ΤΕΥΧΟΣ 87

Χειμώνας 2003-04


Τω γνόντι εαυτόν

“Τω γνόντι εαυτόν, η γνώσις των πάντων δίδοται αυτώ. Το γαρ γινώσκειν εαυτόν πλήρωμα της γνώσεως των απάντων εστίν”. (Αγ. Ισαάκ Σύρου)

Η έννοια του “εαυτού” ίσως χρειάζεται ιδιαίτερο σχολιασμό προκειμένου ν’ αντιληφθούμε το νόημά της. Ό,τι αντιπροσωπεύει ο εαυτός μας είναι συχνά παρεξηγημένου και θολό, και πολλές φορές το αντιμετωπίζουμε με αρρωστημένο τρόπο. Άλλοτε ντρεπόμαστε ν’ ασχοληθούμε μαζί του από βαθιά περιφρόνηση ή από μία κακώς νοούμενη ταπείνωση. Κι άλλοτε τον υπερεκτιμούμε προσάπτοντάς του ικανότητες και αρετές ιδεατές, ώστε τελικά να μήν ενδιαφερόμαστε για την πρόοδό του αφού κατά βάθος πιστεύουμε πώς δεν χρειάζεται πρόοδο. Αυτοί είναι κι οι πιο συνηθισμένοι λόγοι που μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε σε μία γόνιμη αυτοκριτική και να αντικρίσουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είναι, χωρίς ενοχές αλλά και χωρίς έπαρση, ώστε να τον αγαπήσουμε.

Άς μήν μας τρομάζει αυτή η προοπτική: ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Ο ίδιος ο Κύριος μας καλεί ν’ αγαπήσουμε τους άλλους “ως εαυτόν”. Είναι φανερό ότι δεν μας καλεί στον τρόπο μιας ωφελιμιστικής, ατομιστικής αγάπης, όπως ερμηνεύεται σήμερα η έκφραση “ο εαυτούλης μου”. Η αγάπη του εαυτού που υπαινίσσεται ο Χριστός είναι εντελώς ξένη προς τη φυσίωση του ανθρώπου που μ’ έναν εγωϊστικό και υπεροπτικό τρόπο δίνει υπεραξία στο άτομό του πάνω στη βάση των θελημάτων και των αναγκών του. Αυτός ο τρόπος υποσκάπτει κάθε σχέση, αφού σε τελευταία ανάλυση δεν έχει να κάνει με την πραγματικότητα αλλά με τη σφαίρα του φανταστικού. Ο Χριστός μας καλεί σ’ έναν τρόπο αγάπης που πηγάζει από την επίγνωση της μοναδικότητας του καθενός από μας ενώπιον του Θεού, από την επίγνωση της εικόνας του Θεού στο πρόσωπο του άλλου. Μας καλεί να δούμε στον άλλον τη σφραγίδα του Χριστού.

Για να κάνουμε πράξη την εντολή του Θεού ν’ αγαπήσουμε τον άλλον ως Εαυτόν “πρέπει πρώτα ν’ αποκτήσουμε Εαυτόν και μάλιστα αγαπημένο, ανεξάρτητο”1. Το γεγονός ότι δεν αγαπάμε τον εαυτό μας, συνήθως ξεκινάει από μία ετεροχρονισμένη επιθυμία κάθαρσης: Αναζητούμε το βάσανο, αισθανόμαστε διαρκώς ανικανοποίητοι και δυστυχείς, προσπαθώντας να εξιλεωθούμε για φανταστικές καταστάσεις του παρελθόντος με τις οποίες έχουμε φορτώσει τον εαυτό μας. Καταφεύγουμε στην γκρίνια, την αυτολύπηση που είναι μία άλλη μορφή ηδονής. Γιγανώντουμε μέσα μας τα προβλήματα και πείθουμε τον εαυτό μας ότι μας ξεπερνούν, ότι η αντιμετώπισή τους είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Στην πραγματικότητα αρνούμαστε να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας για αληθινά ή ψεύτικα λάθη του παρελθόντος και υπομένουμε για μία ζωή την τιμωρία του, την κόλασή του. “Δεν είναι αυτονόητο ότι θέλουμε να θεραπευθούμε. Το πόσο θέλουμε να θεραπευθούμε εξαρτάται από το πόσα είμαστε πρόθυμοι να χάσουμε θεραπευόμενοι”1. Όσο κι αν υποφέρουμε από μία κατάσταση, στο βάθος δεν θέλουμε να αποξενωθούμε απ’ αυτήν γιατί μας είναι γνώριμη, οικεία. Οποιαδήποτε άλλη κατάσταση μας τρομάζει^ κατά βάθος είναι η ευθύνη της ελευθερίας που μας τρομάζει. “Μη μας παραπλανά η εκλογίκευση: Μα είναι δυνατόν να μη θέλω να χάσω τη δυστυχία μου, το άγχος, τον φόβο που μου σκοτώνουν τη ζωή, που μου στερούν τη χαρά; Κι όμως, το ένστικτο το τυφλό της ηδονοθηρίας έχει καταφέρει να καλλιεργήσει στον ταλαίπωρο άνθρωπο μία άλλη μικρότερη ηδονή, αλλά τόσο καλοδουλεμένη και εύχρηστη που μπορεί ισόβια να συμβιβαστεί για να επιβιώνει: Ν’ ανακαλύπτει συνεχώς ιδέες, τεχνικές, ρόλους και κόλπα για να αναβάλει παντοτινά μία αλήθεια που νομίζει πώς θα τον συντρίψει... Ο σκοτεινός ψευδοεαυτός μπορεί ίσως να δηλώνει θρηνώντας πώς ζητάει να γιατρευτεί, όταν η ισχυρότερη ροπή του είναι να διατηρήσει με νύχια και δόντια τη σκοτεινιά του... Μπορεί κι αυτή να είναι η δύναμη του κακού. Ο νόμος της αδράνειας και του βάλτου”. Είναι ο πειρασμός του αμετανόητου ανθρώπου. Άς θυμηθούμε ότι ο Άσωτος Υιός της Παραβολής επέστρεψε στον Πατέρα του, μόνο όταν ήλθε “εις εαυτόν”. Αυτός ο δρόμος της αυτογνωσίας είναι ο μόνος που καθαρίζει την καρδιά και την όρασή μας και επιτρέπει να εστιάσουμε σ’ ό,τι είναι αληθινό και γνήσιο.

Η σχέση με τον εαυτό μας δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνον σε ένα θεολογικό επίπεδο. Όλα τα ερωτήματα που έχουν ένα νόημα και παράγουν καρπό στη ζωή των ανθρώπων έχουν θεολογική ρίζα. Ακόμη και οι άνθρωποι που εκφράζονται με μία απαξίωση προς τη θεολογία, κι αυτοί κινούνται πάνω σε μία θεολογική βάση, έστω και χωρίς να το κατανοούν, κάτι που είναι φανερό σε όποιον έχει μία σχετική εξοικείωση με τα θέματα αυτά. Το θεμέλιο, λοιπόν, πάνω στο οποίο ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναμη ν’ αγαπήσει τον εαυτό του είναι η αποτυπωμένη μέσα του εικόνα του Θεού. Η αξία του δεν έχει να κάνει με τις φυσικές του ικανότητες, τις γνώσεις του, την καλλιέργειά του, τη φυλή ή το φύλο του. Αλλά είναι μία αξία αναμφισβήτητη και αδιαπραγμάτευτη, ακριβώς γιατί είναι μία αξία θεϊκή. Κανείς δεν μπορεί να την στερήσει από τον άνθρωπο, γιατί υπάρχει ανεξαρτήτως άλλων επιφαινομένων, συμβάντων δηλαδή που σχετίζονται με το άτομό του. Είναι η βάση της αξιοπρέπειάς του. Μέσα από αυτή την αλήθεια ο άνθρωπος αρχίζει να καλλιεργεί το αίσθημα του σεβασμού απέναντι στην αξία που μεταφέρει, που μπορεί να μήν είναι εκ φύσεως δική του –αφού είναι αντανάκλαση της εικόνας του Θεού σ’ αυτόν- αλλά γίνεται δική του από τη στιγμή που τη βαστάζει και τη σέβεται. Αρχίζει δε να την οικειοποιείται μόλις την αναγνωρίσει. Όταν δεν την βλέπει ή την περιφρονεί, δεν μπορεί να την οικειοποιηθεί. Κι είναι τότε που, όπως λέει ο ψαλμός, μπορεί να μοιάσει με τα ανόητα κτήνη. Έχει, λοιπόν, και αυτή τη δυνατότητα της ομοίωσης με τα κτήνη, ακριβώς επειδή η αξία του δεν του επιβάλλεται με έναν φυσιοκρατικό τρόπο, αλλά ενεργεί μόνο αν εκούσια την αποδεχτεί στη ζωή του.

Η αποδοχή αυτή και εξοικείωση με την αληθινή μας αξία είναι πρωταρχικό θέμα άσκησης. Προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος θα καθίσει με τον εαυτό του χωρίς άλλες περισπάσεις, αλλά με θάρρος και υπομονή θα ψάξει και θα ανασύρει από μέσα του τις αιτίες των παθών και τα δώρα του Πνεύματος. Η πραγματική άσκηση είναι πόλεμος. Πόλεμος όχι πάνω στη βάση της επιθετικότητας και του μίσους προς τον εαυτό μας. Αλλά πόλεμος με όλες εκείνες τις καταστάσεις που μας υποσκάπτουν και μας στερούν τη χαρά της γνώσης και της αυτοεκτίμησης. “Μακάριος ο άνθρωπος εκείνος, όστις εγνώρισε την ιδίαν αυτού ασθένειαν^ καθότι η τοιαύτη γνώσις γίνεται εις αυτόν θεμέλιον και ρίζα και αρχή πάσης αρετής και αγαθωσύνης... Αλλ’ ουδείς δύναται να αισθανθή την ιδίαν αυτού ασθένειαν, εάν δεν παραχωρηθή μικρόν υπό του Θεού να εμπέση εις πειρασμούς...”. (Αγ. Ισαάκ του Σύρου)

Η αδυναμία μας να εξοικειωθούμε με την πραγματική μας αξία είναι που μας εμποδίζει να τη δούμε και στους άλλους. Έτσι, κάνοντας ένα τεράστιο άλμα, κατευθύνουμε συχνά την αγάπη μας απευθείας στους άλλους έχοντας προσπεράσει με επιπολαιότητα τον εαυτό μας. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν. Εάν δεν μάθουμε ν’ αγαπούμε τον εαυτό μας δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε ν’ αγαπούμε τους άλλους. Αντίθετα, όσο αρνιόμαστε την αγάπη και τον σεβασμό προς τον εαυτό μας θα παρασύρουμε και τους άλλους γύρω μας σ’ αυτή την κακοφορμισμένη εγωπάθεια που γαντζώνεται από τη μιζέρια της κι ευχαριστιέται να τη βιώνει και να τη διατυμπανίζει γύρω της.

Ο Κύριος στην παραβολή της Κρίσεως ρωτά το φαινομενικά παράλογο: “Μου δώσατε φαγητό, με ξεδιψάσατε, με περιθάλψατε, με επισκεφτήκατε στην αρρώστια μου;” “... εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε”. Πίσω από τα λόγια του Κυρίου κρύβεται η βαθύτερη αλήθεια της εικόνας του Θεού στον κάθε άνθρωπο. Η αναγνώριση της αξίας αυτής αποτελεί και κριτήριο σωτηρίας.

Όταν, λοιπόν, κανείς εργάζεται πάνω σ’ αυτή τη βάση, αρχίζουν να υποχωρούν όλες οι εμπαθείς ανάγκες και καταστάσεις μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος αντλεί την ψευδαίσθηση της αξίας. Αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει νόημα η δικιά του καταξίωση όταν γίνεται κατάρα για κάποιον άλλον. Αρνείται τη μοίρα του βασιλιά Μήδα που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσάφι. Αλλά, έχοντας ένα αληθινό θεμέλιο στη ζωή, αυτό της εικόνας του Θεού μέσα του, διαμορφώνει ένα απόλυτο κριτήριο που δεν τον αφήνει να θολώσει από άλλες μικρότερες και εφήμερες επιδιώξεις χωρίς νόημα.

 

Νόημα και Βίωμα στην εκκλησιαστική εμπειρία

Ποιοί είναι, άραγε, οι λόγοι που οι σημερινοί πιστοί σε μία ορθόδοξη χώρα όπως η Ελλάδα αντιμετωπίζονται συχνά από τον κοινωνικό περίγυρο με επιφύλαξη που φθάνει στα όρια της προκατάληψης; Πολλές φορές η αναφορά στους λεγόμενους “ανθρώπους της Εκκλησίας” αποκτά τόσο συγκεκριμένο και απτό νόημα στην αντίληψη των συνανθρώπων μας, ώστε να μήν εγείρει ερωτήματα για την αληθινή ταυτότητά τους.

Πρίν βιαστούμε να κατατάξουμε τον εαυτό μας ανάμεσα σ’ εκείνους που ο Κύριος “εξελέξατο εκ του κόσμου” και καταλήξουμε στο συμπέρασμα “διά τούτο μισεί ημάς ο κόσμος”, άς ακολουθήσουμε μία πιο επίπονη και οπωσδήποτε πιο ωφέλιμη πνευματικά διαδικασία: να διερευνήσουμε σε ποιο βαθμό είμαστε αληθινά φορείς εκκλησιαστικού φρονήματος και ποιο ενδεχομένως είναι το μερίδιο της προσωπικής μας ευθύνης στον τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου. Ίσως το ερώτημα πρέπει να λάβει πολύπλευρη απάντηση παίρνοντας υπόψη τις κοινωνικές προκαταλήψεις και το μέσο μορφωτικό επίπεδο του κοινωνικού συνόλου, αυτό όμως που κυρίως ενδιαφέρει εδώ είναι ένας προβληματισμός σε προσωπικό επίπεδο: κατά πόσον ο άλλος αναγνωρίζει στο πρόσωπό μας ίχνη Χριστιανικής μαρτυρίας και τα απορρίπτει ή σε ποιο βαθμό αντιδρά σε μία παραποιημένη και συσκοτισμένη χριστιανική ταυτότητα.

Η πλειοψηφία των ανθρώπων συμμερίζεται μία έμφυτη –αν και λανθάνουσα- ικανότητα να διακρίνει το γνήσιο από το ψεύτικο, κάτι που συχνά ως χριστιανοί το παραβλέπουμε. Αντίθετα, θεωρούμε δεδομένη τη δική μας σχέση με την αλήθεια και δεχόμαστε ανεπιφύλακτα για τον υπόλοιπο κόσμο ότι “εν τω πονηρώ κείται”. Άς σκεφτούμε, όμως, μήπως αυτό που κυρίως απομακρύνει τον σύγχρονο άνθρωπο από την επαφή του με τον θρησκευτικό άνθρωπο είναι η διάσταση ανάμεσα στην Αλήθεια που ο τελευταίος υποτίθεται ότι ευαγγελίζεται και την συμβατική, συχνά μικροπρεπή, αντίληψή του για τη ζωή. Μερικές φορές, απαιτούμε από τους άλλους να δεχθούν εξ ορισμού ότι η χριστιανική ζωή οφείλει να ξεχωρίζει πάνω στη βάση μιας συντηρητικής και μίζερης λογικής που φθάνει στα όρια της ψυχοπαθολογίας και με κανέναν τρόπο δεν μεταφέρει την ποιότητα του εκκλησιαστικού βιώματος. Αρκεί να φέρει κανείς στο νού του τα προβληματικά “θρησκευτικά” πρόσωπα που εμφανίζονται συχνά στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών, για να βιώσει αυτή την πραγματικότητα.

Σε πολλές περιπτώσεις ο χριστιανός μεταφέρει προς τα έξω έναν τρόπο ζωής που δεν σχετίζεται με το αληθινό βίωμα, αλλά με την αποκρυσταλλωμένη συνήθεια. Ιδιαίτερα για τους ανθρώπους που μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα “θρησκευτικό” περιβάλλον, η διάκριση μεταξύ βιώματος και συνήθειας γίνεται πραγματικά δύσκολη υπόθεση, αφού τα δύο συνήθως ταυτίζονται και εξαντλούνται σε όσα συνιστούν τη λεγόμενη “χριστιανική ζωή”: ηθικός βίος, συχνές ακολουθίες, κατ’ οίκον προσευχή, προσκυνηματικές εξορμήσεις, “χριστιανικά” ακούσματα και αναγνώσματα. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να κρίνουμε εδώ τη βαθύτερη αγάπη για τον Χριστό που μπορεί να σκηνώσει σε κάθε ψυχή. Επισημαίνουμε απλά ότι υπάρχει ο κίνδυνος για τον άνθρωπο που υπακούει άκριτα σ’ αυτή την μηχανική, εσωτερική του ανάγκη για εκπλήρωση του “θρησκευτικού καθήκοντος”, να διαμορφώσει σταδιακά την πεποίθηση ότι διάγει τον πνευματικό του αγώνα με συνέπεια και θυσία. Εθισμένος στο αίσθημα βεβαιότητας που του εξασφαλίζει αυτή η αποκρυσταλλωμένη αντίληψη για τη ζωή, ο άνθρωπος παύει να διερευνά την αλήθεια των πραγμάτων και δεν υποβάλλει τον εαυτό του σε διαρκή αυτοκριτική, αφού γι’ αυτόν η αλήθεια είναι δεδομένη. Διάγει πλέον τον βίο του με κύριο μέλημα την αυτο-συνέπεια. Ο εθισμός σε μία τέτοια στάση εκπέμπει στασιμότητα και έλλειψη ωριμότητας, που στη συνέχεια γίνεται αντικείμενο δικαιολογημένης κριτικής και αιτία αμφιβολίας από τον κοινωνικό περίγυρο.

Αν στη διάρκεια της σωματικής και πνευματικής του ενηλικίωσης ο άνθρωπος αισθανθεί κάποια στιγμή την ανάγκη να απαρνηθεί τον “αυτόματο πιλότο” που καθορίζει τις επιλογές του, μπορεί να μεταμορφώσει τη συνήθεια σε γνήσια εκκλησιαστική εμπειρία και την ατομική προσπάθεια σε προσωπικό βίωμα. Προϋπόθεση είναι να δεχθεί να βαδίσει έναν δρόμο προσωπικής αναζήτησης του νοήματος.

Η αναζήτηση του νοήματος γονιμοποιεί και ωριμάζει την ψυχή. Ο άνθρωπος αρχίζει και αναρωτιέται για το νόημα της υπάρξεως και της δημιουργίας, για το νόημα της ενανθρώπισης του Λόγου και για το νόημα της Ιστορίας. Δεν αναζητά το νόημα μόνο θεωρητικά, αλλά μέσα από την απτή του εμπειρία. Προσπαθεί να φωτίσει την εκκλησιαστική του προσπάθεια με αυτό το νόημα και να ελευθερώσει τον εαυτό του από τον ασφυκτικό κλοιό της δικανικής και σχολαστικής σκέψης.

Ίσως φαντάζει δύσβατος αυτός ο δρόμος, αλλά είναι ο μόνος που οδηγεί τον άνθρωπο στην Αλήθεια. Μόνο μέσα από την Αλήθεια ξεφεύγουμε από το ψυχολόγημα, από την υποβίβαση των μυστηρίων του Θεού στα μέτρα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Η Αλήθεια μετατρέπει τον “αδογμάτιστο ευσεβισμό” σε αληθινή δίψα για τη ζωή της Εκκλησίας. Η αδυναμία μας να προσεγγίσουμε την Αλήθεια είναι αυτή που δεν μας επιτρέπει συνήθως να προοδεύσουμε εν Χριστώ. Αυτή είναι που καθιστά τόσο βασανιστική και ανώμαλη τη διαμόρφωση της σχέσης μας με τον κοινωνικό περίγυρο.

Μπορεί να ψηλαφίσει κανείς την απόσταση που μας χωρίζει από το “νόημα”, στην υπεραπλούστευση και στη σκλήρυνση του θρησκευτικού κηρύγματος. Είμαστε συνηθισμένοι σε απλά μοτίβα που χαϊδεύουν τις αδυναμίες μας και επιβεβαιώνουν τη δική μας εικόνα για τον κόσμο. Η γνήσια θεολογική γλώσσα, όμως, μας παραπέμπει στα πολύ βασικά και θεμελιώδη, ραγίζει τις βεβαιότητές μας και επιτρέπει στο χαμένο νόημα ν’ αναδυθεί. Γι’ αυτό συχνά οι άνθρωποι αποστρέφονται τη γλώσσα του νοήματος και της θεολογίας και τη θεωρούν “δύσκολη”. Είναι αλήθεια ότι η πίστη μας είναι απλή, όμως σήμερα απαιτείται μία εκ νέου θεμελίωση των εννοιών, ίσως και μία θεωρητική λεπτολογία, που δεν θα ήταν απαραίτητη αν οι άνθρωποι δεν είχαμε χάσει στη διαδρομή τη ζωντανή σχέση μας με το βαθύτερο νόημα και δεν το είχαμε σκεπάσει με θρησκευτικά και ιδεολογικά “αυτονόητα” που το συσκοτίζουν.

Η ψηλάφηση της αλήθειας οδηγεί τον άνθρωπο σε μία καταλλαγή με τον εαυτό του και τον κόσμο. Όσο πιο ευρύ και καθολικό είναι το νόημα που αγκαλιάζει τη ζωή τόσο περισσότερο λειτουργεί με τρόπο ενοποιητικό: παύει σταδιακά ο κατακερματισμός ανάμεσα στην καθημερινότητα και την πνευματική ζωή, ανάμεσα στον “κόσμο” και την κλειστή θρησκευτική κοινότητα. Αρχίζει πλέον ο άνθρωπος να φιλτράρει την πραγματικότητα μέσα από το νόημα κι όχι μέσα από τα ατομικά του πάθη και τις αδυναμίες του. Τα πάθη και οι πληγές παύουν να είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο διαρκώς περιφέρεται. Ο ανώριμος άνθρωπος έχει την τάση να αντιλαμβάνεται τη μετάνοια σαν μία διαρκή περιδεή ενασχόληση με τα πάθη και τις αμαρτίες του. Ο ώριμος χριστιανός, όμως, αντιλαμβάνεται ότι αληθινή μετάνοια είναι μόνον αυτή η μετακίνηση του άξονα, από τον κλειστό εαυτό στην καθολικότητα και διάνοιξη του νοήματος. Αληθινή ταπείνωση είναι να ομολογεί μεν τα λάθη του, αλλά να τα αφήνει πίσω του, γιατί από τα πάθη μας έσωσε ο Χριστός.

Το νόημα μεταμορφώνει τη ζωή σε βίωμα. Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για μία στιγμιαία διαδικασία, αλλά για μία πορεία που διαρκεί όσο η ζωή. Όμως με την απαρχή της όλα γίνονται καινά. Ο άνθρωπος παύει να ελπίζει και να στηρίζεται στις καθαρά ανθρώπινες δυνάμεις του. Αντιλαμβάνεται ότι τα πάθη και οι αδυναμίες είναι αναπόσπαστο μέρος της βιολογικής ύπαρξης. Παύει ν’ αντιλαμβάνεται την αμαρτία με τη μηχανιστική και δικανική σημασία που συνήθως της αποδίδουμε και βιώνει το γεγονός ότι οι αστοχίες και τα λάθη οφείλονται στην έλλειψη σωστού προσανατολισμού κι όχι στην ηθική του κατωτερότητα ή στην ελλιπή ατομική προσπάθεια. Αυτή η γνώση δεν τον οδηγεί σε παραίτηση από τον προσωπικό του αγώνα, αλλά τον ελευθερώνει από τη δουλαγωγό καταπίεση που του υπαγορεύει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει, από τη φθορά των τύψεων και της περιδεούς συνείδησης. Το δίδυμο ηθικής-αρετής δεν αποτελεί πλέον αυτοσκοπό γιατί είναι φανερό ότι δεν προάγει τον άνθρωπο στην Αλήθεια, αλλά ενδυναμώνει τον ναρκισσισμό και την εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες δυνάμεις. Η μετάθεση του άξονα της ύπαρξης από τον ισχυρό εαυτό προς τον Χριστό, ελευθερώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην πηγή του νοήματος και της ευλογίας. Μετά από αυτή τη μεταμόρφωση μπορεί πλέον να διακρίνει την ευλογία γιατί έχει ξεκολλήσει από τον εαυτό του και την αναζητά σε κάποιον Άλλον. Τότε αρχίζει και κατανοεί την Εκκλησία όχι ως όμιλο αρετής ή κωδικοποιημένων πεποιθήσεων, αλλά ως την ενότητα των ανθρώπων που έχουν εναποθέσει την ελπίδα τους και τις δυνάμεις τους στο Θεό, και γίνονται έτσι μέλη του ιδίου σώματος. Κάθε συναισθηματισμός και δογματισμός παραμερίζει, καθώς αναδύεται το νόημα. Ο άνθρωπος αναζητά πλέον τη Βασιλεία του Θεού, όχι για να “μήν καταλήξει στην κόλαση”, αλλά γιατί τότε μόνο ολοκληρώνεται και διασώζεται ως άνθρωπος, κατά το θέλημα του Δημιουργού.

Κι όσο προχωράει κανείς σ’ αυτόν τον δρόμο της Αλήθειας ανακαλύπτει άπειρα άλλα πράγματα. Μαθαίνει να κινείται με μεγαλύτερη ελευθερία απέναντι στους άλλους. Αφήνει και σ’ εκείνους χώρο να πορευθούν κατά βούληση, έστω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ανακαλύπτει τη σημασία του “μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε”. Πώς να κρίνεις τον άλλον που είναι σάρκα από τη σάρκα σου; Κι αν δεν τον κρίνεις ως φύση, πώς είναι δυνατόν να τον κρίνεις ως πρόσωπο; Η ετερότητα του προσώπου συνίσταται στην ελευθερία του και η ελευθερία είναι μέγεθος αδιαβάθμητο, δεν επιδέχεται αξιολόγηση.

Οι προεκτάσεις είναι πολλές και τις ανακαλύπτει κανείς στη διαδρομή. Δεν ωφελεί να τις απαριθμήσουμε εδώ γιατί κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε καινούρια σχήματα μέσα στο μυαλό μας. Ένα είναι βέβαιο: ότι μέσα από το νόημα ο άνθρωπος ωριμάζει σε πλάσμα ακέραιο. Όχι διχασμένο ψυχικά, ούτε καταπιεσμένο ψυχοσωματικά.

Αυτός ακριβώς ο πνευματικός άνθρωπος του οποίου ο τρόπος της ζωής αντλεί από το νόημα και την Αλήθεια, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία υγιή σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μεταφέρει, τότε, και προς τα έξω το γνήσιο βίωμα του πιστού και όχι μία σκληρυμένη εξωτερίκευση των “θρησκευτικών πεποιθήσεων”. Για να θυμηθούμε τον Παύλο που λέει: “ου γαρ εαυτούς κηρύσσομεν, αλλά Χριστόν Ιησούν Κύριον, εαυτούς δε δούλους υμών διά Ιησούν”.



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ