ΤΕΥΧΟΣ 85

Καλοκαίρι 2003


 

Ο χώρος και ο χρόνος στη ζωή της Εκκλησίας

Το παρόν και το παρελθόν

Είναι ίσως και τα δυό παρόντα στο μέλλον

και το μέλλον περιέχεται μέσα στο παρελθόν.

(T.S. Elliot)

Η έννοια του εκκλησιαστικού χωροχρόνου αποτελεί ένα μυστήριο που, όταν δεν αντιμετωπίζεται με αδιαφορία, προκαλεί μάλλον αμηχανία. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η ζωή της Εκκλησίας υπερβαίνει τους όρους του χρόνου και του χώρου με την έννοια που αυτοί σηματοδοτούν την καθημερινότητά μας και κινείται σε διαστάσεις που μας αποκαλύπτουν την αιωνιότητα.

Έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αλλά και το εδώ και το εκεί, το άνω και το κάτω, σαν αντικειμενικές συντεταγμένες που προσδιορίζουν το γενέθλιο, τη ζωή και τον θάνατο. Ο χρόνος ως πορεία προς τη φθορά, και ο χώρος ως το τοπικό πλαίσιο που τα γεγονότα “λαμβάνουν χώρα”, οριοθετούν τη βιωτή μας και πολύ συχνά τη νοηματοδοτούν: Χωρίς ημερομηνίες και τόπους καταρρέει η αρχή, το μέσον και το τέλος της ίδιας της ύπαρξης, καταργείται η λογική συνοχή των πραγμάτων και του κόσμου -ή τουλάχιστον έτσι το προσλαμβάνουμε σ’ ένα πρωταρχικό επίπεδο.

Η ζωή της Εκκλησίας και ιδιαίτερα η λατρεία δεν περιορίζονται από μία τέτοια χρονική και στατική δομή. Η Εκκλησία, το Σώμα του Θεού, αποκαλύπτεται ως “αδιάστατο νυν”. Στους κόλπους της ενοποιείται το παρελθόν και το μέλλον σε αιώνιο παρόν. “Το νυν, εφ’ ημών μεν το ακαριαίον και το αδιαίρετον του χρόνου σημαίνει^ επί δε Θεού πάντα κατά την του νυν αίσθησιν παράκειται”1. Ο εορταστικός και λειτουργικός κύκλος έρχεται να βεβαιώσει του λόγου το αληθές: Δεν πρόκειται για απλή ανάμνηση γεγονότων, ούτε για τυπολατρική αναπαράσταση ή μεταφορά, αλλά μία κλήση για ενεργή συμμετοχή στο “σήμερον”: “Ουρανόν εφύμνιον, εν γή τελείται λαμπρώς, επίγειον πανήγυριν νυν”, “Σήμερον γεννάται εκ παρθένου ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν”, “Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι”, “Σήμερον ο ουρανού και γης ποιητής παραγίνεται σαρκί εν Ιορδάνη”, Ο εκ Προφήτου Προφήτης... σήμερον υπ ανόμου βασιλέως την κάραν απετμήθη”, “Σήμερον άπασα κτίσις αγάλλεται, ότι το Χαίρε σοι, φωνεί αρχάγγελος”. Στον Μεγάλο Κανόνα του Αγ. Ανδρέα αρχιεπισκόπου Κρήτης του Η’ αιώνα, ο ίδιος ο άγιος “μυσταγωγεί” παρούσης και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας που ο βίος της θέλει να έχει ζήσει έναν αιώνα πρίν. Χωρίς τέλος οι αναφορές.

Αλλά κι οι διαστάσεις του χώρου διαφοροποιούνται από το κοσμικό μας πλαίσιο, αφού η Θεότητα είναι “υπέρ το που”. Ποικιλόμορφοι οι εικονισμοί του “αχώρητου”: Στην εικόνα της Πεντηκοστής ο Απ. Παύλος –ενίοτε μαζί με τον Λουκά και τον Μάρκο- συμπαρίσταται με τους αποστόλους στο γενέθλιο της Εκκλησίας, ενώ οι ιστορικές πηγές τους συγκαταλέγουν μεταγενέστερα στους κόλπους της. Το Πνεύμα το Άγιο “όπου θέλει ρεί”. Στην εικόνα της Μεταμορφώσεως οι μαθητές εικονίζονται σε τόπο κοινό με τον Μωϋσή και τον Ηλία. Οι χορείες των Αγγέλων, των Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων και Μαρτύρων μαζί με τα πρόσωπα των κεκοιμημένων δικαίων “παρεστήκασι” και συνεορτάζουν σε τόπο κοινό με αυτό των ζώντων. Οι παρόντες γίνονται “ομόχωροι” και σύγχρονοι με τους απόντες, τα πρόσωπα της Παλαιάς με αυτά της Καινής Διαθήκης, εναγκαλίζονται όλοι “εν πόλει ζώντος Θεού”.

Η έλλειψη της ζωγραφικής προοπτικής στη Βυζαντική αγιογραφία προϋποθέτει το ίδιο μυστήριο. Τα όρη, τα σπήλαια, οι ναοί, τα πρόσωπα βρίσκονται όλα σε πρώτο πλάνο, χωρίς βάθος, χωρίς απόσταση. Ενώ η ασυμμετρία και ανομοιότητα της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής φανερώνουν την απουσία της στατικότητας, αυτό το αναποδογύρισμα της συμβατικής μας αντίληψης για τη δομή του χώρου: “Η σύνθεση στο βυζαντινό οικοδόμημα... αρχίζει από τα πάνω προς τα κάτω και όχι αντιστρόφως”.

Αυτό που διαφοροποιεί τον χώρο και τον χρόνο της ζωής της Εκκλησίας είναι ότι “περιγράφει”, με αποφατικό πάντοτε τρόπο, τις “διαστάσεις” του Θεού: το άπειρο, το αχώρητο, το απερινόητο, “το άρρευστον, το άτρεπτον, το αναλλοίωτον”. Κι έτσι αποκαλύπτεται ότι αυτό που συγκροτεί τη ζωή της Τριαδικής Θεότητας και κατ’ επέκταση την Εκκλησία δεν είναι οι κοσμολογικές διαστάσεις της κτίσης, αλλά κάτι πολύ ουσιαστικότερο: η κοινωνία των προσώπων. “Σώμα έν εσμέν ημείς κακείνοι, μετά ακριβείας αλλήλοις συνδεδεμένοι, ει και την εσχάτην των μελών επέχομεν τάξιν και το σώμα τούτο ου χρόνος διίστησιν, ου τόπος^ συνδεδέμεθα γαρ αλλήλοις, ου νεύρων περιβολαίς, αλλ’ αγάπης δεσμοίς περιβεβλημένοι πάντοθεν”, λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η κατάργηση των χρονικών και τοπικών ορίων στη ζωή της Εκκλησίας δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά την συνεκτική δύναμη της Θεϊκής αγάπης που, δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι, συνέχει την κτίση και τα κτίσματα.

Αυτή η αγαπητική δύναμη στην πραγματικότητα μας επιτρέπει να ψηλαφούμε την ενότητα του χωροχρόνου έστω και όταν μένουμε άγευστοι της ζωής της εκκλησίας. Έτσι, αν θελήσουμε σχηματικά να αντιληφθούμε με ποιόν τρόπο η σχέση επιτρέπει την κατάργηση των κοσμικών διαστάσεων, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Η τοπική και χρονική απουσία του από την καθημερινότητά μας δεν συνεπάγεται την κατάργηση όσων μας συνδέουν με τον αγαπώμενο. Απεναντίας, σε πολλές περιπτώσεις, είναι αυτή η απουσία του που κάνει περισσότερο ψηλαφητή την ύπαρξή του, τις συγκεκριμένες στιγμές που συζητήσαμε και γελάσαμε και αγγίξαμε ο ένας τον άλλον. Ο θάνατος παύει να σημαίνει λήθη, αλλά αναδεικνύει την α-λήθεια του ανθρώπινου προσώπου.

Το ίδιο μπορεί να πεί κανείς ότι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, επιστρέψουμε στη γή των παιδικών μας χρόνων μετά από πολύχρονη απουσία. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο. Κάπου όμως μέσα στον καμβά της μνήμης θα “βλέπουμε” τα πρόσωπα και τα πράγματα του παρελθόντος απαράλλακτα να ζωντανεύουν με την ενάργεια της φωτογραφικής εικόνας. Είναι το προσωπικό μας βίωμα που “διασώζει” και ενοποιεί το παρελθόν με το παρόν.

Ο εκκλησιαστικός χωροχρόνος ωστόσο δεν περιάγεται από κάποια μαγική δύναμη που καταργεί τις ιστορικές συντεταγμένες των γεγονότων και συγχύζει το νού. Εξάλλου ο ιστορικός τόπος και χρόνος μαρτυρείται ποικιλοτρόπως μέσα από την υμνολογία και τα αναγνώσματα. Αλλά, ως άλλο λογικό μυστήριο ενεργείται με τη συμμετοχή των πιστών. Η προσωπική μας συνέργεια έγκειται στο γεγονός ότι προσλαμβάνοντας τους νέους όρους στους οποίους μας εισάγει η εκκλησία, αποδεχόμαστε να μεταποιήσουμε τις πεπερασμένες διαστάσεις του εαυτού μας και του περιβάλλοντος χώρου σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κι αυτή η “αλλοίωση” είναι μέρος της ίδιας της μετάνοιας –της αλλαγής του νού και της επαναφοράς στην αρμονία και την πληρότητα του αρχικού μας προορισμού. Για να επανέλθουμε στον ποιητή που με έμπνευση μας θυμίζει ότι,

Ποτέ δε θα πάψουμε να εξερευνούμε

και το τέλος ολόκληρης της εξερεύνησής μας

θα είναι ότι θα φτάσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε

και θα γνωρίσουμε το μέρος για πρώτη φορά

μέσα από την άγνωστη, αλησμόνητη πύλη

όταν το μόνο που θα χει μείνει στη γή ν’ ανακαλύψουμε

είναι αυτό που κάποτε ήταν η αρχή.

(T.S. Eliot: Little Gidding)

 

Α.Μ.


Η εν Χριστώ χαρά

Η χαρά του Χριστιανού είναι σιωπηλή και γαλήνια. Δεν είναι θορυβώδης και ανήσυχη, δεν ξεσπά σε γέλια και κραυγές. Όποιος την έχει μέσα του, “μόλις ησυχή μειδιάσει”. Η εν Χριστώ χαρά δεν φαίνεται από εξωτερικά σημάδια, μόνο ακτινοβολεί με τρόπο μυστικό.

Η αληθινή χαρά του Χριστού συνδέεται με την ευλογημένη θλίψη της μετανοίας, γιατί μόνο μέσω της θλίψεως αυτής και του σταυρού έρχεται ο άνθρωπος σε επαφή με τον Θεό, που είναι η μοναδική πηγή της χαράς. Έτσι έζησαν οι άνθρωποι του Θεού και έτσι μας δίδαξαν να ζούμε κι εμείς την πίστη μας. “Εγγύς ο Θεός της λυπηράς καρδίας”.

Ο άμετρος γέλωτας δεν φανερώνει γνήσια χαρά, παρά έχει σκοπό τη φυγή από την αληθινή κατάσταση του ανθρώπου, μέσα από ένα τεχνητό προσωπείο. Δεν συνδέεται με τη σύννοια και τη νήψη του ανθρώπου που βρίσκεται σε μια επιφυλακή αναζήτησης και διόρθωσης. Δεν καλλιεργεί την ψυχή προς σωτηρία. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος: “Ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε” και ο Χρυσόστομος γράφει “πένθους ο παρών καιρός, και θλίψεως και δουλαγωγίας, και αγώνων και ιδρώτων, σύ δε γελάς;”

Η στενή πύλη που καλούνται να περάσουν οι Χριστιανοί είναι θλίψη, αλλά θλίψη κατά Θεόν, γεμάτη ελπίδα, και όχι ανέλπιδη απόγνωση. Η πρώτη είναι σημείο μετανοίας και οδηγεί στη σωτηρία, ενώ η δεύτερη είναι σημείο θανάτου. Αυτή η θλίψη έχει μέσα της όλες τις ευλογίες και οδηγεί στην γαλήνια χαρά της αγιότητας. Ο άνθρωπος που αγωνίζεται στη ζωή του έχει κάθε στιγμή συναίσθηση της αδυναμίας του και της ελαχιστότητάς του μπροστά στη δόξα του Θεού. Έτσι, δεχόμενος την ευλογία, τη χάρη και το άμετρο έλεος του Θεού είναι ταυτόχρονα γεμάτος συστολή και θλίψη για την αστοχία και την αναξιότητά του. Γνωρίζει ότι τις δωρεές που του χαρίστηκαν μπορεί να τις χάσει κι αυτό τον συνέχει και τον γεμίζει σεμνότητα και σοβαρότητα. “Ει τοίνυν φως είναι βούλει, μίσει την ευτραπελίαν και την περιφοράν του γέλωτος”, μας λέγει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ενώ στην αγία Γραφή διαβάζουμε: “Μωρός εν γέλωτι ανυψοί φωνήν αυτού, ανήρ δε πανούργος (δηλαδή φρόνιμος) μόλις ησυχή μειδιάσει”, και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος “Ει ουδέν ούτω τη ταπεινοφροσύνη ως το πένθος συνέρχεται, ουδέν ούτως αυτή ως ο γέλως ανθέστηκεν”.

Αυτό, δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί που ακολουθούν τον Χριστό συνθλίβονται μέσα στη λύπη. Πρέπει να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στη χριστιανική σοβαρότητα, που είναι γεμάτη ελπίδα, πραότητα και γαλήνη, και στην σκυθρωπότητα του τεθλιμμένου, που στερείται τη χαρά. “Γίνου σύννους”, μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, “δεδοίκασι γαρ σύννοιαν οι δαίμονες, ως οι κλέπται τους κύνας”.

Άς σημειώσουμε πάντως, ότι η γνήσια κωμωδία δεν αποσκοπεί στην άμετρη και ανούσια ευτραπελία, αλλά αναδεικνύει με νοήμονα τρόπο αυτό που είναι κωμικό, φωτίζοντας την ανθρώπινη κατάσταση. Έτσι, το γέλιο που αποσπά είναι γέλιο που ελευθερώνει και ψυχαγωγεί την ψυχή. Οδηγεί το νού στη διάκριση των καταστάσεων και διδάσκει αυτό που είναι ελαφρύ, ώστε να γίνει φανερό αυτό που απομένει στο βάθος. Με τον τρόπο αυτό φωτίζει το νόημα και άρα δεν στέκεται εμπόδιο στη μετάνοια και τη σωτηρία. Η αληθινή κωμωδία δεν είναι ποτέ μονοδιάστατη και δεν εξευτελίζει τις σημασίες. Αντίθετα, δημιουργεί μία κλίμακα αξιολόγησης και αναγνώρισης σημασιών, μέσα από τη δύναμη του αστείου. Γι’ αυτό και το αστείο είναι απαύγασμα της ανθρώπινης ευφυΐας, και η επιτυχής διατύπωσή του προϋποθέτει πνευματική διαύγεια και οξυδέρκεια. Το γέλιο που παράγει δεν είναι α-νόητο, αλλά όπλο ενάντια στον ανυπόστατο φόβο και το ψεύτικο δέος που υποδουλώνει την ψυχή. Το αληθινό αστείο συνοδεύεται από την έκπληξη της ανακάλυψης και αφήνει στην ψυχή τη γεύση της σύννοιας, που είναι συγγενική με την ελπιδοφόρα θλίψη.

Η εν Χριστώ χαρά είναι δώρο του αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό δεν συμβαδίζει με την αστοχία της αμαρτίας, που απομακρύνει τον άνθρωπο από τη δωρεά του Θεού. Αγώνας για τη χαρά είναι αγώνας ενάντια στην αμαρτία. Στον μικρό Παρακλητικό Κανόνα διαβάζουμε την παρακάτω προσευχή: “Χαράς μου την καρδίαν πλήρωσον Παρθένε, η της χαράς δεξαμένη το πλήρωμα, της αμαρτίας την λύπην εξαφανίσασα”.

Ο Χριστός μας διδάσκει ότι αν θέλουμε να τον ακολουθήσουμε οφείλουμε να σηκώσουμε με χαρά ένα σταυρό θλίψεως. Είναι ο σταυρός της ελευθερίας από την εμπάθεια του εγωϊσμού και της φιλαυτίας. Από την άλλη μεριά, η πτώση της φύσεως είναι συνώνυμη με τη θλίψη: “Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε. Εγώ νενίκηκα τον κόσμον”.

Αυτοί που μας μίλησαν για τη χριστιανική χαρά την έζησαν μόνον αφού πέρασαν μέσα από τη θλίψη της μετάνοιας, γι’ αυτό ποτέ δεν μίλησαν για τη χαρά χωρίς να μιλήσουν για τη λύπη, ώσπου στο εκκλησιαστικό λεξιλόγιο καθιερώθηκε πια η λέξη χαρμολύπη, που εκφράζει όλο το μυστήριο της εν Χριστώ ζωής. Χαρά χωρίς τη λύπη της μετανοίας δεν είναι χαρά εν Χριστώ. Χαρά και λύπη είναι και τα δύο δώρα του αγίου Πνεύματος αχώριστα, έτσι που αν λείπει το ένα από την ψυχή μας, το άλλο παύει να είναι κατά Θεόν. Η λύπη για τις αμαρτίες χωρίς την χαρά της ελπίδας δεν είναι μετάνοια, αλλά απόγνωση, η χειρότερη από τις αμαρτίες.

Την χριστιανική χαρά την νιώθουν εκείνοι που καταλαβαίνουν στα κατάβαθα της ψυχής τους τα παράξενα αυτά λόγια του ψαλμωδού βασιλέα: “Μία ηττησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω. Του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού”.

Από τις "Ρίζες" περίοδος Α΄

Προσαρμογή για την Επίγνωση: Ι. Κ.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ