ΤΕΥΧΟΣ 79

Χειμώνας 2001 - 2002


(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον χειμώνα του 1988-89 στο περιοδικό “Οι Ρίζες”, που εξέδιδε ο γιατρός Αλέξανδρος Καλόμοιρος).

 

Μη αποκρύπτειν την αλήθειαν

 

     Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες^ αλλ’ ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μη υπόδικοι γενώμεθα μετά της των εντολών παραβάσεως και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως”.

     Θα γράψουμε εδώ πράγματα που δεν τα εφαρμόζουμε και επειδή δεν τα εφαρμόζουμε όλοι μας τα αποσιωπούμε, με αποτέλεσμα, να φορτώνουμε στην πλάτη μας εκτός από την ευθύνη για την παράβαση των εντολών του Κυρίου και μία άλλη ευθύνη που δεν αναλογιζόμαστε, αυτήν της παρεξηγήσεως του λόγου του Θεού. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αποκρύπτουμε την αλήθεια επειδή εμείς αδυνατούμε να την εφαρμόσουμε. Οφείλουμε να την ομολογήσουμε και συγχρόνως να θεατρίσουμε τον εαυτό μας γιατί δεν κάνουμε αυτά που μας πρόσταξε ο Κύριός μας. Εξ’ άλλου “λέγειν χρή καλά και τον μη καλά πράττοντα, όπως άρξηται των έργων, τους λόγους αισχυνόμενος”. Ας πούμε και ας ομολογήσουμε τι στην πραγματικότητα μας ζήτησε ο Κύριός μας να κάνουμε μήπως και φιλοτιμηθούμε ποτέ να υπακούσουμε.

Αυτή η ομολογία είναι αναγκαία τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά γιατί οι καιροί μας δεν συγχωρούν. Στις μέρες μας “εκάστου το έργον, οποίον εστί το πυρ δοκιμάσει” (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13). Και το κατ’ εξοχήν έργο είναι η πίστη σ’ Εκείνον και η ομολογία Του μπροστά στη “γενεά ταύτη την μοιχαλίδα και αμαρτωλό”. “Είπον ούν προς αυτόν^ τι ποιώμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού; Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς^ τούτο εστι το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις όν απέστειλεν Εκείνος” (Ιωαν. στ΄ 28-29). “Την πίστιν έργον εκάλεσεν”, λέγει ο Χρυσόστομος, “το έργον το ανώτατον”[MSOffice1] , “το έργον της αληθείας” (P.G. 48, 1081). Και πίστη είναι να ξέρεις την αλήθεια και για Κείνον και για τις εντολές Του. Αν δεν έχουμε τη σωστή γνώση για το ποιος είναι και τι μας ζητάει να κάνουμε ο Χριστός είναι φυσικό να αποτύχουμε στη ζωή μας. “Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου” (Ιωαν. ιζ΄ 17). Δεν είναι δυνατός ο αγιασμός μας παρά μόνον εν τη αληθεία.

     “Αι του Θεού εντολαί”, λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, “υπέρ πάντας τους θησαυρούς του κόσμου. Και ο ταύτας κτησάμενος εντός αυτών ευρίσκει τον Θεόν” (Λόγ. ε΄). Φθάνει τις εντολές να τις ξέρουμε, να τις καταλαβαίνουμε σωστά και να τις εκτελούμε.

Μακάριοι οι πτωχοί

     “Και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν αυτούς λέγων^ μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών” (Ματθ. ε΄ 2-3). Με το άνοιγμα του στόματός Του μας έδωσε ο Κύριος το κλειδί της Βασιλείας των Ουρανών. Τον ίδιο μακαρισμό μας τον διέσωσε και ο ευαγγελιστής Λουκάς (στ΄ 20-25): “Και αυτόν επάρας τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού έλεγε^ μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού. Μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε. Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε… Πλήν ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών. Ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε. Ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε..” Μακάριοι οι φτωχοί, αλίμονο στους πλούσιους!

Ένα δείγμα της πονηρίας μας είναι ότι τον μακαρισμό αυτόν, τον πρώτο και κύριο, θελήσαμε να τον ξέρουμε και να τον συζητούμε μόνον όπως τον διέσωσε ο Ματθαίος και σχεδόν ξεχάσαμε πώς τον έγραψε ο Λουκάς. Αυτό έγινε γιατί ο δεύτερος τον έγραψε με τρόπο που ήταν αδύνατο να παρερμηνευθεί. Γαντζωθήκαμε από την προσθήκη “τω πνεύματι” και δώσαμε στα λόγια του Κυρίου τις πιο απίθανες ερμηνείες, σαν κι εκείνη, την τόσο γνωστή, που θέλει τον Χριστό να μακαρίζει τους ολιγοφρενείς! Εν τούτοις δεν υπάρχει τίποτε σκοτεινό και περίπλοκο στα λόγια του Κυρίου. Μακαρίζει τους φτωχούς, τους φτωχούς “τω πνεύματι”. Αυτούς δηλαδή που διάλεξαν τη φτώχεια οι ίδιοι, μ’ όλη τους την καρδιά και μ’ όλο τους το νου, γιατί από τα γήινα αγαθά προτίμησαν τα ουράνια.

Διά πτωχείας τον αδαπάνητον πλούτον

     Το πρώτο κήρυγμα του Κυρίου Ιησού ήταν μια λέξη: “Μετανοείτε”. Αλλάξτε νού, αλλάξτε νοοτροπία, αλλάξτε κριτήρια, αλλάξτε αξίες. Μέχρι τώρα νομίζατε καλό τη δόξα, τον πλούτο και την ηδονή. Εγώ όμως ήρθα να σάς δείξω άλλη δόξα, άλλον πλούτο, άλλην ηδονή ασύγκριτη, που όταν τη γευθείτε δεν θα θέλετε πια κανένα από τα νομιζόμενα καλά του  κόσμου τούτου, που όχι μόνο δεν τρέφουν, αλλά και δουλώνουν τον άνθρωπο. Εσείς ζητείτε τη βασιλεία του κόσμου τούτου, άλλος με τον έναν και άλλος με τον άλλον τρόπο, και παλεύετε και αιματοκυλιέστε γι’ αυτήν. “Η Βασιλεία όμως η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου”. Και για να μπεις στη δική μου τη Βασιλεία ανάγκη να βγάλεις από πάνω σου “πάντα όγκον”.

Για να μπεις στη Βασιλεία του Θεού και να τη ζήσεις πρέπει πρώτα να κόψεις όλα τα σκοινιά που σε δένουν με την ψευτοβασιλεία του κόσμου τούτου. Να λευτερώσεις πρώτα την καρδιά σου και ύστερα, με τη δύναμη του Θεού, να λευτερώσεις και το σώμα σου. Αλλιώς δεν γίνεται να είσαι μαθητής του Χριστού. “Πάς εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής” (Λουκ. ιδ΄ 33). Όντας προσκολλημένος στα υπάρχοντά σου, ή στις επιθυμίες για την απόκτησή τους, είσαι δεμένος σε τούτον τον κόσμο σαν το καράβι στο μουράγιο. Ο Λόγος του Θεού επτώχευσε “μορφήν δούλου λαβών” και με την επίγεια ζωή Του έγινε το πρότυπο κάθε Χριστιανού. “Αι αλώπεκες, είπε, φωλεούς έχουσιν και τα πετεινά κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του Ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνει”. Το παράδειγμα του Χριστού το ακολούθησαν και οι Απόστολοι. Και ο Απόστολος Παύλος μας είπε: “Μιμηταί μου γίγνεσθε καθώς καγώ Χριστού”. Όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Xριστός ήρθε “ευαγγελίσασθαι διά πτωχείας τον αδαπάνητον πλούτον^ δι’ ευτελείας την απόρρητον δόξαν” (Φιλοκ. δ΄ 113). “Μακαρίσας γαρ τους πτωχούς τω πνεύματι, θαυμασίως υπέδειξε, ποίόν εστιν ωσανεί ρίζα και πρόξενον της επιφαινομένης πτωχείας τοις αγίοις, δηλονότι το εκείνων πνεύμα. Τούτο γαρ την του Ευαγγελικού κηρύγματος εγκολπωσάμενον χάριν, πηγήν πτωχείας αναδίδωσιν αφ’ εαυτού, ποτίζουσαν πάν το πρόσωπον της γης ημών, τον έξω δηλονότι άνθρωπον, και παράδεισον αυτόν αρετών αποτελούσαν. Η τοιαύτη γαρ πτωχεία παρά Θεού μακαριστή... Δύναται γαρ τις ακτήμων είναι, αλλά και ευτελής, εγκρατής, και ταύτα εκουσίως, αλλά διά την δόξαν των ανθρώπων. Ο τοιούτος τοίνυν ουκ έστι τω πνεύματι πτωχός. Η γαρ υπόκρισις εξ οιήσεως γεννάται^ αύτη δε της εν πνεύματι πτωχείας εναντία. Τω δε συντετριμμένον έχοντι και μέτριον και ταπεινόν το πνεύμα των αδυνάτων μη και τη φαινομένη χαίρειν ευτελεία τε και ταπεινώσει^ δόξης γαρ και ευπαθείας, ευπορίας τε και πάντων των τοιούτων, ανάξιος ούτος ηγείται εαυτόν. Και ούτος ο Θεώ μακαριστός πτωχός, ο ανάξιον τούτων εαυτόν ηγούμενος^ και ούτος ο κατά αλήθειαν πτωχός, μη εξ ημισείας του ονόματος αντιποιούμενος. Διό και Λουκάς ο θείος, μακάριοι, είπεν, οι πτωχοί, μη προσθείς τω πνεύματι” (Αγ. Γρηγ. Παλαμά, Φιλοκ. δ΄ 100).

Ευκοπώτερον εστι κάμηλον...

     Τρείς παρερμηνείες έκανε η πονηρία μας στο κείμενο των Ευαγγελίων για τον πλούσιο νέο, που του είπε ο Κύριος να τα πουλήσει όλα και να τον ακολουθήσει κι εκείνος έφυγε περίλυπος, και σ’ όσα είπε ο Χριστός κατόπιν για τους πλουσίους[MSOffice2]  (Λουκ. ιη΄ 18-27). Η πρώτη παρερμηνεία βρίσκεται στη διαπίστωση: “έτι έν σοι λείπει”. Της δώσαμε προαιρετικό χαρακτήρα. Εν τούτοις η τελειότης είναι εντολή και, όπως όλες οι εντολές, υποχρεωτική. Η δεύτερη παρερμηνεία βρίσκεται στο σκοπό για τον οποίο ζήτησε ο Κύριος από τον πλούσιο να σκορπίσει την περιουσία του. Νομίσαμε ότι ήθελε να βοηθήσει τους φτωχούς ενώ, στην πραγματικότητα, ήθελε να ελευθερώσει τον ίδιο τον πλούσιο. Η τρίτη και χειρότερη παρερμηνεία έγινε στο νόημα που έχει το “τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν”. Είπαμε ότι, ναι μεν είναι αδύνατο να μπει πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού, αλλά ο Θεός τελικά το κάνει δυνατό! Το πραγματικό όμως νόημα είναι: “Είπον δε οι ακούσαντες^ και τις δύναται σωθήναι; (Αφού όλοι είμαστε φιλοκτήμονες, είτε έχουμε είτε δεν έχουμε, και επομένως όλοι είμαστε κατά το πνεύμα και την προαίρεση πλούσιοι). Και απάντησε ο Κύριος ότι, αυτό που είναι αδύνατο στον άνθρωπο η Χάρις του Θεού το κάνει δυνατό. Κάνει δηλαδή τον άνθρωπο, που αγαπάει το Θεό και έρχεται προς Αυτόν, να γίνει εραστής της ταπείνωσης και της ακτημοσύνης, να βγάλει πρώτα από την καρδιά του την επιθυμία του πλούτου, της δόξας των ανθρώπων και της ηδονής και να γίνει τελικά και εξωτερικά φτωχός και έτσι, όντας πτωχός τω πνεύματι, να γίνει από τούτη ακόμα τη ζωή μακάριος πολίτης της Βασιλείας του Θεού.

     Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος για να μας κάνει μακάριους και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Και επειδή ακολουθούσαμε στραβό δρόμο, που δεν οδηγούσε στη μακαριότητα αλλά στη δυστυχία, μας κήρυξε να μετανοήσουμε και ν’ αλλάξουμε δρόμο. Μην ξεγελιέστε από τα φαινόμενα, μας είπε. Δεν είναι ο πλούτος που δίνει στον άνθρωπο τη μακαριότητα, αλλά η φτώχια που τη θέλει και την διαλέγει κανείς για το Θεό. Στην καρδιά που είναι γεμάτη με ξυλοκέρατα τούτου του κόσμου δεν υπάρχει χώρος για το Θεό, την πηγή κάθε μακαριότητας. Όσο πιο φτωχοί γίνετε από τα αγαθά του κόσμου τούτου από αγάπη προς το Θεό, τόσο πιο πλούσιοι θα γίνετε απ’ τα αγαθά του Ουρανού που δεν φθείρονται ποτέ και που μόνο αυτά κάνουν τον άνθρωπο μακάριο. Και δεν θα πλουτίσετε από ευδαιμονία μόνο στον άλλο κόσμο και στην άλλη ζωή, αλλά από τώρα, από αυτή τη ζωή θα γίνετε ευδαίμονες και πανευτυχείς, “και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών”.

“Όσον τις μετριώτερον έχει τον βίον, τοσούτον υπάρχει ευδαιμονέστερος”, είπε ο Άγιος Αντώνιος, που υπάκουσε στον Κύριο και σκόρπισε από νέος όλο του το βιός και έγινε πάμπτωχος τω πνεύματι. Δηλαδή: “όσο πιο λίγα έχει κανείς, τόσο πιο ευτυχισμένος είναι”. Γράφει και ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: “Όσον ο άνθρωπος καταφρονεί τούτον τον κόσμον, και καταγίνεται εις τον φόβον του Θεού μετά σπουδής, τοσούτον και η θεία πρόνοια πλησιάζει εις αυτόν, και κρυπτώς αισθάνεται την βοήθειαν αυτής, και δίδονται αυτώ καθαροί λογισμοί, ίνα καταλάβη αυτήν^ και εάν τις εκουσίως στερηθή των αγαθών του κόσμου, καθ’ όσον στερείται τούτων, κατά τοσούτον το έλεος του Θεού ακολουθεί αυτώ, και βαστάζει αυτόν η θεία φιλανθρωπία” (Λόγ. κε΄). Και αλλού λέγει πάλι ο ίδιος: “Ο φεύγων του παρόντος βίου την ανάπαυσιν, τούτου ο νούς κατεσκόπευσε τον μέλλοντα αιώνα. Ο δε συνδεδεμένος τη φιλοκτημοσύνη, δούλος των παθών πέφυκε” (Λόγ. κγ΄). Και έχει τόσο μεγάλη δύναμη η ακτημοσύνη γιατί αυτή είναι “η λύουσα τα νοήματα ημών εκ των δεσμών” (Λόγ. λε΄), αυτή είναι που δίνει την εξωτερική αλλά και την εσωτερική ελευθερία και, κόβοντας τα δεσμά, αφήνει τον άνθρωπο να πέσει στην ανοικτή αγκαλιά του Θεού και Πατέρα του. Αναφερόμενος στον πρώτο μακαρισμό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει: “Πώς δ’ ου μακαρίζοιντο δικαίως αν οι μη πεποιθότες όλως επί χρήμασιν, αλλ’ επ’ αυτώ; Οι μη ποθούντες αρέσκειν άλλω, πλην αυτού; Οι εν ταπεινώσει μετά τούτων ζώντες ενώπιον αυτού; Πτωχεύσωμεν ούν και ημείς το πνεύμα ταπεινωθέντες και την σάρκα κακοπαθήσαντες και τον βίον ακτημονήσαντες, ίν’ ημών γένηται η του Θεού Βασιλεία και των μακαρίων επιτύχωμεν ελπίδων, την των Ουρανών Βασιλείαν κληρονομήσαντες” (Φιλοκ. δ΄ 106). “Τι τα λές αυτά σ’ εμάς που δεν είμαστε μοναχοί;” είπαν κάποιοι στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, και απάντησε: “Σφόδρα απατάς σαυτόν και σφάλλεις, ει άλλα μεν οίει τον βιωτικόν, έτερα δε απαιτείσθαι τον μοναχόν^ η γαρ διαφορά τούτοις εν τω γαμήσαι και μη, των δε άλλων ένεκεν απάντων κοινάς υπέχουσι τας ευθύνας... Μη γαρ ο κοσμικός οφείλει τι έχειν πλέον του μονάζοντος; Ει δε οι μακαρισμοί τοις μονάζουσίν εισι μόνοις ειρημένοι, και τον κοσμικόν ου δυνατόν αυτούς κατορθώσαι, αυτός δε (ο Θεός) τον Γάμον επέτρεψεν, άρα αυτός πάντας απώλεσεν... ουχ ο γάμος εμπόδιον αλλ’ η προαίρεσις... Δυνατόν, και σφόδρα δυνατόν και γυναίκας έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν” (P.G. 47, 372-376 και P.G. 63, 67-68).

 

 


Για το νόημα της Χριστιανικής[P3]  Σωτηρίας

 

Προϋπόθεση για το βίωμα της εν Χριστώ σωτηρίας είναι η γνώση του μυστηρίου της Εκκλησίας.

Το νόημα της εκκλησιαστικής ζωής δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εξαντληθεί στην επίσκεψη σε κάποιον ενοριακό ναό στο πλαίσιο της λατρείας. Οπωσδήποτε, η συμμετοχή στη λατρεία είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος του βιώματος και της ζωής της εκκλησίας^ από την άλλη μεριά, όμως, η εκκλησιαστική ζωή οφείλει να ξεπηδήσει μέσα από τον[P4]  άνθρωπο με τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ απλωθεί και σε άλλους τομείς της ζωής του για ν’ αγκαλιάσει την καθημερινότητά του. Αλλιώς, φτάνει κανείς να θεωρεί τη συμμετοχή του στην εκκλησία σαν κάτι που αφορά σε μια συγκεκριμένη στιγμή, ή ενδεχομένως σ’ ένα κομμάτι της ζωής του, το οποίο όμως είναι στεγανά αποκομμένο από οτιδήποτε άλλο. Κι αν ο άνθρωπος αρκεσθεί σε κάτι τέτοιο, τότε πάντοτε θα μένει με μια μεγάλη απορία: τελικά, τι νόημα έχουν όλα αυτά;

Από δώ πρέπει να ξεκινήσει κάθε προβληματισμός πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Αν περιορίζουμε την εκκλησιαστική ζωή σε μια εξωτερική συμμετοχή στη λατρεία, τότε έχουμε μια πολύ μερική εικόνα και είναι αμφίβολο αν μέσα από αυτή τη μερικότητα είναι δυνατόν να ξεπηδήσει κάποιο νόημα.

Σαν άνθρωποι που έχουμε ένα ενδιαφέρον για τα πνευματικά, θα πρέπει να κατανοούμε ότι αυτό που λέμε νόημα, δεν μπορεί να προκύψει παρά μέσα από μια καθολικότητα και η καθολικότητα αγκαλιάζει τα πάντα μέσα στη ζωή μας. Δεν είναι δυνατόν να ξεπηδήσει νόημα από το επί μέρους. Το επί μέρους ποτέ δεν παράγει νόημα από μόνο του, παρά μόνο μία αποσπασματική εικόνα. Το επί μέρους έχει πάντοτε το στοιχείο της ιδιωτικότητας, είναι δηλαδή αυτό που κάνει ο άνθρωπος ως ιδιώτης στη ζωή του. Το αν θα πάει, για παράδειγμα, την Κυριακή το πρωί στην εκκλησία ή όχι είναι ένα θέμα ιδιωτικής απόφασης και ιδιωτικής ζωής. Και επειδή στην ιδιωτικότητα δεν περικλείεται το όλο του νοήματος, μόνο αν αυτό το μέρος της ζωής του ξεπηδήσει από μια καθολικότερη και ευρύτερη ανθρώπινη πνευματική διάσταση και εμπειρία – η οποία πραγματικά τον οδηγεί να ζει κάθε στιγμή της ζωής του μ’ έναν ορισμένο τρόπο - μόνον τότε μπορεί ο άνθρωπος να διακρίνει νόημα πίσω από όλες αυτές τις επιμέρους πράξεις.

Αν θέλουμε η πράξη μας να καρποφορεί, οφείλουμε να αποφεύγουμε εκείνη τη στάση του ανθρώπου που απλώς αναπαράγει συγκεκριμένες πρακτικές, ενώ σπάνια προβληματίζεται για το νόημα που μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές. Είναι γεγονός ότι δεν πρόκειται να κριθούμε αν εκπληρώσαμε το νόμο ή κάποιους κανόνες χριστιανικής ζωής, αλλά για το ήθος της ζωής που ξεπήδησε από μέσα μας μ’ έναν ζωντανό τρόπο, ως μαρτυρία του Χριστού και του Ευαγγελίου.

Το μόνο μυστήριο

Τι εννοούμε, σαν χριστιανοί, όταν λέμε σωτηρία; Τι μπορεί να σημαίνει σωτηρία για κάποια πλάσματα όπως οι άνθρωποι, που γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν;

Οπωσδήποτε δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε με νοήμονα τρόπο για τη σωτηρία μας χωρίς να έχουμε πλήρη συνείδηση ότι, τελικά, το ζητούμενο έχει να κάνει με κάτι το υπερφυές. Αν κατεβάσουμε τη συζήτηση για το νόημα της σωτηρίας σε πράγματα που είναι καθαρά φυσικής ή βιολογικής τάξεως και κατανοήσουμε τον άνθρωπο απλώς μέσα σε κάποιους φυσικούς όρους, τότε θα περιπέσουμε σε μία ψυχολογική και ηθική κατανόηση για το τι είναι τελικά το ζητούμενο, πράγμα που είναι έκφραση και οποιασδήποτε ανθρώπινης θρησκείας. Γιατί το ζητούμενο των θρησκειών, γενικά, είναι να προσφέρουν στον άνθρωπο, ως φυσική οντότητα, εκείνα τα ηθικά ερείσματα που χρειάζεται για να μπορέσει να πορευθεί με την κατάλληλη ψυχολογική αρματωσιά μέσα στις δυσκολίες της ζωής.

Το νόημα της Εκκλησίας και της σωτηρίας θα πρέπει να το αναζητήσουμε σε κάτι πέρα από αυτό. Χρειάζεται κατ’ αρχήν να δει ο άνθρωπος τον εαυτό του ως ένα ον το οποίο δεν είναι αυτοτελές στη φυσική του υπόσταση. Πρέπει, δηλαδή, να ξεφύγουμε από αυτή τη φυσιοκρατική κατανόηση του τι είναι ο άνθρωπος. Γι αυτό πολλές φορές η αναζήτηση του μυστηρίου της σωτηρίας, προϋποθέτει μία θεολογική, ανθρωπολογική προσέγγιση, χωρίς την οποία κάθε συζήτηση περί Εκκλησίας εκφυλλίζεται μ’ έναν πολύ εγκόσμιο τρόπο.

Σύμφωνα με τη Χριστιανική κατανόηση, η Εκκλησία ενσαρκώνει το μόνο χριστιανικό μυστήριο, τη βάση [MSOffice5] για κάθε συζήτηση περί σωτηρίας. Κι αυτό το μυστήριο είναι το γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Πρόκειται για μία κατανόηση που υπάρχει μόνο μέσα στον χριστιανικό κόσμο και η οποία σηκώνει τη συζήτηση περί σωτηρίας, αλλά και περί του νοήματος της ζωής, σε κάποιο άλλο επίπεδο από αυτό οποιασδήποτε θρησκείας. Κι αν λέμε καμιά φορά ότι η Εκκλησία και ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά κάτι άλλο, σημαίνει αυτό ακριβώς: ότι η χριστιανική παράδοση και η χριστιανική πνευματικότητα έχουν σαν βάση το μυστήριο ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος.

Το γεγονός αυτό σημαίνει αμέσως μια σειρά από πράγματα. Σημαίνει ότι άνθρωπος παύει να είναι αυτός ο οποίος γεννιέται, εξελίσσεται, ζει και πεθαίνει μέσα στα όρια μιας βιολογικής τάξης^ αλλά άνθρωπος είναι το ον που μαζί του ενώθηκε ο Θεός. Κι αυτή είναι και η βάση για οποιαδήποτε κατανόηση της δημιουργίας του ανθρώπου. Συχνά, στις συζητήσεις περί δημιουργίας του ανθρώπου γινόμαστε μάρτυρες εντάσεων και διαφωνιών, που όμως δεν έχουν πνευματική βάση. Διότι, είτε υποστηρίξει κανείς ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε σαν ζώο που εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο σε Homo Sapiens, είτε υποστηρίξει ότι δημιουργήθηκε σαν πήλινο άγαλμα το οποίο τελικά πήρε ζωή, στο βάθος δεν υπάρχει αληθινή διαφορά. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, προφανώς, τα στοιχεία του όντος αυτού προέρχονται από τα στοιχεία του σύμπαντος, δηλαδή από αυτή την σκόρπια συμπαντική σκόνη που με κάποιο τρόπο κατέληξε σε οργανωμένες μορφές ζωής. Και οι δύο αυτές απόψεις, ανάγονται σ’ αυτή την απλή αλήθεια. Η αληθινή χριστιανική διάσταση σ’ αυτή τη συζήτηση, έγκειται στην κατανόηση ότι άνθρωπος είναι εκείνο το ον με το οποίο ενώθηκε ο Θεός. Αυτή η αλήθεια συχνά μας διαφεύγει και προσπαθούμε να κάνουμε ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, ακόμα και ως χριστιανοί, ερήμην αυτού του θεολογικού δόγματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι καμιά φορά οι θεολογικές συζητήσεις μας χαρακτηρίζονται από την ίδια μωρία που χαρακτηρίζει την κοσμική φιλοσοφία, αν όχι περισσότερη. Ο κόσμος νομίζει ότι μπορεί να εξερευνήσει την ύπαρξη, τη συνείδηση, τη λογική, τις ηθικές και κοινωνικές αξίες, θεωρώντας τον άνθρωπο ως ένα αντικειμενικό βιολογικό, φυσικό δεδομένο. Ως Χριστιανοί, όμως, οφείλουμε να διακρίνουμε ότι ο άνθρωπος καθόλου δεν εξαντλείται στα απλά φυσικά του δεδομένα, αλλά είναι τέτοιος που φανερώνουν οι φυσικές του ενέργειες, επειδή η σάρκα του είναι ενωμένη με τον ίδιο τον Θεό, στο πρόσωπο του Χριστού. Δεν είναι δυνατόν να συζητάμε για τον άνθρωπο και τις προϋποθέσεις της σωτηρίας του, ερήμην του γεγονότος ότι είναι άνθρωπος όχι μ’ έναν αυτονόητο τρόπο, εξαιτίας των βιολογικών συγκυριών, αλλά επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος.

Αυτή, βέβαια, είναι μία θεωρητική βάση, όμως μέσα από τη ζωή εν Αγίω Πνεύματι μπορεί να γίνει βίωμα και εμπειρία. Τότε, το μυστήριο της Εκκλησίας αρχίζει και παίζει έναν ρόλο ζωτικό για τον άνθρωπο. Γιατί ο άνθρωπος αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να νοείται μ’ έναν αυτόνομο και αυτοτελή τρόπο σε σχέση με τον Θεό. Ερήμην της σχέσης του με τον Θεό, ο άνθρωπος παύει να είναι αληθινός άνθρωπος. Αν υπάρχει κάτι διαφορετικό στον άνθρωπο σε σχέση με την υπόλοιπη δημιουργία, πηγάζει ακριβώς από αυτό το θεολογικό δόγμα, αυτό το πρωτοφανές και το μόνο “καινό υπό τον ήλιο”, όπως λένε και οι Πατέρες της εκκλησίας, απαντώντας στη ρήση των αρχαίων οι οποίοι πίστευαν ότι “ουδέν καινόν υπό τον ήλιο”. Ένα είναι μόνο το οποίο δεν ξανάγινε, το οποίο είναι αδιανόητο σε οποιοδήποτε ανθρώπινο μυαλό και εντελώς έξω από τα δεδομένα της φύσης: το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Αυτή η πραγματικότητα σηματοδοτεί μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ένα γεγονός το οποίο αντιστέκεται στην έννοια του φθαρτού χρόνου.

Μπορούμε να πούμε ότι, η φύση του φθαρτού χρόνου συμπυκνώνεται σ’ αυτό που με πολύ ιδιοφυή τρόπο, είχε συλλάβει ο αρχαίος παγανισμός: είναι μία διηνεκής, κυκλική επανάληψη. Ας θυμηθούμε το μύθο του Σίσυφου, ο οποίος συγκεφαλαιώνει την εικόνα της μάταιης ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά και του κυκλικού χρόνου, μέσα από την αέναη επανάληψη, στο διηνεκές. Το μόνο το οποίο σπάζει πραγματικά αυτή την ανακύκλωση των ίδιων πραγμάτων στην ανθρώπινη ιστορία είναι η γέννηση του Χριστού, με την οποία συντελείται και η απαρχή της έννοιας της ιστορικότητας στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Είναι αλήθεια ότι ο ιστορικός χρόνος, με την έννοια της ρήξης της κυκλικής επανάληψης, ουσιαστικά γεννιέται μέσα από τη χριστιανική σκέψη^ γιατί, το μόνο καινούριο πράγμα το οποίο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους ότι συνέβη ποτέ στον κόσμο είναι ότι ο ίδιος ο Θεός, δηλαδή η αιτία του παντός, έγινε μέρος αυτής της φύσης, πήρε αυτή τη φύση επάνω Του και ενώθηκε μαζί μας.

Η ζωή της Εκκλησίας, λοιπόν, δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την εικόνα του δόγματος της ενανθρώπισης, -και είναι δόγμα όχι γιατί αποτελεί θέσφατο το οποίο απαγορεύεται να το αμφισβητήσει κανείς, αλλά ακριβώς γιατί μπορεί τελικά να γίνει εμπειρία και να νοηματοδοτήσει τη ζωή του ανθρώπου, να τον βγάλει μέσα από το α-νόητο που υπάρχει όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να σκεφτεί τη ζωή του και την ύπαρξή του ερήμην του γεγονότος αυτού. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούσαν καίριο πλήγμα για την θεολογική κατανόηση της φύσης της Εκκλησίας, την ανθρώπινη αντίληψη που εκλαμβάνει την Εκκλησία ως εγκόσμιο οργανισμό. Η φύση της Εκκλησίας, ακριβώς επειδή στηρίζεται στην ενανθρώπιση του Χριστού, είναι πάντοτε διττή: εικονίζει την εγκοσμιότητα εν Αγίω Πνεύματι, δηλαδή τη φύση η οποία συνυπάρχει με την ενέργεια και τη χάρη του Θεού, τον εναγκαλισμό του Πνεύματος του Αγίου με το εγκόσμιο.

Με αυτό το δεδομένο αρχίζει κανείς και κατανοεί γιατί η ζωή της Εκκλησίας είναι απαραίτητη για τη σωτηρία. Τι μπορεί να σημαίνει σωτηρία για τον άνθρωπο, αν ορίσει κανείς ως άνθρωπο το ον εκείνο με το οποίο ενώθηκε ο Θεός; Μα, ακριβώς, το να μπορέσει ο άνθρωπος να διακρίνει πίσω από τα δεδομένα της φυσικής του δημιουργίας και πίσω από τα δεδομένα της ζωής του αυτή την πραγματικότητα που τον αφορά. Να κατορθώσει ν’ αποκτήσει την εμπειρία αυτής της πραγματικότητας στην οποία βρίσκεται η ρίζα της ύπαρξής του, και γι’ αυτό είναι σωτήρια γι’ αυτόν. Όχι για κάποιο νομικό λόγο, επειδή τάχα ο Θεός αποφάσισε ότι για να σωθεί ο άνθρωπος θα πρέπει οπωσδήποτε να ενεργεί έτσι! Πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τη δικανική αντίληψη για τα εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα, την οποία έχουμε δεχτεί από τις δυτικές επιδράσεις, αλλά κυρίως λόγω της ροπής του φθαρτού ανθρώπου που θέλει όλα να τα βλέπει και να τα ερμηνεύει μ’ έναν απτό, σχηματικό τρόπο. Αυτή η απλοϊκότητα της κατανόησης μπορεί να μας προσελκύει στην αρχή, αλλά σταδιακά εκφυλλίζεται και παύει να καρποφορεί.

Η πνευματική προσπάθεια πρέπει να ξεκινάει από μία βάση η οποία να έχει νόημα. Και η μόνη τέτοια βάση, όπως την έχουμε διδαχθεί μέσα από την παράδοση, είναι αυτή που θέλει τον άνθρωπο να έχει ανάγκη τη ζωή της Εκκλησίας, ακριβώς γιατί η ζωή της Εκκλησίας διασώζει ακέραια τα δεδομένα της ύπαρξης του ανθρώπου. Αφού άνθρωπος είναι εκείνο το ον με το οποίο ενώθηκε ο Θεός, η αληθινή ζωή του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η ζωή εκείνου του όντος το οποίο ζει με τον Θεό. Αυτή είναι η βαθύτερη πνευματική φύση της Εκκλησίας, το σώμα των πιστών που γίνεται Σώμα Χριστού, δηλαδή ένωση του κτιστού με τον Άκτιστο. Στη ζωή της Εκκλησίας οι άγιοι εναγκαλίζονται τον τρόπο της ζωής του Θεού, αντλώντας δύναμη από την παρηγορητική Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Μετέχουν στη ζωή της Θεότητας, κοινωνώντας της αφθάρτου φύσεως. Διασώζονται ακέραιοι και αληθινοί επιστρέφοντας στη ζωοποιό Ενέργεια που είναι η πηγή και η λογική αναφορά της δικής τους υπάρξεως. Αυτός ο διαρκής λογικός προσανατολισμός της ζωής τους είναι η πηγή κάθε αρετής και αγιότητας και απεργάζεται την ψυχή κατά το ήθος του τελείου ανθρώπου, που είναι ο Χριστός. [P6] 

 

Με αφορμή την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων αναδημοσιεύουμε το παρακάτω διήγημα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, πάντοτε ιαματικού και ευφρόσυνου για μικρούς και μεγάλους.…

Υπηρέτρα

διηγημα επι τη εορτη των χριστουγεννων

     Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους .... η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.

     Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήράς του, είχεν επιβή της λέμβου του περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη.

     Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζί της διά δύο στρέμματα αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεάνις εκάθισε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ούς τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά *Ασματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.

     Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.

     Παρήλθεν το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.

     Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.

- Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι ο πατέρας μου!...

     Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.

     Η δύστηνος Ουρανιώ δεν αντέσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου κρυπτομένη εις το σκότος προέβαλε διά της θυρίδος την κεφαλήν.

     Μία γειτόνισσα λάλος και φωνασκός είχεν εγερθή πρώτη, και αφύπνιζε διά των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνίση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού διά να σταθή εις τους πόδας του.

     Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ της του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσαν οικτιρμόνως τα σκότη της οδού διά τους διαβάτας και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ, και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει διά να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων.

     Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, όν ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.

     - Πώς! κι ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά;... εψιθύρισεν.

     Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν ειπεί άλλοτε και το λόγιον έμεινε παροιμιώδες “όποτε πάω στην εκκλησιά βάια μοιράζουνε”. Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνισε βιαίως η Γαροφαλιά και τω επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπεν. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή έξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται, “τώρα τον Αι-Βασίλη” κτλ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.

     Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε μέχρι των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρειίς σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.

     Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.

     - Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει... μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν’ τς Έλληνες (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα...

     Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.

     - Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.

     Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.

     - Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπαρμπα-Διόμα.

     - Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε...

     - Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.

     Ο Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και που τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.

     Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.

     Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.

*

*  *

     Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.

     Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς.

     Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέτες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ής εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίους επιχειρήσεις των. Εις το γήράς του δεν τω έμεινε άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ής ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος.

     Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα:

     - Πήγα δά και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιππομαχικό, και μόδωκαν, λέει, δύο σφάκελα, να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή^ πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν... ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, “σύρε στο σπίτι σου, κ’ εμείς θα σού στείλωμε τη σύνταξή σου”. Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με  παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο  στο Ιππομαχικό, κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε “παινε, και θα βγή η απόφαση”. Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ... είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κ’ εγώ. Επήρα κ’ εγώ την Πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.

     Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τη έδιδε.

     Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά τ        ής τραχείας και μονοτόνου φωνής του:

Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιάτα!...

και δεν έλεγεν άλλον στίχον.

*
*  *

     Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της “Υπηρέτρας” πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα... “υιόν υποζυγίου” ώριμον προς επίσαξιν... όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.

     Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της “Υπηρέτρας”, αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.

     Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.

     Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.

     Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα... και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.

     Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος.

     Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.

     Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπατάρη την λέμβον.

     Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς, ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα.

     Ο μπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβα ως έγχελυς, είχε και στήριγμα την ανατραπείσαν “Υπηρέτραν”, την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.

*

*  *

     Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.

     Τέλος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.

     Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχιζε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη.

     Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς.

     Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον.

     Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα.

     Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.

     Καθ’ όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.

     Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.

     Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.

     Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.

     Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα εις τους οικείους του.

     Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς.

     Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά.

     Αλλ’ άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια.

     Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.

     - Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής^ κρασί δώστέ μου!

     Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.

......................................................................................................................

     Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ.

     Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε ανήγγειλεν ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής.

Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.

     Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. ‘Ω, πενιχρά αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!

     Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά ούτε μυζήθρες ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείράς του, δι’ ών ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.

(1888)

Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη Άπαντα, τόμος δεύτερος

Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

© Εκδόσεις Δόμος

Ευχαριστίες

Ευχαριστούμε θερμά τον “Λαόνικο Διονυσίου” για τα καλά του λόγια για την Επίγνωση, στο περιοδικό “Νέα Εστία” τεύχος…… Η αδελφική του συμπαράσταση μας έδωσε δύναμη και κουράγιο. Η ευθύνη και η δυσκολία που συνεπάγεται η έκδοση ενός περιοδικού, έστω και μικρού, είναι βαριά, γι’ αυτό και η στήριξη από αυτούς που το διαβάζουν έχει πάντα ζωτική σημασία.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ


 [MSOffice1]2 φορές στη σειρά εισαγωγικά αλλά μία η παραπομπή.

 [MSOffice2]Αυτή η φράση έχει κάποιο πρόβλημα

 [P3]Èõìßæåé ... “ÆùÞ”. ÅîÜëëïõ ìßá Óùôçñßá õðÜñ÷åé.

 [P4]Ý÷ù êÜíåé êÜðïéá óýìðôõîç ó’ áõôÞ ôçí ðáñÜãñáöï ãéá í’ áðïöýãïõìå ôéò åðáíáëÞøåéò.

 [MSOffice5]å}éíáé [ç âÜóç ãéá êÜèå óõæÞôçóç.

 [P6] ºóùò, èá ìðïñïýóåò íá ôåëåéþóåéò ìå ìéá ðñüôáóç ðïõ áöïñÜ ôç ìåôï÷Þ êáé çìþí ôùí óçìåñéíþí áíèñþðùí óôç æùÞ ôçò Åêêëçóßáò.