ΤΕΥΧΟΣ 83

Χειμώνας 2002


Ερωταποκρίσεις

Τα κείμενα που ακολουθούν είναι καρπός πνευματικής συζήτησης και κατατίθενται με την ελπίδα ότι βοηθούν να αρθούν συγχύσεις και περιπλοκές που συχνά μας βασανίζουν. Το πρώτο κείμενο για τη φύση και το σκοπό της Εκκλησίας βασίζεται σε δημοσιευμένα κείμενα στα οποία γίνονται οι δέουσες αναφορές, με όλες τις ευχαριστίες που αρμόζουν. Την ευθύνη των ερωταποκρίσεων φέρει η συντακτική επιτροπή της “Επίγνωσης”.

Α΄

…Ποιά είναι η φύση και η αποστολή της Εκκλησίας και πώς μπορεί να έχει αντίκτυπο στη ζωή και τη σκέψη μας; Γιατί λέγεται πώς δεν υπάρχει “σωτηρία” εκτός Εκκλησίας;

…Ποιά η σχέση της Εκκλησίας με τον κόσμο και τι ακριβώς σημαίνει ότι εν Χριστώ η κτίση μεταμορφώνεται σε Εκκλησία;

…Αν η σωτηρία συντελέστηκε με τη Σάρκωση και την Ανάσταση του Χριστού, τότε τι ρόλο παίζει η ατομική προσπάθεια του καθενός να συμμετέχει στην Εκκλησία και ν’ αποφύγει την αμαρτία;

 

Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να δώσουμε μια απάντηση στα ερωτήματα που τέθηκαν, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτός ο τρόπος θα βοηθήσει. Οπωσδήποτε πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα με μεγάλη σημασία. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι αν δεν διαθέσουμε προσωπικό κόπο και χρόνο δύσκολα θα τα ξεδιαλύνουμε μέσα από μια διαδικασία ανταλλαγής ερωταποκρίσεων.

Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που προσεγγίζουμε τέτοια θέματα.

Άς μάθουμε να πολεμούμε όλα εκείνα τα αδιέξοδα ερωτηματικά που μας πολιορκούν επίμονα κάθε φορά που συζητάμε ένα θέμα που δεν χωρά στον ορθολογισμό μας. Άς ασκηθούμε να διακρίνουμε μέσα μας ανάμεσα σ’ εκείνες τις απορίες που χρήζουν απάντησης γιατί έχουν ουσία και μπορούν να μας προάγουν πνευματικά και εκείνες τις άλλες που ξεπηδούν από επιφανειακή κατανόηση και έχουν σαν αποτέλεσμα να συσκοτίζουν το νού και να μας δημιουργούν την αίσθηση του “κενού”. Αυτές τις τελευταίες πρέπει να βρούμε τη δύναμη να τις παραμερίζουμε εντελώς ή να τις επαναδιατυπώνουμε με τρόπο που θα παράγει νόημα.

Για να κάνουμε αυτή τη στοιχειώδη διάκριση χρειάζεται να εξετάζουμε τον τρόπο που προβάλουν οι απορίες μας. Για παράδειγμα, η επιτακτικότητα με την οποία ένα ερωτηματικό ζητάει απάντηση φανερώνει συνήθως μία επιδερμική και επιπόλαιη αντιμετώπιση. Στα θέματα της πίστης και της Εκκλησίας έχουμε ανάγκη ν’ απαλλαγούμε κατά το δυνατόν από τη νοοτροπία που θέλει να διαχειριζόμαστε τα πάντα με τον επιφανειακό και άμεσο τρόπο που διεκπαιρεώνουμε όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις μας. Άς μας προβληματίζει το γεγονός ότι συχνά απορίες καίριες για την ύπαρξη και τη σωτηρία μας προκύπτουν μόνο με αφορμή ένα τυχαίο άκουσμα ή μια ολιγόλεπτη μελέτη^ αν υπάρχει κάτι που πραγματικά μας απασχολεί και μας ενδιαφέρει, χωρίς αμφιβολία θα το ερευνήσουμε με άλλα κριτήρια και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ώστε και το αποτέλεσμα να είναι μονιμότερο. Πρέπει επίσης να αποδεχόμαστε το γεγονός ότι ορισμένα θέματα χρειάζονται χρόνο για να ωριμάσουν μέσα μας, άρα θα μείνουν εκκρεμή για κάποιο διάστημα, αναπάντητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αναζητήσουμε την απάντησή τους, αλλά θα πρέπει να το κάνουμε όχι για να ικανοποιήσουμε την στιγμιαία ανασφάλειά μας, αλλά έχοντας επίγνωση ότι αναζητούμε αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μας και άρα είναι πέρα από τις συμβατικές μας δυνατότητες.

Τέλος, άς έχουμε και κάτι άλλο υπόψη: Όσο περισσότερο θα εντρυφούμε στον λόγο της Εκκλησίας, τόσο θα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που ερευνούμε έχει μία ευρύτητα κι ένα βάθος ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νού. Αυτή η εμπειρία είναι πολύ χρήσιμη. Μας βοηθά να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει “κάτι” που άπαξ και το συλλάβαμε ή το αποστηθίσαμε φθάσαμε στο τέλος. Αντίθετα, κάθε φορά που κάνουμε ένα βήμα μπροστά μακραίνει και η απόσταση που απομένει να διανύσουμε. Έτσι παύει κανείς ν’ αναζητά μία εγκεφαλική γνώση και αρνείται να αντιμετωπίσει το μυστήριο μ’ έναν μίζερο και υποβαθμισμένο τρόπο.

Επί της ουσίας, λοιπόν.

Όλα ξεκινούν από το μυστήριο της ενανθρώπισης του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού. Όσο επιμένουμε να παραμερίζουμε τη σημασία αυτού του γεγονότος στη ζωή μας, θα μας λείπει η βάση για οποιαδήποτε παραπέρα κατανόηση. Το μυστήριο αυτό είναι τόσο κρίσιμο επειδή μετέβαλε το είναι μας. Χωρίς αυτό θα είμασταν υποταγμένοι σε έναν βιολογικό κύκλο γέννησης, επιβίωσης και θανάτου στον οποίο η φθορά θα είχε τον μοναδικό λόγο. Άς δούμε, λοιπόν, γιατί δεν είναι έτσι.

Ο Θεός παίρνοντας σάρκα, προσέλαβε τμήμα της κτίσεως και όχι μόνο το απάλλαξε από τη φθορά, αλλά το άλλαξε ριζικά, γράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας. Και εξηγεί: Μέσα του πραγματοποιήθηκε ο σκοπός για τον οποίο είχε δημιουργηθεί ο κόσμος από την αρχή, το δημιούργημα του Λόγου έγινε με την ενσάρκωση Σώμα του Λόγου... Το πρόσλημα αυτό, το Κυριακό Σώμα, λειτουργεί στη συνέχεια για την υπόλοιπη κτίση ως “χρίσμα”. Συνέβει ό,τι στην περίπτωση μιας φιάλης που περιέχει μύρο. Όταν κατά κάποιο τρόπο τα τοιχώματα της φιάλης μετατραπούν σε μύρο, τότε αντί να χωρίζουν το μύρο από τη γύρω ατμόσφαιρα συντελούν στην έκχυσή του σ’ αυτή. Έτσι, ό,τι χώριζε τον άνθρωπο από το Θεό, τώρα τον ενώνει μαζί του. Η χρισμένη κτιστή φύση έγινε φορέας της θεότητας, Σώμα Χριστού, φύση χριστή, Εκκλησία. Κι ό,τι στη συνέχεια εγκεντρίζεται στο Κυριακό Σώμα (το Σώμα του Κυρίου) μετατρέπεται πραγματικά σε Σώμα Χριστού, γίνεται Εκκλησία. Εκκλησία είναι η εγκεντρισμένη στο Χριστό και ζωοποιημένη από το Πνεύμα κτίση.

Λέμε συχνά ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, και η λογική μας προσπερνάει νομίζοντας πώς πρόκειται για κάποια υψηλή, άπιαστη θεωρία. Κι αυτό γιατί την αποσυνδέουμε από την ενανθρώπιση και τη βλέπουμε σαν σύστημα ανθρώπινο περισσότερο. Γράφει πάλι ο Καβάσιλας: Η ένωση είναι τόσο ριζική και πλήρης, ώστε δεν επαναφέρει απλά την κτίση στην προπτωτική κατάσταση της “εστίας” του παραδείσου, αλλά δημιουργεί καινούρια εστία και νέο παράδεισο, πολύ ανώτερο από τον πρώτο, την Εκκλησία... Ο Θεός, που πρίν από τη σάρκωση ήταν ως προς την κτίση “ά-οικος” (αφού αυτή ήταν το μεσότοιχον του φραγμού), τώρα βρίσκει κτιστό χώρο διαμονής και κατοικητήριο. Έτσι μέσα στην κτίση βρίσκεται πλέον όχι μόνο ο βωμός στον οποίο λατρεύεται ο Θεός, αλλά ο Θεός ο ίδιος, και η ανθρωπότητα γίνεται οικογένεια του Θεού. Η μεταμόρφωση είναι ακόμα βαθύτερη. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο Οίκος και Οικογένεια, αλλά Σώμα του Θεού.1

Η Εκκλησία, λοιπόν, συγκροτείται εξαιτίας της ενανθρώπισης. Αν ο Θεός δεν έστελνε στον κόσμο τον Υιό Του δεν θα υπήρχε Χριστός. Χωρίς Χριστό, όμως, δεν θα υπήρχε Εκκλησία αφού αυτή αποτελεί το έργο του Θεού (του Άσαρκου) στην ιστορία (δηλαδή, στις διαστάσεις της ύλης). Κι αυτό γιατί η έννοια της ιστορίας δεν υπάρχει στις διαστάσεις του Θεού, αφού αυτός είναι άχρονος. Ο Χριστός, όμως, ήρθε στη γή ως ιστορικό πρόσωπο, που σημαίνει μέσα στις κτιστές διαστάσεις του τόπου και του χρόνου, της ύλης γενικότερα.

Ως εδώ επιμείναμε στο γεγονός ότι η Εκκλησία είναι η προσλαμβανομένη από τον Χριστό κτίση. Όμως, η ζωή της Εκκλησίας είναι άκτιστη, γράφει ο Παναγιώτης Νέλλας. Γιατί; Ακριβώς γιατί αυτή η ένωση λειτουργεί αμφίδρομα: ο Χριστός έγινε άνθρωπος, αλλά ο Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, είναι και Θεός. Την ίδια στιγμή που ο Θεός γίνεται Σώμα Χριστού, η κτίση –μέσω του Σώματος- ενώνεται με τον Θεό. Η κτίση παρέμεινε κτιστή (φθαρτή) στη φύση της (στη δομή της), αλλά με τη Σάρκωση κατευθύνεται προς τον Άκτιστο για να θεωθεί. Εκκλησία είναι ο ίδιος ο κόσμος, η κτίση του Θεού που ανταποκρίνεται στο κάλεσμά Του, παραδίνεται στο Άγιο Πνεύμα, γίνεται Σάρκα του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας...

Πρόκειται, λοιπόν, για αμφίδρομη κίνηση-σχέση. Οι χριστιανοί οφείλουμε να κινούμαστε ταυτόχρονα στη διάσταση του ακτίστου και του κτιστού, γράφει ο Νέλλας. Γιατί, αν λησμονήσουμε το άκτιστο, κινδυνεύουμε ακολουθώντας τον Αδάμ να ακρωτηριάσουμε την κίνηση της κτίσεως, να την φυλακίσουμε στα ίδια τα όριά της... Αν πάλι λησμονήσουμε το κτιστό, διακόπτουμε σε ό,τι εξαρτάται από μας, την κίνηση της αγάπης του Θεού για τον κόσμο.4

Αν λοιπόν σωτηρία είναι αυτή η δυνατότητα να ξεφύγουμε από την ανυπαρξία στην οποία μας οδηγεί η αναπόφευκτη φθορά της φύσης μας και να ενωθούμε με την Πηγή της ζωής της αιωνίου, αυτή κατορθώνεται μόνο με τη Σάρκωση, και άρα μόνο μέσα στην Εκκλησία. Η κτίση απαλλάχθηκε από τη φθορά και διασώζεται μέσα στη Θεία Αγάπη άπαξ και διά παντός. Γι’ αυτό δεν υπάρχει σωτηρία εκτός Εκκλησίας. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι είναι δυνατόν στον άνθρωπο να σωθεί χωρίς ο Θεός να γίνει άνθρωπος!

Εδώ, ίσως, μπορούμε να μιλήσουμε για την αποστολή της Εκκλησίας. Η αποστολή –το “στάλσιμο”- του Χριστού στον κόσμο αφορά αυτό που είναι ο Χριστός^ δηλώνει ακριβώς το γεγονός ότι ο άσαρκος Υιός εφανερώθη εν σαρκί.5 Αν Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, τότε αυτή συγκροτείται επειδή ο Χριστός στάλθηκε στον κόσμο. Ωστόσο, η αποστολή του Χριστού δεν σηματοδοτεί ένα γεγονός που συνέβη σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο της ιστορίας, χαμένο στο βάθος του χρόνου. Άς μήν ξεχνούμε ότι η Εκκλησία είναι σημείον της μέλλουσας Βασιλείας.5 Αυτό σημαίνει ότι η αποστολή του Χριστού, δεν θέτει τέρμα στην πορεία του κόσμου. Αντίθετα, ο Θεός έφερε τα έσχατα (κάτι μελλοντικό, δηλαδή) μέσα στην Ιστορία. Άς το δούμε πιο αναλυτικά:

Ναί, μεν, ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον Χριστό και έτσι ίδρυσε την Εκκλησία, αλλά ο κόσμος δεν έγινε ακόμη ολόκληρος Εκκλησία. Με άλλα λόγια, ναί μεν ο Χριστός εκπλήρωσε το δικό Του έργο -μέχρι θανάτου- αλλά υπολείπεται ο δικός μας ρόλος που είναι ο εγκεντρισμός μας στην Εκκλησία. Γράφει ο Νέλλας: Εάν ο Χριστός δεν μετέτρεψε διά μιας τον κόσμο σε Εκκλησία, αν δεν έβαλε τέρμα στην ιστορία, είναι εξ αιτίας της μεγάλης εκτίμησης που τρέφει προς τη δημιουργία του. Εθέωσε το κτιστό στοιχείο που η Παρθένος του προσέφερε ελεύθερα, και μέσα σ’ αυτό άνοιξε το δρόμο και έδωσε τη δυνατότητα της θεώσεως σ’ ολόκληρη την κτίση... Το Ευαγγέλιο είναι το χαρμόσυνο άγγελμα της ανάμειξης του Θεού στα πράγματα του κόσμου για να τα βοηθήσει με αγάπη, αυτός που τα δημιούργησε, να βρούν την ορθή τους λειτουργία, την πραγματική ζωή και το στόχο τους. Στο έργο του αυτό ο Θεός θέλει για συνεργούς τους ανθρώπους. Όταν αυτοί δεν ενεργούν, επειδή σέβεται το ότι σ’ αυτούς εμπιστεύθηκε τον κόσμο, μένει κι αυτός σ’ ένα βαθμό ανενεργός. Εξαρτάται από τους χριστιανούς να καταστήσουν σήμερα ενεργό ή όχι το Ευαγγέλιο.4

Να, τι γράφει κι ο Θανάσης Παπαθανασίου για την αποστολή της Εκκλησίας: Μέσα στην ιστορία η Εκκλησία αδιάκοπα απευθύνεται στον κόσμο, αδιάκοπα του κομίζει την είδηση της Ανάστασης του Χριστού και την υπόσχεση της Ανάστασης της κτίσης, αδιάκοπα διαλέγεται μαζί του, αδιάκοπα τον προσκαλεί, αδιάκοπα τον κάνει σώμα της, δηλαδή αδιάκοπα οδοιπορεί –όχι απλώς σαρκωμένη, αλλά σαρκούμενη- προς ένα τελικό φτάσιμο. Το τελικό φτάσιμο θα είναι η πραγμάτωση του σκοπού για τον οποίο η κτίση δημιουργήθηκε: η μεταμόρφωση των πάντων σε Σώμα του Χριστού και κατόπιν η συνάντησή τους με τον Θεό, η ανάστασή τους ως καινή κτίση. Η αποστολικότητα, λοιπόν, αποτελεί εκείνον τον ιστορικό τρόπο ύπαρξης που κομίζει στο σήμερα τη μαρτυρία αφ’ ενός ότι το νόημα βρίσκεται στο τελικό φτάσιμο και αφ’ ετέρου ότι το τελικό φτάσιμο ακόμη υπολείπεται.5

Τώρα, βέβαια, ίσως αναρωτηθούμε με ποιο τρόπο αυτή η αδιάκοπη επικοινωνία γίνεται πράξη. Ο τρόπος είναι όλο το μυστήριο και η ζωή της Εκκλησίας που ενεργείται στο παρόν, σήμερα, διά του Αγίου Πνεύματος. Τα μυστήρια είναι οι “θυρίδες” μέσα από τις οποίες ο Ήλιος της Δικαιοσύνης φωτίζει τον “οίκο”, οι αρτηρίες μέσα από τις οποίες η ζωή της κεφαλής ζωοποιεί το “Σώμα”. Τα μυστήρια προεκτείνουν πραγματικά τις λειτουργίες του Σώματος του Κυρίου, γι’ αυτό και η Εκκλησία αποκτά τις διαστάσεις, λειτουργίες και ζωή του σώματος του Αναστάντος Κυρίου. Τα πάντα μπορούν στο εξής να συγκροτηθούν και να ζήσουν μέσα στην κτίση με τρόπο νέο, ούτε μόνο ανθρώπινο, ούτε αποκλειστικά θεϊκό, αλλά θεανθρώπινο. Δημιουργείται ο λειτουργικός χώρος και ο λειτουργικός χρόνος. Μέσα σ’ αυτόν πραγματοποιείται η ασύγχυτη ανάκραση της γήινης με την ουράνια ζωή, της ιστορίας με την αιωνιότητα.

Η Εκκλησία, λοιπόν, δεν είναι μία στατική κατάσταση αλλά μία δυναμική, μεταμορφωτική κίνηση. Είναι ο αέναος μέσα στο χώρο και τον χρόνο γάμος του Δημιουργού με τη δημιουργία του. Σ’ αυτή την εν Χριστώ ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση της κτιστής με την άκτιστη φύση, η κτίση αναγχωνεύεται μέσα στη σάρκα του Κυρίου, ανασυγκροτείται μυστηριακά, μεταμορφώνεται, γίνεται και ζεί ως Σώμα Χριστού.1

Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού που διαρκώς καλεί τον κόσμο σε εγκεντρισμό προκειμένου να θεωθεί, αποτελεί ένα είδος εργαστηρίου ή οικοδομής. Κάθε ανάπτυξη, πρόοδος, δημιουργία των ανθρώπων που εγκεντρίζεται στην Εκκλησία βρίσκει τις πραγματικές της διαστάσεις, τον πραγματικό της σκοπό: τη μεταμόρφωσή της σε Σώμα Χριστού. Ανάμεσα στα πράγματα του κόσμου που ο άνθρωπος επεξεργάζεται είναι η τροφή του και κατ’ επέκταση ο άρτος και ο οίνος. Προσλαμβάνει η Εκκλησία τον κόσμο υπό τα είδη του άρτου και του οίνου –είδη συμπεριληπτικά κάθε τροφής και δυνατότητας ζωής του ανθρώπου- και τα αναφέρει στο Θεό. Αναφέρει και προσφέρει τη ζωή του κτιστού στο θέλημα της αγάπης του Πατρός και ευχαριστεί για την υπαρκτική δυνατότητα αυτής της αναφοράς που πραγματοποιήθηκε με τον Χριστό, γράφει ο Χρήστος Γιανναράς.

Θα επιμείνουμε λίγο στο μυστήριο της Εκκλησίας, αφενός γιατί είναι η προϋπόθεση για κάθε θεολογική κατανόηση κι αφετέρου για να πάρουμε μία γεύση αυτής της εμπειρίας που βεβαιώνει ότι όσες διατυπώσεις και μορφές του λόγου κι αν χρησιμοποιήσουμε δεν πρόκειται ποτέ να εξαντλήσουμε αυτές τις αλήθειες. Αντέχουμε τόση εκκρεμμότητα;

Διαβάζουμε, λοιπόν, στην “Ελευθερία του Ήθους”: Η ενότητα της ζωής στα όρια της προσωπικής κοινωνίας, είναι η Εκκλησία.

Ακούγεται σαν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα, αλλά δεν είναι. Μόνο που εδώ πρέπει να πούμε δυό λόγια για το πρόσωπο. Δεν θα επεκταθούμε στη θεολογία του προσώπου γιατί είναι τεράστιο θέμα και θα ξεφύγουμε πολύ. Αυτό πάντως που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι το πρόσωπο δεν ταυτίζεται με το άτομο. Ο καθένας από μας υπάρχει ως άτομο και ως πρόσωπο. Άς πάρουμε ένα παράδειγμα, τον Λουκά. Δεν τον γνωρίζουμε, αλλά έχουμε την περιγραφή του. Ο Λουκάς, λοιπόν, είναι ένα αγόρι καστανό, ψηλό και αδύνατο, με μαύρα μάτια και ευγενικό χαρακτήρα. Θα τον αναγνωρίζαμε αν τον συναντούσαμε;

Όχι. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του Λουκά και πολλά άλλα που θα μπορούσαμε εδώ ν’ αναφέρουμε, ανήκουν σε χιλιάδες ανθρώπους πάνω στη γή, σε χιλιάδες άλλα άτομα δηλαδή. Αυτό που θα ξεχώριζε τον φίλο μας, θα ήταν το συγκεκριμένο πρόσωπο του Λουκά, άς πούμε η προσωπικότητά του. Ο λόγος είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει έναν μοναδικό τρόπο να μιλάει, να κινείται, να περπατάει, να γελάει, να σκέφτεται, να αγαπά, να κρίνει, να επιλέγει, κ.λπ. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει απόλυτη ετερότητα, δηλαδή διαφορετικότητα. Πότε όμως κάποιος αντιλαμβάνεται ότι είναι διαφορετικός από τους άλλους και άρα μοναδικός; Μόνο μέσα από τη σχέση του με τους άλλους, πάντα σε αναφορά προς κάποιον άλλον. Έτσι, λοιπόν, θα αναγνωρίζαμε τον δικό μας Λουκά αν συναντιόμασταν μαζί του, αν τον συναναστρεφόμασταν^ τότε θα τον γνωρίζαμε. Όσο μάλιστα πιο πολύ συνδεόμασταν μαζί του και τον αγαπούσαμε, τόσο περισσότερο θα γνωρίζαμε αυτή την προσωπική του ετερότητα. Γιατί η αληθινή αγάπη είναι κατόρθωμα της καθολικής αποδοχής του άλλου.7 Τον αποδέχεται όπως πραγματικά είναι.

Αυτή η προσωπική ετερότητα για την οποία μιλάμε εικονίζει τον Θεό στον άνθρωπο, γι’ αυτό είναι και τόσο σημαντική. Ο ένας Θεός δεν είναι μία θεία Φύση ή Ουσία, αλλά καταρχήν ένα Πρόσωπο: το Πρόσωπο του Θεού-Πατρός. Η προσωπική ύπαρξη του Θεού (ο Πατήρ) συνιστά, κάνει “υποστάσεις” την Ουσία Του, δηλαδή το Είναι Του: ελεύθερα κι από αγάπη γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο. Επομένως, όταν μιλάμε για τον τρόπο με τον οποίο είναι ο Θεός αναφερόμαστε στην ενότητα και κοινωνία των τριών θείων Προσώπων. Όταν η χριστιανική αποκάλυψη ορίζει ότι “ο Θεός αγάπη εστί” (Α’ Ιωάν. 4, 16) δεν αναφέρεται σε μια επιμέρους ιδιότητα “συμπεριφοράς” του Θεού, αλλά σε αυτό που είναι ο Θεός ως πλήρωμα τριαδικής-προσωπικής κοινωνίας.7

Ο Θεός, δηλαδή, δεν είναι (δεν υπάρχει) ως μονάδα, μόνο ως Τριάδα. Όχι γιατί δεν μπορεί να υπάρξει αλλιώς, αφού δεν υπάρχει τίποτα που να Τον αναγκάζει να είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Αλλά γιατί έτσι θέλει να υπάρχει, ως Τριάδα. Έτσι η αγάπη αναδεικνύεται ο μόνος τρόπος ύπαρξης, αφού με αυτήν ο Θεός δίνει υπόσταση στο Είναι Του. Το κάθε Πρόσωπο υπάρχει όχι για τον εαυτό του, αλλά υπάρχει προσφερόμενο στην κοινωνία της αγάπης με τα άλλα Πρόσωπα. Η ζωή των Προσώπων είναι μια “αλληλοπεριχώρηση” της ζωής, που θα πεί: η ζωή του ενός γίνεται ζωή του άλλου, η Ύπαρξή τους αντλείται από την πραγματοποίηση της ζωής ως κοινωνίας, από τη ζωή που ταυτίζεται με την αυτοπροσφορά, την αγάπη.7

Είναι κατανοητή η δυσκολία που υπάρχει στα παραπάνω. Κι η δυσκολία αφορά όλους μας. Αλλά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για τον Θεό. Μάλλον πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που έχουμε κι αυτή τη σχετική δυνατότητα. Γι’ αυτό εξάλλου μιλούμε για μυστήρια, γιατί αδυνατούμε να τα εξαντλήσουμε με την ανθρώπινη διατύπωση και γλώσσα.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, ως δημιούργημα που έχει την αφετηρία του όχι μόνο στη θέληση αλλά και στην αγάπη του Θεού αντλεί από Εκείνον τη δυνατότητα να υπάρχει ως πρόσωπο, δηλαδή τη δυνατότητα να υπάρχει με τον τρόπο που είναι ο Θεός8: σε αγαπητική κοινωνία και σχέση, ελεύθερη από κάθε προκαθορισμό. Αυτό είναι πραγματικό χάρισμα από τον Θεό, αφού η ίδια η φύση μας περιορίζει και μας οδηγεί σύμφωνα με τις βιολογικές της ανάγκες. Αυτές οι ανάγκες είναι η “ανταρσία” της ανθρώπινης φύσης που θέλει να υπάρχει, να συντηρείται, να διαιωνίζεται μόνο ως φύση, ως άτομο δηλαδή, που πιστεύει πώς μπορεί να υπάρξει αφεαυτό, μακρυά από τον Θεό και τους άλλους. Αυτός είναι και ο ορισμός της αμαρτίας: η ατομική περιχαράκωση που αρνείται τον τρόπο ύπαρξης του Θεού (την αγαπητική κοινωνία) και επιλέγει να υπάρχει μόνο ως βιολογική οντότητα, ως άτομο.

Γνωρίζοντας αυτή την αλήθεια για το πρόσωπο καταλαβαίνουμε πόσο έξω από το πνεύμα της Εκκλησίας είναι η δικανική αντίληψη για την αμαρτία. Αυτό που ονομάζουμε “αποφυγή της αμαρτίας” δεν είναι κάποια συγκεκριμένα πράγματα που άμα δεν τα κάνουμε, σωθήκαμε! Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ολόκληρη η στάση της ζωής μας, ο τρόπος του είναι μας κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας.

Για παράδειγμα, άς μιλήσουμε για τον καταναλωτισμό. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί τι σχέση έχει μία ανθρώπινη πρακτική, γεννημένη από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής, με όλα αυτά για τα οποία συζητάμε. Κι όμως έχει! Τα πάντα έχουν σχέση, αλλά δεν τη βλέπουμε. Ο καταναλωτισμός είναι αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να ικανοποιήσει στο μέγιστο βαθμό κάθε παραμικρή επιθυμία της φύσης του, ώστε να φθάσει να αισθάνεται αυτάρκης, ψυχολογικά ισορροπημένος, ευχαριστημένος, σε τελική ανάλυση ένας μικρός θεός. Ο καταναλωτής προσλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο τον κόσμο –όπως τον προσλαμβάνει και η Εκκλησία- αλλά όχι για να συνδιαλεχθεί μαζί του σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης (αλληλοπροσφοράς), αλλά για να τον χρησιμοποιήσει. Ο κόσμος για τον καταναλωτή είναι “αντικείμενος”, τα πάντα γύρω του είναι χρηστικά αντικείμενα τα οποία εξουσιάζει, αποφασίζει για την τύχη τους, σπαταλά, υποτάσσει. Άς θυμηθούμε τώρα τον τρόπο με τον οποίο ο άρτος και ο οίνος –ο κόσμος- προσάγεται στην Εκκλησία και προσφέρεται στη Θεία Ευχαριστία, στον ίδιο τον Δημιουργό, προς θέωση και θα καταλάβουμε τη διαφορά.

Άς πάρουμε κι ένα ομαδικό παράδειγμα ατομικότητας. Συχνά, οι χριστιανοί δημιουργούμε ομαδικά στεγανά καλούπια μέσα στα οποία οχυρωνόμαστε από τον περίγυρο “μολυσμένο” κόσμο για να διατηρήσουμε την καθαρότητά μας, σαν να είμαστε οι εκλεκτοί του Θεού που τηρούν με πρότυπο τρόπο τις εντολές Του. Και συχνά, είναι αλήθεια, ότι τις τηρούμε με προσήλωση! Αλλά τηρώντας τες φθάνουμε να θεωρούμε τον εαυτό μας “καθαρό”. Αποκτούμε δηλαδή την ψευδαίσθηση ότι εκπληρώνουμε τον σκοπό μας, το τέλος μας. Άρα κατά βάθος δεν έχουμε ανάγκη τον Θεό. Σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και μέσα από τις πράξεις φιλαδελφίας και ελεημοσύνης στις οποίες επιδιδόμαστε χρησιμοποιούμε τους άλλους για να αναδείξουμε την “αρετή μας”. Οι άλλοι δεν γίνονται αιτία για να αποδώσουμε δόξα στον Θεό –τον μόνο Άξιο προς δοξολογία- αλλά γίνονται αφορμή για να δοξάσουμε τον εαυτό μας. Κόβουμε τα νήματα που μας συνδέουν με τους άλλους, παύουμε να λειτουργούμε ως πρόσωπα και κλεινόμαστε στην ατομικότητά μας. Αγωνιζόμαστε ομαδικά, αλλά για να προσφέρουμε το καθαρό άτομό μας, κάτι δηλαδή ξένο προς τον οντολογικό τρόπο που είναι ο Θεός. Ο Θεός μας προσφέρεται ως Τριάδα κι εμείς του ανταποδίδουμε μονάδες, άτομα.

Η ανθρώπινη όμως ατομική προσπάθεια –και αρετή ακόμη- μόνο να “βελτιώσει” μπορεί τις εξωτερικές εκδηλώσεις και τη συμπεριφορά, αλλά δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση, να μεταβάλει τη θνητή και φθαρτή σάρκα σε σάρκα αφθαρσίας. Αυτή η μεταβολή προϋποθέτει τον εγκεντρισμό του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού, στην υπαρκτική πραγματικότητα που συνιστά τη ζωή ως προσωπική κοινωνία, όχι τη ζωή ως ατομική επιβίωση,7 γράφει ο Χρήστος Γιανναράς.

Να, λοιπόν, που ξαναγυρνάμε στην Εκκλησία ως κοινωνία προσώπων. Ο εγκεντρισμός μας στην Εκκλησία σημαίνει καθολική, σωματική μετοχή στο Σώμα του Χριστού, βρώση και πόση της σαρκός και του αίματός Του. Η βρώση και η πόση της σαρκός και του αίματος του Χριστού μεταβάλει τα άτομα σε μέλη ενός ενιαίου σώματος, την ατομική επιβίωση σε κοινωνία ζωής και ενότητα ζωής, ενότητα που έχουν τα μέλη του σώματος μεταξύ τους και με την κεφαλή.7

Σ’ αυτή τη μεταβολή του ατομικού τρόπου ύπαρξης της φύσης σε προσωπικό γεγονός κοινωνίας και σχέσης συνίσταται η χριστιανική άσκηση. Αν η ατομικότητα είναι η άρνηση του ανθρώπου να “απωλέσει” τον εαυτό του, αν σημαίνει την εγωκεντρική και αυτόνομη επιβίωσή του, τότε καταλαβαίνουμε γιατί η χριστιανική άσκηση είναι ένα προσωπικό και κατ’ επέκταση εκκλησιαστικό γεγονός. Σκοπεύει η άσκηση στη μεταμόρφωση των απρόσωπων (δηλαδή ατομικών) φυσικών επιθυμιών και αναγκών, σε φανερώσεις του ελεύθερου προσωπικού θελήματος που πραγματώνει την “όντως ζωή” της αγάπης. Έτσι η ενστικτώδης ανάγκη της τροφής, η βουλιμία για την αυτοσυντήρηση της ατομικότητας, μεταμορφώνεται στα όρια της εκκλησιαστικής νηστείας σε προτεραιότητα υποταγής στην κοινή πράξη της Εκκλησίας –άρα σε γεγονός σχέσης και κοινωνίας. Γιατί η ελεύθερη υπακοή προϋποθέτει πάντοτε την αγάπη, είναι μία πράξη κοινωνίας. Ανάλογα με το παράδειγμα της νηστείας, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για τις άλλες μορφές της εκκλησιαστικής άσκησης: την εγκράτεια της ερωτικής επιθυμίας, τη σωματική συμμετοχή στην προσευχή (τις “μετάνοιες” που καθιέρωσε η μοναχική παράδοση), τις ταπεινωτικές πράξεις διακονίας, πράξεις υπακοής και άρνησης του ατομικού θελήματος, πράξεις φιλαδελφείας και ελεημοσύνης, την υποταγή στο λειτουργικό τυπικό, τη μετοχή στα μυστήρια. Είναι όλες αυτές έμπρακτες μορφές αντίσταστης στην ταυτισμένη με τη σάρκα εγωκεντρική ατομικότητα, μορφές δυναμικής πάλης του ανθρώπου να υπερβεί τα απρόσωπα στοιχεία της βιολογικής του φύσης, να ολοκληρωθεί, μέσα από τη σ χ έ σ η με τον Θεό και τους συνανθρώπους του, στην προσωπική του ετερότητα που μόνο με την αγάπη μπορεί να πραγματωθεί. Με αυτό το περιεχόμενο η άσκηση δεν είναι στέρηση και μιζέρια ζωής, εχθρότητα για το σώμα και απαξίωση της ύλης... αλλά “φιλοκαλία”, έρωτας για το κάλλος της “ατέλεστης τελειότητας” που είναι η αποκατάσταση στην πρώτη της ομορφιά της αμαυρωμένης εικόνας του Θεού στον άνθρωπο.7

Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για ατομική σωτηρία. Οι ερημίτες και οι αναχωρητές φαινομενικά ζούσαν και αγωνίζονταν για τον εαυτό τους. Στην πραγματικότητα, μέσα από τη σκληρή άσκηση αρνούνταν το εγώ τους και προσέφεραν το είναι τους με πλήρη ελευθερία στον Θεό. Ασκούσαν, δηλαδή, με σωτήριο τρόπο τη δυνατότητα της προσωπικής τους ετερότητας σαν γεγονός σχέσης και κοινωνίας. Η σωματική άσκηση δεν είναι ατομική γυμναστική της θέλησης, αλλά έμπρακτη αναφορά (προσφορά) της φυσικής και θνητής ζωής στον τρόπο ύπαρξης του Χριστού. Διά του Χριστού (άς θυμηθούμε πάλι τη Σάρκωση-Εκκλησία) η άσκησή μας προσάγεται στο Θεό, γι’ αυτό και κάθε φάση και στιγμή της άσκησης είναι μία επίκληση του ονόματος του Χριστού.7

Εδώ, θα σταματήσουμε. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα παραπάνω βοηθούν να βρεθούν απαντήσεις – και δικαιολογημένα αφού όλα αναπτύχθηκαν πολύ περιληπτικά, σχεδόν αποσπασματικά. Θα αρκούσε αν όσα γράφτηκαν εδώ ανακινήσουν λίγο την επιθυμία να αναζητήσουμε μόνοι μας κάποιες απαντήσεις. Πάντως, άς θυμόμαστε ότι “εν τη υπομονή κτίσασθαι τας ψυχάς ημών” - και χρειαζόμαστε πρίν απ’ όλα υπομονή απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας.

 

1 Παναγιώτη Νέλλα “ζωον θεουμενον” Η εν Χριστώ Πνευματική ζωή του ανθρώπου, Μελέτη στην χριστοκεντρική ανθρωπολογία Νικολάου του Καβάσιλα. Εκδόσεις Αρμός 2000.

2 “Σάρξ εθεώθη και φύσις ανθρώπων υπόστασιν αυτόν έλαχε τον Θεόν, το τειχίον μύρον υπήρξεν ήδη” (Migne 572Α).

3 Νικολάου Καβάσιλα, “η θεομητωρ”

4 Παναγιώτη Νέλλα “Οι χριστιανοί μέσα στον κόσμο”, Περιοδικό “συναξη” τ. 13.

5Θανάση Ν. Παπαθανασίου “Ιεραποστολή και φύση της Εκκλησίας”, Περιοδικό “συναξη” τ.78.

6Χρήστου Γιανναρά “αλφαβηταρι τησ πιστησ”, Εκδόσεις Δόμος 1988

7Χρήστου Γιανναρά “η ελευθερια του ηθουσ”, Εκδόσεις Γρηγόρη 1979

 

Β΄

...Ποιά είναι η έννοια της ανθρώπινης προαίρεσης; Αν, όπως φανερώνει ο όρος, προϋπάρχει της ύπαρξης του ανθρώπου, που έγκειται η ελευθερία των επιλογών του; Αν δεν προϋπάρχει, πώς θα κριθούν οι άνθρωποι που δεν είχαν τον χρόνο να επιλέξουν (όπως τα νήπια ή τα έμβρυα που δεν έζησαν);

Η ερώτηση είναι “κλασική” και βασάνισε όλους μας κατά καιρούς, πολλές φορές. Ταυτόχρονα, όμως, είναι καθαρά ορθολογιστική. Οι χριστιανοί, στην προσπάθειά τους να θεολογήσουν με τη βοήθεια της φιλοσοφικής γλώσσας, κατέφευγαν μερικές φορές σε γλωσσικά ή φιλοσοφικά τεχνάσματα, που τους βοηθούσαν να διατυπώσουν με κάποια σαφήνεια λεπτές σκέψεις. Όμως, η φιλοσοφική γλώσσα συνορεύει πάντοτε με τον ορθολογισμό και σπάνια εκφράζει το λαμπρό απαύγασμα των υψηλότερων πνευματικών νοημάτων.

Η λέξη “προαίρεση” προφανώς παραπέμπει σε μια επιλογή που κατά κάποιο τρόπο προϋπάρχει. Ο σκοπός της έννοιας είναι να δώσει απάντηση στον τρόπο που ο Θεός παρεμβαίνει στην Ιστορία, καθώς και στα κριτήρια που χρησιμοποιεί για να κρίνει τους ανθρώπους.

Η πρώτη χρησιμότητα της έννοιας, λοιπόν, είναι να διευκρινίσει ποιούς ανθρώπους και με ποιο κριτήριο επιλέγει ο Θεός για να εργαστεί τον σκοπό Του. Για παράδειγμα: Γνωρίζουμε ότι η ένανθρώπιση του Χριστού στηρίχθηκε στη συνεργασία ανθρώπων που με την καλή τους διάθεση προλείαναν το έδαφος για την έλευσή Του. Επιστέγασμα όλων αυτών είναι η Παναγία. Το δίλημμα εδώ είναι το εξής: Τι θα γινόταν αν στη θέση τους βρισκόταν άλλοι άνθρωποι, που αρνούνταν να συνεργαστούν με το Θείο Σχέδιο; Η απάντηση που δίδεται με τη βοήθεια της “προαίρεσης” είναι: Ο Θεός γνώριζε εκ των προτέρων ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθούν. Γι’ αυτό και τους διάλεξε. “Ούς προέγνω τούτους και προώρισε”. Ή με άλλα λόγια, “γνώριζε την προαίρεσή τους”. Από το σημείο αυτό είναι εύκολο να ξεγλυστρίσει κανείς και να σκεφτεί, ότι συνεπώς υπήρχε “κάτι” που εξ αρχής προκαθόριζε την πορεία αυτών των ανθρώπων, έστω κι αν αυτό αποτελούσε αντικείμενο δικής τους επιλογής.

Ωστόσο το ερώτημα αυτό και κατ’ επέκταση η απάντηση κρύβουν έναν εγγενή παραλογισμό για τον εξής λόγο: Ο κόσμος υπάρχει, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Γνωρίζουμε ότι το πρωτότυπο της κτίσης είναι ο Χριστός. Όταν, λοιπόν, αναρωτιόμαστε τι θα γινόταν αν κάτι πήγαινε στραβά στη διαδρομή της σωτηρίας, η μόνη λογική απάντηση είναι ότι δεν θα υπήρχε το σύμπαν. Κατά κάποιο τρόπο, το μόνο σύμπαν που μπορεί να υπάρξει είναι αυτό στο οποίο ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Συνεπώς, υπάρχει εκείνο το σύμπαν όπου πληρούνται οι προϋποθέσεις κατά το σχέδιο του Θεού. Κάθε άλλη υπόθεση είναι κατά φαντασία. Αν οι άνθρωποι δεν συνεργάζονταν ελεύθερα με το Θείο σχέδιο, δεν θα είμασταν εδώ για να ρωτάμε...

Η άλλη “χρησιμότητα” της έννοιας της προαίρεσης είναι να δώσει απάντηση στον τρόπο που ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους που δεν έζησαν επαρκώς και άρα δεν εκφράστηκαν και επαρκώς. Με ποιο κριτήριο, με βάση ποιά έργα τους θα κριθούν; Και πάλι το πρόβλημα το λύνει η προαίρεση. Απλούστατα, ο Θεός γνωρίζει την “καλή” ή την “κακή” τους προαίρεση, κι άς μήν ζήσανε για να την φανερώσουν.

Κι αυτή η θέση, όμως, είναι εξαιρετικά προβληματική: Υπαινίσσεται ότι οι ανθρώπινες ενέργειες έχουν αξία και εκφράζουν ελεύθερες επιλογές μόνο στην κατάσταση της ωριμότητας. Κάτι τέτοιο είναι βέβαια πολύ σχετικό και αφήνει ανοιχτό το ερώτημα πότε τελικά η ανθρώπινη ύπαρξη σημαίνει κάτι. Μήπως, στα είκοσί του χρόνια ο άνθρωπος έχει ωριμάσει; Στην πραγματικότητα υποκρύπτεται εδώ η συγχυσμένη εικόνα που έχουμε για τον άνθρωπο. Παραμερίζουμε το γεγονός ότι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη προϋποθέτει μια σχέση με τον Θεό. Αυτή είναι η έννοια του ανθρώπινου προσώπου. Αφού οι άνθρωποι υπάρχουν ως πρόσωπα, η ύπαρξή τους νοείται μόνο στο πλαίσιο αυτής της σχέσης. Νήπιο ή όχι, η σχέση υπάρχει και είναι ελεύθερη. Όσο ο άνθρωπος υπάρχει εν χρόνω, η σχέση αυτή εξελίσσεται δυναμικά. Εκτός χρόνου, η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας για το οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε.

Είναι προφανές ότι και στις δύο περιπτώσεις η ανάγκη για τη χρήση της έννοιας της προαίρεσης προέρχεται από δύο απαράδεκτα και πολύ ορθολογιστικά ερωτήματα. Βάζουμε το Θεό να ενεργεί και να κρίνει κατά τον ανθρώπινο τρόπο και μετά ψάχνουμε να βρούμε με ποιά ακριβώς μέσα το κάνει. Είναι φυσικό ότι η εικόνα που θα σχηματίσουμε θα είναι ορθολογιστική και διάτρητη.

Στην πρώτη περίπτωση μένει η απορία αν τελικά η σωτηρία ήταν αναγκαστική για το ανθρώπινο γένος και όχι το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής των ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τον Θεό, αφού ο Θεός την προσχεδίασε με τέτοιο στρατηγικό τρόπο, κάνοντας τις κατάλληλες επιλογές προσώπων, που δεν άφηνε περιθώρια παρέκκλισης από το αρχικό σχέδιο. Στη δεύτερη περίπτωση μένει ανοικτό το ζήτημα σε τι τελικά χρησιμεύει η ζωή μας και οι επί μέρους επιλογές μας, αφού προφανώς όλοι θα μπορούσαμε να κριθούμε με τον τρόπο που κρίνονται τα νήπια που πεθαίνουν, σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ο μηχανισμός της προαίρεσης.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η προσπάθειά μας να δώσουμε ορθολογικές απαντήσεις σε κάποια τεχνητά προβλήματα οδηγεί σε ακόμη περισσότερα και πιο ουσιαστικά προβλήματα. Άρα η διαδικασία, αλλά και τα ενδιάμεσα προϊόντα της διαδικασίας αυτής είναι λάθος. Ένα τέτοιο προϊόν είναι και η έννοια της προαίρεσης, όταν χρησιμοποιείται με κυριολεκτικό και όχι με καθαρά βοηθητικό και μεταφορικό τρόπο.

Σάν άνθρωποι είμαστε ελεύθεροι, με όλες τις σημασίες που έχει η ελευθερία. Δεν υπάρχει τίποτε που να μας προκαθορίζει, διότι αν υπήρχε έστω και το παραμικρό δεν θα είμασταν ελεύθεροι, αλλά δέσμιοι του προκαθορισμού μας. Βέβαια, όλοι προκαθοριζόμαστε από τη φύση μας, αλλά ταυτόχρονα έχουμε μια ελευθερία επιλογών απέναντι σ’ αυτή τη φύση. Ο προκαθορισμός μας είναι φυσικός, η ελευθερία μας είναι προσωπική. Η ελευθερία μας αναφέρεται στην εσωτερική μας στάση, την ελέγχουμε απόλυτα και δεν διαμορφώνεται απλώς από τις φυσικές περιστάσεις, αλλά τις ξεπερνά. Για να τονίσουμε αυτό το σημείο, αναφέρουμε εδώ τον παράλογο και δεισιδαιμονικό φόβο μερικών χριστιανών, ότι μπορεί τάχα να χαθούν εξαιτίας της προαίρεσής τους, σαν να ήταν δυνατόν οι ελεύθερες επιλογές μας να διαμορφώνονταν από έναν μηχανισμό που να μήν τον ελέγχουμε! Βλέπουμε τον κατήφορο στον οποίο μπορεί να οδηγηθεί ένας χριστιανός από τον ορθολογισμό.

Είναι θεμελιώδες να καταλάβουμε τις προτεραιότητες. Τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει την εικόνα του ελεύθερου ανθρώπου. Δεν υπάρχει καμιά τέτοια αναγκαιότητα. Ο Θεός δημιουργεί ελεύθερα πρόσωπα, δεν δημιουργεί κάποια προαίρεση. Δεν υπάρχει τέτοιο ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό. Η προαίρεση είναι μια έννοια χωρίς οντολογική σημασία.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ