ΤΕΥΧΟΣ 80

Άνοιξη 2002


Τρόμος πάνω από τη Δυτική Όχθη

 

Τα αιματηρά γεγονότα στους αγίους Τόπους έχουν χωρίς αμφιβολία το πνευματικό τους νόημα, καθώς οι τόποι αυτοί συνιστούν μία πνευματική γεωγραφία βαθύτατα χαραγμένη στις ψυχές όλων σχεδόν των ανθρώπων που ζουν στη γη. Οι ιστορικές ωδίνες εκεί προκαλούν δυνατούς πόνους παντού, καθώς τα γεγονότα αντηχούν κυριολεκτικά σε όλη την Iστορία. Οι Εβραίοι, ακόμη και σήμερα,  δεν είναι ένας τυχαίος λαός για μας, αφού είναι οι σαρκικοί συγγενείς του Χριστού. Ως Χριστιανοί κληρονομήσαμε ένα μέρος από τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους. Μας θλίβει το γεγονός ότι έχουν ακυρώσει τη Διαθήκη τους με τον Χριστό και την Εκκλησία, όμως οι δεσμοί του αίματος είναι ισχυροί, ώστε δεν παύουμε να τους νιώθουμε λίγο σαν παλιούς συγγενείς. Κάπως έτσι νιώθουμε και για τους Παλαιστινίους, αφού οι δεσμοί τους με τους Αγίους Τόπους και η αγάπη τους για τη γη που έθρεψε την πανανθρώπινη ελπίδα μας κάνουν να τους νιώθουμε δικούς μας. Ακόμη περισσότερο τους νιώθουμε δικούς μας επειδή γινόμαστε μάρτυρες της αχαρακτήριστης αδικίας που γίνεται σε βάρος τους εδώ και δεκαετίες, τόσο από τους Ισραηλινούς, όσο και από τους άλλους ισχυρούς της γης.

Για μία ακόμη φορά μέσα σε λίγα χρόνια επαναστατούν οι συνειδήσεις μας απέναντι στην μονομέρεια μιας ισχυρής Νέας Τάξης που θέλει να άρχεται των εθνών, ώστε να κατακυριεύει τους λαούς και να επιβάλλει το δικό της στενό συμφέρον, παρά να οδηγεί με συναίσθηση του αληθινού συμφέροντος, του καθήκοντος και του δικαίου. Τα λεγόμενα Χριστιανικά έθνη ξεχνούν ότι ο ισχυρός και ο πρώτος οφείλει να είναι διάκονος. Η ισχύς είναι αληθινή και έχει διάρκεια μόνον αν χαρακτηρίζεται από ευγένεια στις προθέσεις και στη διαγωγή.

Ίσως θα έπρεπε να αποτελεί πρόκληση για την παγκόσμια κοινότητα να θέλει να δεί τους δύο λαούς, Εβραίους και Παλαιστινίους να συνυπάρχουν ειρηνικά σε έναν τόπο τόσο πολύ φορτισμένο ιστορικά. Τα μέρη αυτά, λόγω της ιστορίας τους, έχουν μία λάμψη παγκοσμιότητας και κοσμοπολιτισμού. Δεν “ανήκουν” σε κανέναν και όλοι μας είμαστε κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνοι γι’ αυτά. Η δίκαιη ειρήνη στους αγίους Τόπους θα μπορούσε να υπηρετήσει ένα πραγματικό παράδειγμα της ανοικτής και πολυσυλλεκτικής κοινωνίας που ευαγγελίζονται οι εργάτες της παγκοσμιότητας. Τι είδους παγκοσμιότητα επιθυμούν, όταν επιτρέπουν η διαχείριση της κρίσης στην περιοχή αυτή να γίνεται με όρους που ανακαλούν τις πιο επαίσχυντες μνήμες της ανθρωπότητας;

Είναι πολύ λυπηρό να βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με το πέπλο της προπαγάνδας που διαστρέφει προγραμματισμένα και θρασύτατα την αλήθεια των γεγονότων, ανάλογα με τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές που θέλει να υπηρετήσει. Ακόμη πιο λυπηρή είναι η σκέψη ότι τα πλήθη των αδιάφορων πολιτών όπου γης εισπράττουν αυτή την προπαγάνδα σαν έγκυρη ενημέρωση και γίνονται έρμαιοι της ψυχολογίας που τους υποβάλλει η συστηματική πλύση εγκεφάλου. Λίγοι αναρωτιούνται γιατί η καταπιεστική πολιτική ισοδυναμεί με εθνική κάθαρση στην περίπτωση της Σερβίας, ενώ ανάγεται σε δίκαιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στην περίπτωση του Ισραήλ. Ακόμη λιγότεροι αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό να καταπολεμήσει κανείς την τρομοκρατία καλλιεργώντας συστηματικά τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν αναμφίβολα σε περισσότερη τρομοκρατία. Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι σημαντικά σε ορισμένες περιπτώσεις ενώ μπορούν να καταπατούνται με τον πιο βίαιο και απάνθρωπο τρόπο σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις. Και τέλος, ποιά μαλθακότητα της καρδιάς και του μυαλού μπορεί να αναγκάζει τις κυβερνήσεις ισχυρών κρατών να μένουν σιωπηλές, ακόμη κι όταν το διεθνές δίκαιο και οι αποφάσεις των διεθνών οργανισμών καταπατούνται με τον πιο ακραίο και περιφρονητικό τρόπο, επιτρέποντας τον εξανδραποδισμό εκατομμυρίων αθώων Παλαιστινίων.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την τρομοκρατία των ακραίων ισλαμικών οργανώσεων που μάχονται το κράτος του Ισραήλ. Όμως, η λογική των ίσων αποστάσεων δεν είναι ποτέ γόνιμη προσέγγιση. Οι Παλαιστίνιοι τρομοκράτες αντιδρούν στην κρατική τρομοκρατία και την ακραία πίεση στην οποία τους υποβάλλει το Ισραήλ. Είναι μία αντίδραση απαράδεκτη,  καταστροφική και χωρίς νηφαλιότητα, την προκαλεί όμως το αδιέξοδο στο οποίο τους έχει οδηγήσει η Ισραηλινή ηγεσία και η αναλγησία της διεθνούς κοινότητας.

Δεν υπάρχουν πολλά καινούρια πράγματα να πει κανείς για την αδικία που γίνεται σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού. Από την άλλη μεριά είναι στοιχειώδης υποχρέωση να ειπωθούν έστω και τα αυτονόητα, όταν αυτά σκεπάζονται από την υποκριτική παραλλαγή και την επιθετική μονομέρεια.

 

 


Ιστορία και Προφητεία

Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες αρκετών κοσμοϊστορικών γεγονότων. Γίνεται συχνά λόγος για τη σημασία που μπορεί να έχουν τα γεγονότα αυτά μέσα από μια εσχατολογική προοπτική και για τη σχέση των γεγονότων με τις προφητείες και μάλιστα με το προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης. Θα γράψουμε παρακάτω μερικές σκέψεις για τη σημασία των προφητειών και για το πνεύμα με το οποίο μπορούμε να τις προσεγγίζουμε, σαν Χριστιανοί.

Η Αποκάλυψη, όπως και όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, και γενικά της Αγίας Γραφής, αναφέρονται στο πρόσωπο του Χριστού και δείχνουν το δρόμο προς τη βασιλεία Του. Μία διάσταση των ιερών κειμένων είναι ότι καθοδηγούν την ψυχή, ώστε να τη σηκώσουν πάνω από το βάρος των φυσικών περιστάσεων και να τη βοηθήσουν να δει με μία ελευθερία τον κόσμο και την ιστορική του πορεία. Έτσι, στη χριστιανική σκέψη αποκτά βαρύτητα η εσχατολογική κατανόηση ότι η πόλη των Χριστιανών δεν  βρίσκεται εδώ, αλλά είναι η πραγμάτωση της δημιουργίας μέσα στην Καινή Γη και στους Καινούς Ουρανούς, η μέλλουσα πόλη.

Σε κάθε εποχή οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από αυτό το εσχατολογικό νόημα, το οποίο καλλιεργείται και ενδυναμώνεται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Επίσης, είναι ανάγκη να αποκτά κανείς, μέσω των Γραφών, την πνευματική διάκριση ότι πολλές φορές, πίσω από τα γεγονότα και τις καταστάσεις, αυτός που ενεργεί είναι ο διάβολος και οι ενεργούμενοι από αυτόν. Έχοντας αυτή τη γνώση, οι Χριστιανοί αντλούν πνευματική δύναμη ώστε να σηκώσουν το ανάστημά τους και να αντισταθούν σ’ αυτό το οποίο προσπαθεί να ενεργήσει ο διάβολος μέσα στην Ιστορία.

Όταν κανείς πλησιάζει την Αποκάλυψη ή γενικότερα τον προφητικό λόγο με αυτό το πνεύμα και προσπαθεί να αντλήσει αυτή την πνευματική δύναμη και διάκριση, τότε πραγματικά το ανάγνωσμα βρίσκει πνευματική καταξίωση. Αν όμως προσπαθήσει να βρει άμεσες ιστορικές αντιστοιχίες, μέσα από μια διάθεση να βγάλει συγκεκριμένα ιστορικά συμπεράσματα, τότε κινδυνεύει να χάσει το πραγματικό νόημα. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει ένα είδος πρόβλεψης του μέλλοντος, κάτι που βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με τη Χριστιανική πίστη. Πρόβλεψη του μέλλοντος στην πίστη μας δεν υπάρχει. Είναι φανερό, ότι οι προφητείες που προέρχονται πραγματικά από το Πνεύμα το Άγιο δεν είναι ποτέ μία κατά γράμμα αναφορά σε μελλούμενα ιστορικά γεγονότα, δεν προδιαγράφουν με λεπτομέρειες την Ιστορία. Οι προφητείες είναι ρήσεις που έχουν καταρχήν ένα πνευματικό νόημα, αλλά το ιστορικό τους περιεχόμενο μπορεί να διευκρινιστεί και να επιβεβαιωθεί αφού αυτές ενδεχομένως επαληθευθούν.

Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι οι προφήτες ποτέ δεν διηγούνται επακριβώς, με ιστορικές λεπτομέρειες, τα της ελεύσεως του Χριστού. Οι διηγήσεις τους σκεπάζονται συχνά από ένα πέπλο ασάφειας, αφού ο προφήτης γνώριζε το πνευματικό νόημα, το σχέδιο του Θεού, και όχι επακριβώς τις ιστορικές περιστάσεις. Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία και πώς θα γίνει πραγματικότητα το σχέδιο του Θεού, με τη συνέργεια συγκεκριμένων ανθρώπων, αυτό δεν το γνωρίζει κανείς.

Βλέπουμε πώς ο Κύριος εξηγούσε στους μαθητές στο δρόμο προς Εμμαούς, με ποιόν τρόπο τα λόγια των προφητών παρέπεμπαν σ’ Αυτόν. Τα λόγια των προφητών ήταν μια παραπομπή στο πρόσωπό Του, όχι μια ιστορική διήγηση. Και γι’ αυτό, όσοι είχαν το πνευματικό ανάστημα να αναγνωρίσουν στον προφητικό λόγο το πρόσωπο του Χριστού το έκαναν, ενώ δεν υπήρχε τίποτε στη διήγηση που να αναγκάσει τους υπόλοιπους να το κάνουν. Αν κάποιος γνωρίζει το μέλλον, Αυτός είναι ο Θεός, που πραγματικά κρατά όλον τον κόσμο, από την αρχή μέχρι το τέλος στα χέρια Του. Αυτό όμως είναι ένα μυστήριο, που εμείς σαν άνθρωποι δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να το ψηλαφίσουμε.

Κάθε συζήτηση που προσπαθεί να βάλει την ιστορία και τις εξελίξεις μέσα σ’ ένα κλισέ κατανόησης και ερμηνείας, είναι αποτυχημένη σε όλα τα επίπεδα -ακόμα κι αν μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια υπάρχουν και σωστές προβλέψεις ή αντιλήψεις για το πώς προχωράει ο κόσμος. Η ίδια η προσπάθεια να περικλείσει κανείς μέσα σε ένα ερμηνευτικό μοντέλο όσα συμβαίνουν γύρω του, είναι μία αποτυχία. Ο κόσμος δεν είναι τέτοιος ώστε να χωράει μέσα στα δικά μας τα μοντέλα και μέσα στις δικές μας προβλέψεις για το που πηγαίνουν τα πράγματα. Σαν άνθρωποι νιώθουμε συχνά την ψυχολογική ανάγκη να έχουμε μία εικόνα για το που βαδίζει ο κόσμος. Το θέμα είναι αν, σαν χριστιανοί, έχουμε το πνευματικό ανάστημα να κατανοήσουμε ότι δεν πρέπει να υποκύπτουμε σ’ αυτόν τον πειρασμό. Αυτός ο πειρασμός υποκρύπτει πάντοτε μία παγίδα για την πνευματική μας κατάσταση, στην οποία αν ο άνθρωπος πέσει, παγιδεύεται σ’ ένα στατικό μοντέλο που, όμως, ανά πάσα στιγμή ανατρέπεται γύρω μας. Διότι η φύση του κόσμου είναι δυναμική, είναι μία φύση διαρκών αλλαγών, όπου αυτό που θεωρούμε σήμερα ότι κατανοήσαμε και ερμηνεύσαμε, αύριο έχει ανατραπεί από καινούριες καταστάσεις.

Ένα από τα συστατικά του κόσμου είναι η ελευθερία των λογικών όντων που δρουν και ενεργούν μέσα σ’ αυτόν. Η Ιστορία είναι ενέργημα λογικών όντων και όχι αποτέλεσμα βιολογικής δράσης που συμβαίνει με συγκεκριμένους φυσικούς νόμους. Στη Φυσική, στη Βιολογία, μπορούμε να θέσουμε νόμους και να προδιαγράψουμε το μέλλον, διότι το μέλλον είναι απόρροια των συγκεκριμένων νόμων. Στην Ιστορία, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού τα λογικά όντα  υπάρχουν και ενεργούν μέσα στα όρια μιας δεδομένης προσωπικής ελευθερίας. Κι αν σκεφτούμε ότι η Ιστορία είναι ακριβώς εκείνη η συλλογική δράση που απορρέει από την βιωτή εκατομμυρίων ανθρώπων, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια χαώδη κατάσταση, όπου πραγματικά δεν γνωρίζουμε τι θα γίνει αύριο. Ας μην ξεχνάμε ότι τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ιστορία και άλλαξαν πραγματικά την πορεία της, ήταν πολλές φορές απόρροια ενεργειών μεμονωμένων ανθρώπων. Μπορεί οι περισσότεροι άνθρωποι να ενεργούν σύμφωνα με τους προδιαγεγραμμένους νόμους, ή να υποτάσσονται στις τρέχουσες αντιλήψεις, όμως να βρεθεί ένας ο οποίος θα κάνει το αντίθετο –και ίσως τότε η Ιστορία αλλάξει.

 

Συχνά γίνεται λόγος για το “μυστήριο της ανομίας”, σαν μία δύναμη που οδηγεί την Ιστορία. Ο Απόστολος Παύλος το αναφέρει σαν μία πραγματικότητα που ενεργεί στον κόσμο. Αφού όμως πρόκειται για μυστήριο, θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί να το αντιλαμβανόμαστε σαν τέτοιο και όχι σαν μία φυσική βία που προδιαγράφει αυστηρά τις εξελίξεις. Πρόκειται μάλλον για εκείνη την κατάσταση όπου ο άνθρωπος από τη φύση του είναι αντιμέτωπος με τη φθορά και το θάνατο. Δεν ζούμε μέσα σε μία παραδείσια κατάσταση, ελεύθεροι από τα πάθη και τη φθορά, αλλά αντίθετα είμαστε υποκείμενοι στο θάνατο, στην αρρώστια, σε όλα όσα σημαδεύουν την ανθρώπινη ζωή και προκαλούν πόνο. Η ζωή του ανθρώπου και η ανθρώπινη Ιστορία σημαδεύονται από τη φθορά, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή λοιπόν η αιματηρή σφραγίδα, η φθοροποιός, η εμπαθής, η σφραγίδα του πόνου, είναι η οδηγός δύναμη, που περιγράφουμε με τον όρο “μυστήριο της ανομίας”. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πορεία του κόσμου είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένη. Διότι, εκτός από αυτές τις φθοροποιές δυνάμεις υπάρχουν οι δυνάμεις της Εκκλησίας, η παρέμβαση του Θεού, η Θεία πρόνοια, η ελπίδα των ανθρώπων που πιστεύουν στο Θεό και εναποθέτουν την ζωή τους σ’ Αυτόν. Και με βάση αυτή την ελπίδα, σηκώνουν το ανάστημά τους πάνω από αυτές τις φθοροποιές δυνάμεις και ενεργούν με ελευθερία αντίθετα προς αυτές, ενάντια στα έργα και στα ενεργήματα του διαβόλου μέσα στην Ιστορία. Ακόμη και άνθρωποι που αγνοούν την Εκκλησία και το κήρυγμα του Χριστού, είναι εικόνες του Θεού και κάπου μέσα τους, με έναν τρόπο μυστικό, κατανοούν το θέλημά Του. Άρα, λοιπόν, και τέτοιοι άνθρωποι πολλές φορές ενεργούν μέσα στην Ιστορία με έναν αγαθό τρόπο.

Έχουμε, συχνά, την τάση να ερμηνεύουμε τα πράγματα μέσα από στατικά μοντέλα τα οποία δημιουργούν στο μυαλό μας την εικόνα ότι ο κόσμος ακολουθεί μια μονοδιάστατη πορεία. Στην πραγματικότητα, η Ιστορία μερικές φορές κάνει κύκλους, επανέρχεται σε κάποια πράγματα. Νομίζουμε ότι τα γεγονότα οδηγούν προς μία κατάσταση και ξαφνικά βλέπουμε να αλλάζουν πορεία. Ας μην αφήνουμε τον ορίζοντά μας να περιορίζεται, πιστεύοντας ότι έχουμε φτάσει σε μία κατάσταση όπου “δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά περιθώρια”. Λόγω της έντασης των γεγονότων που μας περιβάλλουν, μας δημιουργείται συχνά η αίσθηση ότι ο κόσμος έχει φτάσει σε μία απροχώρητη κατάσταση. Όσο κι αν αυτό μπορεί να έχει αλήθεια, ας είμαστε προσεχτικοί κι ας έχουμε συνείδηση της μικρότητας της δικιάς μας ζωής σε σχέση με τα μέτρα της Ιστορίας. Ας έχουμε στο νου μας αυτή την εικόνα: ο κόσμος προχωράει μέσα από πολλές και επίπονες καταστάσεις. Οι ιστορικές διεργασίες χρειάζονται συνήθως πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθούν, ενώ τα όρια της ζωής μας είναι μικρά. Βλέπουμε με πόση επιμέλεια απέφυγε ο Χριστός ν’ απαντήσει στο ερώτημα που του είχαν θέσει οι μαθητές του -“πότε θα ξανάρθεις;”- δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι δεν είναι δικό τους θέμα να το διερευνούν. Τους άφησε, δηλαδή, να κατανοήσουν ότι δεν υπάρχουν προδιαγραφές για τον κόσμο. Ο κόσμος είναι μία ελεύθερη, μία δυναμική κατάσταση. Κι ακόμα και τη στιγμή που μοιάζει να έχει φτάσει σ’ ένα όριο επιβίωσης, κάτι καινούριο μπορεί να προκύψει.

Ας έχουμε τα παραπάνω γενικά σχόλια υπόψη μας, χωρίς να αφήσουμε κατά μέρος οποιαδήποτε ανησυχία ή προβληματισμό σχετικά με το νόημα των γεγονότων. Όμως, ας μην βλέπουμε τα πράγματα μόνο μέσα στον δικό μας μικρό χρονικό ορίζοντα, διότι πάλι εμείς θα είμαστε εδώ για να διαπιστώσουμε, τελικά, ότι τα γεγονότα κι η Ιστορία έχουν το δικό τους χρονικό όριο και δεν χωρούν εύκολα στις δικές μας ερμηνείες.

 

 


Η Δημοκρατία και η κοινωνική ιεραρχία στην εποχή των τηλεσκουπιδιών

Ι. Καλόμοιρος

 

Όσα συμβαίνουν και συζητούνται τελευταία σχετικά με τα λεγόμενα “τηλεσκουπίδια”, δίνουν αφορμή για κάποιες σκέψεις και διαπιστώσεις. Η αιτία της δημόσιας συζήτησης δεν είναι βέβαια σοβαρή, όταν πρόκειται για εκπομπές όπως τα reality shows και τα τηλεπαιχνίδια των μεγάλων καναλιών, και με την έννοια αυτή το θέμα θα μπορούσε να περάσει εντελώς ασχολίαστο. Ας ομολογήσουμε όμως, ότι η σχετική παραφιλολογία και εντρύφηση γύρω από αυτό το θέμα στην οποία επιδόθηκαν πολλοί με συζητήσεις και δημοσιεύματα μας φάνηκε αρκετά πιο ενδιαφέρουσα, διότι φανερώνει όχι τόσο μία κρίση αξιών, όπως τονίζεται συχνά, αλλά μία σοβαρή κρίση κριτηρίων και έναν συσκοτισμό νοημάτων που αγγίζουν τη λειτουργία ορισμένων θεσμών.

Σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι εύκολο να αυτονομηθεί το νόημα των θεσμών και να υποκατασταθεί από μία εξωτερική λειτουργία λήψης αποφάσεων. Για πολλούς το νόημα των θεσμών καταρρέει στην απλή διαδικασία της ψηφοφορίας, όπου αναδεικνύεται η θέληση της πλειοψηφίας. Έχει συχνά κανείς την εντύπωση ότι όλο το νόημα της Δημοκρατίας εξαντλείται στην επιβολή της θέλησης των πολλών (έστω της “συντριπτικής πλειοψηφίας”) απέναντι στη μειοψηφία. Η μηχανιστική αυτή αντίληψη για τη Δημοκρατία ίσως δικαιολογεί τη συγκαταβατική στάση πολλών, απέναντι σε +σους εκφράζουν ανησυχίες για την υγεία των θεσμών. Τέτοιες ανησυχίες χαρακτηρίζονται “κινδυνολογίες” και εκφράζεται συχνά η πεποίθηση ότι “η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει”. Δημιουργείται καμιά φορά η εντύπωση ότι στις κοινωνίες μας λειτουργούν μηχανισμοί αυτοθεραπείας, κάτι σαν αυτόματος πιλότος, αρκεί τις αποφάσεις να τις παίρνουν οι πολλοί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έκφραση της πλειοψηφίας οφείλει να παίζει έναν σοβαρό συμβουλευτικό ρόλο στη δύσκολη διαδικασία λήψης αποφάσεων για σημαντικά ζητήματα, δεν μπορεί όμως να μετατρέπεται στο νόημα και στην ουσία της Δημοκρατίας. Είναι αυτονόητο ότι όταν υποχωρούμε σε μία τέτοια εύκολη κατανόηση των δημοκρατικών θεσμών, τότε παραδίδουμε τις τύχες μας στην επιτηδειότητα όσων είναι σε θέση να χειρίζονται την κοινή γνώμη για το ίδιο (δηλαδή το ιδιωτικό) όφελος, είτε αυτοί είναι επίδοξοι πολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες, τα μέσα ενημέρωσης ή η διαπλοκή όλων αυτών.

 

Ένα πράγμα που συνήθως παραγνωρίζουμε στο βωμό μιας ψευδώνυμης δημοκρατίας είναι η λειτουργία της κοινωνικής ιεραρχίας. Είναι αμφίβολο αν υπάρχουν πλέον πολλοί που κατανοούν τι μπορεί να σημαίνει η κοινωνική ιεραρχία. Λειτουργούμε σε όλα σαν καταναλωτές. Ο κυρίαρχος νόμος είναι ο νόμος της ζήτησης και όχι ο νόμος της κοινωνικής ευθύνης. Αν υπάρχει ζήτηση για κάτι οφείλουμε να το προσφέρουμε. Αν δεν υπάρχει ζήτηση για κάτι, τότε ούτε έχουμε υποχρέωση ούτε πρέπει να το προσφέρουμε. Αν ο μαθητής απαιτεί την ελάχιστη χρηστική γνώση που θα τον οδηγήσει με ασφάλεια στις εξετάσεις (ή ίσως και λιγότερη, όπως συμβαίνει δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις) τότε ο δάσκαλος δεν οφείλει να προσφέρει παρά μόνον αυτό που του ζητούν. Η ευθύνη βαραίνει τους μαθητές και τους γονείς τους. Αν ο ψηφοφόρος απαιτεί, τότε ο πολιτικός συμμορφώνεται, αφού σε τελευταία ανάλυση υπηρετεί τον ψηφοφόρο. Ο δημοσιογράφος οφείλει να μετρά τη ζήτηση του κοινού και να προσαρμόζει τη δουλειά του με βάση αυτό το αυστηρό κριτήριο.

Ο δάσκαλος, λοιπόν, έχει εξισώσει στη συνείδησή του τη δική του θέση με αυτή του μαθητή και δεν διανοείται ότι βρίσκεται σε άλλο σκαλοπάτι στην κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, κάτι που τον καθιστά υπεύθυνο και υπόλογο απέναντι στον μαθητή και την κοινωνία. Ο μαθητής από τη μεριά του δεν κατανοεί την ευθύνη του δασκάλου του και τον πνευματικό του ρόλο, ούτε του ζητά κάτι περισσότερο από κάποιες τεχνικής φύσεως υπηρεσίες. Αντίστοιχα, ο πολιτικός δεν εργάζεται για το κοινωνικό του όραμα με ευθύνη απέναντι στην Ιστορία, με τη συναίσθηση ότι είναι δική του ευθύνη να μπολιάσει την κοινωνία με τον οραματισμό του και το παράδειγμά του, αλλά συχνά διεκπεραιώνει υποχρεώσεις και δεσμεύσεις προς τρίτους, μάλλον με αγοραία και κομματικά κριτήρια. Ο δημοσιογράφος φτάνει στο έσχατο σημείο να εξισώνει τον εαυτό του με την έρημη, ίσως αγράμματη γιαγιά, που νιώθοντας να την πνίγει η μοναξιά δεν βρίσκει τη δύναμη να κλείσει την τηλεόραση, αλλά δέχεται παθητικά αυτό που της προσφέρουν. Παριστάνει πώς δεν κατανοεί ότι ο ρόλος του δεν είναι να προσφέρει υπηρεσίες ανάλογα με τη ζήτηση, αλλά διαμορφώνει συνειδήσεις, αναλαμβάνει κι αυτός ρόλο διδασκάλου, δημιουργεί ψυχολογικές εξαρτήσεις, επηρεάζει τις οικογενειακές σχέσεις, αφήνει το δικό του αποτύπωμα με τις δικές του επιλογές σε ανθρώπινες ψυχές. Το ότι δεν κατανοεί τον ρόλο του και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία δεν αποδεικνύει καθόλου τα δημοκρατικά του αισθήματα, αλλά δείχνει απλούστατα ότι ο ίδιος δεν διαθέτει τον απαραίτητο σεβασμό για τους ανθρώπους που έχει απέναντί του.

 

Το νόημα της κοινωνικής ιεραρχίας (και ευθύνης) σε μια δημοκρατία δεν είναι δυνατό να κατοχυρωθεί απόλυτα με νόμους, διότι απλούστατα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παρεκτροπές. Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει νόμος που να βάζει λεπτομερή κριτήρια αισθητικής στις τηλεοπτικές εκπομπές και εν γένει στα μέσα ενημέρωσης, χωρίς αυτό να δημιουργήσει ενστάσεις που αφορούν στην ελευθερία του λόγου. Από μία άποψη, κάθε reality show προσβάλλει την αισθητική, αλλά δεν είναι δυνατόν σε μια δημοκρατική κοινωνία να υπάρχει νόμος που να απαγορεύει τα reality shows. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να θεσπίζονται ασφαλιστικές δικλείδες μέσα από θεσμούς που γίνονται σεβαστοί όχι επειδή υπηρετούν το νόμο της πλειοψηφίας, αλλά διότι διαμορφώνουν κανόνες παιδείας και αισθητικής και μπορούν να συμβάλλουν εποικοδομητικά, με έναν συμβουλευτικό τρόπο, στους κανόνες που συναποδέχεται μια δημοκρατία. Τέτοιοι πρέπει να είναι οι θεσμοί που υπηρετούν την ακαδημαϊκή παιδεία, όπως η σύγκλητος και οι πρυτάνεις των ανωτάτων ιδρυμάτων, η Ακαδημία Αθηνών, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, διάφορα σώματα αξιολογητών και, χωρίς αμφιβολία, το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Τέτοιοι θεσμοί, αν και είναι αριστοκρατικοί στη φύση τους, οφείλουν να λειτουργούν στο πλαίσιο των υφιστάμενων νόμων. Από την άλλη μεριά, όμως, οφείλουν να κατανοούν ότι δεν επιτελούν απλώς μία διαχειριστική λειτουργία, αλλά η φύση τους σε μια δημοκρατία είναι “ρυθμιστική”. Δεν είναι, λοιπόν, σώματα δημοσίων υπαλλήλων, έστω κι αν πρόκειται για δημόσιους λειτουργούς, αλλά πρέπει να είναι σώματα “σοφών”. Οφείλουν να εξασφαλίζουν στη δημοκρατία ένα περιθώριο ασφαλείας που θα υποβοηθά το όραμα όταν αυτό εμποδίζεται από ένα σοβαρό έλλειμμα παιδείας.

Με ποιο τρόπο, άραγε, κατανοεί το ρυθμιστικό ρόλο του το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, όταν μετά την απόφαση του προέδρου του σχετικά με τον περιορισμό της εκπομπής των επίμαχων “τηλεπαιχνιδιών” τα μέλη του μοιράστηκαν στα παράθυρα των μεγάλων καναλιών, κατακρίνοντας δημοσίως την απόφαση του προέδρου τους; Γιατί πριν καν συνεδριάσει το συμβούλιο ως σώμα, κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με δημοσιογράφους και παραγωγούς τηλεσκουπιδιών κι έδωσαν δημοσίως την θλιβερή εικόνα ότι όχι μόνο δεν σέβονται τον πρόεδρο, αλλά δεν μπορούν καν να συμφωνήσουν μεταξύ τους; Ποιο νόημα κοινωνικής ιεραρχίας και αξιολόγησης μπορούν να υπηρετήσουν οι ίδιοι, όταν στο βωμό μιας ψευδώνυμης διαλογικής και συναινετικής πρακτικής εξισώνονται ιεραρχικά με όσους καλούνται να κρίνουν και να συμβουλεύσουν;

Το ζητούμενο στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι βέβαια η απλή απαγόρευση μιας εκπομπής, αλλά η ανάδειξη κριτηρίων, η ανάδειξη ενός βαρυσήμαντου σκεπτικού που να βοηθά στη διαμόρφωση μιας νοήμονος αισθητικής. Αντ’ αυτού ακούει κανείς το επιχείρημα ότι το πρόβλημα τάχα δεν ξεκινά από τα τηλεπαιχνίδια ή τα reality shows αλλά από τα δελτία ειδήσεων. Ορθό σαν σκέψη, αλλά τι άλλο αποδεικνύει παρά το ότι χρειαζόμαστε κριτήρια αισθητικής και αξιολόγησης και για τα δελτία ειδήσεων; Δεν είναι φαύλος κύκλος όταν το ένα αποτελεί το άλλοθι για το άλλο; Από την άλλη μεριά επιχειρείται μια εξίσωση των κάκιστων ελληνικών και ξένων τηλεοπτικών σειρών ή των κακών κινηματογραφικών ταινιών με τα reality shows και τα τηλεπαιχνίδια που προκάλεσαν πρόσφατα την κοινή γνώμη. Γιατί η προβολή σκηνών με σεξουαλικό ή βίαιο περιεχόμενο μπορεί να μην προκαλεί παρεμβάσεις στη μία περίπτωση, ενώ το απλό σεξουαλικό υπονοούμενο μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα ακόμη και απαγορεύσεις στην άλλη περίπτωση;

Εδώ, βέβαια, θα περίμενε κανείς από όποιον θεσμικά μπορεί να ασκήσει κάποια κριτική στις περιπτώσεις αυτές, να έχει το σθένος να ξεκαθαρίσει ότι τα κριτήρια δεν μπορεί να έχουν περιεχόμενο με βάση μία ορισμένη αντίληψη περί ηθικής. Είναι προφανές ότι αν και σε προσωπικό επίπεδο μια τέτοια βάση ενδεχομένως παράγει νόημα, στο επίπεδο του δημόσιου λόγου είναι σαθρή και προκαλεί άμεσα και δικαίως την επίκληση της ελευθερίας του λόγου και της ελευθεροτυπίας. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο οφείλουμε να είμαστε πολύ ευαίσθητοι, ειδικά όσοι συνδέουμε τον προβληματισμό μας με χριστιανικά κριτήρια. Έτσι, οφείλουμε να διακρίνουμε ότι μία σκηνή δολοφονικής βίας μπορεί να παράγει βαθύτατο παιδευτικό και καθαρτικό νόημα σε ένα κινηματογραφικό φιλμ νουάρ, αλλά να συνιστά εντελώς απαράδεκτο και αξιοκατάκριτο θέαμα όταν αποτυπώνει την πραγματικότητα στο δελτίο ειδήσεων ή σε ένα reality show. Ακριβώς το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με μια ερωτική σκηνή. H αποτύπωση της θλίψης που φέρνει ο θάνατος είναι απαράδεκτη στα δελτία ειδήσεων και προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ιδιωτική ζωή, όμως είναι από τα βασικά συστατικά νοήματος στην αισθητική του κινηματογράφου.

Η έκθεση της ανθρώπινης ψυχής (ή του σώματος) σε ένα reality show φυσιολογικά μας απωθεί και μας θλίβει. Ο λόγος ίσως είναι ότι λείπει το ενδιάμεσο επίπεδο της αναπαράστασης, που δημιουργεί τους εικονισμούς που διδάσκουν και ψυχαγωγούν καθαρτικά. Στην αναπαράσταση το κινηματογραφικό ή θεατρικό υλικό χρησιμοποιείται για να σημάνει κάτι, να δημιουργήσει κάποιο νόημα. Στο reality show αυτή η εικονιστική διαδρομή καταργείται, η αμεσότητα καταργεί την αισθητική και καταστρέφει το νόημα. Πληγώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και μένει εκτεθειμένη η ανθρώπινη ψυχή σαν βορά στην περιέργεια, τη διαστροφή, το χρηματικό κέρδος. Τότε, οι ασφαλιστικοί θεσμοί οφείλουν να παρεμβαίνουν ρυθμιστικά για να περισώσουν κάτι από το νόημα της Δημοκρατίας.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ