ΤΕΥΧΟΣ 84

Άνοιξη 2003


Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν

Η πτώση της ανθρώπινης φύσεως στη φθορά και στο θάνατο έχει σαν αποτέλεσμα τη διαίρεση της κτίσεως. Αυτό είναι το πικρό δηλητήριο του αρχέγονου όφεως. Η σάρκωση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού θεράπευσε αυτή τη διάσπαση με μία δύναμη ενότητας. Ο Χριστός ανέστησε τη φύση μας σπέρνοντας μέσα της τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, τη συνεκτική εκείνη δύναμη που καταργεί τις διαιρέσεις. Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε ένα παράδειγμα θυσίας, αγάπης και ένωσης των διεστώτων, χωρίς όρους και όρια. Έδωσε το παράδειγμα του ανθρώπου που δεν ζητούσε τίποτε για τον εαυτό του.

Η καινή εντολή του Χριστού προς τους ανθρώπους είναι “αγαπάτε αλλήλους”. Δεν πρόκειται για κάποια ηθική εντολή. Ο Κύριος δεν παρότρυνε απλά τον άνθρωπο να προσπαθήσει με τις φυσικές του δυνάμεις να κάνει το καλύτερο δυνατό μέσα σ’ έναν κόσμο όπου βασίλευε η διαμάχη και ο κατακερματισμός των φύσεων. Αλλά έδωσε με ενεργητικό τρόπο τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο, ώστε αυτός να πατά πάνω σε όφεις και σκορπιούς –τα έργα της διαίρεσης- και να χτίζει γέφυρες ενότητας.

Αυτή τη δυνατότητα του ανθρώπου την ονομάζουμε στη γλώσσα της Εκκλησίας “πρόσωπο”, “εικόνα του Θεού”. Εννοούμε τη δυνατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης να αντικρίσει τον Άλλον με πνεύμα ενότητας και όχι με την υστεροβουλία της φύσεως. Είναι η απάρνηση της ισχύος, χάριν της σχέσεως. Είναι η δύναμη να παραμερίζει ο άνθρωπος την ανάγκη της αντιπαράθεσης, της κατάκτησης, της κυριαρχίας πάνω στον άλλον και της αυτοεπιβεβαίωσης σε βάρος του άλλου.

Με αυτή τη δύναμη παύει ο άνθρωπος ν’ αντιμετωπίζει με καχυποψία την αγάπη του άλλου, προσπαθώντας να καταλάβει ποιές αιτίες την παράγουν^ και δεν επιβεβαιώνει την αγάπη που έχει για τον άλλον μόνο εφόσον βρεί μέσα της επαρκείς αιτίες που να τη δικαιολογούν. Πρόκειται για εκείνο το μυστήριο της σχέσης, όπου ο άνθρωπος παύει “να ζητά τα εαυτού”. Η πραγματική αγάπη προσφέρεται χωρίς κανέναν λόγο. Εδώ έγκειται και το σκάνδαλο του Χριστού πάνω στο οποίο προσκρούουν όσοι είναι άγευστοι του μυστηρίου του ανθρώπινου προσώπου.

Μέσα από αυτή τη στάση αλλάζουμε νού και τρόπο ζωής. Εγκαταλείπουμε ό,τι μας δικαιώνει και υπογραμμίζει την αξία μας σε βάρος των άλλων. Μπαίνουμε πρόθυμα στη θέση του άλλου και δεχόμαστε να κοιτάξουμε μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Παραμερίζουμε τον ψυχαναγκασμό που μας κάνει επιφυλακτικούς και δύσπιστους απέναντι σ’ αυτό που αισθάνεται ο άλλος.

Χρειάζεται να δείξουμε εμπιστοσύνη στον άλλον, χωρίς κρατούμενα. Πρέπει να παραμερίσουμε εκείνη την πονηρή σκέψη που μας κάνει να προσφέρουμε στον άλλον λίγο έδαφος “κατ’ οικονομία”, με την ελπίδα ότι θα τον φέρουμε στα νερά μας. Τα νερά μας δεν είναι “καλύτερα” από τα δικά του. Δεν υπάρχει “καλύτερο” και “χειρότερο”. Υπάρχει μόνο εκείνη η βαθύτερη ουσία, μέσα στην οποία οι άνθρωποι υποφέρουν και χτυπιούνται, και όπου η μόνη διέξοδος είναι να δώσουν ένα χέρι βοηθείας ο ένας στον άλλον, να προσλάβουν δηλαδή την ασθένεια του άλλου με αγάπη και χωρίς ντροπή, όπως ο Χριστός προσέλαβε όλα τα δικά μας. Ο άλλος δεν έχει ανάγκη την κριτική μας, όπως συνηθίζουμε να νομίζουμε. Κανείς δεν διορθώνεται απλώς με τη λογική επίκριση και τις λογικές υποδείξεις, διότι τα προβλήματά του δεν απορρέουν από τη λανθασμένη επίλυση κάποιων εξισώσεων, αλλά είναι βαθιά χαραγμένα στην ψυχή του. Οι πληγές μας είναι ό,τι μας χωρίζει από τους άλλους. Είναι όλες οι αιτίες που μας απομακρύνουν, μας σκληραίνουν, μας “δικαιώνουν”, είναι οι αιτίες και οι συμπεριφορές που χαράζουν τα χαρακώματα στις ψυχές και διχάζουν τους ανθρώπους. Είναι ό,τι χωρίζει τους ανθρώπους σε “έξυπνους” και “κουτούς”, σε “όμορφους” και “άσχημους”, σε “μορφωμένους” και “αμόρφωτους”, σε “σωστούς” και “λάθος”, σ’ αυτούς που “κατέχουν την αλήθεια” και σε όσους είναι στο “ψέμα”. Φυσικά, τέτοιες διακρίσεις υφίστανται, ανάλογα με τον βαθμό καλλιέργειας ή τις φυσικές προδιαγραφές, αλλά το ζητούμενο είναι να αφαιρέσουν οι άνθρωποι από μέσα τους εκείνη την ηθική βάση που κατοχυρώνει τις διαφορές και τις ισχυροποιεί. Οι διαφορές αυτές είναι συνήθως εξωτερικά επιφαινόμενα, χωρίς απόλυτο αντίκρισμα σε ανθρώπινη αξία. Οι άνθρωποι, μέσα στην πτώση τους, “επενδύουν” σ’ αυτές μία “ισχύ”, τις μετατρέπουν μέσα τους σε “ισχυρές” και έτσι ενισχύουν τον σκληρό πυρήνα της εξατομίκευσής τους. Χρησιμοποιούν, δηλαδή, τις διαφορές για να διαμορφώσουν το “εγώ” με έναν ισχυρό τρόπο. Έτσι, όμως, μορφώνουν το “εγώ” του σκληρυμένου ατόμου και όχι το προσωπικό εγώ της επικοινωνίας, που πάντα ορίζεται από το “εσύ” και βρίσκεται σε διαρκή και ισότιμο διάλογο με τον απέναντι, που είναι διαφορετικός.

Αυτό, λοιπόν, που μεταμορφώνει την ανθρώπινη ψυχή είναι η αγάπη, η πρόσληψή της από τον άλλον, το γέμισμα των χαρακωμάτων με τη γνώση ότι ο άλλος είδε πίσω από τα χαρακώματα την ωραιότητα της ψυχής μας και την αγάπησε. Έτσι θεραπεύονται οι χαρακιές και οι πληγές της ψυχής και παύουν να πονάνε. Αλλιώς, ο ένας ξύνει τις πληγές του άλλου. Ομως αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι είναι ότι τα χαρακώματα δεν είναι μόνον δικά μου ή μόνον δικά σου. Το μισό χαράκωμα είναι δικό μου και το άλλο μισό δικό σου. Διότι το χαράκωμα είναι το σύνορο, ακόμη κι αν το σύνορο το βάζει ο άλλος. Πάντα το μισό μου ανήκει, είτε το θέλω είτε όχι. Άρα πάντα έχω τη μισή ευθύνη για να το θεραπεύσω. Και πάντοτε όταν το σκάβω δεν σκάβω μόνον την άλλη ψυχή, αλλά και τη δική μου.

Λέμε συχνά ότι η ψυχή θεραπεύεται από το Πνεύμα το άγιο. Πράγματι, το Πνεύμα το άγιο είναι που μεταφέρει τη συγκολλητική ενέργεια που κλείνει τις πληγές και τα χαρακώματα. Αυτός είναι ο λόγος που το ονομάζουμε “Παράκλητο” και “Πνεύμα της Αληθείας”. Αυτό που δεν λέμε όμως, συνήθως, είναι ότι το Πνεύμα το άγιο δεν λειτουργεί με μαγικό τρόπο στις ψυχές. Πρέπει να το “επικαλεστούμε”, αλλά ενεργά και όχι μαγικά. Η μαγική επίκληση έχει τη ιδιότητα να αναφέρεται εξατομικευμένα. Σύμφωνα με αυτήν επικαλείσαι τις “δυνάμεις” ή για τον εαυτό σου ή για τον άλλον. Έτσι, όμως, οι δυνάμεις που ενεργούν είναι αυτές που διαιρούν και όχι αυτές που ενώνουν. Άρα, ο τρόπος της επίκλησης πρέπει να αλλάξει και να μετατραπεί από εξατομικευμένη προσευχή σε μία ενεργή “συναγωγή” των ψυχών επί το αυτό. Κάποιος πρέπει να αρχίσει να λειτουργεί συνδετικά, να σπάσει τα στεγανά, να ανοίξει δρόμους επικοινωνίας, να απλώσει φιλικά το χέρι του στον άλλον, χωρίς προϋποθέσεις και κρατούμενα, μέσα από τη δική του αυταπάρνηση, μέσα από την απώλεια των δικών του βεβαιοτήτων και νοοτροπιών. Ό,τι ωφελεί τον σύνδεσμο των ψυχών έχει νόημα, ενώ ό,τι τον εμποδίζει πρέπει να παραμερίζει. Εκεί, σ’ αυτή την προσπάθεια βρίσκεται η ενέργεια του αγίου Πνεύματος, αυτή η προσπάθεια είναι η μόνη αληθινή χριστιανική προσευχή, αυτή είναι η επίκληση του αγίου Πνεύματος, και όχι διάφορες εξατομικευμένες κουβέντες. Ο λόγος που δεν μας επισκέπτεται το Πνεύμα το άγιο είναι ότι δεν το επικαλούμαστε έτσι.

Όταν επικαλούμαστε τον Θεό με τα “λόγια”, για να ικανοποιήσει τα δικά μας κριτήρια, τις δικές μας λογικές συνταγές, τη δική μας αντίληψη περί “καλού” και “κακού”, τότε σε τι διαφέρουμε άραγε από τους Εθνικούς; Μήπως υπάρχουν κάποια λόγια που θωπεύουν τον Θεό και τον ενεργοποιούν αυτόματα; Αυτός είναι ο λόγος που ο Απόστολος Παύλος επιμένει τόσο στο κριτήριο της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι απλώς η συναισθηματική στάση που μας φουσκώνει την ψυχή με όμορφα αισθήματα για τον άλλον. Ίσως είναι και αυτό, αλλά προϋποθέτει ταυτόχρονα όλη εκείνη την εσωτερική διαδρομή της αυταπάρνησης που εξέρχεται από τον εαυτό, παύει να επικεντρώνεται στα ατομικά συναισθήματα και αγκαλιάζει τον άλλο ελεύθερα, όχι επειδή ο άλλος είναι όμορφος ή έξυπνος ή καλλιεργημένος, αλλά επειδή έτσι θέλει η ψυχή. Αυτή είναι η ελευθερία του ανθρώπου: να ενεργήσει με αυτόν τον ελεύθερο τρόπο. Γι’ αυτό λέμε ότι ο Χριστός μας αγάπησε. Δεν εννοούμε ότι είμασταν “άξιοι” να μας αγαπήσει, αλλά ότι μας αγάπησε ελεύθερα προσλαμβάνοντας τις πληγές του καθενός από μας. Όταν λέμε ότι θεράπευσε τις πληγές μας και τη φύση μας, εννοούμε ότι έβαλε στον άνθρωπο τη δύναμη και την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, τη δύναμη της αγάπης και της θυσίας, που πρώτος έδειξε για μας. Αυτή είναι “η ανακαίνιση” της κτίσεως που έγινε πραγματικότητα με τη θεϊκή του πρόσληψη και τη θεϊκή του Ανάσταση. Απλώς, εμείς αφήνουμε αυτό το δυναμικό αναξιοποίητο, διότι διολισθαίνουμε στη διαφύλαξη και ισχυροποίηση του σκληρού κελύφους του εγώ μας. Έτσι, όχι μόνον δεν γινόμαστε “τοις πάσι τα πάντα”, αλλά δεν γινόμαστε “τα πάντα” ούτε για τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μας. Συνεχώς έχουμε κρατούμενα. Διαρκώς ρίχνουμε στους άλλους μία κριτική ματιά. Δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι τάχα η αυστηρότητά μας πηγάζει από αγάπη, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια αυστηρότητα γεμάτη μομφή και κριτική. Έτσι, δεν είναι το Πνεύμα το άγιο που ενεργεί στη σχέση μας με τον άλλο, αλλά ένα πνεύμα διαίρεσης, ακόμη κι αν επικαλούμαστε τη βοήθεια του Θεού.

Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη και μας διδάσκει τον αγαπητικό τρόπο της ύπαρξης αναφερόμαστε σε μία θεολογική εικόνα, την οποία όμως πρέπει να κατεβάσουμε στα δικά μας όρια και στις δικές μας δυνατότητες και να δούμε την εκπλήρωσή της σαν χρέος. Αυτό είναι το πρώτο χρέος που έχουμε σαν χριστιανοί, η πρώτη μαρτυρία που οφείλουμε να φέρουμε ενώπιον των ανθρώπων: Να αγαπήσουμε. Με αληθινή αγάπη, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς φόβους, χωρίς πάντα να σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό που κάνουμε στον εαυτό μας. Από κεί και πέρα, όταν εμείς θ’ ανοίξουμε τη διαδρομή μέσα από την οποία θα έρθει το Πνεύμα το Άγιο, ο ίδιος ο Χριστός θα μαρτυρήσει για τον εαυτό του. Δεν χρειάζεται να μαρτυρήσουμε εμείς.

Τι είναι ο “άγιος”; Ο άγιος δεν είναι ο άνθρωπος που έχει ο ίδιος ατομικά μία καλή σχέση με τον Θεό. Η σχέση με τον Θεό υπάρχει μόνο αν ο άνθρωπος λειτουργεί στο πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω. Άγιος είναι αυτός που με τις ενέργειές του διαμεσολαβεί στην κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Αυτός που συνάγει τις ψυχές, χωρίς ο ίδιος να φαίνεται, αλλά αφήνοντας στο βάθος να φαίνεται ο Χριστός. Ο ίδιος καταφέρνει να γίνεται αόρατος, διαφανής, τελευταίος. Η παρουσία του σκορπά την αύρα του Πνεύματος, αλλά οι άνθρωποι αισθάνονται την αύρα του Πνεύματος χωρίς να βλέπουν τον ίδιο. Πάνω σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο δεν σκοντάφτουν οι άλλοι, παρά μονάχα όσοι ενεργούν συνειδητά με τον αντίθετο τρόπο, όσοι δηλαδή βάζουν εμπόδια στους άλλους για να ισχυροποιήσουν το δικό τους τυραννικό “εγώ”.

Ι. Κ.

 


Μητρ. Anthοny του Sourozh

Εισαγωγή στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή

 

Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί νομίζουν ή αισθάνονται, η Σαρακοστή του Πάσχα είναι περίοδος χαράς. Είναι ο καιρός εκείνος που μας δίνεται η δυνατότητα να αποτινάξουμε κάθε τι άσχημο και θανατηφόρο από μέσα μας για να βρούμε πάλι τη δύναμη να ζήσουμε, να βιώσουμε σε όλο το βάθος του το μυστήριο στο οποίο είμαστε καλεσμένοι. Αν δεν κατανοήσουμε αυτή την ποιότητα της χαράς στη νηστεία, θα τη μετατρέψουμε σε μια καρικατούρα, σε μια περίοδο κατά την οποία στο όνομα του Θεού θα κάνουμε τη ζωή μας μίζερη.

Μπορεί, πράγματι, αυτή η ιδέα της χαράς που πλέκεται με την επίπονη προσπάθεια και τον ασκητικό αγώνα να φαίνεται περίεργη, όμως αγκαλιάζει με καθολικό τρόπο τη ζωή της Εκκλησίας. Η Βασιλεία του Θεού είναι κατάκτηση. Δεν χαρίζεται απλά σε εκείνους που αδιάφορα και τεμπέλικα την περιμένουν να έρθει. Για όσους την αναμένουν με τέτοιο πνεύμα, θα έρθει, αλλά στο μέσον της νύχτας, σαν την Ημέρα της Κρίσης. Σάν τον κλέφτη που τρυπώνει όταν δεν τον περιμένεις, σαν το Νυμφίο που φθάνει ενώ οι μωρές παρθένες κοιμούνται. Δεν είναι όμως αυτός ο τρόπος που θα πρέπει να προσμένουμε την Κρίση και τη Βασιλεία.

Χρειάζεται να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας σε μία νέα κατανόηση που θα μας επιτρέψει να ξαναβρούμε μέσα μας αυτό από το οποίο περιέργως έχουμε αποξενωθεί: τη χαρά της προσμονής της Ημέρας του Κυρίου –κι άς ξέρουμε ότι αυτή θα είναι η Ημέρα της Κρίσεως. Ίσως μας ξενίζει το γεγονός ότι στην Εκκλησία κηρύττουμε ως Ευαγγέλιο – δηλαδή “καλό άγγελμα” - αυτό της Κρίσεως^ κι όμως αναφωνούμε: “Έρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί η Ημέρα του Κυρίου δεν είναι φόβος αλλά ελπίδα.

Όσο αδυνατούμε να αρθρώσουμε αυτά τα λόγια, κάτι σημαντικό διαφεύγει από τη χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ό,τι κι αν προφασιστούμε, παγανιστές ενδεδυμένοι ρούχα ευ-αγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε να είμαστε άνθρωποι από τις καρδιές των οποίων λείπει ο Θεός. Άνθρωποι για τους οποίους ο ερχομός Του είναι σκοτάδι και φόβος και η κρίση Του δεν είναι λύτρωση αλλά καταδίκη. Το αντάμωμά μας με τον Κύριο φαντάζει σαν ένα τρομερό γεγονός κι όχι σαν αυτό που λαχταρούμε και αυτό για το οποίο ζούμε. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε, η περίοδος της νηστείας δεν θα γίνει ποτέ για μας χαρά, αφού είναι μία περίοδος που ενσωματώνει ταυτόχρονα κρίση και ευθύνη: χρειάζεται να προηγηθεί αυτοκριτική για να υποδεχτούμε την Ημέρα του Κυρίου, την Ανάσταση, με ανοιχτή καρδιά και πίστη, σαν γιορτή.

Η κρίση δεν μας επιβάλλεται έξωθεν. Ναί, πράγματι θα έρθει η μέρα που θα σταθούμε μπροστά στον Θεό και θα κριθούμε^ αλλά, προς το παρόν, εφόσον το προσκύνημα συνεχίζεται, όσο το τέλος εκκρεμεί και ο δρόμος που μας οδηγεί στην ομοίωση του Χριστού απλώνεται μπροστά μας αδιάβατος, κρινόμαστε από τον ίδιο τον εαυτό μας. Άς θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου “ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τη οδώ μετ’ αυτού” (Ματθ. 5.25). Ορισμένοι Πατέρες βλέπουν στο πρόσωπο του “αντιδίκου” όχι τον διάβολο (με τον οποίο κανείς ούτε ειρηνεύει ούτε συνδιαλέγεται), αλλά τη συνείδηση που σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής γρηγορεί στο πλευρό μας και ουδέποτε ησυχάζει. Με τη συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχώς, μας αμφισβητεί κάθε στιγμή και οφείλουμε να συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Αλλιώς θα φτάσει κάποτε η στιγμή της Κρίσης και τότε ο “αντίδικος” θα μεταμορφωθεί σε κατήγορο. Ενόσω, λοιπόν, ακόμα πορευόμαστε η κρίση λαμβάνει χώρα διαρκώς μέσα μας σαν ένας διάλογος με τις σκέψεις και τα αισθήματα και τις πράξεις μας^ όλα αυτά που τίθενται ενώπιόν μας να κρίνουμε και από τα οποία κρινόμαστε.

Συχνά πορευόμαστε μέσα στο σκοτάδι, αφού σκοτισμένα είναι και ο νούς και η καρδιά και τα μάτια μας. Μόνο εάν ο ίδιος ο Κύριος φωτίσει τη ζωή μας υπάρχει δυνατότητα ν’ αρχίσουμε να διακρίνουμε μέσα μας το σωστό και το λάθος. Σ’ ένα αξιοσημείωτο κείμενό του ο Ιωάννης της Κροστάνδης γράφει ότι ο Θεός δεν αποκαλύπτει την ασχήμια της ψυχής μας παρά μόνο εάν δεί μέσα μας αρκετή πίστη και ελπίδα ικανή ώστε να μήν καταρρεύσουμε στο αντίκρισμα των αμαρτιών μας. Με άλλα λόγια, όποτε είμαστε σε θέση ν’ αναγνωρίσουμε τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, τότε αρχίζουμε να κάνουμε κάποια βήματα αυτογνωσίας κάτω από το φως της κρίσης του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο από τον φωτισμό της Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινά συμβαίνουν τότε: αφενός μας ξενίζει η ασχήμια που φανερώνεται μπροστά μας, αφετέρου αισθανόμαστε χαρά γιατί αναγνωρίζουμε την εμπιστοσύνη του Θεού. Μας εμπιστεύεται μία νέα γνώση του εαυτού μας, που άλλοτε δεν την επέτρεπε γιατί δεν είχαμε τη δύναμη να αποδεχτούμε την αλήθεια. Κι έτσι, η κρίση μετατρέπεται σε χαρά γιατί η αποκάλυψη των αστοχιών μας συνοδεύεται από τη γνώση ότι ο Θεός είδε μέσα μας πίστη και ελπίδα και καρτερία που θα μας επιτρέψουν όχι μόνο να δούμε πιο καθαρά αλλά και να ενεργήσουμε.

Όλα αυτά είναι σημαντικά εάν θέλουμε να κατανοήσουμε γιατί η νηστεία και η χαρά πάνε μαζί. Αλλιώς, η διαρκής, επίμονη προσπάθεια της Εκκλησίας και του λόγου του Θεού να μας φέρει σε επίγνωση, μπορεί να μας βαρύνει αντί να μας χαροποιεί, ώστε δεν θα είμαστε πια σε θέση να φτάσουμε στην Ανάσταση του Χριστού με χαρά, γιατί θα φανταζόμαστε ότι η Ανάσταση δεν μας αφορά.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εισάγει τους πιστούς στη Σαρακοστή με μία σειρά προκαταρκτικών εβδομάδων κατά τις οποίες το Ευαγγελικό ανάγνωσμα μας οδηγεί βήμα προς βήμα από το σκοτάδι προς το φως της κρίσεως.

Το πρώτο, δραματικό στάδιο συνίσταται στο γεγονός ότι είμαστε τυφλοί, κι όμως ανίδεοι για την τυφλότητά μας. Ενώ βρισκόμαστε στο σκοτάδι δεν συνειδητοποιούμε ότι το σκοτάδι είναι γύρω και μέσα μας. Το Ευαγγέλιο που μας μιλά σχετικά είναι η ιστορία του Βαρτίμαιου, του τυφλού επαίτη στην πύλη της Ιεριχού, ενός ανθρώπου που ή έχασε το φως του ή ήταν εκ γενετής τυφλός, αλλά σε κάθε περίπτωση ζούσε στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχε ζωή, ούτε φως, ούτε χαρά γι’ αυτόν. Πιθανόν να είχε συμφιλιωθεί με τη δυστυχία του. Συνέχιζε να επιβιώνει μέρα με τη μέρα, χάρη στην ψυχρή, αδιάφορη ελεημοσύνη των περαστικών. Αλλά ένα πράγμα έκανε τη δυστυχία του τραγική: Ζούσε τον καιρό του Ιησού. Πρέπει να άκουσε πολλές φορές να μιλούν γι’ αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, που γιάτρευε ανθρώπους και ανακαίνιζε τα πράγματα, που έδινε φως σε τυφλούς και θεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό. Αυτή η δυνατότητα της σωτηρίας, η λαχτάρα της ανέλπιστης γιατρειάς, έκανε το σκοτάδι του ακόμα πιο πυκνό. Θα ήταν απίθανο ο Θεός να βρεθεί στο δρόμο του, αλλά και για τον ίδιο δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να καταφέρει να συναντήσει αυτόν τον ακούραστο κήρυκα και ιατρό που αδιάκοπα περιόδευε. Πώς θα μπορούσε ένας τυφλός άνθρωπος ν’ ακολουθήσει έναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε το μέγεθος της τυφλότητάς του μπροστά στη δυνατότητα που υπήρχε να αναβλέψει. Η απελπισία του μεγάλωσε αφότου γεννήθηκε μέσα του η ελπίδα. Κι έτσι, όταν άκουσε τον Χριστό να πλησιάζει ικέτευσε για την θεραπεία του από τα βάθη αυτής της απελπισίας και της φλογερής επιθυμίας του να σωθεί.

Αυτό είναι το πρώτο βήμα που συχνά μας φαίνεται τόσο δύσκολο: να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματική μας κατάσταση, κι όχι να παρηγορούμε τον εαυτό μας ότι διάγουμε ένα είδος ζωής που είναι ικανό ν’ αντικαταστήσει τη Θεία ζωή. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι σε αναφορά με το φως του Θεού βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Και να σκεφτούμε ότι χωρίς φως είμαστε χαμένοι, γιατί το σκοτάδι στο οποίο έχουμε αφεθεί είναι ο θάνατος, η απουσία του Θεού. Δεν πρόκειται να αλλάξουμε στάση αν δεν καταλάβουμε ότι η κατάστασή μας είναι απελπιστική^ ότι πρόκειται για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, το μόνο που έχει νόημα. Τότε θα απευθυνθούμε στο Θεό, ελπίζοντας ότι εκείνος θα ενεργήσει. Μόνο αυτή η θανάσιμη αγωνία μπορεί να μας αφυπνίσει, σαν του Βαρτίμαιου, που κανείς δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει τις κραυγές του για βοήθεια όταν κατάλαβε ότι ήρθε η αποφασιστική στιγμή. Περνούσε ο Χριστός. Την επόμενη στιγμή θα είχε προσπεράσει και το σκοτάδι του θα γινόταν μόνιμο, αθεράπευτο.

Ένας άλλος λόγος που μας κρατάει συνήθως σε αδράνεια είναι ο φόβος μας για τη γνώμη των ανθρώπων. Όσο πιστεύουμε πώς πρέπει να συντηρούμε μία συγκεκριμένη εικόνα του εαυτού μας προς τα έξω είναι φοβερά δύσκολο να αλλάξουμε, κι αυτό μας φανερώνει η παραβολή του Ζακχαίου, που ακολουθεί. Το πρόβλημα του Ζακχαίου ήταν το εξής: Ήθελε απεγνωσμένα να δεί τον Χριστό. Θα έπαιρνε το ρίσκο να εξευτελίσει τον εαυτό του; Το να φθάσει κανείς να γίνει γελοίος διαφέρει πολύ από την απόρριψη που συνήθως βιώνουμε και καταφέρνουμε να αντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα την υπερηφάνειά μας. Η γελοιοποίηση ξεπερνά το κουράγιο των περισσοτέρων από μας. Μπορείτε να φανταστείτε έναν τραπεζικό διευθυντή μιας μικρής πόλης να σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο ενώπιον του πλήθους και να δέχεται τις κοροϊδίες και τα επιφωνήματα των μικρών παιδιών, χάριν μιας συνάντησης με τον Χριστό; Αυτή ήταν η θέση του Ζακχαίου, του ισχυρού και πλούσιου άνδρα. Αλλά για εκείνον η συνάντηση με τον Χριστό είχε τόση σημασία –ήταν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου- που βρήκε την ετοιμότητα να αγνοήσει την γελοιότητα και την ταπείνωση, προσηλωμένος στην επιθυμία του. Και είδε τον Χριστό.

Υπάρχουν δύο τρόποι για να πάψουμε να εξαρτώμαστε από την κρίση των ανθρώπων. Είτε θα πράξουμε όπως ο Ζακχαίος, αποδεχόμενοι την ταπείνωση ως ουσιώδες μέρος της σωτηρίας μας, είτε θα επιτρέψουμε στην καρδιά μας να σκληρύνει και με την υπερηφάνειά μας θα ακυρώσουμε την κρίση των άλλων. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Υπάρχει μόνο η αυθόρμητη ταλάντευση και η αδυναμία που όλοι βιώνουμε πρίν αποφασίσουμε ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, γιατί κάθε φορά που κλείνουμε προς το λάθος φοβόμαστε την κρίση του Θεού και όποτε αναζητούμε το σωστό βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κρίση των ανθρώπων. Η υπερηφάνεια ή η ταπείνωση είναι οι μόνοι δρόμοι που θα μας ελευθερώσουν από το δίλημμα.

Η επόμενη παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου είναι ενδεικτική της πρώτης, αιχμηρής κρίσης που είναι συνάμα ανθρώπινη και θεϊκή. Εάν αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν ο Φαρισαίος να είναι τόσο υψιπετής παρά τις υψηλές του γνώσεις για τον Θεό και ο Τελώνης τόσο ταπεινός παρά την απλότητά του, νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε ως εξής: οι αναφορές του Φαρισαίου βρίσκονται στο γράμμα του νόμου. Ο άνθρωπος είναι εύκολο να αισθάνεται ότι δικαιώνεται με νομικό τρόπο, με βάση το νόμο και το γράμμα του νόμου. Μπορεί πάντοτε να πληροί τους κανόνες και να αισθάνεται ανεπίληπτος. Αλλά οι αναφορές του Τελώνη διαφέρουν. Δεν ήταν νομοταγής. Ό,τι γνώριζε από το νόμο συνοψίζονταν στα εξής: συγκεκριμένα χωρία του νόμου έθεταν τις πράξεις και τη ζωή του στην κρίση του Θεού^ κι άλλα πάλι χωρία τα χρησιμοποιούσε ο ίδιος για να διεκδικήσει από τους ανθρώπους αυτό που ζητούσε. Ο νόμος ήταν ένα δυνατό, βάναυσο και σκληρό εργαλείο άλλοτε στα χέρια του Θεού, κι άλλοτε στα δικά του. Και καθώς ήταν γνώστης της ζωής, ήξερε καλά ότι η μόνη σωτηρία από το νόμο ήταν η ανθρώπινη ευσπλαχνία και η ανθρώπινη συμπόνια. Μόνο η ανθρώπινη σχέση ήταν δυνατό να σώσει τον χρεωμένο από τη φυλακή και τον αισχροκερδή από την κρίση του δικαστή. Έτσι οι αναφορές του βρισκόταν σε σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πράγματα: Από τη μια ήταν ο νόμος, αδυσώπητος και αμείλικτος, που ο ίδιος ποτέ δεν έβρισκε τη δύναμη να υπακούσει, αλλά που ήταν σε θέση να χρησιμοποιεί με ωμότητα απέναντι σε άλλους. Και από την άλλη η ανθρώπινη σχέση, που ήταν ικανή να εξομαλύνει και να θεραπεύσει τα πάντα. Οι αναφορές του Τελώνη ήταν οι συνάνθρωποί του, οι γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου και του αόρατου γείτονα, του Θεού. Γι’ αυτό βρήκε τη δύναμη και στάθηκε στο κατώφλι του ναού και έτυπτε το στήθος του, με απελπισία: Σε πείσμα κάθε λογικής, γνώριζε πώς στον κόσμο των σκληρών και αμείλικτων ανθρώπων υπάρχουν στιγμές που όλα είναι δυνατά, γιατί ο άνθρωπος δεν παύει να είναι άνθρωπος ακόμα και μέσα στη σκληρότητά του. Το ίδιο πίστευε και για τον Θεό. Ο νόμος τον καταδίκαζε αλλά ο Θεός δεν ήταν μόνο νομοθέτης ούτε μόνο επιτηρητής του νόμου. Ήταν ελεύθερος να ενεργήσει με φιλανθρωπία μέσα στα πλαίσια του νόμου Του. Αυτή η γνώση ταπείνωσε τον Τελώνη ενώπιον του Θεού, γιατί οι όροι της αναφοράς του περιείχαν ελπίδα και το αντικείμενο της ελπίδας του ήταν το έλεος, η επιείκεια και η αγάπη.

Η ίδια αλήθεια εμφανίζεται και στην επόμενη παραβολή, του Άσωτου Γιού. Κι εδώ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τον δίκαιο και τον φαύλο. Ο άσωτος γιός κατά μία έννοια είναι μία άλλη όψη του Τελώνη και ο μεγάλος αδελφός μοιάζει με τον Φαρισαίο. Αλλά εδώ δεν είμαστε αντιμέτωποι μόνο με τη σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο που είναι αντικειμενικός και γι’ αυτό νεκρός και το έλεος που είναι υποκειμενικό γιατί είναι ζωντανό και προσωπικό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ίδια την αμαρτία. Τι είναι αμαρτία; Ορίζεται καθαρά, θα έλεγε κανείς, στο σύντομο διάλογο ανάμεσα στον Πατέρα και τον γιό στην αρχή της παραβολής. Κι αν θελήσουμε να τον μεταφέρουμε στη σύγχρονη εποχή με έναν όχι τόσο κομψό τρόπο σαν του Ευαγγελίου, θα τον συνοψίζαμε σε λόγια όπως αυτά: “Πατέρα θέλω να ζήσω αλλά στέκεσαι εμπόδιο στο δρόμο μου. Όσο ζείς η περιουσία σού ανήκει. Πρέπει, λοιπόν, να φύγεις από τη μέση. Άς υποθέσουμε ότι είσαι ήδη νεκρός. Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να πεθάνεις στ’ αλήθεια. Άς συμφωνήσουμε ότι όσο τουλάχιστον με αφορά δεν έχω πια πατέρα, αλλά κατέχω την περιουσία του γιατί τον έχω κληρονομήσει”. Αυτό είναι λίγο έως πολύ το περιεχόμενο του διαλόγου που συχνά διαμείβεται ανάμεσα σε γονείς και παιδιά αλλά κι ανάμεσα σε ανθρώπους που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Με άλλα λόγια: “Δεν σε υπολογίζω σαν πρόσωπο. Στέκεσαι στο δρόμο μου. Το μόνο που έχει αξία για μένα είναι ό,τι μπορώ να αρπάξω από σένα. Κι αφού πάρω αυτό που θέλω μπορείς να εξαφανιστείς. Πρέπει να αποδεχτείς ότι δεν υπάρχεις”. Αυτή είναι η ουσία της αμαρτίας απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους. Από τον Θεό είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε όσα μας προσφέρει και κατόπιν να τον εξορίσουμε από τη ζωή μας, με τον ίδιο αδίστακτο τρόπο που ο Άσωτος λησμόνησε τον Πατέρα του στην ξένη γή. Αλλά και τον συνάνθρωπό μας πρόθυμα τον παραμερίζουμε και τον αποκλείουμε από τη ζωή μας γιατί δεν μετράει. Αυτό που μετράει είναι τα αντικείμενα και η εκμετάλλευσή τους.

Υπάρχει, όμως, και μία άλλη όψη της παραβολής: η πείνα, η δυστυχία και η μοναξιά, όλα αυτά που αποστρεφόμαστε στη ζωή κι όμως αποτελούν συχνά τη μόνη ελπίδα μας να σωθούμε. Όσο διάγουμε στην άνεση του βίου αδιαφορούμε για την πραγματική μας κατάσταση. Αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να σκύψουμε μέσα μας και να δούμε ότι είμαστε μόνοι στη μέση του πλήθους και πάμφτωχοι στο κέντρο του πλούτου. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τα πικρά και δύσκολα που ανταμώνουμε στο δρόμο μας, όλα αυτά που μισούμε και φοβόμαστε, είναι η σωτηρία μας. Για μας η στέρηση είναι όρος ουσιώδης. Κι αν δεν έχουμε στερηθεί πρέπει να μάθουμε να στερούμαστε στο σημείο που η έλλειψη θα μας οδηγήσει στην επίγνωση ότι αντικρίζουμε τον Θεό σε κατάσταση ολοκληρωτικής γύμνιας και ανέχειας –τη μόνη κατάσταση που μας ανήκει.

Ένας όμορφος μύθος διηγείται τη ζωή ενός πάμφτωχου ραβίνου που πρωΐ-βράδυ ευχαριστούσε τον Θεό για τη γενναιοδωρία Του. Κάποιος που άκουσε την προσευχή του αναρωτήθηκε: “Πώς μπορείς να είσαι τόσο υποκριτής; Δεν βλέπεις ότι ο Θεός σού έχει στερήσει τα πάντα;” Κι εκείνος απάντησε: “Κάνεις λάθος. Ο Θεός με κοίταξε και σκέφτηκε, “αυτός ο άνθρωπος για να σωθεί έχει ανάγκη την πείνα και τη δίψα, το κρύο και τη μοναξιά, την αρρώστια και την εγκατάλειψη.” Και μου τα έδωσε σε αφθονία”. Να το αληθινό χριστιανικό ήθος, η συμπεριφορά ενός πιστού για τον οποίο το μόνο που έχει πραγματική σημασία είναι η ψυχή του. Το ίδιο μας φανερώνει και η αυτοσυνειδησία του Ασώτου.

Ο άσωτος γιός μας διδάσκει και κάτι ακόμα. Επιστρέφει έχοντας προετοιμάσει την ομολογία του: “Πατέρα αμάρτησα. Δεν αξίζω πλέον να καλούμαι υιός σου. Συγκατέλεξέ με ανάμεσα στους δούλους σου”. Αλλά ο Πατέρας δεν του επιτρέπει να συνεχίσει. Ο καθένας από μας μπορεί να είναι ένας ξεστρατισμένος γιός, μία άσωτη θυγατέρα, ένας ανάξιος φίλος. Αλλά αυτό που ξεπερνάει τις δυνατότητές μας είναι να υποβιβάσουμε την ποιότητα της σχέσης μας. Ένας ανάξιος γιός δεν μπορεί να μετατραπεί σε άξιο μισθοφόρο. Δεν είναι δυνατόν να υποτιμήσουμε αυτό που μας δόθηκε με τη γέννησή μας, το δικαίωμα που μας χάρισε η αγάπη. Δεν γίνεται, δηλαδή, να ψάχνουμε για συμβιβασμούς και για νομικές οριοθετήσεις στις σχέσεις μας με τον Θεό και να λέμε: “Αδυνατώ να σού χαρίσω την καρδιά μου, αλλά θα σού φερθώ καλά. Δυσκολεύομαι να σε αγαπήσω, αλλά θα σε υπηρετήσω”. Είναι μία ψεύτικη σχέση που ο Θεός δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί.

Το τελευταίο βήμα στο δρόμο για τη Σαρακοστή μας δίνεται μέσα από την παραβολή των αμνών και των εριφίων που θέτει ενώπιον μας τον εξής προβληματισμό: Τι είναι αυτό που οφείλουμε να κρίνουμε κι αυτό που τελικά μας κρίνει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Είναι πιθανόν να νομίζουμε ότι κρινόμαστε με βάση την ικανότητά μας να θεολογούμε ή να μετέχουμε με την υψηλή θεωρία σ’ έναν κόσμο υπερβατικό. Ωστόσο, η παραβολή μας ξεκαθαρίζει ότι η ερώτηση του Θεού πρίν εισέλθουμε στη Θεία πραγματικότητα είναι πιο απλή: Έχετε γίνει άνθρωποι; Εάν όχι, μήν φαντάζεστε ότι θα μπορέσετε ποτέ να ομοιάσετε τον Θεό, τον Θεάνθρωπο Ιησού, που είναι το μέτρο για κάθε τι.

Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σε μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετράμε την ατομική μας σχέση με τον Θεό, πόσο πιστοί είμαστε ή πόσα γνωρίζουμε για τον Θεό, ζητήματα που έχουν να κάνουν μ’ αυτό που ονομάζουμε “πιετισμό”, σε αντίθεση με τον χριστιανισμό. Αλλά η ερώτηση του Κυρίου είναι η εξής: Είστε άνθρωποι ή μήπως υπ-άνθρωποι; Με άλλα λόγια, είστε ικανοί ν’ αγαπήσετε ή όχι; Ήμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, άρρωστος. Ήσασταν σε θέση ν’ ανταποκριθείτε στη δυστυχία μου με οποιοδήποτε κόστος και με όλη σας την καρδιά, ή όχι;

Σ’ αυτό το σημείο άς θυμηθούμε όσα είπαμε για τον Τελώνη και τον Φαρισαίο. Ο Χριστός δεν μας ζητά να εκπληρώσουμε το νόμο. Δεν πρόκειται να ζυγίσει το ψωμί και το νερό που προσφέραμε, ούτε θα αριθμήσει τις επισκέψεις μας σε ασθενείς και τα παρόμοια. Αυτό που θα μετρήσει είναι η ανταπόκριση της καρδιάς μας. Η πράξη συχνά καθ’ αυτή δεν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε άνθρωποι τη στιγμή που, σαν τον Τελώνη και τον Άσωτο γιό, θα έχουμε φτάσει στην αγάπη και η καρδιά μας θα ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού και στον ανθρώπινο πόνο. Έχοντας αυτό κατά νού δεν θα μπούμε ποτέ στη διαδικασία να αισθανθούμε δικαιωμένοι γιατί δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά στην εκπλήρωση του νόμου αλλά στο κατά πόσον αφομοιώσαμε το νόμο ώστε αυτός να δώσει καρπό μέσα μας το μυστήριο της αγάπης.

Έτσι θα αρχίσουμε να κατανοούμε τον ανακαινιστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η περίοδος της Σαρακοστής. Θα έχουμε περάσει από όλα τα στάδια της κρίσης και θα έχουμε αφήσει πίσω μας το σκοτάδι και το νόμο, ενώ μπροστά μας θα αντικρίζουμε το μυστήριο της σχέσης που καλείται “έλεος” ή “Χάρη”. Και θα είμαστε πλέον αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο με την ουσία της ανθρωπιάς μας, που αξίζει να θυμόμαστε πώς δεν είναι τίποτε άλλο από την ομοίωσή μας με τον Χριστό.

Με αυτές τις σκέψεις άς πορευτούμε στον καιρό της νηστείας. Άς ξεκινήσουμε μέσα από τα αναγνώσματα και τις προσευχές της Εκκλησίας, για να βαδίσουμε τη μακριά πορεία της μετά-νοιας. Έτσι, θα ανακαλύψουμε την ενέργεια της Θείας χάρης που μόνον αυτή έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει να μοιάσουμε με τον Χριστό.

Από λόγο που εκφωνήθηκε στο Λονδίνο το 1987

(Μετάφραση από τα Αγγλικά: Α. Μπύρου)



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ