ΤΕΥΧΟΣ 76

Χειμώνας 2000- 2001


Πρόλογος

Πρίν δέκα χρόνια, η Επίγνωση δημοσίευσε ένα σύντομο άρθρο με τίτλο «Ορθοδοξία και Τέχνη», παρεμβαίνοντας σε μια συζήτηση για την αξία της ποίησης και της τέχνης στην ορθόδοξη ζωή. Στο άρθρο εκείνο διατυπώθηκε βασικά η σκέψη ότι η απαξίωση της τέχνης με το πρόσχημα της «πνευματικότητας» είναι εικονοκλαστική, συνιστά δηλαδή μια συγκαλυμμένη εικονομαχία, μια απαξίωση της ίδιας της ύλης και της δημιουργίας. Ίσως η καλύτερη και πιο ρεαλιστική θεολογία να είναι η κίνηση της ευαίσθητης ψυχής προς τον Θεό, μέσα από την απτή και γεμάτη νόημα εικόνα του Δημιουργού, που είναι η ίδια η δημιουργία. Στο ανά χείρας τεύχος θεωρήσαμε σκόπιμο να επιτρέψουμε μια παραδρομή από τη συνηθισμένη μας ύλη, με την ελπίδα ότι δεν ξεφεύγουμε αληθινά από το νόημα της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής. Τα περισσότερα από τα κείμενα που ακολουθούν, για τη θάλασσα και τα καράβια της, συνέλεξε στις ώρες της σχόλης του ο γιατρός Αλέξανδρος Καλόμοιρος, σε ένα ιδιόχειρο εικονογραφημένο τευχίδιο, που μάλλον είχε φτιαχτεί με ιδιαίτερη αγάπη. Είναι μικρό απάνθισμα από Έλληνες και ξένους συγγραφείς και ταξιδευτές, που δεν είχαν ίσως όλοι την ίδια αφετηρία, όμως όλοι κατάφεραν να δούν στο απέραντο και ζωογόνο υγρό στοιχείο την παρηγορητική εικόνα του Πνεύματος. Η επιμέλεια της έκδοσης είναι του Κώστα Σισκάκη και της Αναστασίας Μπύρου (Σ.τ.Ε).

Η Θάλασσα, τ’ Ακρογιάλια,
οι
Βάρκες και τα Καράβια

Υμνήσατε τω Κυρίω ύμνον καινόν, η αρχή αυτού^ δοξάζετε το όνομα αυτού απ’ άκρου της γης, οι καταβαίνοντες εις την θάλασσαν και πλέοντες αυτήν, αι νήσοι και οι κατοικούντες αυτάς.

Ησαΐα, ΜΒ΄ 10

Απ’ το να ζώ σε σπίτι, πάντα μου μ’ άρεσε να μένω σε σκάφος... Το σπίτι, με τα θεμέλια και την ακίνητη σιγουριά του, κάνει το σώμα και την ψυχή μαλθακά. Ενώ στο σκάφος η ασίγαστη θάλασσα σού θυμίζει κάθε στιγμή πώς αιωρείσαι, πώς κινείσαι, πώς κινδυνεύεις... Πάντα σου πρέπει να ‘ σαι άγρυπνος, πάντα να βρίσκεσαι σ’ ετοιμασία κι’ αναμονή... Χωρίς σπίτι, χωρίς έπιπλα, χωρίς εκείνη την άχρηστη συσσώρευση κειμηλίων και υποχρεώσεων, που σε δένουν με το παρελθόν και σε δεσμεύουν προκαταβολικά με το μέλλον. Στο μικρό χώρο της «Χαράς» μας δε χωρούσε τίποτ’ άλλο απ’ τη λευτεριά!

Σάββα Γεωργίου, «Το Ταξίδι της "Χαράς"»

Με τα πανιά! Το γνήσιον, το αληθές, το καθ’ αυτό ταξίδι. Με τα πανιά! Άρρητος ο πλούς, αχόρταγος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις. Με τα πανιά! Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη, πλημμυρίζουν την καρδίαν σου. Με τα πανιά! Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ. Θεωρείς κύματα, διαλογίζεσαι κύματα, ομιλείς με τα κύματα, την ηδέως κυλούσαν του ύδατος γλώσσαν, βόμβον εράσμιον ως από μυριάδων κυψελών. Τρώγεις στα κύματα, κοιμάσαι στα κύματα, κι’ εξυπνάς στα κύματα, ζείς σαν γλάρος, του κύματος γλάρος. Με τον ατμόν είναι νόθος ο πλούς. Μαύρη, κατάμαυρη αιθάλη σε αποπνίγει. Δεν προφθάνεις να ίδης, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης. Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου εν πυρίνη κοιλία...

Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, «Με τα πανιά»

Αν δε ζήσει κανένας απάνω σε καράβι, δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καϋμό και το μυστήριό του.

Φώτη Κόντογλου, «Τα καράβια»

Και τώρα ακόμα, η καρδιά μου είναι η ίδια, κι ολοένα ζεί μέσα σε παλιά καράβια, που αρμενίζουνε στις μακρυνές θάλασσες κι’ αράζουνε ανοιχτά από κάποια μυστηριώδη ρημονήσια.

Φώτη Κόντογλου, «Αγνή Νεότητα»

Άχ, γιατί να μη γίνω θαλασσινός, να τα ζώ, κι όχι να τα γράφω στο χαρτί...

Φώτη Κόντογλου, «Τα καράβια»

Ύστερα από μια βδομάδα ανακαλύψαμε ότι ένα καράβι μπορεί να είναι τόσο αναπαυτικό όσο και ένα διαμέρισμα στην ξηρά, αν δέχεσαι μάλλον αντί να πολεμάς τους περιορισμούς του. Ξαπλώναμε ξυπνητοί ώρα με την ώρα τα βράδια κι’ αφουγκραζόμασταν τους ήχους της θαλάσσιας ζωής κάτω από την καρίνα, και νοιώθοντας το λίκνισμα καθώς ένα άλλο σκάφος περνούσε. Αλλά το καλύτερο της καινούργιας μας ζωής ήταν να συναντούμε άλλα πρόσωπα που ζούσαν κι’ αυτά σε πλοία γύρω μας. Ήμασταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, αφού μας έδενε το γεγονός ότι είμασταν θαλασσινοί και είχαμε την ελευθερία να ζούμε σε θαλασσόσπιτα... Στα καράβια αυτή η φιλία είναι κανόνας, όχι εξαίρεση.

«Ο Νέος Τρόπος Ζωής», Περιοδικό " Rudder "

Τράβα, λοιπόν, μακρυά από τις σφηγκοφωλιές που τις λένε πολιτείες, για να γλυτώσεις από το μαράζι, για να νοιώσεις απάνω σου τη ζωογόνα πνοή του Θεού.

Φώτη Κόντογλου, «Οι λίγοι καθυστερημένοι»

Στηρίζων το στήθος μου επί του υψηλού δρυφάκτου της πρύμνης, ως επί των χειλέων εξοχικού ανδήρου, με κρυφήν χαράν εισπνέω την δρόσον, την αμύθητον του πελάγους δρόσον, την αχώνευτον, την αλησμόνητον ζωήν.

Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, «Με τα πανιά»

Πίστεψέ με, νεαρέ μου φίλε, πώς στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε, που να έχει έστω και τη μισή αξία για να το κάνει κανείς, όσο το να τριγυρνάει μέσα σε πλεούμενα.

Robert Manry, "Tinkerbelle"

Ακόμα και το μήνα Μάρτη στο Βόρειο Ατλαντικό, ακόμα και μέσα σ’ ένα αντιτορπιλικό, ακόμα και σε μια τέτοια παράξενη, επικίνδυνη αποστολή, το γεγονός πώς ξαναβρισκόταν στη θάλασσα, ήταν για τον Χένρι πολύ τονωτικό. Βημάτιζε όλη μέρα πάνω στη γέφυρα πλημμυρισμένος ευτυχία, και κοιμόταν στην καμπίνα του, πλάι στην αίθουσα με τους χάρτες. Στις ξάστερες βραδιές, δίχως να νοιάζεται για τον παγωμένο αέρα και την ταραγμένη θάλασσα, περνούσε ώρες ολόκληρες μετά το δείπνο μονάχος του πάνω στη γέφυρα. Ο απέραντος σκοτεινιασμένος ωκεανός, ο καθαρός αέρας που μαστίγωνε αλύπητα το πρόσωπό του, τ’ αστέρια που συνωστίζονταν πάνω από το κεφάλι του, πάντα τον έκαναν να αισθάνεται πώς πλανιόταν στη θάλασσα αυτό που η Βίβλος ονόμαζε το «Πνεύμα του Θεού». Μέσα στα χρόνια που πέρασαν, πιότερο ακόμα κι’ απ’ τα μαθήματα της Βίβλου που είχε πάρει μικρός, οι νύχτες που περνούσε μονάχος στη θάλασσα διατηρούσαν δυνατή την πίστη στην ψυχή του Κάπταιν Χένρι. Τούτα δώ δεν τα χε ποτέ του εκμυστηρευτεί σε κανέναν, ούτε κάν στους ιερείς που τον εξομολογούσαν^ θα αισθανόταν ενοχλημένος και γελοίος, μα δεν ήταν και καθόλου σίγουρος πόσο στα σοβαρά έπαιρναν κι οι ίδιοι οι παπάδες το Θεό. Έτσι, και σ’ αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλη φορά, για τον Βίκτορ Χένρι ο Παντοδύναμος βρισκόταν εδώ, μέσα στο μαύρο, σπαρμένο άστρα ουρανό, μια παρουσία πραγματική και αξιαγάπητη.

Herman Wonk, «Οι άνεμοι του Πολέμου»

- Τι θα γίνει όμως με τα θωρηκτά, έ; τα σκεφθήκατε αυτά καθόλου; Το «Σάρνχορστ» και το «Γκνάϊτζενάου»; Αυτά τα δύο βύθισαν πάνω από εκατό χιλιάδες τόνους τον περασμένο μήνα.
- Μάλιστα, κύριε. Ελπίζω πώς αν βρεθούν κοντά μας θα μας ειδοποιήσουν οι αεροπορικές περιπολίες και θα τους ξεγλιστρήσουμε.
- Ο ωκεανός είναι τεράστιος, είπε ο ναύαρχος Κίνγκ. Πολύ εύκολα μπορούν να διαφύγουν από τις περιπολίες.
- Ναί, αλλά εξίσου εύκολα μπορεί να ξεφύγουμε κι εμείς από τα θωρηκτά, ναύαρχε.

Herman Wonk, «Οι άνεμοι του Πολέμου»

Τράβα μακρυά απ΄ τη στεριά, αλαργάρισε όσο μπορείς απ’ τους μυρμηγκοφάγους κι’ απ] τις μυρμηγκοφωλιές, να μερέψει η καρδιά μου, να γαληνέψει ο νούς μου.

Φώτη Κόντογλου, «Το άστρο της τραμουντάνας»

Τίποτε φτιαγμένο απ’ τα χέρια του ανθρώπου δεν είναι πιο όμορφο από ένα ιστιοφόρο που τρέχει σ’ όμορφο καιρό. Το να βρίσκεσαι πάνω σ’ αυτό το ιστιοφόρο είναι σά να είσαι τόσο κοντά στον Παράδεισο όσο περίμενα ποτέ να φθάσω. Είναι καθαρή, ανέρωτη ευτυχία.

Robert Manry, "Tinkerbelle"

Ευτυχισμένα στον κόσμο είναι μόνο τα πλάσματα που χαίρονται ελεύθερα έναν ανοιχτό ορίζοντα.

Robert Manry, "Tinkerbelle"

Η θάλασσα με τους άπειρους θησαυρούς της, με τις μυριάδες των ψαριών της, με την παραγωγή των βρύων και των φυκιών, με τα κολοσσιαία μαστοφόρα της, με ό,τι η φύση συντηρούσε εκεί, αλλά και με κάθε τι που οι άνθρωποι είχαν χάσει μέσα σ’ αυτή, επαρκούσε πλουσιοπάροχα για τις ανάγκες του πλοιάρχου και του πληρώματός του. Αυτό μάλιστα υπήρξε η εκπλήρωση της ζωηρότερης επιθυμίας του, αφού δεν ήθελε πια να έχει καμμιά επικοινωνία με την ξηρά.

Ιουλίου Βέρν, «Η Μυστηριώδης Νήσος»

Έπλεε συχνά εις τα νερά της Μαυρομαντηλούς, τρέφων παράδοξον στοργήν προς τον μονήρη τούτον βράχον, όστις μόλις ανέτεινε την κορυφήν υπέρ τον αφρόν του κύματος, ως κολυμβητής κεκμηκώς και αναπαυόμενος ύπτιος επί των κυμάτων. Εγνώριζεν όλα τα άντρα και τα μυστήρια του βράχου αυτού, όπου ανεκάλυπτε θαλασσίους θησαυρούς, αστακούς και καραβίδας υπερφυείς το μέγεθος, και κογχύλας και πεταλίδας και άλλα ακόμη ηδύγευστα όψα...
...Μετά ημισείας ώρας σύντονον κωπηλασίαν έφθασεν ο Γιαννιός εις την γειτονίαν της Μαυρομαντηλούς. Έφθασεν απλώς διά να διασκεδάση την μελαγχολίαν του, άλλως ουδεμίαν επρόβλεπεν άγραν διά σήμερον. Ήτο παράξενος την ημέραν εκείνην, ησθάνετο μεγίστην στενοχωρίαν.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η Μαυρομαντηλού»

Ο Γιώργης όμως ήθελε να υπάγη στην βάρκαν, όχι διότι του είχε παραγγείλει ούτω ο κυβερνήτης του, αλλά διότι πάντοτε ηρέσκετο κ’ επροτίμα να κοιμάται εις την βάρκαν. Η μάνα του ήτο πλέον γραία και δεν ηδύνατο να τον νανουρίση εις την κούνιαν του, ούτε εις την αγκαλιάν της. Η άλλη μάνα του, η θάλασσα, ακόμη τον ελίκνιζε με τα κύματά της. Κ’ εκείνη είχε κούνιαν, κι’ εκείνη είχεν αγκάλην και αγκάλας πολλάς...

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Έρως-Ήρως»

Μια μέρα αρρώστησε ο μπάρμπα-Μανώλης, πρώτη φορά στα ενενηνταοχτώ χρόνια που έζησε σε τούτον τον κόσμο. Μ’ όλα τα παρακάλια, δεν θέλησε να βγεί από τη βάρκα. Κειτότανε εκεί μέσα, σκεπασμένος μ’ ένα πάπλωμα.
Γύρεψε τον γούμενο να τον ξομολογήσει, και κείνος κατέβηκε με τ’ Άγιο Ποτήριο και τον ξομολόγησε μέσα στη βάρκα και τον κοινώνησε. Μα τι να ξομολογηθεί ο μπάρμπα-Μανώλης; Όσες αμαρτίες είχε κάνει το αγριοπούλι που καθότανε στον πρίνο, όσες αμαρτίες είχε κάνει η πέτρα που κειτότανε στην ακρογιαλιά, όσες αμαρτίες έκανε ο πρίνος, όσες αμαρτίες έκανε η παλιοβάρκα του, άλλες τόσες είχε κανωμένες κι ο μπάρμπα-Μανώλης. Κειτότανε μέσα στην πισσωμένη φωλιά του, και περίμενε να τον πάρει ο Ταξιάρχης, ήσυχος και βλογημένος. Τα κυματάκια αργοσαλεύανε την κούνια αυτού του νηπίου, του μπάρμπα-Μανώλη, κι από πάνω από το κεφάλι του άναβε το καντήλι κάτω από την πλώρη, μπροστά στο σαρακοφαγωμένο κόνισμα του Άγιου Νικόλα...

Φώτη Κόντογλου, «Ο μπάρμπα-Μανώλης ο βασιλές»

Όλοι οι άνθρωποι τ’ αγαπάνε τα ταξίδια μα οι Έλληνες τ’ αγαπάνε ακόμα παραπάνω και γι’ αυτό, εκείνον που ταξιδεύει μακαρίζουνε οι άλλοι που κάθονται παραπονεμένοι σά νάναι καταδικασμένοι. Και βγήκανε από τον τόπο μας πολλοί ταξιδευτάδες, που ταξιδέψανε όχι σε κοντινά μέρη, παρά σε μακρυνά. Γιατί ταξίδια λέγουνται και της θάλασσας και της στεριάς, ταξίδια λέγουνται και τα εύκολα και τα ραχατλίδικα, ταξίδια λέγουνται και τα επικίνδυνα. Για μένα όμως τα καλά ταξίδια είναι τα μακρυνά, τα θαλασσινά και τα επικίνδυνα... Ο πόθος τους, (όπως και σε πολλούς σημερινούς ονειροπόλους), ήτανε να φύγουνε από τον κόσμο τον πονηρεμένον της Ευρώπης, και να ξαποστάσουνε σε μέρη λησμονημένα και κρυμμένα, που ζούνε απλοί άνθρωποι, άς είναι και άγριοι, μα αξέγνοιαστοι, με λίγες ανάγκες, δίχως τη ζάλη της πολιτείας, να συμμαζέψουνε το νού τους, να ειρηνέψει η ψυχή τους. Και με την ελπίδα να βρούνε αυτά που ονειροπολούσανε, αψηφούσανε κάθε κίνδυνο, μάλιστα τον θέλανε, και τρέχανε να τον ανταμώσουνε.

Φώτη Κόντογλου, «Ταξίδια και Ταξιδευτές»

Έξω εκεί στον ωκεανό υπήρχε ειρήνη, μια ειρήνη που δεν βρίσκεται ποτέ πάνω στην ξηρά^ και ακόμα, υπήρχε ησυχία.

Robert Manry, "Tinkerbelle"

Ριζώσαμε στη γή και ξεχάσαμε τον ουρανό.

Henry David Thoreau, "Walden"

Το γλυκύ, σαπφείρινον, του πόντου χρώμα.

Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

Η θάλασσα άγιασε από τον Χριστό κι’ από τους Δώδεκα Αποστόλους, που ήτανε θαλασσινοί ανθρώποι, βλογημένα και τα εργαλεία τους, τα δίχτυα και τα παραγάδια^ τα δίχτυα όμως ήτανε πιο βλογημένα, γιατί σκεδιάζανε σταυρό.

Φώτη Κόντογλου, «Αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής»

Δεν μπορεί να υπάρξει μαύρη μελαγχολία για όποιον ζεί στη φύση. Δεν υπήρξε ποτέ θύελλα που να μήν είναι αιολική μουσική για το γερό και αγνό αυτί.

Henry David Thoreau, "Walden"

Ο Δαβίδ παρομοιάζει τη φωνή του Θεού σαν το μούγκρισμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Μα και την ειρήνη, τίποτα δεν μπορεί να την παραστήσει τόσο καλά, όσο η γαληνεμένη θάλασσα. Κι’ όλες οι όψεις που παίρνει αυτό το μυστηριώδες στοιχείο, έχουνε ανταπόκριση με την κάθε κατάσταση της ψυχής του ανθρώπου.

Φώτη Κόντογλου, «Η μάνα μου η θάλασσα»

Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας. Γι’ αυτό σαν τη βλέπει ο άνθρωπος, νοιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή. Ο ποιητής Κάλβος γράφει πώς η ελευθερία είναι κόρη του Ωκεανού, και πώς του έλεγε τούτα τα λόγια:

Ωκεανέ, Πατέρα...
Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται οι πατρικαί σου αγκάλαι^
Η ελπίς μου εις την αγάπην σου στηρίζεται όλη.

Φώτη Κόντογλου, «Η μάνα μου η θάλασσα»

Η βάρκα είναι καλύτερα να μήν έχει μηχανή, γιατί εκτός που τα πανιά έχουνε το μεράκι και κάνουνε τον άνθρωπο ν’ αγαπήσει αληθινά τη θαλασσινή ζωή, η μηχανή είναι και μπελάς, χαλά κάθε τόσο, θέλει πετρέλαιο, και το πιο κακό είναι που κάνει τόσο βροντολόγημα, που χαλά όλη τη γλυκύτητα της ερημιάς. Τα πανιά είναι ήσυχα, ειρηνικά, έχουνε κάποιο μυστήριο, κάνουνε τον άνθρωπο να τ’ αγαπήσει, κι αν πάθουν καμμιά φορά και κάποια ζημιά, το διόρθωμά τους είναι από τις πιο έμορφες κι’ αγαπημένες δουλειές του ερημίτη.

Φώτη Κόντογλου, «Αθόλωτη ευτυχία»

Τα κύματα δεν με φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρ~Α του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκόν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται κι’ αίφνης αναγεννώνται.
...Καθ’ όλην την ημέραν ησθανόμην αμύθητον αγαλλίασιν, κοιτάζων την εξαισίαν αυτήν του Αιγαίου σκηνογραφίαν. Ο άνεμος έπνεεν από των ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη, θαρρείς και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν.

Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, «Με τα πανιά»

Θάλασσα! ‘Ω στοιχείο γεμάτο μυστήριο! Φοβερό μαζί κι αγαπημένο! Τραβάς τον άνθρωπο, σαν να είσαι μαγνήτης! Ο βαθύς κι αιώνιος βόγγος σου νανουρίζει την ψυχή μας, γεμάτος μυστηριώδεις κι ανεξιχνίαστες φωνές!
Από την πρώτη μέρα της δημιουργίας η θάλασσα ήτανε όπως είναι σήμερα, και θα ναι η ίδια ώς τη συντέλεια του κόσμου. Δεν θ’ αλλάξει καθόλου, ολότελα. Πρίν να πλαστεί ο άνθρωπος απάνω στη γή, αυτά τα ίδια νερά βογγούσανε κι αφρίζανε μέσα στον έρημο τον κόσμο, κάτω από τον έρημον ουρανό, τα ίδια κύματα ξεσπούσανε καταπάνω στις έρημες στεριές, που δεν υπήρχε ακόμα απάνω τους καμιά ζωή, μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος, μήτε μαμούνι. Τα νερά όμως της θάλασσας ήτανε γεμάτα από πλήθος πλάσματα, μ’ όλο που απάνω σ’ αυτή δεν αρμένιζε τίποτα. Μοναχά ο ήλιος την κοντάριζε με τις πυρωμένες σαγίτες του από την ώρα που έβγαινε ώς την ώρα που βουτούσε πίσω από το έρημο πέλαγο, κατά το βασίλεμα, και το φεγγάρι πλανιότανε από πάνω της, βουβό, λυπημένο, σαν κομμένο κεφάλι δίχως αίμα, ρίχνοντας απάνω στ’ ατελείωτα νερά της το υδραργυρένιο κρύο φως του.
Ο άνθρωπος, αυτό το ακατακάθιστο τέρας, αλλάζει ολοένα την όψη της στεριάς, την καταπατά, την εξουσιάζει. Μα τη θάλασσα, με όλα που σοφίζεται, με όλα που βρίσκει το μυαλό του, δεν μπορεί να της κάνει τίποτα. Η όψη της απομένει ανάλλαχτη, αμόλευτη, όπως ήτανε τότε που «πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος», όπως λέγει η Αγία Γραφή. Κανένας δεν μπορεί να την εξουσιάσει, κι αυτό που λέγει ο άνθρωπος εξουσία απάνω στη θάλασσα, είναι μία εξουσία ψεύτικη, ξεγέλασμα της αλαζονείας του. Τα μεγάλα παπόρια του μπορεί να ταξιδεύουνε σε κάθε μέρος της, μα μόλις περάσει το κάθε πλεούμενο, που σκίζει το νερό της, αυτό πάλι κλείνει και σβήνει πίσω από το τιμόνι του τ’ αυλάκι που χάραξε για μια στιγμή, η μικρή πληγή που άνοιξε απάνω στο παρθένο το κορμί της σφαλά και γιατρεύεται στη στιγμή, χωρίς ν’ απομείνει σημάδι ολότελα. Τα υπερωκεάνια και τις πλεούμενες πολιτείες τις έχει για μπαίγνια, τ’ αφήνει και πηγαινοέρχονται απάνω της, ώσπου να θυμώσει και να τα καταπιεί. Ποιος θα εξουσιάσει τη φοβερή άβυσσο; Ποιος μπορεί ν’ αλλάξει κατά το θέλημά του ένα πράγμα που αλλάζει ολοένα το ίδιο από τον εαυτό του, απομένοντας αιώνια απάτητο, ασκλάβωτο, ανέγγιχτο, αμόλευτο, όπως εβγήκε από τα χέρια του Θεού; Στοιχείο αγιασμένο, άσπιλο!
Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας. Γι’ αυτό, σαν τη βλέπει ο άνθρωπος, νοιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή.

Φώτη Κόντογλου, «Η μάνα μου η θάλασσα»

Νανουριστήκανε με το βούϊσμά της... δεν υπάρχει πιο μεγαλόπρεπη και βαθειά μουσική απ’ αυτό.

Φώτη Κόντογλου, «Οι Φάροι και οι κατάδικοί τους»

Σάν κρασί μας μεθά αυτή η μακρυνή μοσχοβολιά που βγαίνει από το δροσερό το πέλαγο. Και πεθαμένος νάναι, όποιος γεννήθηκε από τούτη την αντρειωμένη τη μάνα κι ύστερα τη χωρίσθηκε και σίμωσε στα σύνορά της, ζωντανεύει μονάχα από την αρμύρα της που πετά απάνω στον αγέρα, τέτοια δύναμη δραστική έχει ετούτο «το ύδωρ το ζών», που δεν μπορεί να τη νοιώσει ο στεργιανός, κι άς λέγει ό,τι θέλει. Για τούτο φωνάζανε σαν ζουρλοί οι σκληροί στρατιώτες του Ξενοφώντα: «Θάλασσα! Θάλασσα!», και κλαίγανε σαν τα μωρά, σαν είδανε από μακρυά το πέλαγο, που δρόσιζε τις στεγνωμένες τις καρδιές τους.

Φώτη Κόντογλου, «Καΐκια και Καραβοκύρηδες»

Μόνο το πανί κάνει τους ναυτικούς.

Jean Merrien, "Les Navigateurs Solitaires"

Όποτε δώ θάλασσα, ξεπετά η καρδιά μου... Ακούω από μακρυά τη βουή της και δροσίζεται η ψυχή μου πρίν να την δώ. Καταλαβαίνω πώς με καλεί κοντά της.

Φώτη Κόντογλου

Tout ce que le coeur desire
pent toujour se riduire
a la figure de l’ eau

Paul Claudel

Η ιδέα ότι ένα μικρό πλεούμενο δεν μπορεί να πάει μακριά είναι από τις πιο πλανεμένες που υπάρχουν. Η ασφάλεια με κανένα τρόπο δεν είναι ανάλογη με το μέγεθος. Είναι η στερεότητα που πρέπει να είναι ανάλογη με το μέγεθος. Θεωρητικά, το μικρό πλοίο είναι πιο σίγουρο από το μεγάλο. Ένα ιστιοφόρο πάει πιο σιγά από ένα παιδί με ποδήλατο! Και όμως, κάνει τον γύρο του κόσμου, σε χρόνο σχετικά μικρό. Ένα είναι βέβαιο: ένα μικρό πλοίο, πιο μικρό από 12 μέτρα μάκρος, κυβερνημένο από έναν μόνον άνθρωπο, μπορεί να περάσει σχεδόν παντού.

Jean Merrien, "Les Navigateurs Solitaires"

Ο ωκεανός όταν είναι απόλυτη γαλήνη πρέπει να είναι το πιο ήσυχο μέρος του κόσμου. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν εκτός από αυτόν της αναπνοής μου.
Για μένα το να ταξιδεύω με πανιά υπήρξε ένας τρόπος για ν’ αποκτήσω από τη μια συντροφικότητα με την οικογένειά μου στο γεμάτο υγεία ύπαιθρο και από την άλλη την τόσο αναγκαία μοναξιά μακρυά από τηλέφωνα, καυσαέρια, εμπόρους και άλλες δυσάρεστες λεπτομέρειες του πολιτισμού. Αυτή η αγάπη, αυτή η ανάγκη είναι βασικά ένα αίσθημα μέσα στα κόκκαλά μου, ένας παλμός μέσα στα εντόσθιά μου τόσο προσωπικός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί.

R. Manry, "Tinkerbelle"

Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πώ, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα.

Φώτη Κόντογλου, «Πέδρο Καζάς», Πρόλογος

Τι ταν το θάμα π’ άνθιζε για μας το ευλογημένο;
Πιο κι’ από τ’ άνθος ήτανε της άχραντης αυγής
Σάμπως γοργόνας είδωλο στην πλώρα καρφωμένο,
τα στήθη μας σκέπαζε το πνέμα της σιγής.

Άγγελος Σικελιανός, «Το τραγούδι των Αργοναυτών»

Νυχτωνόμουνα σε άγριες ερημιές και κοιμόμουνα τρυπωμένος κάτω από την πλώρη, σκεπασμένος μ’ ένα καραβόπανο. Άκουγα τα τσακάλια να ουρλιάζουνε, και να ρχουνται κοντά στο μέρος που είχα φουνταρισμένη τη βάρκα μου, και φχαριστιόμουνα που ήμουνα ασφαλισμένος, μακριά από τη στεριά, και τ’ αγρίμια δεν μπορούσανε να ζυγώσουνε στη βάρκα. Μ’ έπαιρνε ο ύπνος και κοιμόμουνα μακάριος. Πόσο παρηγοριέμαι όποτε φέρνω στο νού μου κείνη τη ζωή, που δεν μοιάζει σε τίποτα τούτη που περνούμε, βουτηγμένοι στην ψευτιά, στην κακομοιριά και στην ανυπόφορη μονοτονία!

Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου»

Το ποίημα της δημιουργίας είναι αδιάκοπο. Λίγα όμως είναι τα αυτιά που το ακούνε.

Henry David Thoreau, "Walden"

Κανείς, πρίν την γευθεί, δεν μπορεί να έχει ιδέα για την χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος να πλέει ελεύθερα πάνω στους απέραντους ωκεανούς. Δεν είναι απαραίτητο, για να πραγματοποιηθεί αυτό το αίσθημα της χαρούμενης απελευθέρωσης, να ταξιδεύει κανείς μόνος, παρ’ όλον ότι αυτό είναι μια εμπειρία πολύ ευχάριστη.

Joshua Slocum

Έστρων συνήθως την κάπαν επάνω στην πλώρην της βάρκας κ’ εκοιμάτο χορευτόν και νανουρισμένον ύπνον, τρείς σπιθαμές υψηλότερ’ από το κύμα, θεωρών τα άστρα, και μελετών την πούλιαν και όλα τα μυστήρια του ουρανού.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Άνθος του Γιαλού»

Ο καπετάν Ηλίας, όστις είχεν εξέλθει με την βαρκούλαν εις τα ολίγα βράχια τα οποία έκλειον τον όρμον προς ανατολάς, και ησχολείτο να μαζώξει κοχύλια και πεταλίδας, οπού έβοσκαν εκεί εν αφθονίΑ εις τον ίσκιον του θαλασσίου βράχου, μετά λύπης αφήκε το προσφιλές λιμανάκι του -ήτο μία ποιητικωτάτη μικρά αγκάλη του εδάφους, όπου ημέρεαν τα άγρια κύματα κ’ εγυάλιζε γαλανά ο πόντος.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Τα Λιμανάκια»

Ιδού τώρα ευρέθην μόνος, κάτοχος της μικράς λέμβου. Ναύτης κ’ επιβάτης εν ταυτώ^ κυβερνήτης και ναύκληρος και πιλότος και μούτσος της ελαφράς σκάφης. Μόνος^ μόνος με τους λογισμούς του, εις την διάκρισιν του κύματος, εις το έλεος του ανέμου και της τρικυμίας. Όταν έχη τις πληγήν, βαθείαν, κρυφήν, εις την θάλασσαν πρέπει να πλέη, μόνος, ολομόναχος. Μεγαλυτέραν ευτυχίαν δεν είχα γευθή.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Τα Ρόδινα ακρογιάλια»

Ύμνος των Καραβιών
Αριστουργήματα μοναδικά, που δε θα ξαναγίνουν πια άλλη φορά, ήτανε τα καράβια με τα πανιά, τα ιστιοφόρα. Θα με καταλάβει καλά όποιος ένοιωσε από μικρός την ξωτική ομορφιά τους, την ανείπωτη μεγαλοπρέπειά τους, το γλυκό μυστήριό τους.
Τα καράβια ήταν κάποια παραμυθένια πράγματα, ή καλύτερα κάποια παραμυθένια πλάσματα... Σάν τα κοίταζε κανένας από μακρυά, μα κι από κοντινή απόσταση, πήγαινε σ’ έναν άλλον κόσμο, σ’ έναν κόσμο γεμάτον μεγαλοπρέπεια, εμορφιά, δύναμη, σοβαρότητα και ανεξιχνίαστο μυστήριο. Βάλε κοντά σ’ αυτά και πώς κείνο το μυστηριώδες πράγμα το έδεσε η φαντασία μας με τις ξωτικές και μακρινές χώρες της υδρόγειας σφαίρας, και τότε θα καταλάβεις τι ήταν ένα καράβι για την ψυχή μας.

Φώτη Κόντογλου

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ