ΤΕΥΧΟΣ 78

Φθινόπωρο 2001


Λίγα λόγια για τον Χριστιανικό αγώνα

Η χριστιανική πίστη είναι πίστη ζωντανή, και σαν τέτοια μεταδίδεται ζωντανά από τον πατέρα στό παιδί και από τον δάσκαλο στόν μαθητή. Ο καθένας που την παραλαμβάνει, αν πράγματι την αγαπά, την φυλάσσει σαν κάτι το πολύτιμο, με σεβασμό σ΄ αυτόν που του την παρέδωσε, και δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Αυτό το πλαίσιο της Παράδοσης, λοιπόν, είναι ιερό και μέσα στήν εκκλησία αποτελεί πηγή ζωής, κατά Χριστόν.

Η προσκόλληση στά στοιχεία της παράδοσης, ωστόσο, δεν μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση της χριστιανικής ζωής σε κάποια καλούπια, με τρόπο που ο άνθρωπος να περιέρχεται σε μια παθητική κατάσταση, που τον εμποδίζει να ζήσει με πληρότητα και ν’ αναπτυχθεί πνευματικά. Είναι, δυστυχώς, συχνό το φαινόμενο κατά το οποίο, τα στοιχεία της Παράδοσης μέσα στήν εκκλησία αποτελούν το άλλοθι για μια συντηρητική αποτελμάτωση της ζωής σε ένα καβούκι, όπου όλα είναι προαποφασισμένα με κάθε λεπτομέρεια. Καλοπροαίρετοι και αγωνιστές χριστιανοί κάνουν μερικές φορές το λάθος να χρησιμοποιούν τις Γραφές προκειμένου να καθιερώσουν πρότυπα ζωής, μέσα στά οποία η ίδια η ζωή ασφυκτιά και ο πνευματικός αγώνας χάνει τη δύναμή του.

Είναι σημαντικό για μας τους σημερινούς χριστιανούς να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι άλλο πράγμα η χρήση των στοιχείων της παράδοσης και της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων με τρόπο που αυτά να εντάσσονται ζωντανά μέσα στή ζωή μας και να τη φωτίζουν, και άλλο η αναζήτηση μιας ψυχολογικής ασφάλειας, η προσκόλληση σε κάποιες ατομικές βεβαιότητες, η θαλπωρή μιας συντηρητικής κουλτούρας, που μερικές φορές είναι και ψευδώνυμα χριστιανική. Άλλο ν’ αναζητούμε φως και πυξίδα στή ζωή μας, ώστε να βαδίσουμε δημιουργικά την πορεία μας, και άλλο να αρνούμαστε την ίδια την πορεία, να αρνούμαστε να βαδίσουμε το προσωπικό μονοπάτι της εσωτερικής αναζήτησης και ανακάλυψης, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι όλα είναι εκ των προτέρων γνωστά και ξεκαθαρισμένα, στό πλαίσιο της ιερής μας παράδοσης. Σ’ αυτή την παγίδα όλοι μας πέφτουμε συχνά, με αποτέλεσμα να διαπιστώνουμε μια στασιμότητα στόν πνευματικό μας αγώνα.

Γινόμαστε, λοιπόν, πολλές φορές, μάρτυρες της αδυναμίας μας να βαδίσουμε με έναν τρόπο που να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στή ζωή μας. Ακόμη κι όταν προσδοκούμε περισσότερο πνευματικό καρπό, ακόμη κι όταν η αποτελμάτωση βαραίνει στή ζωή μας, εμείς αδρανούμε, τόσο στόν πνευματικό τομέα, όσο και στόν καθαρά πρακτικό. Δεν είμαστε πρόθυμοι να κινηθούμε με τρόπο που να επιφέρει τις επιθυμητές αλλαγές. Οι αναζητήσεις μας και οι προσπάθειές μας επιστρέφουν με τελεσίδικη νομοτέλεια εκεί που βρίσκονταν πάντα. Αυτή η αδράνεια που μας χαρακτηρίζει ως προς την δημιουργική αναζήτηση, ακόμη και ως προς την αλλαγή, αν είναι απαραίτητο, είναι βαθιά συντηρητική και δεν έχει προφανή σχέση με την ορθοδοξία. Δυστυχώς, δεν πρόκειται απλώς για κάποιες θεωρητικές ή ιδεολογικές απόψεις, αλλά για μία ολόκληρη στάση ζωής, που συγκεφαλαιώνεται στήν προσκόλληση σε απαράβατα κλισέ, στά οποία επανερχόμαστε διαρκώς. Πρόκειται για κώδικες ζωής, για καλούπια επικοινωνίας, ομιλίας και συμπεριφοράς, που μερικές φορές αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στίς ζωές μας και κάνουν κακό που δύσκολα διορθώνεται.

Πολλές φορές, την αδυναμία αυτή να πάρουμε τη ζωή μας στά χέρια μας και να χαράξουμε στόχους αναζήτησης και πνευματικής προοπτικής, την μεταφράζουμε σαν μία επανάπαυση και εμπιστοσύνη στό Θεό, που μας καθοδηγεί, όπως λέμε, στή ζωή μας. Συχνά, το άλλοθι του να επαφίεται κανείς για την πορεία του στό Θεό, υποκρύπτει μια αδυναμία να ενεργήσει αναλαμβάνοντας υπεύθυνη προσωπική πρωτοβουλία. Άς δούμε ένα παράδειγμα. Λέμε στήν προσευχή μας "δίδαξόν με οδόν εν ή πορεύσομαι". Αυτό μπορούμε να το πούμε με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να το πούμε με την αίσθηση ότι ο Θεός πράγματι θα μας οδηγήσει και συνεπώς δεν χρειάζεται στενοχώρια. Αυτό δείχνει μια αίσθηση εμπιστοσύνης μεν, αλλά ίσως φανερώνει και μία επανάπαυση και αδιαφορία. Δεν συνεπάγεται καμιά αλλαγή ή επίπονη διαδικασία. Ο άλλος τρόπος είναι να το πούμε με αληθινή τρικυμία καρδιάς, πραγματικά φοβούμενοι μήπως δεν είμαστε άξιοι για την καθοδήγηση που ζητάμε και καταλήξουμε εντελώς ακαθοδήγητοι. Στή δεύτερη περίπτωση, δεν επαφιέμεθα σε μια ξερή και λιγόλεπτη προσευχή, αλλά αναλαμβάνουμε οι ίδιοι ένα φορτίο αναζήτησης, στοχασμού, διόρθωσης εσφαλμένων καταστάσεων, νήψης και επαγρύπνησης, μήπως έτσι μας λυπηθεί ο Θεός. Αυτή η αναζήτηση όμως, είναι και φορέας αλλαγής, καταρχήν εσωτερικής αλλαγής, διότι αν είναι αληθινός αυτός ο αγώνας αποκλείεται να μήν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια πάνω στόν άνθρωπο. Μετά από έναν τέτοιο αγώνα ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει πια τον εαυτό του, καταλαβαίνει ότι είναι καινούριος άνθρωπος^ ο προηγούμενος εαυτός του του φαίνεται παιδί. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ επίπονη και οι άνθρωποι προτιμούν να την αποφεύγουν, μένοντας στήν ασφάλεια του γνώριμου εδάφους. Η ψυχολογική αυτή προσκόλληση στό γνώριμο έδαφος είναι και ένας ορισμός του συντηρητισμού. Και στίς δύο παραπάνω περιπτώσεις ο άνθρωπος επικαλείται τον Θεό. Στήν μία όμως τον επικαλείται παθητικά, χωρίς διάθεση να παλέψει και να αλλάξει ο ίδιος. Στήν άλλη, τον επικαλείται για να τον οδηγήσει στήν εσωτερική του πορεία, στόν προβληματισμό του, στήν προσωπική του διακινδύνευση, όχι για να του δείξει διά θαύματος τι να κάνει.

Να, άλλο παράδειγμα. Κάποιος αναρωτιέται για το αληθινό νόημα ενός ζητήματος που τον απασχολεί και παρακαλεί τον Θεό να τον φωτίσει. Ανοίγει, λοιπόν τις θείες γραφές, όπως θα έκανε κάθε αληθινός Χριστιανός, και βρίσκει εκεί τους λόγους των αγίων Πατέρων για το ζήτημά του. Ο ένας τρόπος είναι να θεωρήσει ότι βρήκε στίς λέξεις καθαυτές την πεμπτουσία της ζωής, τον κανόνα της ορθοδοξίας, το τέλος της προσωπικής του αναζήτησης. Δεν αναρωτιέται για το βαθύτερο πνεύμα των κειμένων, για το βίωμα που κρύβουν, ούτε προσπαθεί να καταλάβει όσα διαβάζει με τη βοήθεια μιας συνολικής θεολογικής εικόνας. Αυτός ο άνθρωπος θα μείνει προσ-κολλημένος στίς επί μέρους διατυπώσεις, σε ένα καλούπι άκαμπτο, και ίσως ποτέ δεν θα ανησυχήσει, πιστεύοντας ότι με τη μελέτη έχει ήδη μάθει ότι υπάρχει για την αλήθεια.

Υπάρχει και ο άλλος τρόπος να διαβάσει κανείς τα γραπτά των Πατέρων, βλέποντάς τα σαν έναν οδηγό για το πώς κάποιοι άνθρωποι του Θεού έζησαν και φωτίστηκαν για κάποια θέματα. Αυτός ο άνθρωπος διερωτάται για το βαθύτερο πνεύμα των Πατέρων, δεν αναζητά μεμονωμένες γνώμες και διατυπώσεις. Δεν βιάζεται να διαμορφώσει γνώμη, συνεχίζει να μελετά, να παλεύει και να αγωνίζεται, ώστε να αποκτήσει και μία δική του προσωπική κατανόηση και εμπειρία γι’ αυτά τα θέματα. Έτσι κι αλλιώς η αντίληψή του διαμορφώνεται καθημερινά. Αλίμονο στόν άνθρωπο που δεν βιώνει μια τέτοια δυναμική πορεία, αλλά μένει προσκολλημένος σε "αλήθειες" που νομίζει ότι τις κατέκτησε, διαβάζοντας κάποια κείμενα ή ακούγοντας άλλους ανθρώπους, που οι ίδιοι βάδισαν μια γνήσια πορεία.

Άς δούμε ένα άλλο παράδειγμα για το πώς ένας υποβόσκων συντηρητισμός και η αποδοχή των "κλισέ" μας εμποδίζει να ακολουθήσουμε μια καρποφόρα πνευματική πορεία. Μιλούμε συχνά για τον πνευματικό αγώνα που σαν χριστιανοί οφείλουμε να κάνουμε. Τονίζουμε μάλιστα τη σημασία του και λέμε ότι από αυτόν εξαρτάται η σωτηρία μας. Τι εννοούμε όμως, με τις λέξεις "πνευματικός αγώνας";

Στό μυαλό πολλών από μας, ο πνευματικός αγώνας συντελείται μέσα από μια "αποκρυσταλλωμένη" προσπάθεια. Θεωρούμε ότι η πνευματική μας προσπάθεια εξαντλείται στήν εξωτερική άσκηση των αρετών και στήν απλή συμμετοχή μας στήν εκκλησιαστική ζωή. Προσευχή, μελέτη, νηστεία, συμμετοχή στίς ακολουθίες, τήρηση ορισμένων εντολών, όλα όσα ασφαλώς χρωστούμε να προσέχουμε και να τηρούμε σαν χριστιανοί. Όμως, αυτή η αποκρυστάλλωση του πνευματικού αγώνα, μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές και η επανάπαυση σ’ αυτές, μπορεί να είναι η αιτία που όλη αυτή η προσπάθεια μερικές φορές δεν καρποφορεί.

Ο αγώνας μας οφείλει να είναι δυναμικός και να γίνεται με κάθε μέσο. Δυναμικός, σημαίνει να παράγει αποτελέσματα μέσα στό χρόνο και να σηματοδοτεί μια "πορεία", που να μας κάνει διαφορετικούς, καθώς ωριμάζουμε. Αυτή η σοφία και η ωριμότητα που οφείλει να επέρχεται με το χρόνο, είναι ευλογημένη μέσα στίς ιερές γραφές. Εμποδίζεται, όμως, από την προσκόλληση των ανθρώπων σε συντηρητικά σχήματα ζωής. Μέσα στή βολή μας, χάνουμε καμιά φορά την αληθινή αγωνία και την καθημερινή εγρήγορση για όλα όσα είναι πραγματικά ουσιώδη. Πώς θα αγωνιστούμε και θα μοχθήσουμε πνευματικά, όταν μας λείπει αυτή η νήψη; Πώς θα κάνουμε βήματα μπροστά, όταν δεν κοιμόμαστε και δεν ξυπνάμε με αυτή τη δίψα και την αγωνία στήν καρδιά, ώστε η ζωή μας να έχει νόημα; Πώς θα προσευχηθούμε αληθινά, όταν μέσα μας δεν φωλιάζει μία αναζήτηση; Όταν όλα μέσα μας είναι εξασφαλισμένα και μετρημένα, τότε τι είναι αυτό που θα μας σπρώξει μπροστά;

Αν η προσπάθειά μας είναι μια στατική πράξη η οποία απλώς συντελείται – ώστε την επόμενη στιγμή που δεν συντελείται παύει να υπάρχει – τότε έχουμε μια παράξενη κατανόηση της πνευματικής προσπάθειας. Αν, όμως, η προσπάθεια του ανθρώπου γίνεται με αληθινή δίψα μάθησης και σοφίας, τότε αυτός θα οδηγηθεί σε μια γνώση και αποκάλυψη του Θεού, που θα είναι γνήσια και αληθινή, διότι θα προέρχεται από την συμμετοχή του ανθρώπου σε έναν αγώνα πάλης, μέσα από την ίδια τη ζωή. Για μας τους χριστιανούς, η συμμετοχή στήν εκκλησία, ανοίγει παράθυρα γνώσης και κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου, που άλλοι άνθρωποι δεν τα έχουν εύκαιρα. Ο άνθρωπος που βαδίζει με "τίμιο" τρόπο έναν τέτοιο δρόμο αναζήτησης και γνωριμίας με τον εαυτό του, τον κόσμο και το Θεό και με όλα τα πράγματα που έχουν αληθινή σημασία, αυτός βαδίζει στό δρόμο της "σωτηρίας" του. Αυτός είναι ένας αγώνας παρόμοιος με αυτόν της μέλισσας, που από όλα τα λουλούδια παίρνει ό,τι αξίζει αληθινά και αφήνει τα υπόλοιπα. Και με ποιο κριτήριο διαλέγει κανείς; Το κριτήριο της έντιμης αναζήτησης πρέπει να είναι η συνείδησή μας, με την έννοια της διαρκούς ανάμνησης, της μη λήθης όλων εκείνων των πραγμάτων που συνιστούν πραγματική κατάκτηση και ουσιαστικό κέρδος. Και ποιά είναι αυτά τα πράγματα; Είναι ό,τι μας βάζει στόν Παράδεισο, τον καθένα μας προσωπικά, γι’ αυτό και η συνείδησή μας μας λέγει να τα κρατήσουμε. Η συνείδηση, λοιπόν, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα σχήματα, τα κλισέ και τις επιταγές που έχουν εντυπωθεί απλώς στό μυαλό μας, αλλά να νοείται ως ανάμνηση του Παραδείσου. Αυτή η ζωντανή νοσταλγία είναι η συνείδηση. Όλα τα άλλα, δεν είναι παρά σχήματα, που δημιουργεί η κουλτούρα, η αγωγή, η κάθε είδους εξουσιαστική παιδεία. Όλα αυτά αφήνουν το αποτύπωμά τους στήν ανθρώπινη καρδιά, και δεν βοηθούν πάντα τον άνθρωπο να βρεί τον αληθινό του δρόμο. Βλέπουμε ότι και τον ληστή μία ελάχιστη νοσταλγία του παραδείσου τον έσωσε. Το γεγονός αυτό, που συνέβη κατά τη σταύρωση του Χριστού, αποτελεί "κρίμα" των ουσιωδών της σωτηρίας. Επίσης, βλέπουμε ότι αυτή η νοσταλγία των αληθινών πραγμάτων είναι που αναφέρεται ως "μετάνοια". Άρα, η μετάνοια, που σώζει, δεν είναι παρά η πορεία με βάση το σύγκριμα της συνείδησης, δηλαδή η ζωή με την ανάμνηση του Παραδείσου. Εξάλλου, αυτό ακριβώς έκανε και ο Αδάμ, ο πρώτος διδάξας την μετάνοια.

Πολλοί ταυτίζουν την μετάνοια με τον έλεγχο που δημιουργούν στήν ψυχή οι διάφορες ενοχές. Αυτός είναι ένας πολύ ολισθηρός δρόμος κατανόησης του μυστηρίου της σωτηρίας. Οι ενοχές είναι κυρίως θέμα αγωγής και συχνά δεν έχουν σχέση με τα ουσιαστικά της ζωής και της σωτηρίας. Συμβαίνει, μάλιστα και να εμποδίζουν τον άνθρωπο να βαδίσει έναν γνήσιο δρόμο σταδιακής γνωριμίας με τον κόσμο και το Θεό.

Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για τους χριστιανούς, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Όσοι όμως αγνοούν τον Χριστό, δεν μπορούν να βαδίσουν σ’ αυτό το δρόμο με επίγνωση, παρά μόνον διαισθητικά. Ούτε έχουν εύκαιρες εμπειρίες γνωριμίας με τον Θεό και γεύσης του Παραδείσου. Αυτοί, λοιπόν, κρίνονται σύμφωνα με τη δική τους γνώση. Μπορούν να βαδίσουν κάπως τυφλά, μέχρις ένα σημείο. Μερικές φορές, όμως, εμείς οι χριστιανοί των τελευταίων χρόνων δεν κάνουμε κάν τον κόπο να βαδίσουμε σ’ αυτό το δρόμο της γνώσης. Κρυβόμαστε πίσω από την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της κατοχύρωσης, που μας δίνει η εφαρμογή κάποιων κανόνων και η αποφυγή κάθε διακινδύνευσης που τυχόν θα μας βγάλει από τη γνωστή μας πεπατημένη. Έχουμε την τάση να υποτάσσουμε το μυαλό μας σε μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς, που επιβάλλονται έξωθεν και δεν πηγάζουν από τη ζωντανή εμπειρία και την ελευθερία μας. Παπαγαλίζουμε τη ζωή μας, αναιρώντας την ιστορική της διάσταση. Χάνουμε ακόμη και τη στοιχειώδη ικανότητα να χρησιμοποιούμε την κοινή λογική. Φοβούμαστε ν’ αποκλίνουμε από το "πρόγραμμα της σωτηρίας" μας, επειδή φοβούμαστε μήπως "χάσουμε την ψυχή μας". Και δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό το καλούπι όπου βάζουμε τη ζωή, η άρνηση να εξασκήσουμε την ελευθερία και τη συνείδησή μας, ισοδυναμεί, στό βάθος, με άρνηση να αγωνιστούμε πνευματικά.

 

Ένδον Πόλις

Απόσπασμα από το πεζό «Ένδον πόλη» που περιέχεται στό βιβλίο «Μητέρα Θεσσαλονίκη» του Ν.Γ. Πεντζίκη, εκδόσεις Κέδρος.

....
Ξαναγυρνώ πίσω μέσα μου, ερευνώντας τις σκέψεις που συνδυάζονταν με τις συμπτωματικές εικόνες των πραγμάτων. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου φυτό. Βλέπω το κάθε πράσινο φύλλο που κατά το διάστημα των ημερών δέχθηκε τον ήλιο, μεταβάλλοντας την πρώτη ύλη που η ρίζα αντλεί από το έδαφος. Παρακολουθώ όλους τους μετασχηματισμούς των φύλλων. Παράφυλλα, παράνθια φύλλα, βρακτεόφυλλα, σέπαλα του κάλυκος, πέταλα της στεφάνης, ανδροδύναμοι στήμονες, καρπόφυλλα που σχηματίζουν τον κλειστό ύπερο. Εκεί μέσα κατεβαίνει περνώντας τον υψηλό στύλο ο σωλήνας του κόκκου της γύρης, μετά που απάνω στά στίγματα θα μουλιάσει και το εσωτερικό υγρό, η θαλπύλλη του κόκκου θα σχηματίσει την προβολή. Βγάνει ένα έντερο που μέσα πέφτουν οι απλοί πυρήνες, ο γεννητικός και ο βλαστικός. Όταν η προβολή περάσει τον καθοδηγητικό ιστό, πρίν προσβληθεί διά της μικροπύλης το ]ωάριο, που με το ομφαλόνημα κρατιέται απ’ τον πλακούντα εντός της κλειστής ]ωοθήκης, μετά που θα περάσει τις διπλές χλαμύδες του περισπερμίου και το παχύ στρώμα του λίκνου για να μπεί στόν εμβρυόσακο, ο βλαστικός πυρήν διαλύεται και χωνεύει, απομένουν δύο ανθεροζωάρια που κινούνται ανεξάρτητα από τον γεννητικόν πυρήνα και χύνονται μετά την εισβολή στό σάκο της προβολής. Καθώς ο σωλήνας τρυπιέται, πηγαίνουν και προσκολλούνται, ταυτίζονται με τους συνεργούς και παραστάτες. Το ]ωοσφαίριο γονιμοποιείται. Κυοφορεί την επανάληψη, το κληρονομημένο, το όμοιο, το καινούργιο σχήμα. Κάθε έννοια προφύλαξης, εξασφάλισης, συντήρησης, διασποράς, καταστρέφεται, σαπίζει. Κάθε μορφή από τις προηγούμενες μεταμορφώσεις των φύλλων που παρέρχονται, μαραίνονται και πέφτουν. Ολόκληρος ο σπόρος απογυ-μνωμένος μέσα στό χώμα, θαμμένος σαπίζει. Όλα εκπίπτουν αφού παράσχουν πάσα υπηρεσία αναγκzα στήν εν σμικρώ εικόνα του νέου. Ριζίδιο, καυλίσκος, κοτύλες του ανανεουμένου φθαρτού διά της επαναλήψεως.

Η εντρύφηση του νού στά φύλλα της ζωής που έπεσαν με διδάσκει. Το σώμα μου που, όπως του νεκρού, είναι ξαπλωμένο στό κρεβάτι, καταλαβαίνω Ότι κυοφορεί, πίσω από της ύλης το πρόσωπο, το πνεύμα της αυριανής μου έγερσης. Διακρίνω κάποιο νόημα στίς συμπτωματικές και απρόοπτες εικόνες των αναπολήσεών μου καθώς η μέρα σβήνει. Καθήκον νΆά μείνω σε ό,τι είμαι. Δεν πρέπει να ζητώ άλλα. Κάθε διαφορετική απασχόληση θα με απομάκρυνε από την αλήθεια του σχήματος που γεμίζω. Αναπαυμένος, καταλαβαίνω πώς πρέπει να ομιλήσω, και τι να πώ. Κάτι έχω να γράψω προς εκπλήρωση της φιλικής απαιτήσεως. Κρατώ ένα βιβλίο και διαβάζω. Χρονικό, χρονογραφία, σύνταξη ιστοριών, επιτομή προς κατανόηση των διαφόρων κατά καιρούς συμβάντων. Πλουσία τροφή για τους μεταγενεστέρους. Μόχθος δούλου ταπεινού, μοναχού, κυρού, αναγνώστου, διακόνου, κουβουκλισίου, λογιοτάτου, πρεσβυτέρου, εφημερίου, άρχοντος, συγκέλου, μεγάλου λογοθέτου, δρουγγαρίου, δομεστίχου, ηγουμένου, επισκόπου, σπαθαρίου, πρωτοσπαθαρίου, κουροπαλάτου, αρχιεπι-σκόπου, υπάτου, επάρχου, μητροπολίτου, παρακοιμωμένου, δεσπότου, δεσποίνης, πορφυρογεννήτου, πατριάρχου, βασιλέως, οσίου πατρός. Έργον μέγα. Ο ραθυμότερος ]ωφελείται από μεγάλα υποδείγματα. Μαθαίνω ότι ο Ησαΐας γυμνός και ανυπόδητος εβάδιζε. Ότι ο Ιερεμίας μ’ ένα περίζωμα στή μέση και τριγύρω στό λαιμό κλοιούς από ξύλο και σίδερο. Ότι ο Ωσηέ παντρεύτηκε πόρνη και αγαπούσε γυναίκα μοιχαλίδα και πονηρή. Ότι ο Ιεζεκιήλ σαράντα μέρες κοιμόταν δεξιά και εκατόν πενήντα από την άλλη κι άνοιξε ο τοίχος κι έφυγε. Έμεινε αιχμάλωτος. Κινδύνεψε να χάσει το κεφάλι του από το μαχαίρι που πέρασε σύρριζα κόβοντάς του τα μαλλιά σε σχήμα σταυρού. Πόσον αγώνα πρέπει να σηκώσει ο καθείς προκειμένου να ξεπεράσει την επί των φαινομένων δόκηση; Γνωρίζουμε την προσφορά της δοκιμασίας, το ειλικρινές και αήττητο νόημα που κρύβεται μέσα στό σχήμα του ανθρώπου. Ο άντρας με όλο το σώμα του γεμάτο πληγές που σκουλικιάζουν, απομονώνεται σε στύλον όρθιο, ψηλότερα από το πλήθος τα πρόσωπα, που γεμάτα ευλάβεια παρακολουθούν τη μεταλλαγή των σκουλικιών των πληγών σε μεταξοσκώληκες πολύτιμους, που ανατρέφονται δύσκολα και κρύβουν την ψυχή τους μές το κουκούλι. Καινούργια, παράδοξη θεωρία, θέαμα διδακτικό αποκαλύπτεται. Λύχνος φωτεινός το παράδειγμα, δεν κρύβεται. Στό λυχνοστάτη τοποθετημένο, φέγγει όλους τους εν τη οικίΑ. Αχτίδες ήλιου από παντού κομίζει ο ποιητής. Σκύβοντας στό παράθυρο απέβαλε αίμα. Μήνυμα θανάτου που μασάει τα σπλάχνα. Αποκλείστηκε εγκάθειρκτος στό στενό χώρο της κάμαρης. Ελάχιστοι αδελφοί, γυναίκες αδύναμες, γνωρίζουν τον σκοπό του τραγουδιού του. Εικόνα όπου το πάθος πλέκεται με το κάλλος. Η χώρα και ο τόπος που δοξάζεται και αποκτά αγαθά πλούσια. Αναγνωρίζω την κάμαρη της απομόνωσης. Κελί ασκητικής μόνωσης. Ιστορία βίου στενά συνυφασμένου με τον τόπο. Δάσος πυκνό, σά χτένι πλούσιας κόμης. Δέντρα άγρια το χέρι καλλιεργεί, μπολιάζει, κλαδεύει. Φυτά με λουλούδια που χουν ευωδία κι εμορφιά. Βοτάνια χρήσιμα και ]ωφέλιμα περιπατώντας δρέπει. Η γή του θανάτου, περιβόλι της Παναγίας. Πίσω από το φράχτη με τα κλαδιά, περιπλοκάδες. Τ’ αγκάθια εμποδάν τ’ αγρίμια να σιμώσουν. Ζωντανά στήν καλοχώματη, πλούσια, υγρή γης που αρδεύει τ’ αυλάκι. Μεγαλώνουν πιο γρήγορα τα φανερόγονα, αγγειόσπερμα, δικοτυλήδονα άνθη. Απέταλα και μονοκοτυλήδονα. Κυπελοφόρες δίκλινες, μονόοικες, θαμνώδεις στρογγυλό-φυλλες, φυλλοβόλες λεφτοκαρυές. Κόρυλοι αβελάνιοι και Βυζάντιοι, που τις ήξεραν από την αρχαιότητα. Χρήσιμοι για την ξυλεία τους προς κατασκευή βυτίων και άλλων ξυλουργικών ειδών. Οι μικρές λεπτές βέργες του θάμνου χρησιμο-ποι-ούνται από τους γόητες και μάγους. Μ’ αυτές αναζητούνται οι πηγές των υδάτων στό υπέδαφος. Ο καρπός περιέχει αχαίνιο περικάρπιο, σπόρο μ’ ευχάριστη γεύση. Μ’ αυτούς παραγεμίζονται οι λιχούδικες σοκολάτες. Διά συνθλίψεως παρέχει εδώδιμο έλαιο. Λεπτοκαρυές περιβάλλουν το κελί. Εργάζεται ο μοναχός με την τσάπα. Από την απλωταριά στήν πλαγιά αγναντεύει τη θάλασσα. Αχνογάλαζο αρχαίο νησί άντικρυ. Απλωμένοι μετά τη συγκομιδή ξηραίνονται οι καρποί με το φυλλώδες κύπελλο. Κάθεται ακουμπώντας στόν τοίχο του κελιού και ράβει. Βελόνα και κλωστή. Φτωχό ρούχο. Απασχολούνται τα χέρια σε εργόχειρο ενώ πέρα από τα εγκόσμια αναζητεί το όραμα της καθαρής θεωρίας. Παιδί δώδεκα ετών. Όταν μας πρωτοσυναντά η Ήβη γεμίζοντάς μας μυστικά ανεξομολόγητα, προωθώντας εντός μας την έννοια του παραπτώματος. Οδηγήθηκε στήν ευλάβεια. Δεν αισθάνεται πια καμιά επιθυμία να επιστρέψει. Η μοναξιά γεμάτη με την ομολογία όλων των μυστικών. Προσφέρει νερό δροσερό, γλυκό, γλυκά λόγια. «Δεν είμαστε μονάχοι στήν έρημο. Πρέπει να θυμούμαστε και θυμούμαστε. Σχετιζόμαστε με τη μνήμη σε πλήρη ομολογία του εαυτού μας γυμνού. Μας προφυλάγει η έρευνα αιτίων και αφορμών. Αδιάκοπη η ομολογία. Δεν ξεχνούμε. Δεν λησμονούμε. Δεν αστοχούμε. Πάντα θυμόμαστε, αντέχοντας την γεμάτη οδύνη βάσανο της μνήμης. Δεχτήκαμε την ταπείνωση, την καταστροφή, τον αφανισμό, την υλική εξουθένωση. Τη στιγμή που το σώμα πλαγιάζει σε αδελφότητα με το θάνατο, αναλογιζόμεθα γεμάτοι κατάνυξη μακρύτερα από την ατομική ζωή. Αδελφώνουμε. Δεν είμαστε μονάχοι. Ταυτιζόμαστε με τον άνθρωπο σ’ όλη την άσβηστη, άπειρη έκταση της ζωής, την αθάνατη. Είμαι ο ίδιος, ο πρώτος που έκτισε το κελί. Ο ίδιος που το ιστόρησε πρίν από αιώνες. Ο ίδιος που εργάζουμε τώρα. Ο ίδιος με όποιον θα μου κλείσει τα μάτια. Η εκκλησία είναι το σώμα όπου εισέρχουμαι μετά την εξιστόρηση του πρακτικού βίου. Ακολουθώ κατόπι τα παραδείγματα. Οσίων, αγίων, ενδόξων, θεοφόρων πατέρων, μαρτύρων. Ακούω όσα προεξηγγέλθησαν υπό των Προφητών. Τα μηνύματα των αγγέλων. Τα κηρύγματα των Αποστόλων. Το λόγο των γραφών. Εννοώ την εικόνα και απεικόνιση του μοναδικού προσώπου. Του αληθινού. Του υποδειγματικού και ενός. Ολοκλήρου του βίου των παθών, θαυμάτων, θαυμασίων και της Ανάστασης. Καθόδου εις τον Άδη και Εγέρσεως του υιού που τον εδακτυλοδείκτησαν ως άνθρωπο. Παντοκράτωρ παιδικά φιλικός και πατρικά αυστηρός. Γονατίζω στά πόδια της παντοτεινής του Μητέρας, Κόρης, Παρθένου. Δέξου τις παρακλήσεις αναξίων σου ικετών. Κορυφή δυσανάβατη στούς λογισμούς. Βάθος δυσθεόρατο στά μάτια. Καθέδρα βασιλική που βαστάζεις, τον βαστάζοντα πάντα. Άστρο που φανερώνεις τον ήλιο. Αγρέ που βλασταίνεις την ευφορία της συμπόνιας. Τραπέζι στρωμένο με χορταστική αφθονία. Λειβάδι που ξανανθίζεις την δύναμη. Αυλή του πασχαλιάτικου αμνού. Λιμάνι όσων κινδυνεύουν. Πρεσβεία, μεσιτεία, εξίλασμα του κόσμου, λύτρωση. Ουρανός όλων των ημερών. Λαμπρή πρωτεύουσα». Οι λόγοι του μοναχού μου φέρνουν στό νού την πατρίδα μου Θεσσαλονίκη. Στήν κάμαρή μου δεν νιώθω πια έρημος. Ηγέρθην από το στρώμα του θανάτου. Μητέρα πόλη με τα πρόσωπα που σε κατοικούν, κατοίκησαν και θα κατοικήσουν αδελφώνω και υπάρχω.
.........



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ