ΤΕΥΧΟΣ 81

Καλοκαίρι 2002


Περί Αναχωρήσεως και ησυχίας

Προλογικό

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε ανάγκη τη ζωντανή θεολογία της Εκκλησίας, τη γνήσια διανόηση πάνω στα σύνθετα προβλήματα της εποχής, καθώς και την τέχνη που ζωογονεί, ψυχαγωγεί και διδάσκει. Και είναι ευτύχημα που υπάρχουν ψυχές που διψούν γι’ αυτά και αρκετοί που συνεισφέρουν με τον κόπο και το μεράκι τους. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος ο τρόπος της ζωής μας γίνεται διαρκώς όλο και πιο ξένος προς τις στοιχειώδεις ασκητικές προϋποθέσεις της προσευχής, της ταπεινώσεως, της θεληματικής πτωχείας. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο σε μας, τους σύγχρονους χριστιανούς, να αναζητήσουμε λίγες στιγμές περισυλλογής και αληθινής προσευχής, καθώς η βιασύνη, το άγχος, ο διαρκής θόρυβος, ο κατακλυσμός της πληροφορίας, οι μέριμνες, η έλλειψη απλότητας, οι ανταγωνιστικές συνθήκες εργασίας και η καθημερινή ανασφάλεια διαπλάθουν έναν τύπο ανθρώπου που αντιστέκεται όλο και περισσότερο στην υπαρξιακή μεταβολή που ζητά από μας ο Χριστός. Έτσι, συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας να βρίσκει συχνά ευχαρίστηση στις θεωρητικές αναζητήσεις, στην έρευνα και στη μελέτη, που αναμφίβολα χρειαζόμαστε, αλλά να μην είναι σε θέση να αρθρώσει μια γνήσια κι απλή ολιγόλεπτη προσευχή. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει κανείς να ξαναγυρνά στις πηγές που μας υπενθυμίζουν τα στοιχειώδη και εντελώς απαραίτητα της χριστιανικής ζωής, έστω κι αν το κάνουμε μόνον υπό τύπον αυτοκριτικής και με επίγνωση της απόστασης που μας χωρίζει από την ασκητική πράξη.

     Τα κείμενα που ακολουθούν αποτελούν μια μικρή συλλογή από γραπτά γνήσιων αναχωρητών έστω κι αν πολλά γράφτηκαν σε πολιτεία, εμπνευσμένα από την ανάμνηση και τον πόθο της αναχώρησης και της ησυχίας. Επιτρέπουν σε μας, τα γνήσια τέκνα της πόλης, την υποψία μιας εσωτερικής ποιότητας, που γίνεται διαρκώς πιο σπάνια. Αν και πρόκειται για σύντομα αποσπάσματα, διαπνέονται από έναν κοινό εμπειρικό άξονα και μια εσωτερική συμφωνία. Μερικοί θα τα βρουν νοσταλγικά και άλλοι θα διαπιστώσουν μια στασιμότητα. Χωρίς αμφιβολία τα κείμενα αυτά εκφράζουν μία άλλη αντίληψη για το χρόνο, μία ριζικά διαφορετική νοηματοδότηση, πιο κοντά στην τάξη της Βασιλείας. Εδώ, ο χρόνος της τρεπτότητας και της φθοράς χάνει την προστιθέμενη αξία του, αφού η «πρόοδος» γίνεται άλλης τάξεως: Σ’ αυτή τη χρονική διάσταση, η στάση και αργία της ψυχής μέσα στην ησυχία γίνεται νοσταλγική αναπόληση και εμπειρία του Θεού, από τον οποίο ο άνθρωπος αντλεί αληθινή αξία. Αυτή η αξία γεμίζει την ψυχή με τη γεύση της αιωνιότητας και την ελευθερώνει από το ατελείωτο κυνήγι της δόξας και του πλούτου, και από τις επιθυμίες των μάταιων ηδονών, από τις εξουσίες και τις δυνάμεις του κόσμου τούτου.

                                                                                                                                    Ι.Κ.

 

Περί Αναχωρήσεως και ησυχίας

Κείμενα από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες
καθώς και από διάφορους λαϊκούς Συγγραφείς
μαζεμένα με πόθο σε ώρες σιωπής και αυτοσυγκέντρωσης

 

Και ην εκεί εν τη ερήμω ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του σατανά, και ην μετά των θηρίων.

Μάρκ. α΄ 13

Και εξελθών επορεύθη κατά το έθος εις το όρος των ελαιών.

                                                                                                            Λουκ. κβ΄ 39

Και απήλθε πάλιν πέραν του Ιορδάνου, εις τον τόπον όπου ήν Ιωάννης το πρώτον βαπτίζων, και έμεινεν εκεί.

                                                                                                            Ιω. ι΄ 40

Αυτός δε ήν υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος.

                                                                                                            Λουκ. ε΄ 16

Χρήζομεν οι πάντες ηρεμίας, εν ή καταλύεται ο άρχων του κόσμου τούτου, ο διάβολος.

Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου

Ο γνούς οσμήν πυρός υψίστου, φεύγει σύνοδον ανθρώπων, ως μέλισσα καπνόν.

Αγ. Ιωάννη Κλίμακος, Λόγ. ια΄, θ΄

Η δε ησυχία, ως αρχή καθάρσεως ψυχής υπάρχουσα, και χωρίς κόπου τας εντολάς πάσας κατασκευάζει τω προαιρουμένω. Φεύγε, φησί, σιώπα, ησύχαζε, αύται γαρ εισιν αι ρίζαι της αναμαρτησίας. Και πάλιν, φεύγε τους ανθρώπους και σώζη^ διότι ουκ εώσιν αι συντυχίαι τον νούν ιδείν ούτε τα εαυτού πταίσματα, ούτε τας των δαιμόνων πανουργίας, ίνα φυλάττη εαυτόν ο άνθρωπος^ ούτε πάλιν τας του Θεού ευεργεσίας και προνοίας, ίνα εκ τούτων γνώσιν Θεού και ταπείνωσιν κτήσηται.

Οσ. Πέτρου του Δαμασκηνού, Φιλοκ. Γ΄

Η αρχή της οδού της ζωής, το Αεί μελετήσαι τον νούν εν τοις λόγοις του Θεού και εν πτωχεί διατρίβειν... Το αρδεύεσθαι εκ της μελέτης των λόγων του Θεού, βοηθεί σοι εις την της πτωχείας κατόρθωσιν. Η δε της ακτημοσύνης κατόρθωσις, σχολήν παρέχει σοι του κατορθώσαι την μελέτην των λόγων του Θεού. Η δε βοήθεια των δύο τούτων, συντόμως αναφέρει εις την ανάβασιν πάσης οικοδομής των αρετών. Ουδείς δύναται πλησιάσαι τω Θεώ, ει μη ο αφιστών εαυτόν εκ του κόσμου. Απόστασιν δε λέγω, ου την εκδημίαν του σώματος, αλλά των του κόσμου πραγμάτων. Αύτη δε εστιν η αρετή, ίνα τις εν τη διανοί αυτού σχολάση από του κόσμου. Ου δύναται η καρδία γαληνιάσαι, και αφάνταστος είναι, όσον αι αισθήσεις ενεργούσι τινα, ουδέ τα πάθη τα σωματικά καταργούνται, ουδέ οι πονηροί λογισμοί εκλείπουσιν άνευ της ερήμου.

Αγ. Ισαάκ Σύρου, Λόγ. Α΄

Μη απομακρυνθής εκ του τόπου, εν ώ ευρίσκεσαι, μήτε ν’ αποφύγης τους πειρασμούς και όταν ο Θεός νεύση, θέλει σ’ ελευθερώσει απ’ αυτούς.

Αγ. Ισαάκ Σύρου

 

Διά τούτο επήγαινα εις έρημον τόπον και εποθούσα την ησυχίαν πάντοτε, διά να απολαύσω πλέον περισσότερον τον καρπόν της προσευχής^ ο οποίος είναι μία αγάπη υπερβολική εις τον Θεόν και μία αρπαγή του νοός εις τον Κύριον.

Από τον βίον του Αγ. Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου
συνομιλία με τον Άγ. Γρηγόριο Σιναΐτη, Φιλοκ. Ε΄

 

 

Μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου-κάτου μοναχός.

Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πώς ζεί και πώς συλλογίζεται. Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια^ ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό. Στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κ’ έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράγματα, που απορώ κ’ εγώ ο ίδιος.

Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζεί μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού και δεν μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας. Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφησαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη! Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθειά δροσερή λίμνη! Από μικρός έφυγα με τη μανία να δώ τα μακρινά μέρη της σφαίρας. Τώρα πια δεν πιθυμώ τίποτα^ το μάτι μου ζητά μοναχά ένα κομμάτι βουνό και μια στενή λωρίδα θάλασσα.

Οι Σπανιόλοι μου αρέσουν, μου αρέσουν ακόμα οι Μπρετόνοι κ’ οι νησιώτες του ελληνικού πελάγου. Περισσότερο όμως μου αρέσει η ερημιά.

Τρίβω τα χέρια μου μέσα στο ζεστό καλύβι μου, διαβάζοντας τον Ροβινσών Κρούσο.

Φώτη Κόντογλου, Πέδρο Καζάς ο κουρσάρος, Πρόλογος

 

Όξω απ’ τα θαλασσοπούλια, δεν είδα άλλο ζωντανό πλάσμα...  Το βουνό κατέβαινε στρωτά έως τα νερά ενός μικρού κόρφου, που ήτανε κλεισμένος απ’ όλα τα μέρη. Θεέ μου! Τι ουράνια ειρήνη μου ήρτε μπροστά στο λησμονημένο αυτό κομμάτι της θάλασσας!... Από εκεί που στεκόμουν ξεχώριζα κάτου από το καθαρό νερό τις πέτρες και τις πράσινες σκιές του βυθού. Με μιας φούσκωσε η καρδιά μου από κέφι. Τα ουράνια άνοιξαν απάνου απ’ το κεφάλι μου κι ο Θεός μου έστελνε τη χαρά του.

Ένα μικρό σπιτάκι, χαμηλό και μαυρισμένο, μ’ ένα φράχτη γύρω του, για να ναι πιο συμμαζωμένο, με μια μικρή πόρτα, απ’ όπου να μπαίνει κανείς σκυφτά. Ένας άνθρωπος τυλιγμένος με χοντρά ρούχα φτάνει μπρός στο σπιτάκι και το κοιτάζει με αγάπη, τρίβει τα χέρια του και μπαίνει μέσα, κατόπι του ακολουθά ένας σκύλος. Από μια μικρή καμινάδα, που διακρίνεται απάνου στο καλύβι, βγαίνει χαρούμενα ένας καπνός μέσα στην ερημιά. Δυό μικρά παραθυράκια είναι ανοιχτά προς τη θάλασσα, κι’ από μέσα βλέπει κανένας τα θαλασσοπούλια, που ασπρίζουν μαζεμένα απάνου στο νερό, και τα μεγάλα ψάρια. Ακόμα και κανένα μαυράδι στην αντικρυνή αμμουδιά, που κάθε φορά που θα πέσει το μάτι σου απάνω του το παίρνεις για άνθρωπο, ενώ ξέρεις πια πώς είναι μια πέτρα... Δοξάζεις το Θεό που δε φτάνει έως εδώ η κακία του διαόλου^ Λές: «Είμαι ευτυχισμένος. Ο ήλιος βγαίνει απάνου στο νησί μου μονάχα για μένα, για τα θαλασσοπούλια και για τις φώκιες, και το βράδι θα φάγω το ψωμί μου με ψυχή γεμάτη από ειρήνη. Είναι πολλά χρόνια που χω ξεχάσει τους ανθρώπους. Οι μεγάλες πολιτείες μου έρχονται κάποτε στο νού σαν όνειρα, μα χάνονται γλήγορα, και βγαίνω ν’ ακούσω τη φώκια που γαβγίζει. Δεν περιμένω τίποτα αύριο, ούτε την άλλη βδομάδα, για να έχω ανησυχία... Ο καιρός δεν φαίνεται κάν πώς περνά, ούτε τρέχει, ούτε σταματά, δεν το καταλαβαίνω διόλου, γιατί καμμία βία δε με κάνει να τον συλλογίζουμαι...  Ξέρω πώς οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου θα μπορούσαν να με περιπαίξουν όπως ένα παιδί, γιατί κατάντησα πολύ απλός. Κάποτε δακρύζω για τιποτένια πράματα, που δεν αρμόζει καθόλου, όπως όταν βλέπω την ίσια και απλή γραμμή που τελειώνει ο Ωκεανός ή όταν ο σκύλος μου ζουρλαίνεται από ευτυχία και μου δείχνει περισσότερη ευγνωμοσύνη απ’ όσο χρειάζεται...

Ξαπλώνουμαι στο χώμα και κοιτάζω τα ζωΰφια που κουβαλούν μικρά κομμάτια άχυρο. Κατόπι σηκώνουμαι, βλέπω την ατελείωτη θάλασσα και δακρύζω απ’ τη χαρά μου που είμαι μοναχός...

Μάζευα ό,τι εύρισκα στην ακροθαλασσιά, έναν κόσμο κοχύλια και τσόφλια, είτε χρωματιστές πέτρες. Όλα αυτά τα στόλιζα εκεί μέσα. Μου καναν μια βαθειά εντύπωση, όσο τίποτα στον κόσμο. Έστεκα ώρες και τα κοίταζα, σηκωνόμουν κ’ έβλεπα απ’ το παραθυράκι τα βουνά και τη θάλασσα.

Τις μέρες που η ζωή μου ήτανε ήσυχη. Αυτές οι μέρες έμειναν οι πιο χρυσές της ζωής μου.

Έχουμε κ’ ένα κότερο. Το αράζουμε μπροστά στο καλύβι μας και το κατάρτι του ξεμυτίζει απάνου απ’ τη στέγη, σαν μια ψιλή γραμμή με μια στενόμακρη κόκκινη σημαία στην άκρη. Πολλές φορές τη μέρα σκύβω απ’ το παράθυρό μου να το δώ. Όταν δεν είναι άσκημος ο καιρός, το παίρνω και γυρίζω όλη μέρα μέσα στο μπουγάζι μετρώντας με το σκαντάλι τα νερά. Συχνά τ’ αράζω κάπου στην αντικρυνή αμμουδιά κ’ εγώ παίρνω, όπως αγαπώ, την ακρογιαλιά για κανένα σπάνιο κοχύλι...  Μιάν άσπρη πέτρα απάνου στην άμμο, ένα κομμάτι ξύλο, που κείτεται στ’ ακρογιάλι, τραβούν την προσοχή μου. Τα πιο ασήμαντα πράματα, εδώ μου φαίνονται γεμάτα από ενδιαφέρο. Στα πλάτη τούτα η φύση είναι απλή και πρωτόγονη, έρημη, χωρίς το άσωτο γεννοβόλημα των όντων. Η ζωή είναι λίγη και σπάνια, και χάνεται μέσα στο χάος που λέμε Γης και Νερό!..

Ανεβαίνω στο βουνό και καθίζω σε μια πέτρα σαν ξαφνισμένος. Το μάτι μου πέφτει από ψηλά απάνου στο καλύβι κ’ η καρδιά μου χτυπά δυνατά...  Πέρα ο άμμος της ακρογιαλιάς κιτρινίζει, έρημος και απλός. Κάποτε-κάποτε καμμιά φώκια σέρνεται αργά, σαν λαδωμένο τουλούμι, και λιάζεται...

Τον χειμώνα κλεινόμαστε μέσα για πολλές μέρες. Η κουμπάνια μας ήταν πλούσια σε όλα. Για ψωμί τρώγαμε γαλέτα... Δε φανερώνεται ούτ’ ένα σύννεφο, χωρίς να το παρατηρήσω με προσοχή απ’ το παράθυρό μου και να νοιώσω μια βαθειά ευτυχία, όπως κυλά αρμενίζοντας μέσα στον αγέρα... Ένα πουλί κράζει πετώντας πάνου από τη σκεπή και βγαίνω να το δώ...  Ακούγω για μια στιγμή τα δυνατά φτερά του που τα κουνά βιαστικά, κ’ έπειτα χάνεται. Απομένω συλλογισμένος...  Πολλές φορές ύστερ’ από ένα τέτοιο τιποτέτιο περιστατικό κάνω την προσευχή μου... Ο ουρανός είναι ανοιχτός! Μέσα στα βαθιά νερά μυριάδες ψάρια και θηρία...

Δερνόμαστε χωρίς διακοπή από έναν καταραμένον άνεμο. Πρώτη φορά βλέπω τέτοια οργή...  Αυτή τη στιγμή η θάλασσα δεν κρατά πια τίποτα που να είναι για μάτια ανθρώπινα... Λές είναι η τελευταία μέρα του κόσμου... Δεν φαίνεται ένα κάν φτεράκι μέσα στον ουρανό... Μέσα στο καλύβι όλα είναι ήσυχα. Η φωτιά καίγει και ο Όσο πελεκάει μιάν πίπα... Αφουγκράζουμαι τη βουή με το ίδιο αίσθημα που δοκιμάζει κανένας, όταν χώνει το κεφάλι στο σκέπασμά του για να γλυτώσει από τα φαντάσματα.

Αφήστε με να κλάψω από αγάπη για ένα ξερονήσι του Ωκεανού, που απάνω του αυτή τη στιγμή ταξιδεύει ένα βουβό σύννεφο... Οι νύχτες είναι ψυχρές και καθαρές. Κάποτε-κάποτε περνά χαμηλά, απάνω απ’ τη θάλασσα, ένα παράξενο σύννεφο αραιό και κλωσμένο σαν καπνός από τσιγάρο. Το μυαλό μου είναι καθαρό, όπως ο ουρανός του Πόρτου τον Απρίλη.

Πάγω και κάθουμε κοντά στο κανάλι και κοιτάζω τον πράσινο βυθό, για να δώ να περνά κανένα ψάρι. Συχνά έρχεται στο κεφάλι μου η ιδέα πώς είμαι μοναχός απάνω σ’ ένα νεκρό άστρο...  Και όμως ανάμεσα στις πέτρες βρίσκω κάποτε κάτι μικρά λουλούδια, που δεν τα είχα δεί ώς τα τώρα... Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω από πάνω μου τον Σταυρό της Νοτιάς. Το νησί μου λες και σιμώνει ολοένα στον πόλο...

            Φώτη Κόντογλου, Πέδρο Καζάς ο κουρσάρος

 

Πεφύκασι πολλάκις και αυταί των οικητηρίων ημών αι καταμοναί, και θέαι τον νούν ημών εις κατάνυξιν εκκαλείσθαι^ και πεισάτω σε Ιησούς, και Ηλίας, και Ιωάννης καθ’ εαυτούς προσευχόμενοι.

Αγ. Ιωάννη Κλίμακος, Λόγ. ζ΄, ο΄

 

Προς τους αβασανίστως λέγοντας το «ουχ ο τόπος, αλλ’ ο τρόπος», λέγει ο Πατήρ, πώς και ο τόπος δίδωσι τω τρόπω το κάλλος^ ώστε ουχ ο τρόπος μόνον, ώς τινες απλώς λέγουσιν, αλλά και ο τόπος ως επί το πλείστον τα μέγιστα εις αρετής εργασίαν συμβάλλεται.

Από τον σχολιαστή του βιβλίου της Κλίμακος

 

Πίστις εστί, το διά Χριστόν υπέρ της αυτού εντολής αποθανείν και τον θάνατον τούτον ζωής πρόξενον είναι πιστεύειν^ την πτωχείαν ως πλούτον λογίζεσθαι, την ευτέλειαν και εξουδένωσιν ως δόξαν τω όντι και περιφάνειαν^ και εν τω μηδέν έχειν, τα πάντα κατέχειν πιστεύειν^ μάλλον δε κεκτήσθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον της επιγνώσεως του Χριστού, και πηλόν ή καπνόν άπαντα τα ορώμενα καθοράν... Ο δε γε περί των μελλόντων γνώναι σπουδάζων, πρώτον πάντων εαυτόν αποστερήσαι των παρόντων οφείλει^ ο γαρ εν τούτοις και μέχρις ευτελούς τινος υπό προσπαθείας κρατούμενος, εκείνων την γνώσιν τελείαν ου δύναται κτήσασθαι.

Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Φιλοκ. Γ΄

 

Φως και ζωή και ειρήνη το Πνεύμα. Ο ούν υπό του θείου φωτιζόμενος Πνεύματος, γαληναίαν ειρηνεύων διανύει ζωήν.

Οσίου Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκ. Γ΄

 

Καθώς η υψηλοφροσύνη διά των λογισμών της φαντασίας μετεωρίζει την ψυχήν, και περιπλανά εις πάσαν την κτίσιν, ούτω και η ταπείνωσις περιορίζει αυτήν διά της ησυχίας, και συνάγεται εντός εαυτής η ψυχή... Ο αληθής ταπεινόφρων ου μόνον δεν θέλει να βλέπηται και να γνωρίζηται υπό των ανθρώπων, αλλ’ εάν υπήρχε δυνατόν ο ίδιος να μηδενίση εαυτόν, και να απέλθη να κατοικήση εις ήσυχον τόπον... και όσον κρύπτεται, και αποχωρεί εκ του κόσμου, τοσούτον πλησιάζει προς τον δεσπότην αυτού και Κύριον. Ο ταπεινόφρων δεν αναπαύεταί ποτε να βλέπη τας συναθροίσεις και την ταραχήν των ανθρώπων, ούτε τας κινήσεις και τας φωνάς αυτών και τας φροντίδας και την ηδονήν της τρυφής, ούτε αναπαύεται εις τας συνομιλίας και εις τον διασκορπισμόν των αισθήσεων, αλλά προκρίνει να είναι περιφρονημένος και μεμονωμένος εις την ησυχίαν, και χωρισμένος από όλην την κτίσιν, φροντίζων περί εαυτού εις τόπον ήσυχον, και εξ όλων είναι επιθυμητά εις αυτόν η σμικρότης, και η ακτημοσύνη, και η ανέχεια, και η πτωχεία, παρά τα πολλά πράγματα^ και προτιμά πάντοτε να ευρίσκηται εύκαιρος και αμέριμνος, ίνα μη οι λογισμοί αυτού περιπλανώνται τήδε κακείσε^ διότι υπάρχει πληροφορημένος, ότι εάν δοθή εις πολλά πράγματα, δεν θέλει μείνει άνευ ταραχής και συγχύσεως των λογισμών^ επειδή τα πολλά πράγματα απαιτούσι και πολλάς φροντίδας... φροντίζει δε μόνον διά τα απολύτως αναγκαία του σώματος, και διά την σωτηρίαν της εαυτού ψυχής...  προφυλάσσηται εκ των πολλών πραγμάτων και ούτω πράτων ευρίσκει δια παντός εις εαυτόν αταραξίαν, και ανάπαυσιν, και ειρήνη και επιείκειαν και ευλάβειαν. Εις τον ταπεινόφρονα δεν υπάρχει ποτέ βία, ή ταχύτης, ή σύγχυσις...

Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγ. πα΄

 

Τ’ Άγιον Όρος είναι ένας ανεχτίμητος θησαυρός, ένα πράμα μοναδικό μέσα στον κόσμο. Ό,τι και να πω, ποτές δε θα μπορέσω να παραστήσω το τι αισθήματα καταλαβαίνω γι’ αυτό το παράξενο βουνό, το Γερο-Άθωνα, που ξεπετιέται ολόϊσα μέσ’ από τη θάλασσα και φτάνει στα σύννεφα. Το ζώνει πέλαγο άγριο και τρικυμισμένο, μα απάνου στο Όρος το κάθε τι είναι ήμερο κι αγιασμένο. Τα δάση του μοσκοβολάνε σαν εκκλησιά από τις μυρσίνες, από τις δάφνες, κι από κάθε λογής μυρουδάτο λουλούδι. Μέσα στα βαθιά φαράγγια, που δεν τα φτάνει ο ήλιος, ακούς να βουίζουνε νερά παγωμένα, δίχως να τα βλέπεις, γιατί είναι κρυμμένα μέσα στα πυκνά δέντρα και στις μπερδεμένες περιπλοκάδες. Εκεί μέσα βασιλεύει μυστήριο που δεν το ταράζει κανένας. Την αυγή σε ξυπνάνε τ’ αηδόνια, πλήθος γλυκειές φωνές, που λες πώς δε βρίσκεσαι πια απάνου στη γη, μόνο στον Παράδεισο. Ούλα είναι ήμερα κι άβλαβα. Τα μουλάρια ποτές δεν κλωτσάνε^ ακόμα κ’ οι σκορπιοί και τα φίδια δε δαγκώνουνε σ’ αυτό το θεοσκέπαστο βουνό.

Κει π’ ανηφορίζεις, σκύβεις κάθε τόσο να περάσεις μέσ’ από βάτα κι απ’ αγιοκλήματα που στάζουνε δροσιά. Το χώμα είναι σπαρμένο με λουλούδια, κ’ έχουνε κείνα τα χρώματα, π’ απορείς πώς τόσο θησαυρός βρίσκεται ξεχασμένος στην ερημιά. Σταματάς κι αφουγκράζεσαι. Τίποτα! Ησυχία πέρα ως πέρα! Ο αγέρας π’ ανασαίνεις είναι αλαφρός σαν αθέρας. Το μυαλό καθαρό. Τον παλιό καιρό εδώ ερχόντανε οι φιλόσοφοι «ίνα κάλλιον φιλοσοφήσωσιν».

Τραβάς παραπέρα, ακουμπάς σ’ ένα δέντρο κι αγναντεύεις το πέλαγο, που σου στέλνει άλλες δροσιές, ένα αγέρι που μοσκοβολά αρμύρα. Γυρίζεις και κοιτάς από πάνου σου τα φύλλα της καστανιάς που σαλεύουνε, σεργιανίζεις τα μερμήγκια π’ ανεβοκατεβαίνουνε απάνου στη φλούδα, κει π’ ακουμπά ο ώμος σου, και τ’ αφήνεις ν’ ανεβούνε στο λαιμό σου, τα κάνεις γούστο^ τόσο καταπραϋμένα είναι τα νεύρα σου. Τούτη τη στιγμή δεν καταλαβαίνεις ολότελα τι θα πει κακία και τ’ άλλα κουραστικά πάθη, που βασανίζουνε τους ανθρώπους. Μηδέ υπάρχει πια για σένα τίποτ’ απ’ όλους τούτους τους βραχνάδες. Η δροσερή γραμμή του πελάγου τα φράζει από τα μάτια σου, βαθιά νερά σε χωρίζουνε από την καταραμένη τούτη μιζέρια. Παμπάλαια δέντρα, βράχοι αγιασμένοι στέκουνται ολόγυρά σου. Εδώ βρίσκεις παρηγοριά.

Φώτη Κόντογλου, Οι τέσσερις Αϊβαλιώτες

 

Πάνε χρόνια που ζω σαν Ροβινσόνας… Δε μου λείπει τίποτα, μόνο οι έγνοιες που τυραγνάνε το κεφάλι του ανθρώπου και φαρμακώνουνε τη ζωή του...

Κάθε φορά που κατεβαίνω με την ανεμόσκαλα και βρίσκουμαι ανάμεσα στα υπάρχοντά μου, καταλαβαίνω μια βαθειά ειρήνη να γλυκαίνει την καρδιά μου. Γυρίζω και κοιτάζω ολόγυρα τα καθέκαστα, τα σύνεργα της κουζίνας, τα κελλάρια γιομάτα στάρι και κάθε λογής γέννημα. Στα καπνισμένα δοκάρια της σκεπής κρέμουνται ξερίχια ψάρια, σουπιές, χταπόδια, μαγιές για τυροκόμισμα, σκόρδα, φανάρια κι άλλα πράματα. Ένα σωρό κουτιά με χτυπητά χρώματα είναι αραδιασμένα στα ράφια. Το παραθυράκι βλέπει κατά τη θάλασσα, κ’ εκεί που τρώγω, κοιτάζω και κανένα καράβι που ξέπεσε στα νερά μου και ζυγώνει στα μαύρα βράχια του νησιού για να πάρει βόλτα.

Τη νύχτα κοιτάζω τ’ αστέρια, γυρίζω κοιτάζω και το νοικοκυριό μου και τρίβω τα χέρια μου... Δε μου χρειάζεται τίποτα. Ειρήνη! Ειρήνη! Το κάθε τι που βλέπω είναι φτυχισμένο, η αμμουδιά, τ’ αγριόδεντρα, τα ξερά χορτάρια. Ο κάβουρας ξετρυπώνει κάτου απ’ την πέτρα και κάνει περίπατο σαν κανένας λόρδος...

Να, έτσι περνώ τη ζωή μου με τιποτένια πράματα. Μπορώ να κάθουμαι ώρες ολάκερες πίσω από μια τούφα βούρλα, ταμπουρωμένος απ’ τον αγέρα που φυσά από το πέλαγο, και να σκαλίζω μ’ ένα ξύλο το χώμα και τα βότσαλα μπροστά μου.

Σεργιανίζω απάνου στην αμμουδιά. Τα κύματα βροντάνε πλάγι μου το να πάνου στ’ άλλο, ο βοριάς δέρνει το πέλαγο. Ένα κομμάτι ξύλο, ένα σουπιοκόκκαλο που κείτεται, με κάνει να συλλογιστώ ένα σωρό παράξενα πράματα. Σταματώ και το κοιτάζω σαν να μην είδα άλλη φορά κάτι τις όμοιο.

Φώτη Κόντογλου, Στα ρημονήσια της πατρίδας μου

 

 

Όποιος δουλεύει ολημερίς δεν έχει καιρό να ζει σαν αληθινός άνθρωπος και να έχει τίμιες και άδολες σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους... Δεν έχει καιρό να είναι τίποτε άλλο παρά μια μηχανή.

Αρρωσταίνετε από την κούραση για να εξοικονομήσετε κάτι που θα σας βρίσκεται σε καιρό αρρώστιας... Καμιά φορά, απορώ πώς γίνεται και είμαστε τόσο επιπόλαιοι και συζητάμε μόνο για τον επίσημο θεσμό της δουλείας, όταν υπάρχουνε τόσοι κρυφοί αφέντες που έχουν υποδουλώσει και το Βορρά και το Νότο. Είναι βαρύ να έχει κανείς Νότιο επιστάτη, είναι χειρότερο να έχει Βόρειο. Το φοβερότερο όμως απ’ όλα είναι να είσαι συ ο ίδιος ο επιστάτης που μαστιγώνεις το δούλο σου τον εαυτό σου... Σκεφτείτε τις κυρίες που, δούλες του εαυτού τους, κεντούνε μαξιλάρια ως την τελευταία τους μέρα. Σαν να ήταν δυνατό να σκοτώσεις την ώρα χωρίς να πληγώσεις την αιωνιότητα!

Η μεγάλη μάζα των ανθρώπων ζει σε ήρεμη απελπισία... Μια στερεότυπη μα ασυνείδητη απελπισία κρύβεται ακόμα και πίσω από αυτά που ονομάζουμε διασκεδάσεις και παιγνίδια. Οι άνθρωποι δεν παίζουν από χαρά και ευτυχία... Παίζουν από απελπισία.

Ένας χωρικός μου λέει: «Δεν μπορείς να ζήσεις μόνο με χορταρικά γιατί δεν κάνουν κόκαλα»... Και όση ώρα μιλάει, περπατάει πίσω από τα βόδια του, που με τα χοντρά τους κόκαλα, που έγιναν μόνο από χορταρικά, τον τραβούν αυτόν και το αλέτρι του προς τα εμπρός, γιατί μπορούν εύκολα να ξεπερνούν όλα τα εμπόδια.

Θα ήταν πλεονέκτημα αντί να ζούμε μέσα σ’ ένα επιφανειακό πολιτισμό, να μπορούσαμε να ζούμε πρωτόγονα, όπως εκείνοι που ζούνε στις μακρινές περιοχές. Θα μαθαίναμε τότε, αν όχι τίποτε άλλο, ποιά είναι τα απαραίτητα για τη ζωή και με τι μέθοδο μπορούμε να τα αποχτήσουμε.

Κανένα από τα ζώα δε ζητάει τίποτε περισσότερο από λημέρι και τροφή. Τα απαραίτητα για τον άνθρωπο στο δικό μας κλίμα μπορούν με αρκετή ακρίβεια να μοιραστούν στα κεφάλαια: τροφή, στέγη, ρουχισμό, καύσιμα...

Οι σοφοί πάντα ζούνε πιο λιτά από τους φτωχούς.

Κανείς δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός και φρόνιμος παρατηρητής της ζωής αν το παρατηρητήριό του δεν είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θεληματική φτώχεια.

Έχουμε σήμερα καθηγητές φιλοσοφίας, και δεν έχουμε φιλόσοφους. Και όμως, είναι θαυμαστό πράμα να διδάσκει κανείς γιατί κάποτε ήταν θαυμαστό να ζει. Το να είσαι φιλόσοφος δε θα πει να κάνεις λεπτές και περίπλοκες σκέψεις, ούτε να ιδρύεις σχολή, παρά να αγαπάς πολύ τη σωφροσύνη, έτσι που να ζεις σύμφωνα με τις προσταγές της, ζωή απλή, ανεξάρτητη, γενναία και γεμάτη πίστη.

Πόσες φθινοπωρινές, ακόμα και χειμωνιάτικες μέρες, τις πέρασα έξω από την πόλη, προσπαθώντας να ακούσω τι έλεγε ο άνεμος... Εδώ και πολλά χρόνια είχα διορίσει τον εαυτό μου επιθεωρητή στις θύελλες, στις βροχές και τα χιόνια... και επόπτη... στα μονοπάτια του δάσους.

Δεν τους νοιάζει το σωστό, παρά εκείνο που θεωρείται σωστό.

Κάθε γενιά κοροϊδεύει τις παλιές μόδες μα ακολουθεί με θρησκευτική προσήλωση τις καινούριες.

Ενώ το κάθε πουλί έχει τη φωλιά του, η κάθε αλεπού το λαγούμι της και ο κάθε άγριος την καλύβα του, στη σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία ούτε οι μισές οικογένειες δεν έχουνε δικό τους σπίτι.

Το κόστος ενός πράγματος είναι η ποσότητα ζωής που απαιτείται για αντάλλαγμα.

Είμαστε όλοι φτωχοί, σε σύγκριση με την πολυτέλεια των αγρίων, όσο και αν μας περιστοιχίζουν όλων των ειδών οι ανέσεις.

Henry David Thoreau, Walden

 

Ουκ έστι μετανοήσαι, χωρίς ησυχίας^ ουδέ έστι και οπωσούν καθαρότητος άψασθαι, αναχωρήσεως άνευ^ ουδέ μετά της ομιλίας και οράσεως των ανθρώπων, δυνατόν της ομιλίας και θεωρίας αξιωθήναι του Θεού.

Καλλίστου του Τηλικούδη, Φιλοκ. Δ΄

 

Η ησυχία μείζων πάντων εστίν και χωρίς ταύτης ου δυνάμεθα καθαρθήναι και γινώσκειν την ασθένειαν ημών και τα των δαιμόνων πανουργεύματα^ αλλ’ ούτε την του Θεού δύναμιν και πρόνοιαν καταλαβείν ισχύσομεν εκ των θείων λόγων των τε ψαλλομένων και αναγινωσκομένων. Διότι πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα, δι’ ης τα κεκρυμμένα μυστήρια εν ταις θείαις Γραφαίς και εν πάσι τοις κτίσμασι καταλαμβάνει ο προαιρούμενος.

Οσ. Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκ. Γ΄

 

Ο άνθρωπος δεν δύναταί ποτε να αισθανθή την θείαν δύναμιν, εν όσω ευρίσκεται εις ανάπαυσιν και ευτυχίαν^ και ο Θεός δεν έδειξεν εις κανέν άλλο μέρος αισθητώς την εαυτού ενέργειαν, ειμή εις τόπους ησύχους και ερήμους, όπου δεν ευρίσκονται συνομιλίαι και ταραχαί και συναναστροφαί ανθρώπων.

Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγ. Ιθ΄

 

 

Η ησυχία, εν τη ακτημοσύνη.

Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγ. Λε΄

 

Τοις ερημικοίς, άπαυστος ο θείος πόθος εγγίνεται, κόσμου ούσι του ματαίου εκτός.

Παρακλητική

 

 

Η διηνεκής γούν ησυχία η μετά αναγνώσεως, και η σύμμετρος των βρωμάτων μετάληψις, και η αγρυπνία ταχέως την διάνοιαν εξυπνίζουσιν εις έκπληξιν των πραγμάτων, εάν μη γένηταί τις αιτία, λύουσα την ησυχίαν. Αι έννοιαι αι κινούμεναι εν τοις ησυχάζουσιν, αυτομάτως, χωρίς σκέψεως ποιούσιν αμφοτέρους τους οφθαλμούς δίκην κολυμβήθρας βαπτισμού εν τοις χεομένοις δάκρυσι, και τας παρειάς βάπτουσι τω πλήθει εαυτών.

Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγ. Κθ΄

 

Ειρήνευσον εν σεαυτώ και ειρηνεύσει σοι ο ουρανός και η γη. Σπούδασον εισελθείν εις το ταμείον το ένδοθέν σου, και όψει το ταμείον το ουράνιον^ εν γαρ εστι τούτο κακείνο. Και εν μιά εισόδω θεωρείς τα αμφότερα. Η κλίμαξ της βασιλείας εκείνης ένδοθέν σου εστί, κεκρυμμένη εν τη ψυχή σου. Η Γραφή ουκ εξηγήσατο ημίν, τι εστί τα πράγματα του μέλλοντος αιώνος. Πώς δε την αίσθησιν της τρυφής αυτών δεξόμεθα εντεύθεν, δίχα της φυσικής αλλοιώσεως, και της εξόδου του κόσμου τούτου;... Αύτη η αίσθησις ενέργεια νοερά του Αγίου Πνεύματος εστι.

Αγ. Ισαάκ του Σύρου, Λόγ. Λ΄

 

 

Βάδιζε, λαός μου, είσελθε εις το ταμιείόν σου, απόκλεισον την θύραν σου, αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον, έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου.

Προσευχή Ησαΐου του Προφήτου, Κ5,9

 

Άνθρωπός φησιν, ος μανθάνει εν πείρα την γλυκύτητα της ησυχίας εν τω κελλίω αυτού, ουχ ως καταφρονών του πλησίον φεύγει την απάντησιν αυτού, αλλά διά τον καρπόν, ον τρυγά εκ της ησυχίας.

Αγ. Ισαάκ του Σύρου

 

Εάσατε τη κέλλη με μόνον εγκεκλεισμένον,

άφετέ με μετά Θεού του μόνου φιλανθρώπου,

απόστητε, μακρύνατε, εάσατέ με μόνον

αποθανείν ενώπιον Θεού του πλάσαντός με.

Μηδείς τη θύρα κρούσειε, μηδείς φωνήν αφήση,

μηδείς επισκεψάτω με των συγγενών ή φίλων,

μηδείς μου την διάνοιαν ελκύσας αποσπάση

της θεωρίας του καλού και ωραίου Δεσπότου,

μηδείς μοι βρώμα δώσειε, μη πόμα μοι κομίση.

Αρκέσει γαρ μοι το θανείν έμπροσθεν του Θεού μου,

Θεού του ελεήμονος, Θεού του φιλανθρώπου,

του κατελθόντος επί γης αμαρτωλούς καλέσαι

και συν αυτώ εις την ζωήν εισαγείν την θείαν.

Ου θέλω έτι κατιδείν το φως του κόσμου τούτου,

ουδέ αυτόν τον ήλιον, ουδέ τα εν τω κόσμω^

Βλέπω γαρ τον Δεσπότην μου, βλέπω τον Βασιλέα,

βλέπω τον όντως όντα φως και παντός φωτός κτίστην...

Αγ. Συμεών, Λόγος Κη΄

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ