ΤΕΥΧΟΣ 82

Φθινόπωρο 2002


 

Η «θεολογία» της αυτοκατοχύρωσης και τα κριτήρια του εκκλησιασμού

 

Συχνά, και ειδικά στις μέρες μας, ο άνθρωπος χάνει τη δυνατότητα να μιλά για όσα ευαγγελίζεται η Εκκλησία. Χρησιμοποιεί την καθημερινή γλώσσα και τα νοήματά της μ’ έναν τρόπο που είναι ξένος στην εκκλησιαστική εμπειρία, έτσι ώστε για να παράγει εκκλησιαστικό νόημα να είναι πλέον απαραίτητο ν’ αναβαπτίσει τις λέξεις με καινούριες σημασίες. Λίγοι, όμως, από αυτούς που κηρύττουν και από αυτούς που ακούν το κήρυγμα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ’ αυτή την ανάγκη. Αυτή είναι στο βάθος η αιτία για την οποία ο λόγος της Εκκλησίας εκφέρεται και προσλαμβάνεται σαν ψυχολόγημα, συναισθηματισμός ή ηθικολογία: για τους πολλούς ο λόγος της Εκκλησίας έχει σχέση με το πώς πρέπει να ζούμε και να φερόμαστε, τι επιτρέπεται και κυρίως τι απαγορεύεται να πράξει κανείς για να γίνει «καλύτερος άνθρωπος». Είναι λόγος που μετρά την ηθική και την αμαρτία. Πρόκειται για λόγο που απευθύνεται στην ατομικότητά μας, στην ψυχολογία μας και εξυπηρετεί συναισθηματικές καταστάσεις αυτοκατοχύρωσης και δικαίωσης. Είναι εμφανής η αδυναμία μας να μιλήσουμε μια ζωντανή γλώσσα θεολογικών κριτηρίων, να αρθρώσουμε έναν λόγο που να αφορά στην ύπαρξη και να μας παρακινεί σε νιπτηκή ετοιμότητα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διακρίνουμε ότι η εκκλησιαστική ζωή οφείλει να κατευθύνεται από θεολογική πυξίδα, αν θέλουμε να παράγει νόημα.

Για να διαμορφώσουμε εκκλησιαστικά κριτήρια ζωής, που να συνάδουν με τη θεολογία, χρειάζεται να αφαιρέσουμε τα ψυχολογικά δεκανίκια από την εκκλησιαστική μας σκέψη. Τέτοια δεκανίκια είναι συνήθως μία επιχειρηματολογία κανονολογικής φύσεως, μία προσκόλληση στο γράμμα των βιβλίων, η σχολαστική διύλιση πρακτικών ερωτημάτων, ακόμη και πατερικά κείμενα ή ρητά. Μπορεί επίσης να είναι η συναισθηματική προσήλωση σε πρόσωπα που εμπιστευόμαστε, η ανάπαυση που βρίσκουμε σε συγκεκριμένα αναγνώσματα, η συναισθηματική εκτίμηση που νιώθουμε για ορισμένους ανθρώπους ή τα γραπτά τους, ή ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με όσα είπαμε και κάναμε στο παρελθόν. Είναι γενικά η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος για να ενεργήσει ενώπιον ενός προβλήματος αναζητά πάντα κάποια «ερείσματα» που θα κατοχυρώσουν τη στάση του ή τη σκέψη του. Τα ερείσματα αυτά μπορεί να φαίνονται φυσικά, ειδικά για έναν χριστιανό, το πρόβλημα όμως είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να σκεφτεί ερήμην αυτών των ερεισμάτων. Τα ερείσματα είναι η ουσία της στάσης του και όχι απλώς υποβοηθητικά παραδείγματα. Ο άνθρωπος γίνεται υπό-λογος στα ερείσματα που αναζητά, και τα διογκώνει τόσο πολύ μέσα του που τελικά γίνεται δέσμιος σ’ αυτά. Τα ερείσματα δεν είναι απλά κριτήρια, αλλά συγκεκριμένες δεσμεύσεις που υπαγορεύουν εκ των προτέρων μια απόφαση. Γι’ αυτό έχουν, συνήθως, κάποιο αυθεντικό κύρος που δικαιολογεί τη δέσμευση που ασκούν στην ανθρώπινη συνείδηση. Το αυθεντικό κύρος μπορεί να είναι «πατερικό» ή γενικά το κύρος της θεολογίας και της «παράδοσης».

Έτσι, η θεολογία απομακρύνεται πολύ από την ταπεινή, αποφατική διάσταση που της έχουν προσδώσει οι Πατέρες της Εκκλησίας και γίνεται μια διογκωμένη απειλή που καταστρατηγεί την ανθρώπινη ελευθερία. Η θεολογία γίνεται το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος «κατέχει» την αλήθεια και τη διαχειρίζεται με εξουσιαστική αυθεντία. Αυτή η «ισχυρή» θεολογία της ατομικής κατοχύρωσης δεν έχει τη δύναμη του ευαγγελισμού, γιατί ενεργοποιώντας τις ατομικές ψυχολογικές υποδομές εμφανίζεται πάντα σαν σκλήρυνση και απειλή προς τους απέναντι. Συνήθως, οδηγεί και τον φορέα της σε ένα αδιέξοδο και τον καταστρέφει.

Η θεολογία της αυτοκατοχύρωσης συχνά αυτονομείται, αφού σταδιακά συσσωρεύει αντιλήψεις, στάσεις, νοοτροπίες που αποκτούν όλο και περισσότερη δύναμη μέσα μας έχοντας ήδη εφαρμοστεί στο παρελθόν. Το παρελθόν γίνεται νέα πηγή ψυχολογικής ασφάλειας και ισχύος και τροφοδοτεί τις μελλοντικές πρακτικές με τη δύναμη της αδράνειας. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος χάνει το στόχο του, αφού η ίδια η πανοπλία των ισχυρών του υποδομών του υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει και πώς να σκεφτεί. Έτσι, είναι δυνατόν να ενεργήσει και ενάντια στον ίδιο τον στόχο που αρχικά υπηρετούσε.

Είναι πολύ σημαντικό να μην κατανοούμε τον εαυτό μας και την Εκκλησία μέσα από τις «θέσεις» που κατά καιρούς έχουμε διαμορφώσει. Σαν άνθρωποι ενεργούμε αλλού καλύτερα κι αλλού χειρότερα και πάντα πρέπει να πιστεύουμε ότι υπάρχει περιθώριο να διορθώσουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και πράττουμε. Για τις όποιες επιλογές μας ασφαλώς υπάρχουν κάποιοι λόγοι, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνούν το απλό πλαίσιο του νόμιμου θεολογικού προβληματισμού και να μετατρέπονται σε «καταστατικό» που να θεμελιώνει την πνευματική μας ταυτότητα. Δεν μπορούμε να διεκδικούμε άλλη ταυτότητα από αυτή κάθε αληθινού χριστιανού.

Ας μήν αναζητούμε τα στηρίγματά μας σε περίπλοκες αναλύσεις και θεολογικές (τάχα) διευκρινήσεις. Τα πράγματα είναι απλά και έχουν να κάνουν μόνο με τη γνήσια διάθεση του ανθρώπου να ενσωματωθεί στην Εκκλησία. Αυτό πρέπει να καλλιεργήσουμε, αυτόν τον στόχο να μη χάσουμε και να προσέξουμε να μην τον σκεπάσουμε κάτω από φορτία εξειδικευμένης γνώσης για τα εκκλησιαστικά. Στο βαθμό που θα πετύχουμε τον γνήσιο εκκλησιασμό μας θα είμαστε σε θέση να δώσουμε και απολογία για τα εκκλησιαστικά και θεολογικά προβλήματα. Αν δεν το πετύχουμε αυτό, όλο το βάρος του θεολογικού εξοπλισμού και η αυστηρότητα της στάσης και η εμβρίθεια της γνώσης δεν θα καταφέρει να καταθέσει ούτε την ελάχιστη μαρτυρία.

 Ο εκκλησιασμός, είναι μία στάση που συμπεριλαμβάνει τη συμμετοχή της κτίσεως, της ιστορίας, του σώματος και της ύλης στο γεγονός της ενανθρώπισης του Χριστού. Ο άνθρωπος προσέρχεται στην εκκλησία έχοντας απαρνηθεί όλες τις υποδομές που τον ισχυροποιούν ως άτομο απέναντι στην κτίση και την ιστορία. Δεν οπλίζεται ατομικά ενάντια στην αποστασία, αλλά αναζητά το αντίδοτο στον γνήσιο εκκλησιασμό, στην ενσωμάτωσή του, δηλαδή, στην Εκκλησία. Συγκροτεί την ενοριακή ζωή στη βάση της εκκλησιαστικής κοινότητας, σε μια προσπάθεια να πήξει μια κοινωνία αγάπης γύρω από το ποτήριο της ζωής.

                                                                                                Α.Μ. – Ι.Κ.

.

 

 

Η προσευχή της μεσιτείας

Μητρ. Άντονυ του Sourozh
Μετάφραση: Αναστασία Μπύρου

 Ο λόγος για την προσευχή είναι ανεξάντλητος, γιατί η προσευχή αγκαλιάζει και στηρίζει κάθε πτυχή της χριστιανικής ζωής. Είναι η βαθειά σχέση που ο καθένας από μας αναπτύσσει με τον Θεό, αλλά και η σχέση της Εκκλησίας με τον Θεό. Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατό να ασχοληθούμε με το θέμα συνολικά, άς κάνουμε μερικές σκέψεις  για την προσευχή της «μεσιτείας», που η θέση της βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής ζωής. Ο Χριστός είναι ο κατεξοχήν μεσολαβητής. Και η Εκκλησία είναι η προέκταση μέσα στους αιώνες της πραγματικής παρουσίας του Χριστού, σαρκωμένου σ’ εκείνους που είναι μέλη της, όπως επίσης και της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος σ’ εκείνους που προσωπικά και συλλογικά συγκροτούν τον ναό του Πνεύματος.

 

O Xριστός στο κέντρο του ανθρώπινου πόνου

Στις μέρες μας, όμως, προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το θέμα της προσευχής: είναι δυνατόν στον σύγχρονο άνθρωπο να συνεχίσει να προσεύχεται; Έχει ο Θεός κάποια σχέση με τους καημούς του κόσμου; Είναι ένας Θεός που ακούει μεν, αλλά παραμένει πολύ μακριά μας, ή μήπως βρίσκεται στο κέντρο των ανθρώπινων πραγμάτων;

Άς θυμηθούμε τη διήγηση από το Βιβλίο του Δανιήλ για τους τρείς παίδες, που ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ καταδίκασε σε θάνατο στην πυρά. Δεμένοι χειροπόδαρα οι νέοι ρίχνονται στο καμίνι και ο βασιλιάς έρχεται να δεί τη δοκιμασία τους. Στρέφεται τότε προς τους συμβούλους του και έκπληκτος τους ρωτά πώς, ενώ οι νέοι ήταν τρείς αυτός βλέπει τέσσερις άνδρες να περπατούν ανάμεσα στις φλόγες και ένας από αυτούς να μοιάζει με υιό Θεού.

 

... Μέσα στην πυρά και  μέσα στη θύελλα

Αυτός είναι ο Θεός στον οποίο στρεφόμαστε για μεσιτεία. Αυτός που εκτίθεται στις φλόγες, που ελευθερώνει τους δεσμίους, που δέχεται να υποστεί το μαρτύριο. Είναι ο Θεός για τον οποίο οι Απόστολοι μαρτυρούν ότι κατέβηκε στον Άδη, που καλεί κι εμάς στα βάθη του ανθρώπινου πόνου, της αμφιβολίας και του μίσους, ώστε να φέρουμε σ’ αυτόν τον τόπο της οδύνης τη ζωοποιό παρουσία του Θεού.

Ο Μάρκος (4, 35-41) και ο Ματθαίος (14, 22-32) μας δίνουν την περιγραφή δύο συμβάντων στο μέσον της θάλασσας, που δείχνουν αφενός τον τρόπο με τον οποίο πολλοί άνθρωποι φαντάζονται τη σχέση του Θεού με την αγωνία των ανθρώπων, αλλά δείχνουν επίσης και την πραγματική διάσταση αυτής της σχέσης. Στην πρώτη διήγηση, οι Απόστολοι βρίσκονται μέσα στη δίνη της θύελλας. Τα κύματα ορμούν πάνω στη βάρκα, ο θάνατος παραμονεύει. Οι μαθητές αγωνίζονται για τη ζωή τους και εν τω μεταξύ ο Χριστός «ην επί τη πρύμνη επί το προσκεφάλαιον^ καθεύδων^»! Όταν στρέφονται προς το μέρος Του δεν το κάνουν για να ζητήσουν με πίστη τη βοήθειά Του -δεν δείχνουν κανένα σημάδι πίστης στη Θεότητα και παντοδυναμία Του. Αλλά αγανακτισμένοι του λένε: «διδάσκαλε, ου μέλει σοι ότι απολλύμεθα;» Θα μπορούσαν να είχαν προσθέσει: «Εάν δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να μας βοηθήσεις, συμμερίσου τουλάχιστον την αγωνία μας, ζήσε κι εσύ τον τρόμο του θανάτου και πέθανε μαζί μας!» Μήπως με τον ίδιο τρόπο δεν αντιμετωπίζουν τον Θεό εκατομμύρια άνθρωποι; Βλέπουν τον κόσμο να ζει μέσα στο δικό του μαρτύριο, τον φόβο, την αγωνία, αντιμέτωπος με τον θάνατο, την αρρώστια, την πείνα, την απελπισία κι από την άλλη τον Θεό να «κοιμάται» αναπαυτικά αφήνοντας τα πλάσματά του να παλεύουν μόνα!

Η δεύτερη διήγηση που περιγράφει τον Πέτρο να περπατάει στα κύματα, μας δίνει επίσης μία εικόνα του τρόπου με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος σκέφτεται τον ρόλο και την ενέργεια του Θεού. Αντιμέτωποι και πάλι με τη θύελλα οι μαθητές παλεύουν για τη ζωή τους. Η καταιγίδα τους έχει σχεδόν καταποντίσει και είναι γεμάτοι φόβο και αμφιβολία. Γνωρίζουν ότι ο θάνατος μπορεί να τους αρπάξει από στιγμή σε στιγμή, ότι δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνους εκτός από μερικά μαδέρια και, ξαφνικά, πάνω στα νερά, μέσα στον σάλο των στοιχείων της φύσης, βλέπουν τον Χριστό. Αλλά δεν στρέφονται προς Εκείνον με μια ύστατη κραυγή, με κάποια ελπίδα. Νομίζουν πώς βλέπουν φάντασμα. Πώς θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο; Πώς θα ήταν δυνατόν να έχει θέση μέσα σ’ αυτό το χάος ο Χριστός; Αυτός δεν είναι το κλειδί κάθε αρμονίας, το κέντρο γύρω από το οποίο αποκαθίσταται η ειρήνη, βασιλεύει η αγάπη, επικρατεί η ηρεμία; Δεν μπορεί λοιπόν να είναι Εκείνος στο μέσον της καταιγίδας, πρέπει να είναι κάποιο περίεργο φαινόμενο, ένα ψέμα! Κι όμως, είναι Αυτός μέσα στην καρδιά της θύελλας. Δεν βρίσκεται στην άκρη της λίμνης καλώντας τους μαθητές σε ασφαλές λιμάνι, αλλά στην καρδιά του χάους, γιατί ο Κύριος της ειρήνης και της ζωής είναι επίσης ο Κύριος του θανάτου. Όλη η δύναμη και η εξουσία είναι δική του. Δεν πρόκειται για φάντασμα, είναι ο Χριστός. Και τον βρίσκουμε στο μέσον της καταιγίδας: βρίσκεται στο μέσον του ίδιου του θανάτου.         

 

Ο άνθρωπος που  καλεί ο Ιώβ

            Στις προηγούμενες εικόνες μπορούμε να προσθέσουμε ακόμα μία: Άς θυμηθούμε τον Ιώβ, τον άνθρωπο πάνω στον οποίο έπεσε κάθε δυνατή συμφορά και θλίψη, η μία μετά την άλλη. Είναι ο δίκαιος που όμως υπέφερε όλες τις οδύνες ενός αμαρτωλού, ο άνθρωπος που έχει χάσει τον Θεό και βρίσκεται στην έσχατη εξαθλίωση. Στο τέλος του 9ου κεφαλαίου βρίσκουμε μία παράγραφο που η ρεαλιστική περιγραφή της μας συγκλονίζει. Ο Ιώβ, έχοντας φθάσει στα όρια της αντοχής του, φωνάζει: «Ου γαρ εί άνθρωπος κατ’ εμέ, ώ αντικρινούμαι, ίνα έλθωμεν ομοθυμαδόν εις κρίσιν. είθε ήν ο μεσίτης ημών και ελέγχων και διακούων ανά μέσον αμφοτέρων». Στην προφητική του ενόραση, δεν ικανοποιείται από την αντίληψη ενός αυταρχικού και αυθαίρετου Θεού, αλλά αναζητά έναν Θεό αλήθειας, δικαιοσύνης και αγάπης, περιμένει έναν άνθρωπο να τον συμφιλιώσει με τον δικαστή του. Αυτή η χειρονομία του αναμενόμενου ανθρώπου που θα ακουμπήσει τα χέρια του στον ώμο του Θεού από τη μια και του Ιώβ από την άλλη, είναι μία χειρονομία που ενώνει. Δεν περιμένει κάποιον που θα τον συμβιβάσει με τον Θεό, κάποιον που θα φέρει μια πρόχειρη ειρήνη, μια προσωρινή παύση του πυρός^ δεν είναι αυτό που ζητά, γιατί θα μπορούσε να το έχει σκύβοντας το κεφάλι, όπως ένας σκλάβος. Αλλά, η καρδιά του Ιώβ είναι αυτή του γιού που περιμένει τη συμφιλίωση, μία καινούρια κατάσταση που θα δημιουργήσει μια διαφορετική σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Θεό, όπου η αυθαιρεσία δεν θα έχει θέση και όπου θα βασιλεύει η αλήθεια. Ήταν ο Χριστός αυτός τον οποίο περίμενε! Ήταν ο Χριστός που επρόκειτο να έρθει για να σταθεί ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο και ν’ απλώσει τα χέρια Του πάνω στο σταυρό για να τους ενώσει σε μία σχέση που θα κρατήσει αιώνια.

 

Η μεσιτεία, ως Πράξη του Σαρκωμένου Θεού

Σκεφτόμαστε συχνά την έννοια της μεσολάβησης με μια αρνητική διάθεση απέναντι στον Θεό. Μήπως όταν προσευχόμαστε για τις ανάγκες του κόσμου, δεν έχουμε πολλές φορές τον αέρα να υπενθυμίζουμε στον Θεό όλες του τις παραλείψεις; Δεν είναι σαν να του λέμε: «Κύριε, δεν παρατήρησες ότι αυτός ο άνθρωπος είναι σε αγωνία και κάποιος άλλος πεθαίνει από την πείνα, ότι εκείνη η χώρα αφανίζεται από τον πόλεμο και μια άλλη βογκάει κάτω από τον ξένο ζυγό;» Δεν μοιάζει να θυμίζουμε στον Θεό τι θα όφειλε να κάνει εάν μόνο ακολουθούσε τις εξαίρετες συμβουλές μας; Αυτό όμως δεν είναι μεσολάβηση, ούτε η απάντηση του Θεού είναι μία υπόθεση υπακοής στις οδηγίες που του δίνουμε εμείς στις προσευχές μας. Άς αναρωτηθούμε λοιπόν καταρχήν τι είναι μεσολάβηση, εάν δεν είναι αυτή η έκκληση προς τον Θεό να κάνει αυτό που κατά τη γνώμη μας θα όφειλε, αλλά τελικά δεν κάνει.

 

Ο όρος «μεσολάβηση» δεν δηλώνει καταρχήν και κυρίως μια προσευχή. Υποδηλώνει μία πράξη. Να μεσολαβώ σημαίνει να παίρνω πρωτοβουλία που να με φέρνει στην καρδιά της κατάστασης, σ’ εκείνο το σημείο που όλες οι αντιμαχόμενες δυνάμεις συναντώνται, εκεί όπου ο αντίκτυπος της σύγκρουσης βρίσκεται στο κορύφωμα της βίας του. Η μεσολάβηση αρχίζει με μία εμπλοκή μόνιμη, ολοκληρωτική, ανεπιφύλακτη. Ο μεσολαβητής Χριστός δεν είναι ο προσευχόμενος Χριστός, είναι ο Λόγος του Θεού που ενανθρώπισε, είναι ο Υιός του Θεού που γίνεται υιός του ανθρώπου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι προσεύχεται, αλλά η μεσολάβησή του είναι πάνω από όλα πράξη και όχι λόγος. Υπάρχει ένα μοναδικό πρόσωπο στο οποίο ο Θεός και ο άνθρωπος συναντώνται, στο οποίο η ρήξη ανάμεσά τους θεραπεύεται και η αρμονία αποκαθίσταται:  ο άνθρωπος και ο Θεός ενώνονται για πάντα στην τέλεια υπακοή του ανθρώπου Ιησού Χριστού, στην τέλεια αυτοθυσία του Λόγου που σαρκώνεται. Στο πρόσωπό Του συγκεντρώνει ολόκληρη τη σύγκρουση, όλα όσα χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό και πάλι στο πρόσωπό Του ο χωρισμός αυτός γεφυρώνεται.

Αλλά μέχρι ποιου σημείου φθάνει η συμπαράσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Χριστό, ανάμεσα στον Χριστό και τον Θεό; Ποιες είναι οι αληθινές της διαστάσεις; Είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε γιατί καλούμαστε να ζήσουμε όπως ο Χριστός, σ’ έναν κόσμο που έχει ανάγκη σωτηρίας. Ο Χριστός έδειξε απέναντί μας μια αλληλεγγύη που τον οδήγησε στο Σταυρό. Επέλεξε να είναι άνθρωπος στην πιο αληθινή και πλήρη έννοια του όρου και να μην απέχει από την ανθρώπινη φύση σε τίποτα εκτός από την ελευθερία του απέναντι στην αμαρτία. Αν και ελεύθερος απέναντι στην αμαρτία, δέχεται τις συνέπειές της  αφού παίρνει επάνω του τις αμαρτίες του κόσμου.

 

Ο Χριστός στον Ιορδάνη - ο Χριστός στην κόλαση

Μία από τις εικόνες που πραγματικά συγκλονίζει, ίσως λόγω της τραγωδίας που κρύβει μέσα της, είναι η βάπτιση του Χριστού. Γύρω από τον Ιωάννη συγκεντρώνονται όλοι οι πληγωμένοι από την αμαρτία, που μετανιωμένοι επιθυμούν να εξαγνισθούν και να καθαρισθούν. Βυθίζονται στον Ιορδάνη και τα νερά ξεπλένουν τις αμαρτίες τους, αναδύονται και πάλι αγνοί, μπορούν ν’ αρχίσουν μια νέα ζωή. Μαζί με αυτούς και ο Χριστός -ο μόνος αναμάρτητος- έρχεται να βαπτιστεί. Καταδύεται κι Εκείνος μέσα σε αυτά τα νερά, τα θαμπά και βεβαρυμένα από την ανθρώπινη θνητότητα, την ανθρώπινη αμαρτία, την ανθρώπινη απιστία και όλη την κακία της γης. Εμβαπτίζεται σ’ αυτό το θνητό στοιχείο και αναδύεται πάλι φορτωμένος με το βάρος αυτής της κακίας, της αμαρτίας, του θανάτου. Η βάπτιση που σήμαινε λύτρωση για κείνους που προσέρχονταν με μετάνοια στον Ιωάννη, σημαίνει γι’ Αυτόν την αρχή του Πάθους Του. Σηκώνει πλέον πάνω του τον θάνατο των άλλων^ από τη φύση Του αθάνατος, θα πεθάνει έναν θάνατο σαν τον δικό μας. Όταν συλλογιζόμαστε τα κοινά μας στοιχεία με τον Χριστό, βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τον κάνουν αληθινά ανθρώπινο: Πεινάει, διψάει και κουράζεται^ περνά στιγμές θλίψης^ δακρύζει για τον Λάζαρο, θυμώνει με τους εμπόρους στο Ναό. Τελικά θεωρούμε ότι πεθαίνει όπως κι εμείς. Κι όμως εδώ, στον θάνατό του, ίσως βρίσκεται η πιο βαθιά διαφορά ανάμεσα σ’ Εκείνον και σε μας.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, τον έκτο αιώνα, μιλώντας για τη Σάρκωση, το πάθος και τον θάνατο του Χριστού, λέγει: Εάν είναι αλήθεια, όπως διδάσκουν οι Γραφές ότι ο θάνατος είναι καρπός της αμαρτίας, ότι ο άνθρωπος πεθαίνει όταν έχει απωλέσει τον Θεό, όταν παύει να μπολιάζεται από την πηγή της ζωής, τότε ο Χριστός από τη στιγμή της σύλληψής του είναι ζών και αθάνατος. Δεν είναι δυνατόν την ίδια στιγμή να είναι Ζών Θεός και θνητός άνθρωπος. Ακόμα και η ανθρώπινη φύση Του, αναπόσπαστη με τη θεότητα, είναι πέρα από τον θάνατο γιατί είναι για πάντα ενωμένη με τον Θεό. Τότε πώς είναι δυνατόν να πεθαίνει; Με αυτήν την πράξη συμπαράστασης προς τον αμαρτωλό άνθρωπο που εκούσια και ελεύθερα αποδέχεται, εμβαπτίζει τον εαυτό Του στον δικό μας θάνατο, τον ενδύεται και πεθαίνει εξαιτίας του. Και με αυτό το τέλος συμμερίζεται όλα όσα ανήκουν στον προορισμό του ανθρώπου, όχι μόνο την πείνα, την δίψα, την κούραση και την αγωνία, αλλά κάτι άλλο επιπλέον όλων αυτών: Ας θυμηθούμε εκείνη την κραυγή πάνω στο σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλιπες;» Είναι εκείνη η στιγμή που δέχεται να μας συμπαρασταθεί -με τρόπο απόλυτο και φοβερό. Αναλαμβάνει να συμμεριστεί τη μόνη τραγωδία που είναι οριστική και απόλυτη, την απώλεια του Θεού, που είναι ο δικός μας θάνατος. Και με τον θάνατό του, όπως και ο κάθε άνθρωπος, κατέρχεται στον Άδη. Ξαφνικά ο Άδης βρίσκεται πλημμυρισμένος από τη λαμπρότητα της θεότητας, από το αιώνιο και άκτιστο φως του Ζώντος Θεού. Με τον θάνατό Του κατέκτησε τον Άδη και τον θάνατο: δεν υπάρχει πλέον τόπος όπου ο Θεός είναι απών και στον οποίο θα εξορίζεται ο άνθρωπος. Τώρα πια, για τους χριστιανούς, ο θάνατος είναι ύπνος «εν χειρί Θεού». Ο θάνατος σαν έσχατη απώλεια, σαν χωρισμός από τον Θεό δεν υπάρχει πια.      

 

Το κάλεσμα του Χριστού 

Αυτό είναι το μέγεθος της συμπαράστασης του Χριστού προς τον άνθρωπο: Είναι τόσο αλληλέγγυος με τον Θεό που οι άνθρωποι τον απορρίπτουν. Εξαιτίας της επιθυμίας του να μείνει πιστός στον Πατέρα Του μέχρι τέλους, οι άνθρωποι τον οδήγησαν στον θάνατο έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Απόκληρος από τους ανθρώπους, εγκαταλειμμένος από τον Θεό, κι όμως σε ενότητα αλληλεγγύης και με τους δύο με τίμημα τη ζωή Του. Αυτή είναι η συμπαράσταση του Χριστού και σ’ αυτήν είμαστε καλεσμένοι. Η σάρκωσή Του, η απόλυτη συνάρτησή του με τον Θεό και τον άνθρωπο είναι η έμπρακτη μεσολάβηση όπου συντελείται η προσευχή της μεσιτείας. Μια προσευχή που είναι αληθινή γιατί υποβαστάζεται από μια πράξη συντελεσμένη, όχι απλά μία έκκληση στη γενναιοδωρία ή το έλεος του Θεού. Αλλά, μια έκκληση ενισχυμένη από μία ενέργεια που δεν είναι δυνατόν να παραμερίσει ο Θεός, που τόσο αγαπά τον κόσμο.

 

Ο Χριστός, ανάμεσα σε ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης, έζησε ως άνθρωπος πιστός στους νόμους και στο θυσιαστήριο, πιστός σε όλα όσα αποτελούσαν εντολές του Θεού στον Οίκο του Ισραήλ. Αλλά δέχτηκε να συμμεριστεί και την ύψιστη τραγωδία εκατομμυρίων ανθρώπων των καιρών μας: τόσο ριζική την απώλεια του Θεού, ώστε να πεθάνει εξαιτίας της. Δεν υπάρχει άθεος στον κόσμο που να μπορεί να μετρήσει το βάθος της απουσίας του Θεού, όπως το έζησε ο σαρκωμένος Υιός του Θεού πάνω στο σταυρό όταν έκραξε : «Θεέ μου Θεέ μου ινα τι με εγκατέλιπες;». Ο άθεος μπορεί να μήν Τον γνωρίζει, να Τον απορρίπτει και να Τον αρνείται, κι όμως η εμπειρία του ως άθεου είναι μικρή μπροστά στην απώλεια του Θεού που γνώρισε ο Χριστός.

 

Η Θεία Κοινωνία, δέσμευση στον σταυρό

Ωστόσο, είμαστε καλεσμένοι να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της ζωής του Χριστού. Όταν κοινωνούμε τη Σάρκα Του και το Αίμα Του, δεσμευόμαστε να συμμεριστούμε τον προορισμό Του ως ανθρώπου πάνω στη γη με τον ίδιο τρόπο που του ζητούμε να μοιραστούμε την αιωνιότητα. Η μετάληψη της Κοινωνίας υποδηλώνει τη συμμετοχή μας σε μια κοινή ζωή. Ή μήπως έχουμε το θράσος να πούμε: «Κύριε, ο Σταυρός δικός Σου, η δόξα δική μας! Εγώ δεν επιθυμώ να μετέχω στο Σταυρό Σου, αλλά θέλω να μοιραστώ μαζί Σου την αιωνιότητα»!

Ας θυμηθούμε το κεφάλαιο του Ευαγγελίου όπου ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης του ζητούν να καθήσουν εκατέρωθεν του θρόνου την ημέρα της δόξας Του. Ο Χριστός μόλις τους έχει κάνει λόγο για το επερχόμενο Πάθος Του^ τους το έχει περιγράψει μ’ ένα πλήθος τραγικών λεπτομερειών και έχει καταλήξει λέγοντας: «Και τη τρίτη ημέρα ο υιός του ανθρώπου αναστήσεται». Οι μαθητές όμως ακούν μόνο την υπόσχεση της νίκης! Το τίμημα το έχουν κιόλας ξεχάσει. Ο Χριστός τους έχει πει πώς ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στα χέρια των ανθρώπων, ότι θα υποφέρει όλα όσα γνωρίσαμε με το Πάθος του. Οι μαθητές όμως δεν στέκονται σ’ αυτά. Αναζητούν μόνο τη νίκη και ό,τι οι ίδιοι μπορούν να κερδίσουν απ’ αυτή την κατάσταση. Αλλά ο Χριστός στρέφεται προς αυτούς και τους ρωτά: «Είστε έτοιμοι να αποδεχτείτε το δικό μου βάπτισμα, να πιείτε το ποτήρι που εγώ πρόκειται να πιω;» Κι εκείνοι απαντούν: «Ναι, Κύριε», και τι τους υπόσχεται; Τους υπόσχεται ότι θα περάσουν την ίδια ταλαιπωρία, την ίδια θανάσιμη αγωνία με τη δική Του για τη σωτηρία του κόσμου, ότι θα πιουν μέχρι τον πάτο το ίδιο ποτήρι. Αυτός ο ίδιος είναι πιστός, δεν χρειάζεται να αποδείξει την αφοσίωσή του σε μας, είμαστε βέβαιοι γι’ αυτήν. Η ερώτηση αφορά τη δική μας πιστότητα: «Είστε έτοιμοι να παραμείνετε πιστοί στη φιλία που δηλώνετε, στην αγάπη που μου δείχνετε μέχρι του σημείου να συμμεριστείτε μαζί μου τα πάντα;»

Έτσι κι ο καθένας από μας που προσέρχεται στο Άγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου πρέπει να είναι έτοιμος να συμμεριστεί όχι μόνο το μεγαλείο της αιωνιότητας, αλλά την επίγεια πορεία του. Για ποιο λόγο; Για τη σωτηρία του κόσμου^ γιατί οι άλλοι θα πιστέψουν στο μυστήριο της σωτηρίας μόνο άμα δουν τη θεία αγάπη να ξεπηδά μέσα από τους μαθητές του Χριστού. Θα πιστέψουν μόνο εφόσον δουν αυτή την αγάπη να σταυρώνεται γενναιόδωρα και νικηφόρα: «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».

 

Να σηκώσουμε το σταυρό της συγχώρεσης

Η μεσολάβηση ξεκινά με μία πράξη προσωπικής συμμετοχής και συνεχίζεται με την αφοσίωσή μας. Το βάπτισμα του Χριστού, το δικό Του ποτήρι δεν είναι απλά μια στιγμιαία κοινωνία: είναι ολοκληρωτικό μοίρασμα, μία σχέση κοινής ζωής που την αποδεχόμαστε για πάντα.

Αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μία Γερμανική εφημερίδα δημοσίευσε ένα συγκινητικό ντοκουμέντο: το αντίγραφο μιας προσευχής που βρέθηκε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, γραμμένο πάνω σ’ ένα ξεσχισμένο κομμάτι περιτυλίγματος. Περιληπτικά η ουσία της προσευχής ήταν η εξής: «Κύριε, όταν έρθεις να κρίνεις ζώντες και νεκρούς, θυμήσου όχι μόνο τους αγαθούς αλλά και τους πονηρούς και κακούς. Αλλά την ημέρα εκείνη άς μήν είναι η βία και η σκληρότητά τους που θα θυμηθείς Κύριε, παρά οι καρποί της συγχώρεσης και της συμπόνιας που γέννησαν στις ψυχές μας τα βάσανα στα οποία αυτοί μας υπέβαλαν. Κι άς είναι οι καρποί αυτοί η αιτία για την άφεσή τους»! «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».

Οπωσδήποτε δεν βρισκόμαστε όλοι σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις, αλλά όλοι μας μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό της συγχώρεσης. Σε κάθε ανθρώπινη σχέση, υπάρχουν στιγμές που η ψυχή μας απομακρύνεται από τον πλησίον μας, γιατί αυτός μας πλήγωσε, μας προσέβαλε, μας ξέχασε. Την ίδια στιγμή που γινόμαστε αθώα θύματα, λαμβάνουμε από τον Θεό τη θεϊκή δύναμη να συγχωρούμε στο όνομά Του. Και η συγγνώμη δεν δίνεται όταν παύει η αδικία και αρχίζουμε να λησμονούμε. Η συγχώρεση αφορά εκείνη τη στιγμή που το θύμα της αδικίας ή της βίας θα στραφεί προς τον επιτιθέμενο και θα του πεί: «Σε αποδέχομαι όπως είσαι, σε δέχομαι ως κίνδυνο θανάτου, ως προέκταση μίσους και θα σηκώσω το βάρος που με φορτώνεις όπως ο Χριστός σήκωσε το σταυρό του, το όργανο του πάθους και του θανάτου, μέχρι τέλους!». Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η συγγνώμη και η μεσολάβησή μας. Στην άνετη ζωή που ζούμε οι περισσότεροι, μπορούμε κάθε στιγμή να κάνουμε τη συγγνώμη πράξη, αρνούμενοι το μίσος, την προσβολή, την ταπεινωτική συμπεριφορά, την απόρριψη, λέγοντας: «Σε δέχομαι ό,τι και να κάνεις», και μετά μπορούμε με την προσευχή μας να ζητούμε από τον Θεό να μεσιτεύσει. Ορισμένες φορές, αυτή η μεσιτεία μοιάζει με τον λόγο της Παρθένου στην Κανά.

 

Ανοίγοντας μια πόρτα στον Χριστό

Καθοριστικός είναι ο ρόλος της Παναγίας στο γάμο της Κανά τη στιγμή που με απεριόριστη πίστη, στρέφεται στους υπηρέτες και τους ζητά: «ότι αν λέγη υμίν, ποιήσατε». Με μία πράξη πίστης δημιούργησε τις συνθήκες της Βασιλείας του Θεού κάνοντας και άλλους μέτοχους σ’ αυτή την πράξη της πίστης. Η δυνατότητα της ίδιας να πιστέψει έδωσε την ελευθερία στον Θεό να ενεργήσει. Κι αυτό είναι κάτι το οποίο μπορούμε κι εμείς να κάνουμε. Ο καθένας από μας σε καταστάσεις έντασης, πειρασμού, σύγκρουσης, έχοντας συνείδηση της αδυναμίας του, μπορεί να ζητήσει την παρέμβαση του Χριστού: «Κύριε, έλα! Η παρουσία σου ας φέρει την ειρήνη που ο κόσμος δεν μπορεί να δώσει». Ο ρόλος μας είναι ν’ ανοίξουμε μία πόρτα στον Χριστό. Οπουδήποτε υπάρχει Χριστιανός και σύναξη χριστιανών, εκεί είναι παρών ο Θεός.

Αυτή είναι η μεσιτεία που ως χριστιανοί και σύγχρονοι άνθρωποι μπορούμε να προσφέρουμε. Μία μεσιτεία που πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι δέσμευση που να μην την λυγίζει ούτε ο σταυρός, ούτε  ο θάνατος, ούτε το μίσος των ανθρώπων, ούτε η απώλεια του Θεού. Τέτοια μεσιτεία την συμμερίζεται ο Θεός, γιατί γνώρισε κι αυτός την αγωνία στο Όρος των Ελαιών, την εγκατάλειψη του σταυρού και της καθόδου στα βάθη του Άδη. Έναν τέτοιο Θεό μπορούμε όχι απλά να τον πιστεύουμε και να προσβλέπουμε σ’ Αυτόν με ελπίδα, αλλά μπορούμε να τον σεβόμαστε. Αξίζει τον σεβασμό μας γιατί ο ίδιος έχει ζήσει την αγωνία της θνητότητας, και μεσίτευσε για όλους εμάς. Η δική του μεσολάβηση φέρνει τον θρίαμβο του Θεού που είναι και δικός μας, γιατί η νίκη του Θεού είναι η δική μας σωτηρία.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ