ΤΕΥΧΟΣ 77

Άνοιξη 2001


Θεολογικά Θέματα

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μέρος προσωπικής αλληλογραφίας. Η επιμέλεια είναι της Αναστασίας Μπύρου. (Επιστολές Α.Κ. προς Α.Α., Οκτώβριος 1979).

Η συγχώρεση των αμαρτιών των ανθρώπων δεν εξαρτάται από τον Θεό αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους. Δεν είναι θέμα που αφορά την θέληση του Θεού, αλλά την ελεύθερη θέληση των ανθρώπων. Την ελευθερία μας την έδωσε ο Θεός, και οι βουλές του Θεού είναι αμεταμέλητες. Αυτό που έδωσε δεν το παίρνει πίσω. Αν έπαιρνε πίσω την ελευθερία μας, θα παύαμε να είμαστε άνθρωποι και θα γινόμασταν κτήνη, που δεν αμαρτάνουν ποτέ. Έτσι, όμως, ο Θεός θα είχε αρνηθεί τον εαυτό Του.

Αν αμαρτάνουμε όλοι είναι γιατί βρισκόμαστε κάτω από την απειλή και την πραγματικότητα της φθοράς και του θανάτου, σαν συνέπεια της πτώσεως. Όλες οι πτώσεις μας γίνονται σαν συνέπεια αυτής της απειλής, κατά τον Απόστολο Παύλο: "Όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζειν ένοχοι ήσαν δουλείας". Ο εγωκεντρισμός, η φιλοχρηματία, η φιληδονία είναι στο βάθος αντίδραση στην ενστικτώδη γνώση της φθαρτότητας και θνητότητάς μας. Χωρίς την οικονομία της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, χωρίς τον Χριστό, δεν θα υπήρχε καμιά δύναμη μέσα στη φύση μας που να μας ικανώσει να ξεπεράσουμε αυτή την απειλή του πνευματικού και σωματικού θανάτου.

Όμως, η ελευθερία που έβαλε ο Θεός μέσα στα μύχια της φύσεώς μας κάνει το κάθε πρόσωπο να αντιμετωπίζει διαφορετικά αυτή τη δεδομένη κατάσταση - οι μεν υποτάσσονται και συμμαχούν με τα πάθη και τον άρχοντα του κόσμου τούτου διάβολο, οι δε επαναστατούν και μάχονται εφ' όρου ζωής. Σ' αυτή τη βαθύτερη πνευματική διάθεση έγκειται η ελευθερία των ανθρώπων.

Αν αρεσκόμαστε στην εμπαθή υποδούλωση της ψυχής, ο Θεός δεν μπορεί να κάνει τίποτε για μας. Όχι γιατί δεν έχει τη δύναμη, αλλά γιατί δεν θέλει να καταστρέψει αυτό που δημιούργησε ο ίδιος, το κατ' εικόνα Του ελεύθερο πλάσμα. Αν επιζητούμε την ελευθερία από τα πάθη της ψυχής, ο Θεός απλώνει το χέρι Του και μας βγάζει σιγά-σιγά από αυτά κόβοντας, με άπειρη διάκριση και προσοχή, τους ποικίλους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους, ελευθερώνοντας και καθαρίζοντας την ψυχή μας ώστε να γίνει κατοικητήριό Του και μέτοχος της Θείας Ζωής.

Αυτή η ελευθερία εκλογής, το αν θα ταυτιστούμε με τα έργα της φθοράς ή αν θα πολεμήσουμε εναντίον τους, είναι κάτι που δόθηκε σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Αυτή είναι που τους διακρίνει από τα έξυπνα ζώα, τα διάφορα ανθρωποειδή ή τους πρωτόγονους "ανθρώπους". Είναι μια εσωτερική εκλογή απόλυτα ελεύθερη, που φθάνει στις ρίζες του είναι μας και είναι αιώνια.

Τα εξωτερικά φαινόμενα της ζωής απατούν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξέρουν, ο καρδιογνώστης Θεός, όμως, ξέρει και βλέπει και σώζει αυτούς που θέλουν να σωθούν, ίσως και την τελευταία στιγμή της ζωής τους. Ο Φαρισαίος φαινόταν άνθρωπος του Θεού και ο ληστής άνθρωπος της αμαρτίας, στην πραγματικότητα όμως ήταν το αντίθετο. Αυτή η πραγματικότητα είναι αιώνια, είναι ριζωμένη πιο βαθιά από τις συνθήκες τούτης της ζωής. Εδώ παλεύουμε με τις αδυναμίες μας και άλλοτε πέφτουμε, άλλοτε σηκωνόμαστε, αλλά το τι έχουμε βαθιά μέσα στην καρδιά μας μόνον ο Κύριος το ξέρει, και το σέβεται αιώνια, από άπειρη αγάπη. Γιατί αγάπη σημαίνει, πάνω απ' όλα, σεβασμός.

 

Δυστυχώς, η δικανική νοοτροπία, που πότισε τον τρόπο της σκέψεως και πολλών Ορθοδόξων, μας έκανε να μη μπορούμε πια να δούμε σωστά αυτά τα πράγματα. Έτσι, αντί να βλέπουμε τον Θεό σαν Πατέρα μας γεμάτο αγάπη και στοργή και συμπόνια για τα πλάσματά του, τον βλέπουμε σαν σκληρό και εκδικητικό τύραννο που διψάει την αιώνια καταδίκη μας. Φανταζόμαστε ότι προσβάλλαμε τόσο πολύ την αυτοϋπόληψη του Θεού, με την ανυπακοή του Αδάμ, ώστε να χρειάζεται η θυσία του ίδιου του Υιού Του, για να ικανοποιηθεί η "δικαιοσύνη" Του (διάβαζε υπερηφάνειά του). Αυτή είναι η θεωρία του Ανσέλμου περί ικανοποιήσεως της Θείας δικαιοσύνης δια της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Ο Θεός σκότωσε τον Θεό για να ικανοποιήσει την αξιοπρέπεια του Θεού! Αυτά διαβάζει κανείς ακόμη και σε σχολικά εγχειρίδια από τα οποία διδαχθήκαμε την πίστη μας. Πώς, τώρα, να καταλάβουμε τους Πατέρες και τη δική τους κατά Χριστόν νοοτροπία;

Δεν ήρθε ο Χριστός για να μας σώσει από τον Θεό και Πατέρα Του, όπως διδάσκουν οι δυτικοί, Παπικοί και Διαμαρτυρόμενοι. Δεν θυσιάστηκε για να καταπραΰνει τον θυμό του προσβεβλημένου Πατέρα Του. Ούτε θυμώνει, ούτε προσβάλεται ο Θεός, ο άπειρος και απαθής, ώστε να απαιτήσει ικανοποίηση αυτής της προσβολής. Αυτός που είχε πάθει κάτι, αυτός που χρειαζόταν θεραπεία, δεν ήταν ο Θεός αλλά ο άνθρωπος. Ο Χριστός, σαν άλλος καλός Σαμαρείτης, ήρθε να περιποιηθεί και να γιατρέψει τον εμπεσόντα στους ληστές (δαίμονες) άνθρωπο. Η οικονομία της σωτηρίας είναι διεργασία θεραπείας του ανθρώπου. Η καταλλαγή που έγινε δια του Χριστού δεν είναι καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους, αλλά των ανθρώπων προς τον Θεό. Αυτοί είχαν απομακρυνθεί από τον Θεό και αυτοί ξαναγύρισαν, εν Χριστώ, στον Θεό. Δεν είχε φύγει ο Πατέρας από το σπίτι, αλλά ο άσωτος γιος. Ο Πατέρας ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει τον άσωτο γιο του και πάντοτε λαχταρούσε την επιστροφή του, χωρίς να ζητάει καμιά ανταπόδοση στην αγάπη του. Η τιμωρία του ασώτου στην ξενιτιά δεν ήταν εκδίκηση του Πατέρα, αλλά συνέπεια της απομάκρυνσης από τον Πατέρα, μιας απομάκρυνσης που ήταν εκούσια.

Πώς σώζει ο Θεός αυτούς που θέλουν να σωθούν από τον διάβολο και την αμαρτία είναι ιστορία μεγάλη και θαυμαστή, είναι η ιστορία της αγάπης.

Το πρώτο που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι το λάθος που γίνεται συνήθως, να ξεχωρίζονται τα Πάθη του Χριστού από την υπόλοιπη Οικονομία της Σωτηρίας και να τονίζονται με αποκλειστικότητα, σαν να είναι η μόνη πηγή της Σωτηρίας. Στον δικανικό κόσμο της Δύσεως, ο Σταυρός είναι το πάν, μέχρι του σημείου να ξεχνιέται ακόμη και η Ανάσταση, αφού ο Σταυρός "ικανοποίησε", κατ' αυτούς, τη Θεία δικαιοσύνη και αφού σ' αυτήν την ικανοποίηση του Θεού εμπεριέχεται όλη η σωτηρία.

Όμως, η οικονομία της Σωτηρίας είναι μια λεπτή και σοφή θεραπευτική διαδικασία εκ μέρους του Θεού για τον άρρωστο άνθρωπο και υφαίνεται αδιάσπαστα σε μια θαυμαστή και αγιασμένη ενότητα.

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ' εικόνα Του. Αυτό σημαίνει ότι η φύση των ανθρώπων είναι μία, όπως και η φύση του Θεού είναι μία. Η φύση αυτή του ανθρώπου, που είναι μία, ζει σε πολλά πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά, στην προπτωτική κατάσταση, προορίζονται να ζήσουν ενωμένα μεταξύ τους, όπως τα πρόσωπα του Θεού, με την αγάπη, την ενιαία θέληση και την ίδια ζωή έμπλεη στη Θεία Ενέργεια. Η εικόνα του Θεού σημαίνει ακόμη πώς ο άνθρωπος είναι πλάσμα ελεύθερο, όπως ο Θεός. Η ελευθερία του αυτή φανερώνεται στον προσωπικό, ιδιαίτερο τρόπο της ύπαρξης του καθενός.

Ο Θεός έπλασε ακόμη τον άνθρωπο "καθ' ομοίωσίν Του". Αυτό σημαίνει ότι είναι προορισμένος να ανεβαίνει διαρκώς τα σκαλιά προς τη θέωση, δηλαδή να συμμετέχει στη ζωή της Αγίας Τριάδος, και ότι αυτή η πρόοδος σε βάθος συμμετοχής δεν θα έχει ποτέ τέλος, εφ' όσον πάντοτε θα υπάρχει η απόσταση που χωρίζει το άπειρο της Θείας Ενέργειας από την πεπερασμένη φύση του κτιστού πλάσματος που την δέχεται.

Ακόμη, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο "άρσεν και θήλυ". Στο σημείο αυτό αρχίζει το μυστήριο της "Δεύτερης Δημιουργίας", όπως την αποκαλεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, που είναι η επιπρόσθετη δημιουργία, "εν τη προόψει της πτώσεως". Η "Πρώτη Δημιουργία", είναι η Δημιουργία κατά την αρχική θέληση και το αρχικό σχέδιο του Θεού. Με τη "δεύτερη" δημιουργία αρχίζει και η Οικονομία της Σωτηρίας μας. Γνωρίζοντας ο Θεός την πτώση μας, προσθέτει στον άνθρωπο ένα προσωρινό χαρακτηριστικό, έξω από την εικόνα του Θεού, προορισμένο να σβήσει όταν παρέλθουν οι συνέπειες της πτώσεως στην παλιγγενεσία: το χαρακτηριστικό της διακρίσεως σε άρσεν και θήλυ. Αυτή η "δεύτερη δημιουργία", που κυριαρχείται από τη σεξουαλική αντίθεση και συμπλήρωση και συνοδεύεται από πολλά άλλα πρόσθετα χαρακτηριστικά, όλα προσωρινά (όπως η λειτουργία της πέψεως που είναι κύκλος θανάτου για τη ζωή) επεκτείνεται σ' ολόκληρη την υλική κτίση, που "συστενάζει και συνοδύνει" μαζί με τον άνθρωπο, στην πτώση του.

Αυτό τον άνθρωπο τον συγκεκριμένο, τον χοϊκό, τον Αδάμ, ο Θεός τον παίρνει από το χώμα του Σύμπαντος και εμφυσεί σ' αυτόν τη σφραγίδα της Εικόνας Του, δίδοντάς του το Πνεύμα το Άγιο. Ξεχωρίζει γι' αυτόν έναν τόπο επάνω στή γή. Ο τόπος αυτός ήταν περιορισμένος από τέσσερις ποταμούς, δηλαδή γεωγραφικά καθορισμένος, και με όρια απτά, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη γή, που ήταν πεσμένη στη φθορά, εξ' αιτίας της παρακοής, που αν και επρόκειτο να ακολουθήσει χρονικά, οι συνέπειές της ήταν ήδη οντολογικά παρούσες. Εκεί φυτεύει ο Θεός Παράδεισο γεμάτο από μυστικά φυτά της Χάρης και βάζει εκεί τον άνθρωπο για να εργάζεται, να φυλάγει και να καλλιεργεί τον Παράδεισο.

Τίποτε το κακό δεν υπήρχε μέσα σ' αυτόν τον κήπο, όλα ήταν φυτά της Χάριτος. Υπήρχε όμως ένα φυτό που οι άνθρωποι δεν ήταν ώριμοι να το γευθούν, "τό ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού

και πονηρού". Αυτό έπρεπε να το γευθούν αργότερα, όταν θα είχαν ωριμάσει πνευματικά. Όπως το βρέφος δεν τρώγει ψωμί, ούτε κρέας, κι ας είναι θρεπτικά, γιατί θα το κατέστρεφαν, έτσι και ο άνθρωπος δεν έπρεπε να γευτεί τους καρπούς αυτού του φυτού.

Ο διάβολος κατόρθωσε να τους πείσει, πρώτα, ότι ο Θεός δεν θέλει το καλό τους αλλά θέλει να τους στερήσει την θέωση, αυτό ακριβώς για το οποίο τους προόριζε, και δεύτερο, ότι οφείλουν να κατακτήσουν τη θέωση με δικές τους αποκλειστικά ενέργειες, άσχετα αν αυτές είναι αντίθετες προς το θέλημα του Θεού. Η αποδοχή της διαβολής και της πονηρίας αυτής έκανε τους ανθρώπους να ψυχρανθούν με τον Θεό και να απομονώσουν έτσι θεληματικά τον εαυτό τους από τις ενέργειές του.

Η αλλοίωση που προέκυψε από την αποδοχή της διαβολής αφορούσε μόνο τους ανθρώπους. Καμιά αλλοίωση δεν έγινε στόν Θεό, καμιά ελάττωση της αγάπης, καμιά ψύχρανση, καμιά προσβολή στο μεγαλείο Του, καμιά ανάγκη για ικανοποίηση κάποιας θεϊκής αξιοπρέπειας ή "δικαιοσύνης". Το κακό έγινε στις καρδιές των ανθρώπων και μέσα στις καρδιές των ανθρώπων έπρεπε να γιατρευτεί.

Η αποδοχή της διαβολής, έκλεισε τις καρδιές των ανθρώπων στη Χάρη του Θεού, τους έκανε να γυμνωθούν από τη Θεία Ενέργεια, που τους σκέπαζε σαν ρούχο άφθαρτο και ασύγκριτο. Δεν τους στέρησε ο Θεός τη Χάρη Του, δεν τους έκοψε την παροχή της Ενέργειάς Του. Η Χάρη ποτέ δεν έπαψε να δίδεται επάνω σε δικzους και σε αδίκους το ίδιο άφθονη. Οι Πατέρες περιγράφουν αυτή την κατάσταση λέγοντας ότι η χάρη έφυγε από τις καρδιές των ανθρώπων, που τις κατοίκησε ο διάβολος, αλλά ποτέ δεν έπαψε να περιβάλλει αυτές τις καρδιές "απ' έξω".

Έτσι, οι πρωτόπλαστοι έχασαν το ρούχο της Χάριτος που φορούσαν. Όταν έφαγαν από το ξύλο της γνώσεως και άνοιξαν τα μάτια τους, είδαν την πραγματικότητα, είδαν ότι ήσαν γυμνοί. Αυτό που κρύβεται κάτω από τα σύντομα λόγια της Αγίας Γραφής δεν είναι παρά το δράμα της γυμνώσεώς μας που θεραπεύεται μόνο με το βάπτισμα.

Το ρούχο αυτό, την Χάρη του Θεού που τους έλειψε, το αντικατέστησαν με "φύλλα συκής" που τα "έραψαν". Το αντικατέστησαν, δηλαδή, με τα έργα των χεριών τους, τις δικές τους ανθρώπινες προσπάθειες, που εξελίχθηκαν σε αναζήτηση της "θεώσεως" μέχρι τον πύργο της Βαβέλ. Τα θαυμαστά κατορθώματα του ανθρώπου συρράπτουν τα φυσικά δεδομένα για να ανυψώσουν τον άνθρωπο.

Όμως, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, δεν άφησε τα πλάσματα των χεριών του αβοήθητα κάτω από την επιβουλή του διαβόλου. Έσπευσε σε βοήθειά τους. Και ακούσθηκε η φωνή Του μέσα στον Παράδεισο το δειλινό, και ο ήχος των ποδιών του "περιπατούντος", των ποδιών εκείνων που αργότερα η αμαρτωλή γυναίκα έρανε με μύρο, και των οποίων η Εύα "κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη". Δεν είχε όμως τίποτε το άγριο εκείνη η φωνή. Τίποτε το απάνθρωπο και το αυστηρό δεν είχε ο Κύριος επάνω Του, μόνο κάτι το πονεμένο και το ελεγκτικό. Ήταν μια προσπάθεια να τους συνεφέρει πριν να είναι πολύ αργά, κάλεσμα σε μετάνοια και σε σωτηρία, πράξη και αυτή της Οικονομίας της Σωτηρίας.

Περπατούσε ο Χριστός μέσα στον Παράδεισο το δειλινό, σαν τσομπάνης που έχασε το πρόβατο και φώναζε: "Αδάμ που είσαι;" Που είσαι πλάσμα των χεριών μου, που είσαι φίλε μου, που είσαι αδελφέ και συγκληρονόμε μου; "Αδάμ που είσαι;"

"Άκουσα τη φωνή σου και φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός και κρύφτηκα". Γιατί Αδάμ φοβήθηκες Αυτόν που σ' έπλασε, τι το τρομακτικό είδες στην όψη Αυτού που σ' ευεργέτησε με τόσα αγαθά; Αυτού που σε τίμησε με τόση τιμή;

"Ποιος σου είπε Αδάμ, ότι είσαι γυμνός; Τι σε έκανε να δεις αυτή την αλήθεια, να αντιληφθείς τη φτώχια σου, άλλο από τον καρπό της γνώσης, που σου είχα πει να μην τον φας από τώρα;"

Τι άφατη αγάπη! Τι διευκόλυνση της εξομολογήσεως! Λέγει ο Κύριος την αμαρτία για να κάνει τα πράγματα εύκολα στον Αδάμ. "Ναι, Κύριε, δεν σε άκουσα, συγχώρεσέ με". Τι όμορφα που θα είχαν τελειώσει όλα! "Συγχώρεσέ με". Έτσι θα είχε σωθεί κι ο Ιούδας. "Συγχώρεσέ με". Η λέξη που ανοίγει την κλειστή πόρτα της καρδιάς στη Χάρη.

Όμως ο Αδάμ δεν είπε την λέξη αυτή. Προτίμησε να αντιτάξει το μίσος στην αγάπη: "Εσύ φταις". "Ναι, εσύ φταις, γιατί η γυναίκα που συ μου έδωσες, αυτή μου έδωσε από το ξύλο και έφαγα".

Δέχθηκε ο Κύριος την κλωτσιά του πλάσματός Του και δεν μίλησε. Κοίταξε μήπως βρει πόρτα ανοικτή στην καρδιά της Εύας. "Γιατί το έκανες αυτό Εύα;" Αλλά ούτε εδώ μετάνοια, ούτε σ' αυτήν δεν βρήκε τόπο η συναίσθηση της αμαρτίας. Όχι, δεν έφταιγε αυτή, ο όφις που δημιούργησε ο Θεός, αυτός την απάτησε. Τι ζητάς από μας ευθύνη, Κύριε, αφού φταις εσύ ο ίδιος; Εσύ δεν δημιούργησες την γυναίκα; Εσύ δεν δημιούργησες τον όφι;

Το φαρμάκι της διαβολής είχε βρει ανταπόκριση στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι γίνεται πάντα. Το δηλητήριο αυτό δεν μπορεί να σκοτώσει αν δεν βρει ανταπόκριση στην καρδιά που στήνει αυτί. Και στο τέλος αυτή η καρδιά είναι που πεθαίνει, όχι αυτός που συκοφαντείται. Φαρμακώθηκε η καρδιά του Αδάμ και της Εύας και μίσησαν τον Δημιουργό τους μέχρι του σημείου να τον μεμφθούν για τα δημιουργήματά Του. Έκλεισαν πια οι φαρμακωμένες καρδιές τους στη Χάρη που ποτέ δεν έπαψε να κτυπάει την πόρτα τους. "Ιδού, ισταμαι επί την θύραν και κρούω". Όμως η θύρα είναι καλά αμπαρωμένη και μέσα κατοικεί ο διάβολος.

Μπροστά όμως σ' αυτό το δράμα, η αγάπη του Θεού προφητεύει την απολύτρωση, που προαιώνια σχεδίασε η σοφία Του. "Έχθραν θήσω ανά μέσον σου (όφι-διάβολε) και ανά μέσον της γυναικός (της κορυφαίας όλων των γυναικών, της Παναγίας Μητέρας Του) και ανά μέσον του σπέρματός σου (του γένους των επαναστατημένων αγγέλων) και ανα μέσον του σπέρματος αυτής (εμού του Υιού του Θεού που μέλλω να πάρω σάρκα και να γεννηθώ εξ αυτής)^ αυτός (ο Χριστός) σου τηρήσει κεφαλήν (θα σου σπάσει το κεφάλι, διάβολε) και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν (και συ θα του δαγκάσεις την φτέρνα, ανεβάζοντάς Τον στο σταυρό)" (Γεν. Γ΄ 15).

Και μετά την προφητεία της απολυτρώσεως από τη φοβερή πτώση αρχίζει η παιδεία, ο μακρύς δρόμος της διορθώσεως του κακού που συντελέσθηκε, η προπαρασκευή της εκπορθήσεως του Πονηρού από τις καρδιές των ανθρώπων. Πρέπει να καταλάβει ο άνθρωπος τι είναι χωρίς τον Θεό, να καταλάβει τη μηδαμινότητά του για να αναζητήσει και να διψάσει γι' Αυτόν που είναι η Ζωή και η αιώνια αγαλλίασή του. Λέγει, λοιπόν, ο Κύριος στη γυναίκα: "Θα πληθύνω τις λύπες και τον στεναγμό σου για να ταπεινωθεί η οίησή σου, που έγινε αιτία τόσων κακών, θα γίνει κύριός σου ο άνδρας σου". "Κι εσύ Αδάμ, που προτίμησες ν' ακούσεις τη γυναίκα σου παρά εμένα, θα τρως το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου, ως την ημέρα που θα γυρίσεις στη γη από την οποία σε έπλασα, γιατί μέσα στα καλά του Παραδείσου και στη Χάρη τη δική μου είχες ξεχάσει ότι είσαι χώμα και νόμισες τον εαυτό σου αυτάρκη και αθάνατο θεό".

Και δίνει ο Θεός στον Αδάμ και την Εύα χιτώνες δερμάτινους για να ντυθούν, για την προστασία τους αλλά και για την κάλυψη της γυμνότητάς τους, για να αντικαταστήσει τον χιτώνα τον φωτεινό της Χάριτος που ήταν ντυμένοι στον Παράδεισο. Παντού η πρόνοια και η αγάπη του Θεού σκεπάζει τον άνθρωπο, τον αχάριστο και πλανεμένο.

Πολλοί Χριστιανοί νομίζουν ότι ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να εκδικηθεί την παρακοή του. Δεν υπάρχει πιο βλάσφημη σκέψη. Ποτέ ο Θεός δεν τιμωρεί εκδικητικά. Ενεργεί μόνον παιδαγωγικά, για να διορθώσει και να σώσει. Όταν δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα διορθώσεως και σωτηρίας, δεν υπάρχει και παιδαγωγία του Θεού. Ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να προετοιμάσει τη μέλλουσα σωτηρία του με μια μακροχρόνια σκληρή άσκηση. Ο Παράδεισος ήταν για ανθρώπους που βρίσκονταν στη σκέπη της Χάριτος. Ο άνθρωπος που έχασε τη Χάρη, έχασε και τη δυνατότητα να ζει σωστά μέσα στον Παράδεισο της τρυφής. Η τρυφή θα τον έριχνε σε πολύ μεγαλύτερα κακά. Του χρειαζόταν η σκληρή ζωή και η εργασία για να μπορέσει να έλθει σε συναίσθηση της μηδαμηνότητάς του και για να περικόψει όσο γίνεται τα πάθη, που άρχισαν να φυτρώνουν μέσα του σαν αγκάθια.

Ακόμη περισσότερο, όμως, ο λόγος της εξορίας από τον Παράδεισο ήταν η ύπαρξη μέσα σ' αυτόν του δένδρου της ζωής, του ξύλου εκείνου δια του οποίου δινόταν στον άνθρωπο μέσα στον Παράδεισο η Χάρη της συνεχούς ζωής και ανανεώσεως. Στην κατάσταση του πνευματικού θανάτου και του ψυχικού κενού, που έφθασε ο άνθρωπος με την παρακοή, δεν τον συνέφερε να ζει σωματικά για πολύ καιρό. Είναι πιο συμφέρουσα η κοίμησή και η ανάπαυση από τους μόχθους μιας ζωής πεσμένης στον ψυχικό θάνατο. Η ακηδία και η ρουτίνα των χρόνων και των αιώνων μέσα σ' ένα περιβάλλον κακίας θα ήταν αβάσταχτο βάσανο. Αλλά, χειρότερα ακόμη, ο χρόνος θα μεγάλωνε γεωμετρικά την προσωπική κακία πολλών ανθρώπων και επομένως την δυστυχία όλων και τελικά θα καταστούσε αδύνατη τη σωτηρία. Από την άλλη μεριά, ο σωματικός θάνατος θα υπογράμμιζε πιο έντονα στον άνθρωπο τον πρώτο και κύριο θάνατο, που είναι η αποξένωση της καρδιάς από τη Χάρη του Θεού.

Εξαπέστειλε, λοιπόν, Κύριος ο Θεός τον Αδάμ εκ του Παραδείσου "μήποτε εκτίνει την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα". Δεν θα υπήρχε πιο δυστυχισμένο πλάσμα από ένα πλάσμα νεκρό πνευματικά και αθάνατο σωματικά, που θα περιέφερε την πνευματική του γυμνότητα και το κενό της ψυχής του στους αιώνες.

Ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να μη συγκαλυφθεί το φοβερό γεγονός του πνευματικού θανάτου που έφερε στον άνθρωπο η εχθρότητά του προς τον Θεό. Για να μην ξεγελάσει τον άνθρωπο η παραδείσια τρυφή και η αθανασία και δεν καταλάβει ότι έχασε το κυριότερο που είχε μέσα στον Παράδεισο: τον ίδιο τον Θεό, το ασύγκριτο και άπειρο αγαθό, που κανένα δημιούργημά του, οσοδήποτε τέλειο, δεν μπορεί να αντικαταστήσει, και που δίνει νόημα και χάρη σε όλα τα δημιουργήματα του Παραδείσου. Επέτρεψε ο Θεός τον θάνατο και την διάλυση του σώματος σαν απτή εικόνα του θανάτου της ψυχής, που είναι αόρατος στα πεσμένα μάτια των ανθρώπων.

Αυτή η συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς μας είναι προϋπόθεση της δίψας για τη σωτηρία μας. Ο άνθρωπος έπρεπε, σαν ελεύθερο ον, να είναι συνεργάτης του Θεού στην απολύτρωση και η σωτηρία έπρεπε να έλθει σαν απάντηση στον πόθο του ανθρώπου. Έτσι, η εξορία από τον Παράδεισο και η απομάκρυνση από το δένδρο της ζωής εντάσσεται στην Οικονομία της Σωτηρίας.

Δεν θα καταλάβουμε ποτέ το μυστήριο της Οικονομίας της Σωτηρίας, αν δεν αντιληφθούμε ότι ο βαθύτερος σκοπός είναι η αλλαγή του ανθρώπου και όχι η αλλαγή του Θεού, ότι αυτό που επιδιώκεται είναι η γιατρειά του ανθρώπου και όχι η ικανοποίηση κάποιας ανθρωπομορφικής Θεϊκής δικαιοσύνης. Η οικονομία της Σωτηρίας δεν επιδιώκει την καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους με τιμωρίες και εξιλαστήριες θυσίες που ικανοποιούν δήθεν τη δικαιοσύνη Του. Όλα γίνονται για τη γιατρειά του ανθρώπου και για την επάνοδό του στο δρόμο που οδηγεί στην ομότιμη συμμετοχή στη Θεία Ζωή, που ονομάζεται θέωση.

Έπεσε ο Αδάμ και η Εύα στην αποδοχή της διαβολής και σκλήρυνε εξ αιτίας της η καρδιά τους που δεν δεχόταν πια μέσα της την χάρη της παρουσίας του Θεού, αλλά το δηλητήριο της παρουσίας του διαβόλου. Τι έφταιξαν, όμως, τα παιδιά τους; Τι έφταιξαν οι άνθρωποι αιώνες και χιλιετηρίδες ύστερα από αυτούς; Τι φταίξαμε εμείς σήμερα για την παρακοή του Αδάμ;

Για την παρακοή του Αδάμ δεν φταίξαμε σε τίποτα. Καμιά ευθύνη δεν έχουμε, φυσικά, εμείς για ξένες αμαρτίες, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι Παπικοί. Η αμαρτία και η ευθύνη είναι υπόθεση των προσώπων. Δεν μπορεί ένα πρόσωπο να έχει ευθύνη για αμαρτίες άλλου προσώπου. Γιατί μιλούμε, τότε, για προπατορικό αμάρτημα, τι σχέση έχει μ' εμάς το αμάρτημα των προπατόρων μας;

Υπάρχει, βέβαια, σχέση ανάμεσα σε μας και στους προπάτορες, αλλά όχι στο επίπεδο κάποιας δήθεν ενοχής που η απάνθρωπη "δικαιοσύνη" του Θεού έριξε επάνω σε ανεύθυνους απογόνους.

Ο Αδάμ και η Εύα δεν ήταν ανεξάρτητα και ασύνδετα άτομα. Ήταν πρόσωπα και ανάμεσά τους υπήρχε κάτι που τους συνέδεε, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους. Αυτό το κάτι ήταν η φύση. "Ιδού νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου" αναφώνησε ο Αδάμ μόλις είδε την Εύα. Αυτό, το να είσαι οστούν εκ των οστέων του άλλου και σαρξ εκ της σαρκός του, είναι η φύση, αυτό που έχουμε κοινό όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως προαιρέσεως. Το πρόσωπο του καθενός μας είναι μοναδικό, αλλά η φύση μας είναι μία για όλους και κοινή. Ένας είναι ο άνθρωπος, σε πολλά πρόσωπα, κατ' εικόνα του Θεού. Η αμαρτία του Αδάμ ως προσώπου είναι δική του, δική του η ευθύνη και η ενοχή. Όμως τα αποτελέσματα της πτώσης του, οι συνέπειες, κτύπησαν τον Αδάμ ολόκληρο, όχι μόνο σαν πρόσωπο αλλά και σαν φύση, γιατί αυτά τα δύο είναι αχώριστα, και δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Όταν ο Αδάμ έκλεισε την κακοδασκαλεμένη καρδιά του στη Χάρη του Θεού, η στέρηση τον κτύπησε ολόκληρο "μέχρι μυελού των οστέων του". Στερήθηκε σαν πρόσωπο την Πηγή της Ζωής και της Αθανασίας, την στερήθηκε, όμως, και σαν φύση. Χωρίς ζωή, η φύση του ανθρώπου υποτάχθηκε στο θάνατο και δια του ανθρώπου υποτάχθηκε στον θάνατο ολόκληρη η υλική δημιουργία, το "χώμα" από το οποίο ήταν φτιαγμένος ο άνθρωπος (βλέπε υποσημείωση).

Το δράμα της ανθρωπότητας έγκειται στο ότι η φθορά και ο θάνατος της φύσεώς μας την έκανε υπόδουλη στα πνευματικά της πονηρίας. Εσωτερικά, οι άνθρωποι είναι πάντοτε ελεύθεροι να θέλουν ή να μη θέλουν το καλό που τους υπαγορεύει η συνείδησή τους, η πραγματοποίησή του όμως, σε μέτρα αληθινής ελευθερίας τους είναι πολύ δύσκολη ή και σχεδόν αδύνατη.

Για να μπορέσει να λυτρωθεί η ανθρωπότητα από αυτόν τον φαύλο κύκλο της πτώσεως και να καταλλαγεί με τον Θεό, χρειάζεται να δεχθεί μέσα στη φύση της μία δύναμη θεραπείας που να νικά τη δύναμη του Άρχοντα του Κόσμου τούτου, που την κρατά υπόδουλη. Η δύναμη αυτή βρίσκεται στην ένωση της Θείας φύσης με την ανθρώπινη, που συντελέστηκε με την ενσάρκωση του Θεού.

Το σχέδιο αυτό του Θεού ήταν προαιώνιο. Ήταν ο απώτερος σκοπός ολόκληρης της δημιουργίας: "τέλος το σκοπιμότατον δημιουργίας απάσης". Η ένωση του ανθρώπου, και δια του ανθρώπου ολόκληρης της κτίσεως, με τον Υιό του Θεού, μέσα στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου είναι ο λόγος για τον οποίο "ο κόσμος εγένετο", και αυτό ανεξάρτητα από την πτώση του ανθρώπου. Η ένωση της φύσεως του Θεού και της φύσεως του ανθρώπου, η ασύγχυτη και αχώριστη, στο πρόσωπο του Υιού του Θεού, ήταν το "ύστατο τέλος" της δημιουργίας, που θα γινόταν οπωσδήποτε, έστω κι αν δεν είχε αμαρτήσει ο Αδάμ. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να ζήσει μαζί του, για να κοινωνήσει απόλυτα στη ζωή της Θεότητας, για να συμμετάσχει ομότιμα στη Ζωή της Αγίας Τριάδος, κατά χάριν, βέβαια, αλλά χωρίς υστέρημα κανένα^ για να καθίσει στα δεξιά του θρόνου της μεγαλοσύνης Του, για να γίνει "μετά Θεόν θεός".

Η πτώση δεν άλλαξε σε τίποτε αυτή την "προαιώνια βουλή", απλώς της έδωσε τη συγκεκριμένη μορφή που ξέρουμε, και τα στάδια που απέβλεπαν στην επανόρθωση της πτώσεως. Η εν Χριστώ όμως απολύτρωση και σωτηρία μας δεν είναι μια άμεση επιστροφή στην προ-πτωτική παραδείσια κατάσταση, αλλά εν καιρώ πραγμάτωση του σκοπού της δημιουργίας για όλους όσους θελήσουν ελεύθερα να αγαπήσουν τον Χριστό.

 

Αυτό το προαιώνιο σχέδιο του Δημιουργού, το απίστευτο πραγματικά για κάθε κτιστό νου, το αγνοούσαν όλα τα λογικά του κτίσματα. Ήταν το "από αιώνων σεσιγημένον μυστήριον", που δεν είχε αποκαλυφθεί σε κανέναν άγγελο ή άνθρωπο. Ήταν γνωστό από τις προφητείες ότι ο Θεός ετοιμάζει το "σωτήριόν" Του, αλλά ήταν αδύνατο για τους ανθρώπους να φανταστούν ποιος ήταν αυτό το "σωτήριον" και τι σήμαινε στην πραγματικότητα η γέννηση της Παρθένου.

Για την ένωση όμως αυτή της Θείας και της ανθρώπινης φύσεως υπήρχαν προϋποθέσεις. Η μία ήταν να θέλει ο Θεός. Αλλά αυτό ήταν δεδομένο. Η άλλη ήταν να θελήσει ο άνθρωπος, στο πρόσωπο αυτής που είχε διαλέξει ο Υιός του Θεού για Μητέρα Του. Η τρίτη προϋπόθεση ήταν η καταλληλότητα του εδάφους όπου θα γινόταν η σπορά. Για την καταλληλότητα αυτή του εδάφους χρειαζόταν μακροχρόνια προετοιμασία.

Μέσα από την άγρια και ακαλλιέργητη γη της ανθρωπότητας έπρεπε να ξεχωρίσει ο Θεός μια κατάλληλη έκταση και να την ξεχερσώσει, να την καλλιεργήσει πνευματικά με τον σπερματικό λόγο και να την κάνει να βλαστήσει ορισμένα νοήματα και ορισμένες αλήθειες που είχαν βυθιστεί στη λήθη της αγριότητας. Η έκταση αυτή ήταν η γη που απλώνεται από τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην Ανατολή, πιάνει τις χώρες που είναι γύρω από τη Μεσόγειο και καταλήγει στις Στήλες του Ηρακλή και στα νησιά της Βρετανίας, στη Δύση. Κυρίως, όμως, ο καλός Γεωργός διάλεξε την καλή γη, τον Αβραάμ, την έβγαλε από τον τόπο της, την οδήγησε σε καταλληλότερο χώρο και δημιούργησε το φυτώριο του Ισραήλ, που έβγαλε τους Προφήτες, τον Προφήτη των Προφητών, αλλά πάνω απ' όλα την καθαρή παρθενική γη της Μαρίας, που δέχθηκε να γίνει Μητέρα Του. Όλα όσα περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, αυτή την προετοιμασία του εδάφους διηγούνται.

Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι η Οικονομία της Σωτηρίας δεν είναι υπόθεση περιορισμένη στη σταυρική θυσία του Χριστού. Πριν ακόμη δημιουργηθεί το σύμπαν, πριν φανεί ο ήλιος, πριν σχηματισθεί η γη, πριν λάβει το εμφύσημα του Θεού ο άνθρωπος, η γεμάτη αγάπη Οικονομία του Θεού εργάζεται τη Σωτηρία μας. Μετά την πτώση του Αδάμ και ως τη γέννησή Του, πάλι ο Θεός εργάζεται τη Σωτηρία μας. Κι αυτό συνεχίζεται στην επίγεια ζωή Του, στο θάνατό Του, στην Ανάστασή Του, στην Ανάληψή Του, σε όλους τους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας και θα αποκορυφωθεί στην Αναγέννηση και Αναδημιουργία των πάντων, στη Δευτέρα Παρουσία Του, όταν θα αποκαλυφθεί τι ο Θεός εργάστηκε για μας μέχρι τότε.

Ο Χριστός έζησε σαν ένας καινούργιος Αδάμ. Αν και γεννήθηκε με φύση υποταγμένη στη φθορά, η δύναμη της θεϊκής Του φύσεως εξουδετέρωνε τη δύναμη του θανάτου και της φθοράς. Είχε, έτσι, το αυτεξούσιο που δεν είχαν οι άλλοι άνθρωποι, ώστε να κάνει έργο τις προθέσεις της ελευθερίας Του και να νικήσει τον διάβολο. Σαν άνθρωπος, ο Χριστός ήταν απόλυτα ελεύθερος όχι μόνο να θέλει, αλλά και να ενεργεί. Έτσι, έχουμε δύο ανθρώπους πραγματικά ελεύθερους. Ο πρώτος νικήθηκε, ο δεύτερος νίκησε. Όμως, όπως στο πρόσωπο του Πρώτου Αδάμ νικήθηκε και πληγώθηκε η ανθρώπινη φύση και υποτάχθηκε στη φθορά, στο θάνατο και στον διάβολο, έτσι στο πρόσωπο του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού, νίκησε η ανθρώπινη φύση που επιστρέφοντας με υπακοή μέχρι θανάτου στο Θείο θέλημα άνοιξε διάπλατα την πόρτα στο ζεστό φως της Θείας Ενέργειας. Ένας άνθρωπος έφερε την πτώση και τον θάνατο στην ανθρώπινη φύση μας, ένας άνθρωπος πάλι, ο τέλειος Θεός αλλά και εξ ίσου τέλειος άνθρωπος Ιησούς Χριστός, έφερε στη φύση μας την ανάσταση και τη ζωή.

Με τη σάρκωσή του ο Υιός του Θεού μετάγγισε τη δικιά του δύναμη στη δικιά μας φύση, ώστε να τη θεραπεύσει. Έγινε ο Καλός Σαμαρείτης, άνθρωπος σαν κι εμάς, περπάτησε στους δρόμους μας, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές μας, μας πήρε στους ώμους του και μας έφερε στο Πανδοχείο, την Εκκλησία Του, για την αποθεραπεία μας, μέχρι την ημέρα που θα ξανάρθει για να μας σηκώσει θεραπευμένους ολότελα, στην Καινούρια Γη και τους Καινούριους Ουρανούς.

"Μείζονα τούτης αγάπην ουδείς έχει ινα τις την ψυχήν αυτού θει υπέρ των φίλων αυτού". Φίλους Του μας απεκάλεσε όλους, δίκαιους και άδικους, και πραγματικά κανείς δεν είχε μεγαλύτερη αγάπη από Εκείνον για μας. Έκφραση αυτής της αγάπης, αυτής της ευσπλαχνίας ήταν η αγωνία της Γεσθημανή, το αίμα και η θυσία Του. Πόνεσε για το μίσος, για τις αμαρτίες του καθενός μας, γιατί σαν παντογνώστης Θεός μας ήξερε όλους μας, από τότε που πρωτοπερπάτησαν άνθρωποι σε τούτη τη γη ως τη Δευτέρα Παρουσία Του. Η προσωπική πτώση του καθενός μας, έφερε στο μέτωπό Του εκείνον τον πηχτό ιδρώτα "σαν θρόμβους αίματος". Όλο το απροσμέτρητο μαρτύριο της ανθρώπινης φύσεως έγινε στη Γεσθημανή δικό Του μαρτύριο. Όλος ο πόνος όλων των ανθρώπων έγινε πόνος Του, γιατί μόνον Εκείνος σαν Θεός τον ήξερε και σαν άνθρωπος τον σήκωνε, αφού μας αγαπάει αγάπη τέλεια, και σαν Θεός και σαν άνθρωπος. Μέσα σ' εκείνον τον κήπο της Γεσθημανή έδωσε ο Χριστός τα μάτια Του σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα για να κλάψει τις αμαρτίες της. Δάκρυσε Εκείνος αντί για μας, πόνεσε Εκείνος στη θέση μας, ίδρωσε Εκείνος για τις δικές μας αμαρτίες και έγινε ο εκφραστής ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Αυτή η αγάπη του Χριστού και ο πόνος Του για τον καθένα μας χωριστά δεν έγινε μόνο αιτία της επιστροφής του ανθρώπου στον Θεό, αλλά έγινε και συνδετικός κρίκος όλων των ανθρώπων μεταξύ τους, αφού όλους τους ένωσε η αγάπη ενός ανθρώπου, του Χριστού. Στην αγάπη του Χριστού όλοι μας έχουμε μερίδιο, και αφού αυτή η αγάπη μας ενώνει μαζί Του τον καθένα ξεχωριστά, μας ενώνει επομένως και τον καθένα με όλους τους άλλους. Έτσι επιτεύχθηκε και πάλι η χαμένη ενότητα της ανθρώπινης φύσης. Ένας άνθρωπος αγάπησε όλους τους ανθρώπους μέχρι θανάτου και αυτή η αγάπη τους ένωσε μαζί Του και μεταξύ τους αποκαθιστώντας το ενιαίο της ανθρώπινης φύσεως που είχε διασπασθεί.

Να γιατί μόνον ο Θεάνθρωπος μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο. Γιατί μόνον Αυτός, σαν άνθρωπος, μπορούσε με την αγάπη Του να ξανακάνει τον άνθρωπο έναν: "ινα ώσιν εν καθώς ημείς". Ο Χριστός έριξε τον μεσότοιχο όχι μόνον ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό, αλλά και ανάμεσα στα ανθρώπινα πρόσωπα.

Στο έργο του Χριστού κρύβεται το βαθύ μυστήριο της ενότητας της ανθρώπινης φύσεως, που είναι κρυμμένο από τα φθαρτά μας μάτια. Όταν ο Χριστός καθαρίστηκε σαν άνθρωπος στα νερά του Ιορδάνη, εμείς, ο καθένας από μας, καθαρίστηκε εν Αυτώ και δι' Αυτού. Και όταν δέχθηκε εκεί σαν άνθρωπος το Πνεύμα το Άγιο, εμείς, ο καθένας από μας, το δέχθηκε εν Αυτώ και δι' Αυτού. Και όταν Εκείνος, σαν άνθρωπος είπε όχι στον διάβολο που τον πείραξε στην έρημο, εμείς, ο καθένας από μας, είπε όχι στον διάβολο εν Αυτώ και δι' Αυτού. Και στη Γεσθημανή πήρε επάνω Του όλες τις αμαρτίες μας, τις αμαρτίες του καθενός από μας και όλων μαζί, όλη την άβυσσο της κακίας μας, όχι σαν ενοχή, αλλά σαν συνέπεια. Βιώνει κι αυτός όπως όλοι οι άνθρωποι την αγωνία της φύσεως που έχει χάσει τη Χάρη του Θεού. Κάτω από αυτή την φοβερή ασφυξία φωνάζει επάνω στο σταυρό τα σπαρακτικά εκείνα λόγια: "Θεέ μου, Θεέ μου ινα τι με εγκατέλειπες;" Και όμως, δεν παύει να θέλει το θέλημα του Θεού, δεν παύει να θέλει τη σωτηρία των ανθρώπων, για την οποία στάλθηκε από τον Πατέρα Του στη γη, δεν παύει να ενεργεί αντίθετα απ' ότι ενήργησε ο πρώτος Αδάμ. Εκείνος παρήκουσε. Αυτός υπακούει. Η δικιά Του υπακοή έφερε την καταλλαγή όλης της φύσεως προς τον Θεό. Ο άνθρωπος είχε πια συμφιλιωθεί με τον Δημιουργό Του, ο άσωτος είχε επιστρέψει στον Πατέρα Του. Γι' αυτό και βγήκε από το στόμα του κρεμασμένου στον σταυρό Χριστού μια αλλιώτικη κουβέντα πια, ένας αλλιώτικος ήχος: "Πατέρα, εις χείρας Σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου".

Πέρασε ο άνθρωπος δια του Χριστού από την "εγκατάλειψη" στην υιοθεσία. Η καταλλαγή έγινε. Ο Πατέρας έσφιγγε στην αγκαλιά Του τον άσωτο γιο που επέστρεψε. Και άρχιζε το δείπνο της Βασιλείας. Εθύετο ο μόσχος ο σιτευτός, για να αρχίσουμε από τώρα να τον τρώμε όλοι μας σε κάθε Λειτουργία.

Ίσως σκεφτεί κανείς ότι θα μπορούσε ο Θεός να τα αποφύγει όλα αυτά και να θεραπεύσει, να αφθαρτοποιήσει και να ανακαινίσει ακαριαία τη φύση με μία πράξη δημιουργική. Αλλά δεν το έκανε γιατί, όπως είδαμε, άλλα υπαγόρευε η δικαιοσύνη Του, άλλα ζητούσε η αγιότητά Του. Κι εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε ακόμη, την αγάπη Του προς τον διάβολο. Είναι τίμιος μαζί Του. Του φέρεται σαν ίσος προς ίσον. Δεν τον διώχνει δυναστικά από τη Δημιουργία Του, δεν τον εκσφενδονίζει μακριά από τα έργα των χεριών Του. Παλεύει μαζί του τίμια σαν άνθρωπος και νικάει το μίσος του με την αγάπη, την μέχρι θυσία αγάπη. Έσωσε τον άνθρωπο τίμια, όχι δυναστικά. Άνθρωπος παρήκουσε, άνθρωπος υπήκουσε. Με την παρακοή έπεσε ο άνθρωπος στα χέρια του διαβόλου, με την υπακοή ελευθερώθηκε από τα χέρια του, αφού "εγένετο υπήκοος άχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού". Τι μπορούσε να πει ο διάβολος; Μπορούσε να πει ότι τον αδίκησε ο Θεός εξασκώντας την παντοδυναμία Του; Δεν νικήθηκε ο διάβολος από τον Θεό, αλλά από έναν άνθρωπο, έναν εγκαταλελειμμένο από τον Θεό άνθρωπο που φώναζε παραπονεμένα για την εγκατάλειψή του επάνω στο σταυρό. Ο Θεός εξάσκησε την παντοδυναμία Του μόνον στον Άδη, όταν ο Χριστός είχε πια κερδίσει σαν άνθρωπος τον αγώνα της υπακοής στο θέλημα του Θεού, αγώνα που είχε χάσει ο πρώτος Αδάμ. Τον δίκαιο άνθρωπο δεν μπορούσε να τον κρατά ο διάβολος δεμένο στη φθορά και στο θάνατο μέσα στον Άδη. Γι' αυτό και ανέστη δυναστικά, ως Θεός.

Ο διάβολος έβλεπε άνθρωπο κρεμασμένο στο σταυρό, δεν έβλεπε Θεάνθρωπο. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι έκρυβε μέσα Του ο ταλαιπωρημένος αυτός άνθρωπος που φώναζε την εγκατάλειψή Του. Τον είχε πάρει για κάποιον μεγάλο προφήτη, κάποιο έστω δημιούργημα ιδιαίτερο. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι μέσα σ' εκείνη την ταπεινωμένη μορφή ήταν ο ίδιος ο Μεγάλος Εχθρός Του. Πώς να το φανταστεί; "Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος". Ο Λόγος του Θεού ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει τον θρόνο Του. Ποτέ δεν έπαψαν να τον υμνολογούν στον Ουρανό τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Πώς να φανταστεί ο υπερήφανος ως που μπορεί να φθάσει η Ταπείνωση;

"Τετέλεσται". Τελείωσε το έργο της Σωτηρίας. Ό,τι ήταν δύσκολο, ότι εξαρτώνταν από τη θέληση του ανθρώπου τελείωσε. Ο άνθρωπος υπήκουσε μέχρι θανάτου και κάρφωσε στο σταυρό τις αμαρτίες όλης της ανθρωπότητας. Από δω και πέρα άρχιζε το έργο του Θεού. Έλαμψε ο Θεάνθρωπος στον Άδη και όσοι τον είχαν αγαπήσει στη ζωή τους, χωρίς να τον ξέρουν, τον είδαν και ευφράνθηκαν και πήδησαν σαν τα ελάφια που βρήκανε να πιούνε το νερό, για το οποίο τόσο διψούσαν. Και όσοι απεναντίας τον είχαν μισήσει στη ζωή τους, χωρίς να τον ξέρουν, είδαν το φως Του και πόνεσαν τα άρρωστα μάτια τους και έστρεψαν αλλού το πρόσωπο. Περισσότερο όμως απ' όλους δαγκάθηκε ο άρχοντας του Άδη, ο διάβολος. Τι ήταν αυτό που έκανε; Πώς οδήγησε στο θάνατο την Πηγή της Ζωής; Έπεσε το βασίλειό του. Γκρεμίστηκαν τα τείχη του. Έσπασαν οι πόρτες της απελπισίας. Έπεσαν οι αλυσίδες. Πώς μπορούσε πια να κρατήσει αιχμάλωτους τους ανθρώπους στα νύχια του; Άκουγαν ήδη την ιαχή: "Μηδείς φοβείσθω θάνατον^ ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ' αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενος της σαρκός αυτού". Γιατί, "έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ^ Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε".

Έτσι ελευθερωθήκαμε από τη δύναμη του Σατανά. Η δύναμή Του ήταν ο θάνατος, αλλά αυτός εξουδετερώθηκε με την ανάσταση του Κυρίου. Η ανθρώπινη φύση αναστήθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, αφθαρτοποιήθηκε δι' ενός, όπως δι' ενός είχε φθαρεί. Με τον θάνατό του Χριστού καταλύθηκε η παλιά φθαρτή φύση. Με την Ανάσταση δημιουργήθηκε η νέα και άφθαρτη. Ο καθένας μας τώρα μπορεί να ενωθεί με αυτή την άφθαρτη ανθρώπινη φύση και να σωθεί από τα πάθη του. Η νέα Εύα, η Εκκλησία, που γεννήθηκε από την τρυπημένη πλευρά του Χριστού, του προσφέρει αίμα και ύδωρ, το άφθαρτο Σώμα και Αίμα του Αναστημένου Χριστού. Όποιος θέλει βαπτίζεται στόν θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού και κοινωνεί με την άφθαρτη καινή κτίση, την Βασιλεία των Ουρανών και γίνεται "ασκός καινός", δεκτικός του Πνεύματος του Αγίου.

(υποσημείωση)

* Ο Αδάμ και η Εύα ενήργησαν ως αντιπρόσωποι και πνευματικοί πατέρες της ανθρωπότητας και κατά κάποιο τρόπο συγκεφαλαίωσαν στο πρόσωπό τους τα έργα των ανθρώπων. Μας προσφέρουν, δηλαδή, μια εικόνα του πώς ενεργεί ο άνθρωπος εν ελευθερία απέναντι στο Θεό. Ο Αδάμ έδειξε ότι ακόμη και χωρίς τη φθορά και τον φόβο του θανάτου, οι ελεύθερες ανθρώπινες επιλογές περιλαμβάνουν μια σκοτεινή περιοχή μακριά από τον Θεό, κάτι που πλήττει την ενότητα και την καθολικότητα της φύσεως. Μέσα στον άνθρωπο υπάρχουν και οι δύο δυνατότητες, να ζήσει κατά το πρότυπο της υπάρξεώς του ή να το αρνηθεί. Ο Αδάμ κατά το προπατορικό αμάρτημα συγκεφαλαίωσε τη δυνατότητα του ανθρώπου να αρνηθεί τον Θεό. Η Παναγία συγκεφαλαίωσε τη δυνατότητα του ανθρώπου να δεχθεί τον Θεό. Η μία δυνατότητα εμπεριέχει τον θάνατο, η άλλη εμπεριέχει την λύτρωση. Ο κάθε άνθρωπος με τα έργα και τις προσωπικές του ελεύθερες επιλογές παράγει φθορά, όπως ο Αδάμ με το προπατορικό αμάρτημα, ή παράγει αγιότητα, όπως η Παναγία. Ο άνθρωπος ως καθόλου φύση, τελεί υπό το καθεστώς της φθοράς και του θανάτου, για τον λόγο που συγκεφαλαιώνει η πράξη του Αδάμ, αλλά έχει και τη δυνατότητα να υπερβεί πνευματικά τη φθορά, με έργα αγιότητας, που απορρέουν από τη δύναμη της ενσάρκου οικονομίας.

επιστροφή στο κείμενο


Γεγονότων Διάκριση

Του Ι. Καλόμοιρου

Η επικείμενη και ήδη αναγγελθείσα επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα δημιουργεί πολλές συζητήσεις και αναταράξεις ανάμεσα στους πιστούς. Η διαίρεση και η αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση έχει βαθιές ρίζες μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και είναι φυσικό να έρχεται επίπονα στην επιφάνεια με κάθε ευκαιρία, ειδικά με γεγονότα όπως η επίσκεψη ενός Πάπα στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά το Σχίσμα.

Περισσότερο απ' ότι πιθανόν συμβαίνει ανάμεσα στους Χριστιανούς της Δύσης, το σχίσμα έχει αφήσει ένα βασανιστικό αποτύπωμα πάνω στη σάρκα της Ορθόδοξης Ανατολής, διότι δεν βιώθηκε απλά ως μία ιστορική διαίρεση, που αφορούσε κατά κύριο λόγο τους ιστορικούς πρωταγωνιστές της, αλλά και ως μία διαρκής εσωτερική διαίρεση, ένα σχίσμα φρονήματος ανάμεσα στους ίδιους τους Ορθόδοξους Έλληνες. Είναι γνωστό ότι η διαμάχη ανάμεσα σε φιλοδυτικούς και φιλορθόδοξους, ενωτικούς και ανθενωτικούς κρατά ως τις μέρες μας, έχοντας ήδη σημαδέψει τη νεώτερη ιστορία μας, τόσο την εθνική όσο και την καθαρά εκκλησιαστική. Είναι χαρακτηριστική και πολύ ενδιαφέρουσα η ανίχνευση αυτών των τάσεων σε όλες τις συζητήσεις που έγιναν τον τελευταίο καιρό με σκοπό την αναζήτηση της εθνικής μας ταυτότητας, με αφορμή το πρόβλημα των ταυτοτήτων, καθώς και σε όλες τις ιδεολογικές και πολιτικές συζητήσεις για τον εκσυγχρονισμό, την παράδοση, τον διαφωτισμό, τα εθνικά μας θέματα ή το νεο-βαρβαρισμό των δυτικών μας συμμάχων. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι υπάρχει ακόμη ζωντανό ενδιαφέρον για τέτοιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, παρόλο που κανένας παρατηρεί ότι αμβλύνονται σιγά-σιγά οι προϋποθέσεις ώστε να γίνει τέτοιος διάλογος με νοήμονα τρόπο.

Είναι πιθανό ότι η συνήθης προσέγγιση των ιστορικών και θρησκευτικών προβλημάτων δεν επαρκεί σήμερα προκειμένου να τεθεί το θέμα των σχέσεων ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Μια τέτοια προσέγγιση ακούγεται συχνά ξύλινη και ιδεολογική, ώστε να μην παράγει πάντα καρποφόρο αποτέλεσμα. Αυτό προκύπτει τόσο λόγω της βαθιάς άγνοιας εκ μέρους των περισσοτέρων για τα σχετικά θέματα, όσο και λόγω της ιδιοσυγκρασίας των λεγομένων συντηρητικών, που κωδικοποιούν συνήθως την αντιπαράθεση σε μία απαρίθμηση δογμάτων με ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Επίσης, μία καθαρά πολιτισμική και γεωπολιτική προσέγγιση ακούγεται στις μέρες μας αναχρονιστική, αφού η χώρα μας αποτελεί πλέον εν πράγματι μέρος της ευρύτερης ενότητας των Δυτικών χωρών, μέσω πολιτικών επιλογών που σπάνια τίθενται σε παραγωγική αμφισβήτηση. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τις πολιτισμικές επιλογές, τουλάχιστον τις κυρίαρχες, που προβάλλονται στο ευρύ κοινό.

Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργεί συχνά την αίσθηση σε πολλούς ότι το όλο θέμα της διαίρεσης του χριστιανισμού σε Ανατολή και Δύση έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο και ότι οφείλει σύντομα να βρει μια θεραπεία και σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες εκβιαστικών ενεργειών εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων, που περιφρονώντας τις εκκλησιαστικές συνέπειες πράξεων όπως η πρόσκληση του Ποντίφικα στην Αθήνα, προκαταλαμβάνουν τα γεγονότα, λες και το εκκλησιαστικό νόημα των ενεργειών τους δεν ενδιαφέρει πλέον τους ίδιους, ούτε και τον λαό που εκπροσωπούν. Αυτή η έλλειψη ευαισθησίας που επιδεικνύει η Πολιτεία (όχι τώρα τελευταία, αλλά ήδη από την αρχή της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους) απέναντι στις πνευματικές ανησυχίες όσων έχουν ακόμη σχέση με την Εκκλησία, αποδεικνύει ότι συχνά οι διαχειριστές των κοινών δεν κατανοούν καλά τη φύση των συγκρούσεων και των στοιχείων που διαμορφώνουν τη συλλογική μας συνείδηση.

Μια παρόμοια στάση οφείλουμε να διακρίνουμε και σε εκκλησιαστικούς παράγοντες, που κατά τον τελευταίο αιώνα, στο πλαίσιο ενός κακώς νοούμενου οικουμενισμού, "διαχειρίστηκαν" συχνά τις εκκλησιαστικές διαφορές ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση σαν να επρόκειτο κυρίως για ιστορικές αγκυλώσεις και διπλωματικής φύσεως διενέξεις του παρελθόντος και όχι για προβλήματα που απορρέουν από βαθύτατα διαφορετικές πνευματικές προϋποθέσεις, που διατηρούν και σήμερα ακέραιη τη σημασία τους.

Παραγνωρίστηκε η εμβέλεια των διαφορετικών θεμελίων, που απομάκρυναν ιστορικά τη Δύση από το δρόμο της Εκκλησίας. Οι πνευματικοί θεσμοί στη Δύση αποξηράνθηκαν μέσα από τη διαιώνιση των λαθών του Αυγουστίνου της Ιππώνος και μέσα από αιώνες νοησιαρχίας, σχολαστικισμού και εξουσιαστικής σκλήρυνσης. Μέσα, δηλαδή, από μια παράδοση, που εν τέλει συνθέτει έναν μεγαλειώδη πνευματικό αντίποδα στον ταπεινό αποφατισμό της Εκκλησίας, την αληθινή παράδοση των αγίων, η οποία αρνείται φιλάνθρωπα να μετατρέψει τη θεολογία σε κλειστά συστήματα που απομονώνουν την αλήθεια από τη ζωή και την εμπειρία. Η Εκκλησία παραμένει ζωντανή ακόμη και στον χειρότερο εξευτελισμό και εξανδραποδισμό, επειδή παραμένει ανοιχτή στο άπειρο, έχει τις ρίζες της ζωής της στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, τις οποίες όμως η Δυτική παράδοση περιφρόνησε και αρνήθηκε. Η αποτυχία αυτή των Δυτικών πνευματικών θεσμών να εκφράσουν μια συνεπή χριστιανική οντολογία είναι εν μέρει και η αιτία που γέννησε όχι μόνον τον χωρισμό από την Ορθόδοξη Ανατολή, αλλά και τις ομολογιακές διαιρέσεις στη Δύση, καθώς και τα αντιχριστιανικά φιλοσοφικά ρεύματα κατά τους τελευταίους αιώνες.

Ίσως οφείλουμε να σκεφτούμε ότι είναι αφελής και καταστροφική πνευματικά η διάθεση, που εκφράζεται πολλές φορές, να κλείσουμε τελεσίδικα το κεφάλαιο της πνευματικής διένεξης ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Με τον τρόπο αυτό δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να παραμερίζουμε εκείνα τα στοιχεία της πνευματικής εγρήγορσης που κρατούν εμάς σε κάποια, υποτυπώδη έστω, πνευματική ζωντάνια. Δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που προκύπτει απλώς από ιστορικής φύσεως διενέξεις, ούτε για ένα ζήτημα προσκοπικής αλληλεγγύης ανάμεσα σε διαφορετικές ομολογίες. Το χριστιανικό χρέος της ειλικρινούς αγάπης και περιχώρησης προς τα πρόσωπα, σε όποια παράδοση κι αν ανήκουν, οφείλει να είναι δεδομένο. Συχνά οι ψυχολογικές μας εγκυστώσεις δημιουργούν εκδηλώσεις που θέτουν υπό αμφιβολία την αγάπη, όμως αυτό είναι πρόβλημα της προσωπικής μας παθολογίας και μπορεί μεν να αποτελεί αντικείμενο παραινέσεων, όμως δεν πρέπει να διαμορφώνει τους όρους αυτής της συζήτησης. Έτσι, η επίκληση της αγάπης, σαν επιχείρημα σε μια συζήτηση που διαμορφώνεται από αιώνες θεολογικών και πνευματικών αγώνων, μάλλον υποβαθμίζει το επίπεδο.

Κυρίως, οι σχέσεις Ανατολής και Δύσης δεν μπορεί να είναι πεδίο διπλωματικών ελιγμών, ώστε να κερδίσουμε επιρροή, προβολή και δύναμη, έστω κι αν μας φαίνεται ότι το κάνουμε για το καλό της Εκκλησίας. Αυτές οι παράμετροι μπορεί να υπάρχουν και πρέπει να λαμβάνονται ενίοτε υπόψη, αλίμονο όμως αν η πολιτική μας προς αυτές τις κατευθύνσεις καταλήξει σε έναν παραμερισμό της θεολογίας χάριν μιας διπλωματίας ή μιας κοσμικότητας. Υπάρχει έτσι ο κίνδυνος να πληγεί η κατανόηση για τη φύση της Εκκλησίας, έστω και στο συμβολικό επίπεδο, το οποίο όμως συνδέεται στενά με το πνευματικό νόημα.

 

Ας μην ξεχνούμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο χειρισμός της λεγόμενης προσέγγισης Ανατολής και Δύσης μέσα από τον "διάλογο" Ορθοδόξων και Καθολικών δεν οδήγησε τους Ρωμαιοκαθολικούς σε μια κοινή με τους Ορθοδόξους βάση κατανόησης των θεολογικών προβλημάτων. Μάλιστα, ζημίωσε τη συνείδηση των Ορθοδόξων για τη φύση και τις προϋποθέσεις της Εκκλησίας, μέσα από τις καινοφανείς διακηρύξεις της λεγόμενης θεολογίας των "αδελφών Εκκλησιών". Η αμετανόητη συνέχιση αυτής της πρακτικής δεν παράγει άλλο καρπό παρά αλλοίωση του φρονήματος, σκανδαλισμό και θλίψη και πολλές πληγές.

Συχνά προβάλλεται η ανάγκη του διαλόγου ως μέσου για την προβολή και τον ευαγγελισμό των αληθειών της πίστεως, πράγμα για το οποίο δεν μπορεί να υπάρχει αντίρρηση. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η υποθετική βάση εκφυλίζεται στην πράξη σε μια θεσμική συναίνεση και σε μια τεχνητή, ακαδημαϊκή διαδικασία, που δεν αγγίζει την πνευματική πραγματικότητα και δεν έχει τελικά σχέση με την έμπρακτη μαρτυρία της χριστιανικής ζωής.

 

Ασφαλώς, δεν έχει πολύ νόημα να διαιωνίζεται μια απλώς ιδεολογική πολεμική αντιπαράθεση με τη Δύση, ούτε είναι λογικό να αναζητούμε τη συλλογική εθνική μας ταυτότητα σε μια κάθετη πολιτισμική αντίθεση προς κάθε τι το Δυτικό, όταν μάλιστα συμμεριζόμαστε τόσο μεγάλο μέρος της ευρύτερης δυτικής παιδείας και του τρόπου της καθημερινής ζωής. Από την άλλη, όμως, ας μην χάνουμε και τη βαθύτερη διάσταση των διαφορετικών θεμελίων που χαρακτηρίζουν την Εκκλησία και τη διαφοροποιούν από κάθε άλλη παράδοση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιμονή του Πάπα να έλθει στην Ελλάδα συνιστά μια επιθετική τακτική, μέσα από την οποία εξυπηρετούνται οι παπικές επιδιώξεις. Πολλά, όμως, εξαρτώνται από το νόημα που εμείς οι ίδιοι θα προσδώσουμε στην επίσκεψη, με την όλη στάση μας, που οφείλει να είναι σε συμφωνία με την παράδοση και τους κανόνες της Εκκλησίας. Πολλά επίσης εξαρτώνται και από το αν θα εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να κάνουμε νοήμονα συζήτηση. Ας μην επιμείνουμε σε προσωπικές αιχμές και σε αναφορές στα ιστορικά δεινά που η χριστιανική μας συνείδηση, εν τέλει, οφείλει να συγχωρήσει, χωρίς να τα ξεχνά. Ας επικεντρώσουμε τη συζήτηση στα ουσιώδη εκείνα πνευματικά και θεολογικά προβλήματα, που χαρακτηρίζουν κzρια την παράδοση της Ανατολής και με τα οποία οφείλουμε να ζυμώνουμε καθημερινά τον προβληματισμό μας. Όχι για να βρισκόμαστε σε αντιπαράθεση με κάποιους άλλους, αλλά για να διασώζουμε τη μνήμη των αληθινών κριτηρίων που κράτησαν ζωντανή την Εκκλησία και πότισαν τη ζωή μας και τον κόσμο με την αύρα του Πνεύματος.

Ζούμε σε μια εποχή ποικίλων αναγκών, που όλες διεκδικούν την προσοχή και την κατανόησή μας. Ίσως ένας και μόνον λόγος να μην επαρκεί πια για να σημάνει και να καλύψει όλες τις ανάγκες. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, τη γλώσσα της πολιτικής και της φιλοσοφίας για τα ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, τη γλώσσα της επιστήμης για να περιγράψουμε τη φύση και τους μηχανισμούς της, και τη γλώσσα της θεολογίας, όπως μας αποκαλύφθηκε, για να δώσουμε νόημα στη ζωή και την ύπαρξη. Ας μην προσπαθούμε να ανάγουμε σε θεολογία την πολιτική και τη διπλωματία, την αγία Γραφή σε επιστήμη, τη θεολογία σε κοινωνιολογία και την επιστήμη σε οντολογία, διότι έτσι δεν πρόκειται να οδηγηθούμε πουθενά. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έχουμε ανάγκη αυτή την πνευματική διάκριση, ώστε να δώσουμε στο λόγο της Εκκλησίας, στο λόγο της θεολογίας, την ξεχωριστή βαρύτητα και προσοχή που του αρμόζει, χωρίς να τον θέτουμε στην υπηρεσία παράπλευρων αναγκών. Η λύση στα πνευματικά προβλήματα και τα σκάνδαλα του καιρού μας είναι να μαρτυρήσουμε ευθαρσώς ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζεται η μόνη αληθινή παράδοση των αγίων και των Αποστόλων. Ας μην το κάνουμε με τους κενούς όρους της ιδεολογικής σύγκρουσης, ούτε με κτητική διάθεση αυτοδικzωσης. Η αλήθεια των αγίων δεν μας "ανήκει", αλλά αποτελεί οικουμενικό αγαθό, απέναντι στο οποίο κι εμείς σαν Έλληνες αμαρτάνουμε διαρκώς. Όμως παρά την αδυναμία μας ας μην κρύψουμε τον λύχνο υπό τον μόδιο κι ας προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε νόημα, τόσο για μας, όσο και γι' αυτούς που μπορούν να μας ακούσουν.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ