έχει καμιά ανάγκη να την αποδεχτούν οι «άλλοι». Αυτό είναι το νόημα της Οικουμενικής διάστασης της Ορθοδοξίας και του κοσμοπολιτισμού που διακρίνει τον Ελληνισμό. Γι’ αυτό τόσο η Ορθοδοξία όσο και (εκ παραδόσεως) ο Ελληνισμός είναι απολύτως ξένοι σε φαινόμενα θρησκευτικού πειθαναγκασμού, μισαλλοδοξίας ή φανατισμού.

Το Οικουμενικό νόημα της Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται στη θεσμική σχετικοποίησή της, που διενεργείται μέσα από συμμετοχή σε δυτικής εμπνεύσεως θεσμούς, όπως το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή ο λεγόμενος δια-χριστιανικός και δια-θρησκειακός διάλογος. Αυτά, με τις αρχές τους παραμερίζουν το μυστήριο της μοναδικής Αποστολικής Παραδόσεως, για χάρη μίας δυτικότροπης ομολογιακής συνύπαρξης και λεγόμενης ανοχής των δογματικών διαφορών. Με τον τρόπο αυτό, το μόνο που μένει από την Ορθοδοξία είναι το κέλυφος μιας θρησκευτικής παράδοσης, ανάμεσα στις πολλές, που βέβαια έτσι, καμιά αληθινή Οικουμενικότητα δεν μπορεί να διεκδικήσει, ούτε να γονιμοποιήσει τον κόσμο με τη μυστηριακή της μοναδικότητα.

Είναι θετικό ότι το πρόβλημα που προέκυψε με τις ταυτότητες ανακίνησε μια συζήτηση για τις προϋποθέσεις της Εκκλησίας και τις αξίες του Ελληνισμού. Άς διεξάγουμε τη συζήτηση μακριά από ιδεολογικά στεγανά, με τρόπο που να παράγει νόημα και όχι καταστρέφοντας και το λίγο νόημα που έχει τυχόν απομείνει.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ