ΤΕΥΧΟΣ 86

Φθινόπωρο 2003


Το παρόν τεύχος αποτελεί μικρό αφιέρωμα στα μυστήρια της Θείας Κοινωνίας και Εξομολόγησης.

Το κείμενο του πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν, αφού εγκρίθηκε από τη σύνοδο των επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, μοιράσθηκε στις κατά τόπους ενορίες με τη μορφή ποιμαντικής επιστολής προς κλήρο και λαό για να επισημάνει τις στρεβλώσεις που παρατηρούνται στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Παρ’ όλο που συντάχθηκε το 1972 διατηρεί -τουλάχιστον για τα Ελληνικά δεδομένα- ακέραιη τη σημασία του. Εδώ δημοσιεύεται το κυρίως μέρος του.

Στη συνέχεια παραθέτουμε, σε διασκευή, τέσσερις ομιλίες του Μητρ. Άντονυ (Μπλούμ) του Σουρόζ για το μυστήριο της εξομολόγησης, που εκφωνήθηκαν στο τέλος του 1999 ύστερα από αίτημα των πιστών. Η απλότητα της εκφοράς του προφορικού λόγου διατηρείται σε πολλά σημεία. Ο Μητρ. Άντονυ κοιμήθηκε στις 4 Αυγούστου 2003 αφήνοντας πλούσιο συγγραφικό έργο που το διακρίνει η αγάπη του για τον Χριστό και την Εκκλησία.

Τα κείμενα μετέφρασε από τα Αγγλικά η Α. Μπύρου.

Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία
του πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν

Τα ερωτήματα και ο προβληματισμός για τη συχνότητα της θείας Κοινωνίας, για τη σχέση ανάμεσα στο μυστήριο της Ευχαριστίας και της εξομολόγησης, όπως και τα ερωτήματα που αφορούν την ουσία και τον τύπο της εξομολόγησης, είναι σήμερα σημάδια ζωντάνιας και εγρήγορσης του εκκλησιαστικού σώματος. Φανερώνουν ότι ανάμεσα στους Ορθοδόξους υπάρχει φανερό ενδιαφέρον για το ουσιώδες και δίψα για ό,τι είναι πνευματικά γνήσιο. Θα ήταν λοιπόν εσφαλμένο να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε τέτοια ερωτήματα απλώς με “διοικητικά” μέτρα, με θεσπίσματα και απαγορευτικές εγκυκλίους. Γιατί, στην πραγματικότητα αυτό με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι είναι ένα καίριο πνευματικό ερώτημα που αφορά ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας.

Μόνο ένας πνευματικά τυφλός και αδιάφορος άνθρωπος θα αρνιόταν ότι παρά τη σχετική της ευημερία, εξωτερική και υλική, αυτό που απειλεί την Εκκλησία προέρχεται εκ των έσω και δεν είναι παρά ο κίνδυνος της εκκοσμίκευσης, της βαθιάς πνευματικής αποσύνθεσης. Τα τραγικά συμπτώματα αυτού του μαρασμού έχουν εμφανισθεί πολύ καιρό πρίν. Οι ατελείωτες διαμάχες πάνω στα καταστατικά των ενοριών, το ευρέως διαδεδομένο ενδιαφέρον των ενοριτών για την προάσπιση των “συμφερόντων”, των “δικαιωμάτων” και των “περιουσιακών” έναντι της ιεραρχίας και του κλήρου, η απίστευτη ευκολία με την οποία ακόμη και παλιές και ιστορικές ενορίες απλά εγκαταλείπουν την Εκκλησία χάριν αυτών των “δικαίων αιτημάτων”, ο εγκεντρισμός ουσιαστικά όλων των εκκλησιαστικών συμβουλίων, εθνικών, επισκοπικών και ενοριακών πάνω στα εξωτερικά, τα υλικά και τα “νόμιμα” -όλα αυτά αποκαλύπτουν τέτοια βαθιά εκκοσμίκευση του νού και της συνείδησης που προκαλούν ανησυχία για το μέλλον της Εκκλησίας, η οποία αντιθέτως δεν δείχνει να συνειδητοποιεί το πραγματικό εύρος και βάθος της κρίσης.

Κι όμως, είναι ακριβώς αυτή η εκκοσμίκευση, που οδηγεί τόσους ανθρώπους και ιδιαίτερα νέους μακριά από την Εκκλησία, αφού κανείς δεν τους μιλά για το αληθινό της νόημα και τι σημαίνει να είναι μέλη της. Μέσα στην ίδια την Εκκλησία η έκκληση για εμβάθυνση στην εσωτερική και πνευματική ζωή ακούγεται σπάνια και συχνά το “πνευματικό” εξαντλείται σε συνεστιάσεις, επετειακές πανηγύρεις, οικονομικές εξορμήσεις και ψυχαγωγικά προγράμματα.

[...]
Υπάρχει μία τάση να επιλύουμε όλα τα φλέγοντα και δύσκολα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της μετοχής στη θεία Κοινωνία, με απλές αναφορές στο παρελθόν: στις πρακτικές που χαρακτηρίζονταν ως κανονικές στη Ρωσία, την Ελλάδα, την Πολωνία, κ.λπ. Αυτή η τάση, ωστόσο, δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη. Γιατί συχνά το παρελθόν, ανεξαρτήτως χώρας, απείχε πολύ από το να είναι ορθόδοξο και σωστό. Για να αντιληφθούμε το γεγονός αυτό αρκεί να διαβάσουμε, για παράδειγμα, τις παρατηρήσεις του καθολικού σώματος της Ρωσικής ιεραρχίας στα έτη 1905-1912 [..]. Κυριολεκτικά χωρίς εξαιρέσεις, οι τότε Ρώσοι επίσκοποι, από τους πιο κατηρτισμένους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναμφίβολα από τους πιο παραδοσιακούς, χαρακτήρισαν την πνευματική, λειτουργική, εκπαιδευτική κ.λπ κατάσταση της Εκκλησίας ως βαρύτατα ελλιπή, και απαιτούσαν επείγουσες αλλαγές. Κατ’ αρχήν ο Χομιάκοφ αποκήρυξε κάθε τι που έδενε στο άρμα του δυτικού Σχολαστικισμού και Νομικισμού τα αληθινά ζωντανά και παραγωγικά στοιχεία της Ρωσικής θεολογίας. Ο Μητροπολίτης Άντονυ (Κραποβίτσκυ) έκανε έκκληση για ριζική αναμόρφωση των Ρωσικών ιερατικών σχολών και ακαδημιών. Και ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης καταδίκαζε με αυστηρότητα την χλιαρότητα και τον τυπικό ευσεβισμό της Ρωσικής κοινωνίας που είχε υποβαθμίσει τη μετοχή στη θεία Κοινωνία σε μία “άπαξ του έτους υποχρέωση” και την Θεανδρική ζωή της εκκλησίας στο επίπεδο των “εθίμων”. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, οι απλές αναφορές και εκκλήσεις στο παρελθόν δεν θα ήταν δόκιμες, αφού το ίδιο το παρελθόν χρήζει επαναξιολόγησης υπό το φως της γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης. Το μοναδικό κριτήριο είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση αυτή η ίδια η Παράδοση και ο προβληματισμός αφορά τον τρόπο που θα την ενσωματώσουμε στην παρούσα κατάσταση, που διαφέρει τόσο ριζικά από το παρελθόν.

Αυτή η κατάσταση προσδιορίζεται κυρίως από μία βαθιά πνευματική κρίση της κοινωνίας, του πολιτισμού, του ίδιου του ανθρώπου. Η εκκοσμίκευση είναι η απομάκρυνση της ανθρώπινης ζωής από τον Θεό. Αυτή είναι η κρίση που αρχίζει να επηρεάζει και την Εκκλησία. Είναι επικίνδυνο και αφελές να νομίζει κανείς ότι η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας μπορεί να σταματήσει με αποφάσεις και διοικητικές πράξεις. Γιατί, καταρχήν, η εκκοσμίκευση πλήττει τον θησαυρό της Εκκλησίας, τα άγια των αγίων –τα θεία Μυστήρια.

Εκκοσμίκευση & μυστήρια

Αν ξεκινώ αυτή την αναφορά στα μυστήρια με γενικές παρατηρήσεις που αφορούν την κατάσταση του κόσμου και της Εκκλησίας, είναι γιατί είμαι πεπεισμένος ότι το νέο ενδιαφέρον πάνω στις μυστηριακές πρακτικές και τους κανόνες πηγάζει από αυτή τη μεγάλη κρίση και συνδέεται άμεσα μαζί της. Έχω τη γνώμη ότι ο προβληματισμός για τη συμμετοχή του λαού στα Μυστήρια είναι στην πραγματικότητα το κλειδί για την είσοδο στην καθολικότητα της εκκλησιαστικής ζωής^ στη λύση αυτού του προβλήματος στηρίζεται εν τέλει το μέλλον της Εκκλησίας, η αναγέννηση ή η αποσύνθεσή της.

Εκεί όπου η Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία έχουν γίνει και πάλι “το κέντρο της χριστιανικής ζωής”, τα προβλήματα των σχέσεων της ενορίας με την Εκκλησία και την ιεραρχία, τα προβλήματα με τους κανόνες και τις οικονομικές δεσμεύσεις, παύουν να υπάρχουν. Κάτι, βέβαια, που δεν είναι τυχαίο. Γιατί, όπου η ενοριακή ζωή δεν θεμελιώνεται πάνω απ’ όλα στον Ιησού Χριστό –που σημαίνει πάνω σε μια ζωντανή και σταθερή κοινωνία μαζί Του και μέσω Αυτού με το μυστήριο της Παρουσίας Του, τη θεία Ευχαριστία- εκεί, αργά ή γρήγορα αλλά αναπόφευκτα, κάτι διαφορετικό θα αναδυθεί και θα επικρατήσει: τα “περιουσιακά” και η “διεκδίκησή τους”, οι πολιτικές σκοπιμότητες, τα εθνικιστικά φρονήματα, οι υλικές επιτυχίες, η “καύχηση” της κοινότητας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πλέον ο Χριστός, αλλά κάτι άλλο που διαμορφώνει, και εντέλει απ-οικοδομεί, την ενοριακή ζωή.

Μέχρι πρόσφατα και για πολύ καιρό, οι ενορίες μας παράλληλα με τη θρησκευτική τους αποστολή είχαν ένα είδος φυσικού υποστηρίγματος: φυλετικού, εθνικού, γλωσσικού. Οι ενορίες ήταν το πλαίσιο και ο τρόπος ένωσης των μεταναστών, δηλαδή των εθνικών εκείνων μειονοτήτων που αναζητούσαν συγκροτημένη ταυτότητα και επιβίωση στην Αμερικανική κοινωνία, που αρχικά ήταν ξένη και αργότερα εχθρική απέναντί τους. Τώρα, ωστόσο, αυτή η “μεταναστευτική” περίοδος της ιστορίας της εκκλησίας μας οδηγείται ραγδαία προς το τέλος της. Αυτή η “φυσική” βάση γρήγορα καταρρέει και εξαφανίζεται. Το επόμενο ερώτημα είναι το εξής: Τι θα την αντικαταστήσει; Μήπως είναι οδυνηρά ξεκάθαρο ότι εάν δεν αντικατασταθεί από την ίδια την αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας –την εν Χριστώ ενότητα- τότε αναγκαστικά θα εκφυλιστεί σε μία αθεολόγητη, ή και αντίχριστη θεώρηση της ενορίας ως απλού αποδέκτη και διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων; ...] Γιατί, είναι πλέον γνωστό και αποδεδειγμένο ότι αυτό που δεν καταφέρνει να ενώσει τους ανθρώπους γύρω του, τους συσπειρώνει εναντίον του. Κι εδώ βρίσκεται η τραγική διάσταση της παρούσας κατάστασης.

Αυτός είναι ο λόγος που το ερώτημα περί μυστηρίων έχει τέτοια ιδιαίτερη σημασία. Μόνο στα μυστήρια μπορούμε να βρούμε αυτό που μας τροφοδοτεί μ’ έναν θετικό τρόπο: την αρχή της ενότητας, που τόσο φανερά λείπει από την εκκλησιαστική ζωή σήμερα. Μόνο στα μυστήρια είναι ριζωμένη αυτή η δυνατότητα για αλλαγή της νοο-τροπίας μας. Εάν έχει προκύψει ένας έντονος προβληματισμός σήμερα, είναι γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι, συνειδητά ή ασυνείδητα, αναζητούν μία επαναθεώρηση, μία νέα “βάση” που θα έδινε τη δυνατότητα στην ενορία να ανακαλύψει το εκκλησιαστικό της νόημα και να θέσει τέρμα στη ραγδαία και λυπηρή “εκκοσμίκευση”.

Μαρασμός και ανακαίνιση της Ευχαριστιακής πρακτικής

Πολύ περιεκτικά θα συνοψίζαμε την δογματική και ιστορική πλευρά της συμμετοχής των πιστών στη θεία Ευχαριστία, ως εξής:

Είναι γνωστό και αδιαμφισβήτητο ότι στην πρώτη Εκκλησία η κοινωνία όλων των πιστών, σε κάθε Λειτουργική σύναξη, είναι αυταπόδεικτος κανόνας. Αυτό που πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί είναι ότι αυτή η συγκροτημένη συμμετοχή γίνεται αντιληπτή όχι μόνο ως πράξη προσωπικής ευσέβειας και αγιασμού, αλλά πάνω απ’ όλα, ως πράξη που πηγάζει από την ίδια την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας: πλήρωση και πραγμάτωση της συμμετοχής. Η Ευχαριστία προσδιορίζεται και βιώνεται ως “το μυστήριο της Εκκλησίας”, “το μυστήριο της σύναξης”, “το μυστήριο της ενότητας”. “Ενώθηκε μαζί μας και σκήνωσε το Σώμα Του μέσα μας, ώστε να συγκροτήσουμε μία ολότητα, να γίνουμε ένα σώμα ενωμένο με την Κεφαλή”, γράφει ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η πρώτη Εκκλησία απλά δεν γνωρίζει σημείο ή κριτήριο για τα μέλη της άλλο, από τη μετοχή στο μυστήριο. Ο αφορισμός από την εκκλησία οροθετείται με τον αφορισμό από την ευχαριστιακή σύναξη μέσα στην οποία η Εκκλησία εκπληρώνει και αποκαλύπτει εαυτήν ως Σώμα Χριστού. Η Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χριστού είναι η άμεση συνέπεια του βαπτίσματος: του μυστηρίου της εισόδου μας στην Εκκλησία, όπου δεν τίθενται πλέον άλλοι “όροι” για τη μετοχή μας. Το μέλος της Εκκλησίας είναι το πρόσωπο που, μέσα από τα μυστήρια, βρίσκεται σε κοινωνία με αυτήν^ Αυτή η κατανόηση της Κοινωνίας, ως το πλήρωμα της μετοχής στην Εκκλησία, μπορεί να χαρακτηριστεί εκκλησιολογική. Και παρόλο που αργότερα συσκοτίστηκε ή έγινε πολύπλοκη, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ^ παραμένει πάντοτε το ουσιαστικό μέρος της Παράδοσης.

Έτσι, λοιπόν, κανείς δεν πρέπει ν’ αναρωτιέται για την ίδια την πρακτική, αλλά τι ήταν αυτό που συνέβη και την αλλοίωσε. Πώς έγινε κι απομακρυνθήκαμε τόσο απ’ αυτήν, ώστε ακόμα κι η απλή αναφορά της να φαίνεται σε μερικούς –ιδιαίτερα κληρικούς- σαν ανήκουστη καινοτομία, σαν τριγμός στα θεμέλια. Γιατί, εδώ και αιώνες, εννιά στις δέκα Λειτουργίες τελούνται χωρίς την προσέλευση κοινωνούντων; -γεγονός που δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κανέναν φόβο ενώ αντιθέτως, η επιθυμία για συχνή θεία Κοινωνία ξεσηκώνει αληθινό τρόμο; Πώς είναι δυνατόν η διδασκαλία περί άπαξ του έτους κοινωνίας να καλλιεργείται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, ως μία αποδεκτή συνήθεια, η απομάκρυνση από την οποία σηματοδοτεί μόνο την εξαίρεση; Πώς, με άλλα λόγια, η κατανόηση του μυστηρίου της Ευχαριστίας έφθασε να γίνει τόσο εξατομικευμένη, τόσο ξένη προς την Εκκλησία, τόσο αλλότρια προς την ίδια την προσευχή της θείας Μετάληψης;

Το πνευματικό αίτιο για όλα αυτά, αν και πολύπλοκο ιστορικά, είναι απλό: Είναι ο φόβος της βεβήλωσης της ιερότητας του μυστηρίου, η ανησυχία για την ανάξια μετοχή, την καταπάτηση της μυσταγωγίας των ιερών και οσίων. Είναι ένας φόβος, βέβαια, πνευματικά ορθός, αφού “πύρ υπάρχων και φλέγων αναξίους”. Η περιδεής αυτή αντιμετώπιση εμφανίστηκε αρκετά νωρίς, αμέσως μετά τη νίκη της Εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορία των Εθνικών, μία νίκη που μεταμόρφωσε την χριστιανοσύνη σε σύντομο σχετικά διάστημα σε μία θρησκεία των μαζών, και οδήγησε στην ίδρυση Κρατικής Εκκλησίας και την εκλαΐκευση της λατρείας. Εάν κατά τη διάρκεια των διωγμών η συμμετοχή στην Εκκλησία επέβαλε στους πιστούς να ακολουθήσουν τη “στενή οδό” και να θέσουν ανάμεσα σ’ αυτούς και τον “κόσμο” μία αυτονόητη διαχωριστική γραμμή, τώρα πλέον με τη μετοχή ολόκληρου του “κόσμου” στη ζωή της Εκκλησίας, η γραμμή αυτή έτεινε προς κατάργηση και έτσι εμφανίστηκε ο πολύ πραγματικός κίνδυνος μιας κατ’ όνομα, επιφανειακής, και χλιαρής κατανόησης της χριστιανικής ζωής. Εάν, πρωτύτερα, η ίδια η ένταξη στην Εκκλησία είχε κάποια δυσκολία, τώρα, με την δεσμευτική συμπερίληψη ουσιαστικά του καθενός μέσα στους κόλπους της, κατέστη αναγκαίο να θεσμοθετηθούν κάποιοι έλεγχοι και περιορισμοί. Ήταν λοιπόν στα μυστήρια που κυρίως αφορούσαν οι όποιες ρυθμίσεις.

Ωστόσο εδώ, πρέπει να τονίσει κανείς, ότι ούτε οι Πατέρες ούτε τα λειτουργικά κείμενα ενθαρρύνουν τη μη συμμετοχή στα Μυστήρια^ μάλιστα ούτε κάν αφήνουν να εννοηθεί κάτι παρόμοιο. Δίνοντας έμφαση στην ιερότητα της Κοινωνίας και την “φοβερά” της φύση και καλώντας σε ανάλογη πνευματική ετοιμότητα, οι Πατέρες ούτε υποστήριξαν, ούτε ενέκριναν την ευρέως διαδεδομένη σύγχρονη αντίληψη ότι εφόσον το Μυστήριο είναι ιερό και μεγαλοπρεπές, οι πιστοί δεν πρέπει να προσέρχονται συχνά σ’ αυτό. Στους Πατέρες, η θεώρηση της Ευχαριστίας ως του μέγιστου Μυστηρίου της Εκκλησίας, ως του πληρώματος της ενότητας και της άνθισής της, συνεχίζουν να είναι αυταπόδεικτα.

“Δεν θα πρέπει”, γράφει ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός, “ν’ αποφεύγουμε την Μετάληψη επειδή θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς. Αλλά να προσερχόμαστε ακόμα πιο συχνά για τη θεραπεία της ψυχής και τον εξαγιασμό του νού, έχοντας όμως ταπείνωση και πίστη, ώστε αναλογιζόμενοι την αναξιότητά μας... να επιθυμούμε διακαώς την ίαση των πληγών μας. Είναι ανάρμοστο να μεταλαμβάνουμε μία φορά τον χρόνο, όπως ορισμένοι συνηθίζουν, θεωρώντας την ιερότητα των θείων Μυστηρίων προσιτή μόνο στους αγίους. Είναι προτιμότερο να σκεφτόμαστε ότι η Χάρη που λαμβάνουμε μέσα από το μυστήριο μας εξαγιάζει. Κάθε άλλη συμπεριφορά φανερώνει περισσότερο οίηση παρά ταπείνωση, καθώς οι άνθρωποι τις σπάνιες φορές που προσέρχονται πιστεύουν ότι είναι άξιοι της Κοινωνίας. Πολύ καλύτερο θα ήταν εάν, με ταπείνωση καρδιάς, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι των θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακή προς ίαση των ασθενειών μας, παρά τυφλωμένοι από περηφάνια να νομίζουμε ότι μετά την πάροδο ενός χρόνου αποχής γινόμαστε άξιοι της θείας Μετάληψης”.

Αναφορικά με την εξίσου διαδεδομένη θεωρία που διακρίνει την Μετάληψη ανάμεσα σε κληρικούς και λαό, κηρύσσοντας ότι οι πρώτοι πρέπει να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία ενώ οι λαϊκοί να αποθαρρύνονται από παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θα ήταν να ακούσουμε τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που όσο κανείς άλλος επέμενε στην μετοχή στη θεία Κοινωνία: “Υπάρχουν περιπτώσεις”, γράφει, “όπου ο ιερέας δεν διαφέρει από τον λαϊκό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσέλευση στα θεία Μυστήρια. Εκεί, τα δεχόμαστε όλοι ισότιμα σε αντίθεση με την πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης όπου άλλη τροφή προορίζονταν για τους ιερείς και διαφορετική για τον λαό, ενώ στα των ιερέων δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση από τους λαϊκούς. Τώρα δεν συμβαίνει πλέον έτσι, αλλά σε όλους προσφέρεται το ίδιο Σώμα και το ίδιο Αίμα...”

Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι είναι απλά αδύνατον να βρεί κανείς στην Παράδοση κάποια βάση που να δικαιώνει την παρούσα πρακτική της σπανιότατης, αν όχι ετήσιας, Μετάληψης των λαϊκών. Όλοι όσοι με σοβαρότητα και ευθύνη έχουν προσεγγίσει την Παράδοση, ...] διακρίνουν σ’ αυτή την πρακτική μία αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, μία απόκλιση από τα παραδεδομένα και τις γνήσιες υποδομές της Εκκλησίας. Και η πιο τρομακτική πλευρά αυτής της κατάπτωσης είναι ότι βρίσκει τη δικαίωση και αιτιολόγησή της μέσα από τους όρους του “σεβασμού” και του “δέους” απέναντι στην ιερότητα του μυστηρίου. Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, οι μη κοινωνούντες θα έπρεπε να βιώνουν τουλάχιστον κάποια θλίψη κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, μία αίσθηση ελλιπούς μετοχής και συντριβής, κάτι που στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Η μία γενιά Ορθοδόξων μετά την άλλη “παρακολουθούν” τη Λειτουργία απόλυτα πεπεισμένοι ότι η παρουσία τους εκεί είναι αρκετή και ότι απλούστατα η Κοινωνία δεν προορίζεται γι’ αυτούς. Και μία φορά το χρόνο εκπληρώνουν το “καθήκον” τους προσερχόμενοι στο Μυστήριο ύστερα από μία σύντομη εξομολόγηση. Το να προσπαθεί κανείς να ανακαλύψει έναν θρίαμβο της ιερότητας, μία πρακτική προστατευτική της αγιότητας, ή πολύ περισσότερο να δημιουργεί νέους κανόνες που να δικαιώνουν την παραφθορά, είναι αληθινά απίστευτο.

Σε κάποιες ενορίες, εκείνοι που εξέφρασαν την επιθυμία να προσέρχονται συχνότερα υποβλήθηκαν σε πραγματικό κατατρεγμό, τους ζητήθηκε να μήν επιμένουν “για χάρη της ειρήνης”, κατηγορήθηκαν ακόμη και για παρέκκλιση από την Ορθοδοξία! Θα μπορούσα να παραθέσω αποσπάσματα από φυλλάδια ενοριών που διδάσκουν ότι εφόσον η Μετάληψη είναι για μετανοούντες, κανείς πρέπει να απέχει από το μυστήριο κατά τον εορτασμό της Ανάστασης προκειμένου να μήν αμαυρώσει τη χαρά της ημέρας! Και το πιο τραγικό είναι ότι αυτή η κατάσταση δεν προκαλεί κάν τρόμο και δέος για το γεγονός ότι η ίδια η Εκκλησία γίνεται εμπόδιο στην πορεία του πιστού προς τον Χριστό! Αλήθεια, “όταν ούν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως... εστώς εν τόπω αγίω...” (Ματθ. 24:15)

Τελικά, δεν θα ήταν δύσκολο να δείξει κανείς ότι όποτε και όπου έχει παρατηρηθεί μία γνήσια αναζωογόνηση της εκκλησιαστικής ζωής, αυτή γεννήθηκε μέσα από αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως “ευχαριστιακή πείνα”. Τον εικοστό αιώνα η Ορθοδοξία πέρασε από μεγάλη κρίση. Και μόλις η κρίση αυτή έγινε αντιληπτή και κατανοήθηκε, υπήρξε μία στροφή προς τη θεία Κοινωνία ως “το κέντρο της Χριστιανικής ζωής”. Έτσι συνέβη στην κομμουνιστική Ρωσία, όπως μαρτυρούν εκατοντάδες πιστών. Το ίδιο συνέβη σε άλλα κέντρα της Ορθοδοξίας και στη διασπορά. [..] Ό,τι είναι αληθινό, ζωντανό, εκκλησιαστικό, γεννήθηκε μέσα από την ταπεινή και χαροποιό ανταπόκριση στον λόγο του Κυρίου: “ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ” (Ιω. 6:56).

Τώρα, λοιπόν, με τη βοήθεια του Θεού, αυτός ο ευχαριστιακός εγκεντρισμός, αυτή η δίψα για συχνότερη, κανονική προσέλευση στη θεία Κοινωνία και κατ’ επέκταση επιστροφή σε μία πιο γνήσια εκκλησιαστική ζωή, έκανε την εμφάνισή της εδώ στην Αμερική. Είμαι βέβαιος ότι τίποτα δεν θα προσφέρει μεγαλύτερη χαρά στους ιερείς και ιδιαίτερα τους επισκόπους από αυτή την αναγέννηση που μας δίνει τη δυνατότητα ν’ απομακρυνθούμε από τις πνευματικά νεκρές έριδες περί “περιουσιακών” και “δικαιωμάτων”, από την ιδέα της Εκκλησίας ως ενός εθνικο-κοινωνικού ομίλου της διασκέδασης και του πικ-νίκ, από τις οργανωμένες “νεολαίες” όπου το εκκλησιαστικό ενδιαφέρον και βίωμα έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Γιατί, όπως ήδη έχω πεί, δεν υπάρχει άλλου είδους υποδομή που να επιτρέπει αυτή την ανακαίνιση της Εκκλησίας ως ολότητας, και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Η όποια εθνικο-φυλετική βάση σταδιακά ξεθωριάζει. Κάθε τι που κινείται στα όρια μόνο του εθίμου, μόνο του τύπου, που λειτουργεί συμπληρωματικά στη ζωή αλλά δεν είναι το ίδιο ζωή, εξαφανίζεται. Ο λαός αναζητά το γνήσιο, το αληθινό και το ζωντανό. Έτσι, αν θέλουμε να ζούμε προοδεύοντας είναι φανερό ότι πρέπει να το κάνουμε μόνο πάνω στη βάση της αληθινής φύσης της Εκκλησίας... κι αυτή η φύση είναι το Σώμα του Χριστού, αυτή η μυστική ενότητα στην οποία ενσωματωνόμαστε μέσα από τη συμμετοχή μας “στον ένα Άρτο και Οίνο, στην κοινωνία του ιδίου Πνεύματος...”

[...] Όλα αυτά ωστόσο εγείρουν –με νέα οξύτητα και ένταση- το ερώτημα για την πνευματική ετοιμότητα πρό της θείας Κοινωνίας και, καταρχήν, για τη θέση της εξομολόγησης σε σχέση με το μυστήριο.

Εξομολόγηση και θεία Κοινωνία

Όταν η μετάληψη ολόκληρης της σύναξης σε κάθε Λειτουργία, που εξέφραζε τη μετοχή στην ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική της σπάνιας προσέλευσης, έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής της προσέλευσης το μυστήριο της Μετανοίας –δηλαδή της εξομολόγησης και καταλλαγής των πιστών με την Εκκλησία, με τη μεσιτεία της συγχωρητικής ευχής.

Η πρακτική αυτή –επαναλαμβάνω, φυσική και προφανής στην περίπτωση της σπάνιας προσέλευσης στη θεία Κοινωνία- επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Μετάληψη για το σώμα των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τον κλήρο. Έτσι, η εξομολόγηση προηγείται υποχρεωτικά –πάντοτε και σε κάθε περίπτωση- της μετάληψης. Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή στη Ρωσική Εκκλησία) δεν θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην Παράδοση, αλλά κατάφορα έρχεται σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της Εκκλησίας για την Κοινωνία και την Εξομολόγηση.

Για του λόγου το αληθές κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία για όσους είχαν αφοριστεί απ’ αυτήν, δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη. Γνωρίζουμε ότι, αρχικά, η ιδιαίτερα αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση άπαξ στη διάρκεια του βίου του μετανοούντα, αλλά αργότερα, ειδικά μετά την είσοδο στην Εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο χαλαρός. Στην ουσία του, το Μυστήριο της Μετανοίας ως μυστήριο συμφιλίωσης με την Εκκλησία αφορούσε εκείνους μόνο που η Εκκλησία είχε αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επ’ ακριβώς οριζόμενες στην Κανονική παράδοσή της. Κάτι, άλλωστε, που γίνεται φανερό κι από την συγχωρητική ευχή: “Αδελφέ, δι’ ό ήλθες προς τον Θεό, και προς εμέ, μη αισχυνθής^ ου γαρ εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως κι όχι την άλλη, ξένη στις ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκδοχή της, –“Εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί, σε απαλλάσσω...”- που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρεισέφρησε στα λειτουργικά μας βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας ανάμεσα στους Ορθοδόξους).

Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι οι “πιστοί”, δηλαδή οι “μη αφορισμένοι”, θεωρούνταν από την Εκκλησία αναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Κατά δεύτερον, η προσευχή για την συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Λειτουργίας (βλ. τον Τρισάγιο Ύμνο και τις δύο “Ευχές των πιστών”). Τέλος, η Εκκλησία πάντοτε φρονούσε ότι η Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εις άφεσιν αμαρτι ών”. Έτσι το θέμα εδώ δεν είναι η αναμαρτησία, που καμία συγχωρητική ευχή δεν είναι ικανή να την επιτύχει. Αλλά η διάκριση που πάντοτε γινόταν από την Εκκλησία ανάμεσα στην αμαρτία που εξορίζει τον άνθρωπο από τη ζωή της χάριτος της Εκκλησίας, και στην αμαρτωλότητα που αναπόφευκτα συνοδεύει τη ζωή κάθε ανθρώπινου όντος “που ζεί εν τω κόσμω και ενδύεται σάρκα”. Θα λέγαμε ότι μέσα στην ακολουθία της Λειτουργίας η φθαρείσα από την αμαρτία φύση μας “αναπλάθεται” όπως ομολογούμε στις ευχές των πιστών πρίν από την προσφορά των θείων Δώρων. Ενώπιον του Αγίου Ποτηρίου, τη στιγμή της πρόσληψης των Μυστηρίων, παρακαλούμε για συγχώρεση των αμαρτιών “εκουσίων τε και ακουσίων, εν λόγοις ή έργοις, εν γνώση και αγνοία” και εμπιστευόμαστε ότι, στο μέτρο της μετανοίας μας, θα λάβουμε αυτή την συγχώρεση.

Όλα αυτά βεβαίως σημαίνουν –και κανείς δεν το αρνείται- ότι ο μόνος πραγματικός όρος για την προσέλευση στα θεία Μυστήρια είναι η μετοχή μας στο Σώμα της Εκκλησίας, μετοχή που αντιστρόφως βρίσκει την πληρότητά της με την πρόσληψη των μυστηρίων. Η Μετάληψη δίνεται προς “άφεση αμαρτιών και ίαση ψυχών τε και σωμάτων”, πράγμα που υποδηλώνει με σαφήνεια, τι άλλο, παρά τη μετάνοια, τη συναίσθηση της πλήρους αναξιότητάς μας και τη συνείδηση της Κοινωνίας ως θείου δώρου που κανένα επίγειο όν δεν είναι “άξιο” να λάβει. Όλο το νόημα της προετοιμασίας για την Κοινωνία, όπως ορίστηκε από την Εκκλησία (στην Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως) δεν είναι να δημιουργήσει στον άνθρωπο το αίσθημα της “αξιότητας”^ αντίθετα, σκοπεύει στο να δείξει σ’ αυτόν την άβυσσο του ελέους και της άπειρης αγάπης του Θεού: “Τέκνον μου πνευματικόν, ο τη εμή ταπεινότητι εξομολογούμενος, εγώ ο ταπεινός και αμαρτωλός ουκ ίσχύω αφιέναι αμάρτημα επί της γης, ειμή ο Θεός... ο συγχωρήσας Δαυΐδ, διά Νάθαν του Προφήτου, τα ίδια εξομολογήσαντι αμαρτήματα, και Πέτρω την άρνησιν, κλαύσαντι πικρώς, και Πόρνη δακρυσάση επί τους αυτού πόδας, και Τελώνη και Ασώτω, αυτός ο Θεός, συγχωρήσαι σοι δι’ εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι^ και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ Βήματι”. Ενώπιον της Τράπεζας του Κυρίου, η μόνη “αξιωσύνη” των κοινωνούντων είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση της “αναξιότητάς τους”. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας.

Είναι επομένως υψίστης σημασίας για μας να κατανοήσουμε ότι η μετατροπή του μυστηρίου της εξομολόγησης σε μία αναγκαστική προϋπόθεση για την Κοινωνία, όχι μόνο συγκρούεται με την Παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει. Διαστρέφει καταρχήν το δόγμα της Εκκλησίας, δημιουργώντας δύο κατηγορίες μελών, η μία από τις οποίες είναι αφορισμένη στην πραγματικότητα από την Ευχαριστία. Επιπλέον, στρεβλώνει το νόημα και πλήρωμα της εκκλησιαστικής μετοχής. Δεν προκαλεί έκπληξη κατά συνέπεια το γεγονός ότι αυτοί που ο Απόστολος καλεί “συμπολίτες των αγίων και οικείους του Θεού” (Εφεσ. 2:19) γίνονται και πάλι “εθνικοί”, “εκκοσμικεύονται” και η μετοχή τους στην Εκκλησία μετριέται και ορίζεται με χρηματικούς όρους οφειλών και “δικαιωμάτων”. Αλλά, επίσης, αυτό που παραμορφώνεται είναι το δόγμα περί της θείας Κοινωνίας που γίνεται πλέον αντιληπτό ως το μυστήριο για τους λίγους “εκλεκτούς” και όχι ως το μυστήριο της Εκκλησίας των αμαρτωλών που μέσα από το άπειρο έλεος του Χριστού μεταμορφώνονται διαρκώς σε Σώμα Κυρίου. Και τελικά, ανάλογα διαστρέφεται και η διδασκαλία για την εξομολόγηση. Παραποιημένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Μετάληψης, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια, αυτή που έχει εμπνεύσει όλες τις ευχές πρό της θείας Κοινωνίας. Ύστερα από μία τρίλεπτη εξομολόγηση και συγχωρητική ευχή ο άνθρωπος αισθάνεται πλέον “δικαιούχος” του μυστηρίου, “άξιος”, ίσως και απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του, αισθάνεται με άλλα λόγια το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο μας καλεί η αληθινή μετάνοια.

Με ποιο τρόπο λοιπόν μία τέτοια πρακτική εμφανίστηκε και καθιερώθηκε, ώστε σήμερα πολλοί να την υπερασπίζονται ως την πλέον ορθόδοξη; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρείς παράγοντες: Έχουμε ήδη αναφερθεί στον ένα: Πρόκειται για την επιφανειακή και χλιαρή προσέγγιση της πίστης και της ευσέβειας από την ίδια τη χριστιανική κοινότητα, που οδήγησε αρχικά στην σπάνια Μετάληψη και τελικά στον υποβιβασμό της σε άπαξ του έτους “υποχρέωση”. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιστός που προσέρχεται στο ιερό Μυστήριο μία φορά τον χρόνο οφείλει πράγματι να “συμφιλιωθεί” με την Εκκλησία, μέσα από μία εξέταση της συνείδησης και της ζωής του κατά το μυστήριο της Εξομολόγησης.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιρροή της μοναστικής πρακτικής, που βέβαια στο σύνολό της είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την Εκκλησία. Οι μοναχοί λοιπόν, γνώριζαν και ασκούσαν εξ’ αρχής την πρακτική της “έκθεσης των λογισμών” και της πνευματικής καθοδήγησης των απείρων από τον πιο έμπειρο της κοινότητας. Αλλά -κι αυτό είναι το ουσιώδες- αυτός ο πνευματικός πατέρας ή “γέροντας” δεν ήταν απαραίτητα ιερέας αφού η πνευματική καθοδήγηση συνδεόταν με την πνευματική εμπειρία και όχι την ιεροσύνη.

Στα Βυζαντινά μοναστικά τυπικά του 7ου-8ου αιώνα οι μοναχοί απαγορεύεται να αποφασίζουν μόνοι τους για την προσέλευση ή την αποχή τους από το Άγιο Ποτήριο, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεση του πνευματικού τους πατέρα, καθώς “η εξαίρεση εαυτού από την Κοινωνία είναι η εφαρμογή του ιδίου θελήματος”. Στις γυναικείες μονές παρόμοια άδεια απαιτείται από την ηγουμένη. Παρατηρούμε, λοιπόν, πώς η εξομολόγηση εδώ είναι μη-μυστηριακού τύπου και βασίζεται στην πνευματική εμπειρία και την διαρκή καθοδήγηση. Ωστόσο, αυτού του είδους η πρακτική έχει έντονο αντίκτυπο στο καθαυτό μυστήριο της Εξομολόγησης. Στη διάρκεια της πνευματικής παρακμής (της οποίας την αληθινή έκταση και σημασία ανακαλύπτει κανείς μέσα στους κανόνες της λεγομένης Συνόδου του Τρούλου του 6ου αιώνα), τα μοναστήρια παρέμειναν τα κέντρα της πνευματικής μέριμνας και νουθεσίας των λαϊκών. ...] Ο λαός με φυσικό τρόπο ταύτισε αυτό το είδος της πνευματικής καθοδήγησης με την μυστηριακή εξομολόγηση. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι την ικανότητα της πνευματικής καθοδήγησης δεν διαθέτει ο κάθε ενοριακός ιερέας, αφού αυτή προϋποθέτει βαθιά πνευματική εμπειρία, χωρίς την οποία η “καθοδήγηση” μπορεί να οδηγήσει, και στην πραγματικότητα συχνά οδηγεί, σε αληθινές πνευματικές τραγωδίες. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι το μυστήριο της μετανοίας συνδέθηκε κατά μία έννοια με την πνευματική καθοδήγηση, την επίλυση “δυσκολιών” και “προβλημάτων"^ κατ’ επέκταση στην παρούσα ενοριακή ζωή ταυτίστηκε με τις “μαζικές” ολιγόλεπτες εξομολογήσεις που εστιάζονται κυρίως στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου η όποια νουθεσία και ανέφικτη γίνεται, αλλά και είναι πιθανό ότι φέρει περισσότερη βλάβη παρά όφελος. Η πνευματική καθοδήγηση πρέπει να αποσυνδεθεί από την μυστηριακή εξομολόγηση, έστω κι αν αυτή η τελευταία είναι προφανώς το απώτερο τέλος κι ο σκοπός της.

Ο τρίτος και αποφασιστικός παράγοντας ήταν, φυσικά, η επίδραση της Δυτικής, Σχολαστικής και δικανικής κατανόησης της μετανοίας. Έχουν πολλά γραφεί για την “δυτική υποδούλωση” της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά φοβάμαι πώς λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν το βάθος και το αληθινό νόημα της στρέβλωσης στην οποία η Δυτική επιρροή οδήγησε την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας και πάνω απ’ όλα την κατανόηση των Μυστηρίων. Αυτό γίνεται φανερό στο μυστήριο της μετανοίας. Η σοβαρή παραμόρφωση εδώ συνίσταται στην μετατόπιση του νοήματος του μυστηρίου από την μετάνοια και την εξομολόγηση στην στιγμή της “άφεσης” που προσλαμβάνεται δικανικά. Η Δυτική Σχολαστική θεολογία διαχώρισε σε δικανικές κατηγορίες την ίδια την ουσία της αμαρτίας και, αντίστοιχα, την έννοια της άφεσης. Η τελευταία πηγάζει εδώ όχι από την αλήθεια, δηλαδή την αυθεντική φύση της μετανοίας, αλλά από την εξουσία του ιερέως. Εάν για την αρχική ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου της εξομολόγησης ο ιερέας είναι ο παρευρισκόμενος μάρτυρας της μετανοίας, και ως εκ τούτου μάρτυρας της πλήρους “καταλλαγής με την Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού...”, ο Λατινικός νομικισμός υπερτονίζει την εξουσία του ίδιου του ιερέως να δίνει άφεση αμαρτιών. Έτσι προκύπτει η ολότελα καινοφανής για το Ορθόδοξο δόγμα αλλά αρκετά δημοφιλής σύγχρονη πρακτική της “άφεσης-απαλλαγής” χωρίς εξομολόγηση. Η αρχική διάκριση ανάμεσα σε αμαρτίεςαφορισμούς από την Εκκλησία (από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη της μυστηριακής συμφιλίωσης με το Εκκλησιαστικό Σώμα) και της αμαρτωλότητας που δεν εξέβαλε τον πιστό εκτός Εκκλησίας, εκλογικεύθηκε από τον Δυτικό Σχολαστικισμό σε διαχωρισμό ανάμεσα στις λεγόμενες θανάσιμες και εξαγοράσιμες (συγγνωστές) αμαρτίες. Οι πρώτες, έχοντας απομακρύνει τον άνθρωπο από την “κατάσταση της χάριτος” απαιτούν μυστηριακή εξομολόγηση και άφεση^ ενώ οι υπόλοιπες χρήζουν μόνο εσωτερικής μεταμέλειας. Στην Ορθόδοξη Ανατολή, ωστόσο, και ιδιαίτερα στη Ρωσία (κάτω από την επίδραση της Λατινόφρονος θεολογίας του Πέτρου Μογίλα και των μαθητών του) η θεωρία αυτή κατέληξε στην υποχρεωτική και δικανική σύνδεση ανάμεσα στην εξομολόγηση-άφεση και την Ευχαριστία.

Κατά έναν ειρωνικό τρόπο η πιο ολοφάνερη “διείσδυση” των Λατίνων αντιμετωπίζεται από μεγάλο αριθμό πιστών ως ορθόδοξη νόρμα, ενώ η πιο απλή απόπειρα για επαναξιολόγηση της πρακτικής κάτω από το φως του αυθεντικού ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας και των μυστηρίων καταγγέλλεται ως “Ρωμαιοκαθολική”! ...]

 

Λίγα λόγια για την αληθινή Εξομολόγηση

του Μητροπολίτη Άντονυ του Σουρόζ

Όταν ένα παιδί έρχεται για εξομολόγηση μου μεταφέρει, από μνήμης ή σε γραπτό, μία σύντομη ή μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όπως ανακαλύπτω στη συνέχεια, έχει συνήθως συνταχθεί χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και αντανακλά μόνο τα παράπονα και την κριτική των γονέων του. Παρόμοια εμπειρία έχει κανείς με ενήλικες ανθρώπους που εμφανίζονται με λίστες που ανακάλυψαν σε σχετικά βιβλία ή συνέταξαν με τη συνδρομή των πνευματικών τους γερόντων. Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να θέσω τον άνθρωπο μπροστά στον προβληματισμό να διερευνήσει τη δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Οι περισσότεροι δεν έχουν παρά μία επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό και τους ενθαρρύνω να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μία τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει^ εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.

Άς αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Άς ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, άς αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά ή θλίψη;

Κι αυτό ακριβώς το βίωμα άς μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος ή αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος...”

Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Άς πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Άς είμαστε βέβαιοι ότι εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος –που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.

Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πρίν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για κείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωσή του ανθρώπου με την Εκκλησία.

Άς αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: άς διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι άς βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.

Η εξομολόγηση πρίν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.

Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου αυτός της παραγγέλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω...”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογάριαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.

Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Άς έχουμε κατά νού ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.

Άς χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Άς προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;” Άς ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.

Άς ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πώς χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Άς θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία άς μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.

Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.

Άς έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου μήν σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές ώστε να μήν τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.

Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια στιγμή να ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν επιτρέψει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση το ύ Κυρίου μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.

Άς εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα^ κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ