ΤΕΥΧΟΣ 90

Χειμώνας 2004-05


Πρόλογος

Το τεύχος αυτό της Επίγνωσης αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, πάνω στο μυστήριο του ανθρώπου. Άρρηκτα συνδεδεμένο με το μυστήριο της ανθρώπινης φύσης είναι το μυστήριο του θανάτου, ο «σαββατισμός της φύσεως» εν τω μνήματι. Φοβερό το σκάνδαλο για τη λογική, όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την καταστροφή της φύσεως, μουδιάζει η ψυχή όταν αντικρίζει την ανθρώπινη ωραιότητα που φτιάχτηκε για την αθανασία, να καταστρέφεται άδοξα κείμενη εν τάφω. Παγώνει ο νούς και σιωπούν τα χείλη. Και όμως, ως χριστιανοί έχουμε ένα χρέος να σταθούμε με φόβο, αλλά όρθιοι μπροστά στην πρόκληση του θανάτου. Και με θάρρος, αλλά και πολλή προσοχή, να δώσουμε μαρτυρία της εν ημίν ελπίδος.

Για το τεύχος αυτό διαλέξαμε δύο κείμενα, που προσεγγίζουν το καθένα με τον τρόπο του στην ευαγγελική και πατερική διδασκαλία για τον θάνατο. Είναι επικεντρωμένα στο γνήσιο θεολογικό νόημα και γι’ αυτό μεταφέρουν την παρηγοριά του αγίου Πνεύματος.

Το πρώτο είναι ομιλία του μητροπολίτου άντονυ (Μπλούμ) του Σουρόζ (1914-2003), από τις πολλές που αφιέρωσε στο πρόβλημα του θανάτου. Ο μητροπολίτης άντονυ είχε μία ετοιμότητα και αμεσότητα να απευθύνεται θεολογικά στον σύγχρονο άνθρωπο, μιλώντας του σε γλώσσα οικεία και απαντώντας στις ανησυχίες του μέσα από το διαχρονικό νόημα της χριστιανικής διδασκαλίας.

Το δεύτερο κείμενο είναι γραμμένο από τον γιατρό Αλέξανδρο Καλόμοιρο και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οι Ρίζες», τεύχος 14, 1985. Το άρθρο αυτό είναι οργανική συνέχεια των κειμένων που δημοσιεύσαμε στο προηγούμενο τεύχος 89 και ολοκληρώνει τον κύκλο των δημοσιευμάτων του συγγραφέα για τον άνθρωπο. Επίσης ενδιαφέροντα και πιθανόν πιο γνωστά είναι τα γραπτά του Αλέξανδρου Καλόμοιρου πάνω στη Γένεση και τη Δημιουργία του Κόσμου. Ίσως χρησιμοποιήσουμε μερικά σε ένα επόμενο σχετικό αφιέρωμα.

«Τάδε λέγει Κύριος^ ιδού εγώ ανοίγω τα μνήματα υμών και ανάξω υμάς εκ των μνημάτων υμών και εισάξω υμάς εις την γήν του Ισραήλ και γνώσεσθε ότι εγώ ειμί Κύριος εν τω ανοίξαι με τους τάφους υμών». Η απάντηση των Χριστιανών στο πρόβλημα του θανάτου ήταν πάντα κεντρικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας και συνυφασμένη με τον τρόπο που οι Χριστιανοί αντιλαμβάνονταν και τη ζωή. Η δύναμη αυτή του κηρύγματος έχει αμβλυνθεί στην εποχή μας, καθώς το κήρυγμα χάνει την θεολογική, οντολογική αιχμή του. Και όμως, και η δική μας γενιά διψά, μαζί με όλες τις γενιές που πέρασαν και μ’ αυτές που θα έρθουν, να εγκεντριστεί στην ελπίδα της πίστεως, να καταλάβει τη ζωή και το θάνατο μέσα στο νόημα του αναστάντος Χριστού.

Ι.Κ.

Για τον θάνατο

Μητρ. Άντονυ του Σουρόζ

Να ζούμε την κάθε στιγμή

Ο θάνατος είναι το κριτήριο που δοκιμάζει τη στάση μας για τη ζωή. Οι άνθρωποι που φοβούνται τον θάνατο, φοβούνται τη ζωή. Είναι αδύνατον να μήν αισθάνεται κανείς φόβο για τη ζωή με όλη την πολυπλοκότητα και τους κινδύνους της, αλλά να φοβάται τον θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είναι πολυτέλεια ν’ ασχοληθούμε με το ζήτημα του θανάτου. Εάν μας τρομάζει ο θάνατος δεν θα βρούμε ποτέ την ετοιμότητα να αναλάβουμε μια διακινδύνευση, αλλά θα σπαταλήσουμε τη ζωή μας με δειλό, περιδεή και φοβισμένο τρόπο. Μόνο εάν μάθουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τον θάνατο, εάν βρούμε το νόημά του και καθορίσουμε τη θέση του στη ζωή μας, θα μπορέσουμε να ζήσουμε άφοβα και με πληρότητα. Συχνά περιμένουμε να φθάσουμε στο τέλος της ζωής μας για να σκεφθούμε τον θάνατο, ενώ θα είχαμε ίσως διαγράψει μία εντελώς διαφορετική ζωή εάν τον αντιμετωπίζαμε νωρίτερα.

Μία πατερική νουθεσία, που επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες, λέει ότι θα πρέπει να νήφουμε έχοντας καθημερινά τη μνήμη του θανάτου. Μόνο που η απλή αναφορά αυτής της αλήθειας στον σύγχρονο άνθρωπο που υποφέρει από ανασφάλειες και έλλειψη πίστης και βιώματος, θα τον κάνει να σκεφτεί ότι καλείται να ζήσει στη σκιά του θανάτου, σε μια κατάσταση μελαγχολίας. Θα νομίσει ότι ο θάνατος τον περιμένει σε κάθε του βήμα και ότι η ζωή δεν έχει πια κανένα νόημα. Η σταθερή και βαθειά μνήμη του θανάτου θα λειτουργήσει γι’ αυτόν σαν Δαμόκλειος σπάθη που επικρέμαται πάνω του, στερώντας του κάθε απόλαυση και χαρά της ζωής. Μία τέτοια κατανόηση βέβαια δεν έχει νόημα. Χρειάζεται να καταλάβουμε την έννοια που έχει η μνήμη του θανάτου σε όλη της τη σημασία: ως την καταξίωση της ζωής, όχι την απαξία της.

Τον περισσότερο χρόνο της ζωής μας τον περνούμε καταστρώνοντας σχέδια σαν να πρόκειται να ζήσουμε μία άλλη ζωή σε έναν μεταγενέστερο χρόνο. Δεν ζούμε με τρόπο αποφασιστικό, αλλά φευγαλέο. σαν να προετοιμαζόμαστε για τη μέρα που πραγματικά θ’ αρχίσουμε να ζούμε. Μοιάζουμε με εκείνους τους ανθρώπους που φτιάχνουν ένα πρόχειρο περίγραμμα με την πρόθεση να το ολοκληρώσουν αργότερα. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πώς αυτή η τελική εκδοχή δεν έρχεται ποτέ. Ο θάνατος μας προλαβαίνει πρίν βρούμε τον χρόνο, ή ακόμα και πρίν να οριστικοποιήσουμε την επιθυμία μας με μία πιο συγκεκριμένη μορφή. Μεταθέτουμε συνεχώς την απόφασή μας για την επαύριο. Κι άς γνωρίζουμε καλά ότι αυτό το αύριο δεν έρχεται ποτέ.

Η προτροπή για επαγρύπνιση μπροστά στον θάνατο δεν μας προσκαλεί σε μια ζωή γεμάτη από την αίσθηση του τρόμου, μήπως ο θάνατος μας προφτάσει ξαφνικά, απροετοίμαστα. Αλλά, μάλλον μας καλεί σε εγρήγορση για την κάθε πράξη, τα λόγια, τα ακούσματα και τις αντιδράσεις μας που ανά πάσα στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία εμπειρία της επίγειας ζωής μας. Εάν μ’ αυτή τη σκέψη στο νού συνδιαλεγόμασταν με τα πρόσωπα που βρίσκονται απέναντί μας, θα είμασταν πολύ πιο προσεχτικοί στον λόγο και τη στάση μας.

Εάν είχαμε ασκηθεί να αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα κάθε στιγμής ως τελευταίας, ολόκληρη η ζωή μας θα άλλαζε ριζικά. Ο αργός λόγος που το Ευαγγέλιο επικρίνει (Ματθ. 12:36), όλες εκείνες οι επιλογές και ενέργειες που στερούνται νοήματος και αποβαίνουν κάποτε καταστροφικές, θα είχαν αποφευχθεί. Θα ζυγίζαμε τους λόγους και τις πράξεις μας ώστε να οδηγούν τη ζωή προς μια κορύφωση και να εκφράζουν την τελειότητα της σχέσης –τίποτε λιγότερο.

Μόνο η σκέψη του θανάτου μπορεί να δώσει στη ζωή αυτή τη νήψη και το βάθος, να ενεργοποιήσει την ίδια τη ζωή. Μόνο ο θάνατος μπορεί να κάνει τη ζωή τόσο έντονη ώστε κάθε στιγμή του παρόντος να περικλείει ολόκληρη τη ζωή. Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο οι ασκητές και ερημίτες πολέμησαν ενάντια στην ακηδία, την αργία και την αμέλεια, ενάντια δηλαδή σε όλες εκείνες τις συμπεριφορές που μας κλέβουν την εύκαιρη στιγμή και μας εκτρέπουν σε αδιαφορία. Ένα από τα βασικά πράγματα που καλούμαστε να μάθουμε είναι η εγρήγορση, τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και απέναντι στην κατάσταση του άλλου. Αυτή είναι η στάση που θα αντέξει τη δοκιμασία τόσο της ζωής όσο και του θανάτου. Ολόκληρη η ζωή σε κάθε στιγμή είναι μία έσχατη πράξη.

Φόβος θανάτου, προσδοκία θανάτου

Γνωρίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία αλλά και από μαρτυρίες άλλων, ότι απέναντι στον θάνατο αισθανόμαστε φόβο και ανασφάλεια. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που πιο πολύ μας φοβίζει είναι η διαδικασία του θανάτου παρά το ίδιο το γεγονός. Η πλειοψηφία των ανθρώπων θα αποδεχόταν τον θάνατο εάν είχε την βεβαιότητα ότι θα έρθει όπως ο ύπνος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα φόβου ή αβεβαιότητας.

Η αλήθεια είναι ότι συχνά ο θάνατος περικλείεται από ένα είδος γοητείας, σχεδόν θελκτικότητας. Πολλοί είναι εκείνοι που εύχονται «να είχαν πεθάνει». Αυτό που πραγματικά επιθυμούν είναι ν’ απαλλαγούν από κάθε ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους, τον Θεό, ή τον πλησίον τους και να επιστρέψουν στην βρεφική ηλικία του ανέμελου παιχνιδιού. Πολλοί από μας θα προτιμούσαν να βλέπουν τη ζωή σαν παιχνίδι παρά να ζούν με υπευθυνότητα. Συνεπώς, ο θάνατος λογίζεται σαν τον τρόπο απελευθέρωσης από τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της ζωής. Αυτή ωστόσο δεν είναι παρά η αρνητική πλευρά του θανάτου, αφού έτσι γίνεται ο δρόμος μέσα από τον οποίο κανείς, πλανώμενος, απομακρύνεται από όσα προσφέρει η ζωή στο επίπεδο της πρόκλησης και της σχέσης. όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι δεν φοβάται τον θάνατο θα πρέπει να τον καλέσουμε να αναρωτηθεί μήπως η αποδοχή ή ακόμα και η προσδοκία του θανάτου εκ μέρους του κρύβει μέσα της τον φόβο για τη ζωή. Η στάση μας απέναντι στον θάνατο άς μήν είναι ρομαντική.

Εάν κοιτάξουμε το βίο των αγίων θα ανακαλύψουμε μία εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του θανάτου. Η αγάπη τους για τον θάνατο δεν θεμελιώνεται στον φόβο τους για τη ζωή. όταν ο απόστολος Παύλος γράφει «Εμοί γαρ το ζήν Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. 1:21, 23), εκφράζει την απόλυτη καταλλαγή του με τον θάνατο. Ο θάνατος εμφανίζεται στον απόστολο εν είδει θύρας που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα και θα του δείξει τον δρόμο για την πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντηση με τον Κύριο που αγαπά. Αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται με ελπιδοφόρες σκέψεις και ευχολόγια. Για να λαχταρά κανείς τον θάνατο με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και για να μπορεί να τον βλέπει ως το επιστέγασμα της ζωής του θα πρέπει να βιώνει την αιωνιότητα από τούτη τη ζωή. Δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αιωνιότητα σαν κάτι που θα έλθει μεταγενέστερα, σαν ένα είδος μελλοντικής ευτυχίας ή μελλοντικής εξασφάλισης. Οι απόστολοι έγιναν άφοβοι μόνο όταν οι ίδιοι απ’ αυτή τη ζωή έγιναν μέτοχοι της αιώνιας ζωής. όσο ακόμα δεν είχαν γίνει μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού και παρέμεναν άγευστοι του Πνεύματος, ήταν αγκιστρωμένοι στον φόβο της εφήμερης ζωής τους. Αλλά τη στιγμή που έζησαν την εμπειρία του μέλλοντος αιώνος, ο φόβος της απώλειας της επίγειας ζωής τους εξαφανίστηκε. Γιατί γνώριζαν πώς ο φθόνος, οι διωγμοί και ο θάνατος δεν θα έκαναν τίποτε άλλο παρά να τους ελευθερώσουν από τους περιορισμούς της ζωής και να τους εισάγουν στο ατέλεστο βάθος της αιωνιότητας, της «αεικίνητης στάσης» κατά την παράδοξη φράση του αγ. Μαξίμου του Ομολογητή. Κι αυτή η αιωνιότητα ήταν γνώριμη ως παρούσα εμπειρία, όχι απλά σαν μέρος της πίστης. Η ίδια αλήθεια ίσχυε και στους μάρτυρες. ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για να μετέχουν στην απόλυτη ελευθερία της αυταπάρνησης, γιατί είχαν ήδη γευτεί την αιωνιότητα από τούτη τη ζωή.

Ο θάνατος ως καθημερινό γεγονός

Θα μαθαίναμε περισσότερα για τον θάνατο εάν μπαίναμε στον κόπο να εξετάσουμε την προσωπική μας εμπειρία. Ο θάνατος μας είναι πολύ πιο οικείος απ’ όσο φανταζόμαστε και όλοι είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για κάποια εμπειρία «θανάτου» που όμως πολύ απέχει από οποιαδήποτε αίσθηση φόβου.

Κατά μία πρακτική έννοια, «πεθαίνω» σημαίνει «χάνω την αυτοσυνειδησία μου και περιπίπτω σε μία κατάσταση λήθης». Αυτή η προοπτική προξενεί σε πολλούς ανθρώπους φόβο. Κι όμως, ο καθένας από μας παραδίδεται στον ύπνο κάθε βράδυ, βυθίζεται ολοκληρωτικά στη λήθη, χωρίς κανέναν φόβο. Γιατί; Διότι αισθανόμαστε βέβαιοι –σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητα βέβαιοι- πώς το επόμενο πρωί θα ξυπνήσουμε. Ελπίζουμε ότι το επόμενο πρωί θα ξημερώσει και για μας κι ότι ο ύπνος δεν είναι παρά μία προσωρινή εμπειρία. άς παραβάλλουμε αυτή τη διαδικασία με εκείνη του θανάτου και της αφύπνισης στην αιωνιότητα. Γιατί στην πραγματικότητα παίρνει κανείς μεγάλο ρίσκο όταν κλείνει τα μάτια και αποκοιμιέται. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος τόπος από το κρεβάτι μας, αν ακούσουμε την ιστορία του ναυτικού και του βοσκού που συγκρίνουν τους κινδύνους της προσωπικής τους βιωτής. Ο βοσκός επιμένει ότι ουδέποτε θα ριψοκινδύνευε να ζήσει στη θάλασσα. Ο ναυτικός που έχει διαφορετική άποψη ρωτά τον βοσκό: «Πώς πέθανε ο πατέρας σου;» «Πέθανε στο κρεβάτι του». «Κι ο δικός του πατέρας;» «Κι εκείνος στο κρεβάτι του». Και έκπληκτος ο ναυτικός: «Και τολμάς να ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου κάθε βράδυ;»

Με αυτή την έννοια αντικρύζουμε τον θάνατο κάθε βράδυ, με εμπιστοσύνη και σιγουριά. Κι όταν αυτού του είδους ο προσωρινός θάνατος δεν έρχεται τόσο εύκολα, καταφεύγουμε ακόμα και σε τεχνητές μεθόδους για να τον συναντήσουμε. Δεν είναι περίεργο που δεν βγάζουμε συμπεράσματα από τα πιο απλά πράγματα στη ζωή;

Αλλά και μ’ έναν άλλο τρόπο η εμπειρία του θανάτου μας είναι οικεία, καθώς στη διάρκεια του βίου «πεθαίνουμε» με πολλούς τρόπους. όταν περνούμε από τη βρεφική στην παιδική ηλικία και κατόπιν στη νεότητα και την εφηβεία κι από κεί στην ωριμότητα και τα γειρατιά, φανταζόμαστε ότι απλά μεταβαίνουμε από το ένα στάδιο στο άλλο. Κι όμως, εφόσον εξελισσόμαστε, μια σειρά από πράγματα που είχαμε πρίν οικειοποιηθεί πεθαίνουν μέσα μας. Γιατί αλλιώς, εάν ως νέοι ή ενήλικες διατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά της νηπιότητάς μας, θα γίνουμε παιδαριώδεις. Προκειμένου να αποκτήσουμε την ωριμότητα κάθε επόμενου σταδίου της εξέλιξής μας, πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα μέσα μας πεθαίνουν, τα αποχωριζόμαστε για πάντα. Κι αυτός ο αποχωρισμός μπορεί να είναι μία επίπονη και δύσκολη διαδικασία, κατά κάποιον τρόπο τόσο δύσκολη όσο και ο σαρκικός θάνατός μας. Πολλοί γονείς έχουν παρόμοια εμπειρία: λαχταρούν για το παιδί τους να παραμείνει μικρό αγόρι και στο βάθος ενοχλούνται από τη θέα του νέου ενήλικα που απεκδύεται τη νεότητά του.

Η διαδικασία του θανάτου μέσα στη ζωή μας ακολουθεί κάθε στιγμή. Αυτό οφείλουμε να το συνειδητοποιήσουμε και να το αποδεχτούμε πιο ενεργά. έτσι, ώστε να φοβόμαστε λιγότερο τον θάνατο ως τελεσίδικη απώλεια. Θα μάθουμε μάλλον να τον θεωρούμε ως αναπόφευκτο μέρος της διαδικασίας εκείνης με την οποία ωριμάζουμε προς την πληρότητα της ζωής.

Ο θάνατος του εαυτού

Ο Χριστός μας καλεί να απωλέσουμε τον εαυτό μας. Πρόκειται για φράση διφορούμενη, όπως κάθε τι που λέγεται για τον θάνατο. Μήπως σημαίνει την αυτοκαταστροφή; Πολλοί είναι εκείνοι που δέχονται αυτή την ερμηνεία και επιχειρούν να την εφαρμόσουν. Συνήθως ευτυχώς αποτυγχάνουν, αλλά τους απομένει η πληγή της τρομακτικής τους απόπειρας. Ο λόγος του Κυρίου σημαίνει στην πραγματικότητα την αποδοχή εκείνης της διαδικασίας απέκδυσης έως ότου φτάσουμε στο σημείο να βρούμε ότι μέσα μας υπάρχει ένας αληθινός και βαθύς εαυτός που ανήκει στην αιωνιότητα κι ένα άλλο ρηχό «εγώ» που πρέπει ν’ αποβάλλουμε. Χρειάζεται να απωλέσουμε αυτόν τον εξωτερικό εαυτό προκειμένου να ζήσουμε με πληρότητα.

Πολλοί νομίζουν oτι αποκτούν τη συνείδηση της ύπαρξής τους μέσα από την αυτοεπιβεβαίωση και γι’ αυτό απαιτούν αναγνώριση από τους άλλους. Και οι άλλοι βέβαια αντιδρούν, προσπαθώντας να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι σ’ αυτού του είδους την επίθεση. ένας τρόπος υπάρχει για να αποδεχτούμε τη μη αυτο-δικαίωση και να σταματήσουμε να υπογραμμίζουμε την ύπαρξή μας απέναντι στους τρίτους: Μόνο εάν πιστέψουμε -με τη δύναμη της εμπειρίας- ότι οι άλλοι πράγματι δέχονται την ύπαρξή μας και μας αγαπούν. Δεν μας αρκεί ότι ο Θεός μας γνωρίζει και μας αγαπά. έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση του πλησίον, έστω ενός ανθρώπου, που θα μας πεί «είσαι μοναδικός για μένα». Ο GabrielMarcel επιμένει σ’ ένα από τα βιβλία του ότι το να πεί κάποιος σ’ ένα πρόσωπο «σ’ αγαπώ» είναι σαν να του λέει «δεν θα πεθάνεις ποτέ» ή αλλιώς «είσαι τόσο πολύτιμος για μένα που θα σε αναγνωρίσω ενώπιον του Θεού, έστω κι αν κανείς άλλος δεν το κάνει, εκτός από τον Θεό και μένα». Θα πετυχαίναμε πολλά εάν είμασταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον, έστω κι αν η άλλη ύπαρξη αποτελεί για μας μία πρόκληση, ενίοτε και μία αντιπαλότητα, και μας φέρνει φόβο. Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγούμασταν προς την ωριμότητα που θα μας επέτρεπε να αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον και να μαρτυρούμε την μοναδικότητά του, ανεξαρτήτως κόστους.

Θα πρέπει να βρούμε το κουράγιο να πολεμήσουμε ενάντια στον φόβο που μας αποθαρρύνει από την αναγνώριση του άλλου και να τον ξεπεράσουμε. Σε κάθε βήμα θα πρέπει να αποποιούμαστε τον εαυτό μας, για να αφήνουμε χώρο στο είναι του άλλου. Καλούμαστε σταδιακά να θανατώσουμε τον εαυτό μας ώστε ο πλησίον μας να ζήσει, κατά τον λόγο του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή: «εκείνον δή αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3:30). έτσι, ο θάνατος του εαυτού σημαίνει ότι αφήνουμε μέσα μας μόνο ό,τι είναι ουσιώδες για να ζήσουμε με πληρότητα.

Ο θάνατος ως εχθρός και φίλος

Κι όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι αλήθεια ότι, όπως λέγει ο απ. Παύλος, η ζωή είναι Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος. Είναι αλήθεια ότι θάνατος δεν είναι η αποχώρηση από την εφήμερη ζωή, αλλά η ένδυση της αιωνιότητας. Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο σημείο που υπογραμμίζεται από τον απ. Παύλο, κι από το σύνολο των Γραφών. Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει. Η κλήση του είναι για την αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας, με την έννοια της απομάκρυνσης από τον Θεό, της διάστασης από το πλησίον, του διχασμού του από τον αληθινό και βαθύτερο εαυτό του. Με αυτή την έννοια, «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄ Κορ. 15:26). Ο θάνατος είναι ο εχθρός, τόσο του Θεού όσο και δικός μας. Πράγματι, είναι εχθρός του Θεού κατά τον πιο οδυνηρό και δραματικό τρόπο, αφού εκτείνεται ακόμα και πάνω στον ίδιο τον Χριστό. Παρόλο όμως που είναι τόσο τρομερός εχθρός, το γεγονός ότι σ’ αυτόν παραδίδεται ακόμα κι ο Χριστός που είναι τέλειος Θεός και άνθρωπος, φανερώνει ότι ο θάνατος δεν υπάρχει χωρίς νόημα. Ο θάνατος μπορεί να είναι συνέπεια της αμαρτίας αλλά δεν υπάρχει κάτι κακό καθαυτό μέσα στον ίδιο τον θάνατο που να βεβηλώνει το πρόσωπο του αποθανόντος. Ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό και κατήλθε στον άδη, αλλά δεν αμαυρώθηκε από την κοινωνία του με το μυστήριο του θανάτου.

Έτσι υπάρχει εδώ μία αντίφαση. Από τη μια μεριά ο θάνατος ως συνέπεια του κακού δεν θα έπρεπε να υπάρχει, κι οφείλουμε να τον νικήσουμε. Από την άλλη μεριά μόνον ο θάνατος μας δίνει τη δυνατότητα να σπάσουμε τον αέναο κύκλο του διηνεκούς –και το διηνεκές είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αιωνιότητα. Εάν δεν υπήρχε θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο της αμαρτίας, του κακού και της φθοράς, σιγά-σιγά θα καταλήγαμε στον μαρασμό και την αποσύνθεση χωρίς να είμαστε σε θέση να ξεφύγουμε από τον τρόμο μιας τέτοιας καταστροφής.

Κάθε χρόνο το βράδυ της Ανάστασης και τις σαράντα μέρες που ακολουθούν ψάλλουμε «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας». Αλλά τι βλέπουμε; Τον θάνατο ελεύθερο και ενεργό, τους ανθρώπους να πεθαίνουν όπως πρίν. Δίνεται η εντύπωση ότι κηρύττουμε κάτι που γνωρίζουμε ότι είναι αναληθές.

Ωστόσο, καλό είναι να έχουμε κατά νού ότι ο θάνατος έχει δύο όψεις. Από τη μια έχουμε τον σαρκικό θάνατο, αλλά έχουμε επίσης και τον θάνατο που νοείται ως χωρισμός από τον Θεό, ώς κάθοδος στον τόπο εκείνο όπου ο Θεός είναι απών, τον τόπο της οριστικής και ριζικής του απουσίας. Αυτή η δεύτερη όψη του θανάτου είναι οπωσδήποτε η πιο οδυνηρή και σκληρή. Ο Κύριος βίωσε και τις δύο όψεις του θανάτου. Επέλεξε να συμμεριστεί μαζί μας όλες τις συνέπειες του κακού –ακόμα και τον πλήρη χωρισμό του από τον Θεό. Και παρόλο που ενσκήπτει στον τόπο όπου κατέρχονται όλοι όσοι έχουν απωλέσει τον Θεό, φέρει μαζί του την πληρότητα της θείας παρουσίας. έτσι, δεν υπάρχει πλέον τόπος όπου ο Θεός είναι απών. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς μορφώνεται και η δική μας κατάσταση μετά τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Μπορεί να πρέπει να υποστούμε έναν θάνατο προσωρινό, αλλά ο απόστολος Παύλος τον περιγράφει ως κοίμηση. Δεν υπάρχει πλέον εκείνος ο θάνατος που ήταν ο τρόμος του ανθρώπου, ο οριστικός χωρισμός από τον Θεό. Κατά αυτή την έννοια πράγματι ο θάνατος έχει νικηθεί από τον θάνατο. Ακόμα και τώρα –έστω δισταχτικά και σε στάδιο εμβρυακό- γινόμαστε κληρονόμοι της αιωνιότητας.

Όταν ανακαλούμε το παρελθόν, συχνά θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε από την αγάπη μας πρόσωπα που πλέον δεν βρίσκονται δίπλα μας να αγαπήσουμε. Υιοθετούμε αυτή την εντύπωση γιατί απλά στρεφόμαστε προς λάθος κατεύθυνση. Εάν ο Θεός δεν είναι ο Θεός των νεκρών αλλά των ζώντων (Ματθ. 22:33), τότε όλοι όσοι έφυγαν από τούτη τη γή, είναι ζωνταντοί εν Χριστώ. Κι εμείς μπορούμε να στραφούμε προς αυτούς για συγχώρεση και μεσιτεία. Δεν είναι ποτέ αργά εάν αληθινά πιστεύουμε τον Θεό ως Θεό των ζώντων. Και ποτέ δεν θα πρέπει να μιλούμε για την αγάπη μας σε χρόνο παρελθόντα. Ο θάνατος του σώματος δεν διασπά την σχέση, αφού αυτή ήταν, είναι και θα παραμείνει ζωντανή ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντήθηκαν και αγαπήθηκαν σε τούτη τη ζωή.

Ο θάνατος δεν είναι ποτέ το τέλος. Συνεχίζουμε να ζούμε όταν πεθαίνουμε, ακόμα και σε τούτη τη γή, αφού κληρονομούμε τους καρπούς της επίγειας ζωής και ύπαρξής μας σε όσους ακολουθούν. Και συνεχίζουμε να φέρουμε πάντοτε ευθύνη για την απήχηση της βιωτής μας.

(Διασκευή από λόγους που δημοσιεύθηκαν
στο Sobornos, τόμος 1, Νο2, 1979, σ.8-18
Μετάφραση από τα αγγλικά, Α.Μ.)

 

 

Το Σάββατον το αληθινό

Αλέξανδρου Καλόμοιρου

«Ο ειπών “κατέπαυσεν ο Θεός τη ημέρα τη εβδόμη”, την κατάπαυσιν του δρόμου ταύτης της ζωής εδήλωσε... έξ ημέραι εν τη γεωργία της ζωής, διά της φυλακής των εντολών τελειούνται^ και το έβδομον, εν τω τάφω ολοκληρούται^ και το όγδοον, εν τη εξόδω αυτού... Το σάββατον εν αληθεία εστι κατάπαυσις από παντός λυπηρού, και ανάπαυσις τελεία των οχληρών... Το σάββατον το αληθινόν και ασύγκριτον, το μνήμα εστι... Πάσα η ανθρωπότης εκεί σαββατίζει, ήτε ψυχή και το σώμα.» (αγ. Ισαάκ Σύρου, Λόγ. ΟΔ΄). Σώμα και ψυχή ο άνθρωπος ησυχάζει και αναπαύεται στο μνήμα. Γι’ αυτό ο θάνατος λέγεται κοίμηση. «Ουκ απέθανε αλλά καθεύδει», είπε ο Κύριος για τη νεκρή κόρη. «Ο Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται^ αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν» (Ιωάν. 11:1). Ο ύπνος είναι μόνωση, ανάπαυση, ησυχία, «εν ή καθοράται Θεός» , εάν φυσικά ο άνθρωπος έζησε εν Θεώ και τον δέχθηκε ένοικο στην καρδιά του.

Ο φυσικός θάνατος

Αυτός ο ύπνος είναι φθορά και διάλυση του φυσικού ανθρώπου. όμως ο άνθρωπος δεν είναι μόνον αυτό που φαίνεται. Είναι ένα μυστήριο που δεν ορίζεται μόνον από τη φύση αλλά και από την Χάρη, την Χάρη που πηγάζει από το μοναδικό γεγονός της Σαρκώσεως του Θεού. Η φύση φθείρεται και αποσυντίθεται γιατί δεν είναι μόνη της ικανή να επιβιώσει. Χώμα είναι και επιστρέφει στο χώμα. όμως αυτή η ίδια φύση βρίσκεται αναστημένη και άφθαρτη στον θρόνο του Θεού. Μέσα στο μνήμα ο άνθρωπος βρίσκεται πλέον «εν χειρί Θεού», μέσα στην Ενέργεια και την Χάρη Του. Δεν ζεί κατά φύσιν αλλά κατά χάριν. Οι αισθήσεις δεν υπάρχουν πια. Οι λογισμοί έχουν εξαφανισθεί μαζί με το μυαλό που τους παράγει. Κανένας θόρυβος του κόσμου δεν φθάνει εκεί κάτω. Καμιά φυσική επικοινωνία με τους ανθρώπους και τον κόσμο δεν είναι πια δυνατή. Στο «μνήμα» επικρατεί απόλυτη ησυχία. «Ου δυνατόν τον νεκρόν αισθέσθαι των πραγμάτων των ζώντων» (αγ. Ισαάκ Σύρου, Λόγ. ΟΑ΄). «Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού (η τελευταία του πνοή) και επιστρέψει εις την γήν αυτού^ εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού» (Ψαλμ. 145, 4). «Οι νεκροί ουκ εισί γινώσκοντες ουδέν... ότι ουκ έστι ποίημα και λογισμός και γνώσις και σοφία εν άδη, όπου σύ πορεύη εκεί» (Εκκλησιαστής Θ΄5-10). Καμιά ανάμνηση του κόσμου δεν υπάρχει εκεί κάτω. «ώσπερ εξελθών της γαστρός, των εν γαστρί ου μνημονεύεις^ ούτω και του σώματος εξελθών, ου μνημονεύεις των εν σώματι» (Αγ. Αντωνίου Μεγ., Φιλοκ. Α΄σ.19) .

Δεν υπάρχει στιγμή θανάτου. Το σταμάτημα της αναπνοής και της καρδιάς δεν σημαίνει αναγκαστικά θάνατο. Τα όργανα αυτά μπορεί να ξαναρχίσουν τη λειτουργία τους, και, αν δεν έχουν γίνει εν τω μεταξύ σοβαρές νευρικές βλάβες, ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή. Οι διαδικασίες του θανάτου απαιτούν χρόνο, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο.

Το μυστήριο του θανάτου το εικόνισε ο απόστολος Παύλος με τον σπόρο που φυτεύεται, σαπίζει και ανασταίνεται φυτό. (Κορ. Α΄, 15:35-38). Μέσα στον σπόρο που σαπίζει βρίσκεται ολόκληρο το φυτό που θα φυτρώσει. Αυτός ο γόνος είναι η εικόνα του Θεού πεταγμένη στο χώμα. Την βλέπει η Εκκλησία και θρηνεί: «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλαθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος» (Μ.Ευχολόγιον, νεκρ. ακολουθία).

H εικόνα του αναστάντος Χριστού όμως είναι που μας οδηγεί στην Ανάσταση. Τα ζώα δεν είναι πρόσωπα. Εμείς είμαστε, γιατί είναι Αυτός κατ’ εικόνα του οποίου δημιουργηθήκαμε. Είμαστε πρόσωπα κατ’ εικόνα της Υποστάσεως του Υιού και Λόγου του Θεού που πήρε επάνω της τη φύση μας. Το πρόσωπο, στον άνθρωπο, δεν είναι προϊόν της φύσεώς του, αλλά αυτής της θείας Ενέργειας επάνω στη φύση του, που όμως πηγάζει εκ των ένδον λόγω της Σαρκώσεως. Και η Σάρκωση δεν είναι απλό ιστορικό γεγονός, είναι οντολογικό γεγονός, και δεν αναφέρεται μόνο στην ανθρωπότητα ολόκληρη, αλλά είναι η προαιώνια Βουλή του Θεού, που αφορά σ’ ολόκληρη τη Δημιουργία. Η διαφορά μας από τα ζώα είναι ελάχιστη ως προς τη φύση, είναι όμως αβυσσαλέα ως προς την εικόνα, την εικόνα του Λόγου. Είναι μάταια και παραπλανητική κάθε χωρίς Χριστό ανθρωπολογία. Ο άνθρωπος ούτε ερμηνεύεται, ούτε κατανοείται χωρίς Χριστό αναστάντα. Η ελληνιστική ανθρωπολογία είναι ξένη προς τον Χριστιανισμό, ανθρώπινη επινόηση. Ο θάνατος δεν είναι απελευθέρωση από την ύλη, αλλά καταστροφή της δημιουργίας του Θεού, της «καλής λίαν», και ύπνος του ανθρώπου μέσα στα χέρια του Θεού και την ελπίδα της αναστάσεως.

«Ύπνος εστί, λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εικών θανάτου^ αισθήσεων αργία» (Λόγ. 18:1). ύπνο ονόμασαν τον θάνατο και ο Κύριος, και οι Απόστολοι, και η Παλαιά Διαθήκη, και η Εκκλησία. Είναι αργία των φυσικών αισθήσεων που μας συνδέουν με τον κόσμο, έως ότου η ανάσταση μας ξαναδώσει ένα «νέο» άφθαρτο σώμα, μέσα σ’ ένα καινούργιο άφθαρτο κόσμο, σε «καινή γή» και σε «καινούς ουρανούς». Νέο σώμα με την έννοια του ανανεωμένου και όχι του άλλου, γιατί πρόκειται για το ίδιο σώμα, τον ίδιο άνθρωπο. αν όμως στο θάνατο δεν υπάρχουν πια οι φυσικές αισθήσεις αυτό δεν σημαίνει πώς δεν υπάρχουν και οι πνευματικές. Αυτές όμως οι πνευματικές αισθήσεις που έχουν οι νεκροί δεν οφείλονται στη δική τους φύση, αλλά στη θεία Ενέργεια, στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος που τους συνέχει.

Ο πνευματικός θάνατος

Τόσο ο πνευματικός θάνατος όσο και η αιώνια ζωή αρχίζουν από τούτο τον κόσμο. «Ιδού ίσταμαι επί την θύραν και κρούω», λέγει ο Κύριος. όποιος ανοίξει την πόρτα της καρδιάς του δέχεται τη Ζωή και συνδειπνεί μαζί της. Μόνο που ο κόσμος και οι αισθήσεις αποσπούν τους χριστιανούς από τη γεύση της Βασιλείας του Θεού που είναι «εντός ημών» . Γι’ αυτό έφευγαν οι Πατέρες στην έρημο και στην ησυχία, για ν’ απολαύσουν αναπόσπαστα τον Κύριο που ζούσε μέσα τους. Γι’ αυτό σπεύδουν οι χριστιανοί στο κελί τους, και αποφεύγουν τις άκαρπες και περιττές συναναστροφές, και προτιμούν τη νυκτερινή προσευχή στη σχετική ησυχία, και όλη τους τη ζωή αγωνίζονται για τη «φυλακή των πέντε αισθήσεων», νοσταλγώντας την ημέρα που θα φύγουν από τούτο τον κόσμο και θα είναι «συν Χριστώ». Αντίθετα, όσοι δεν άνοιξαν την πόρτα τους και δεν τον δέχθηκαν, ξεγελούν τον εαυτό τους με τα υποκατάστατα που τους προσφέρουν σ’ αυτή τη ζωή ο κόσμος και οι αισθήσεις. όταν όμως πεθάνουν όλη αυτή η σκηνοθεσία του ψεύδους εξαφανίζεται. Ο άνθρωπος μένει γυμνός και απομονωμένος, χωρίς φως, χωρίς τη Ζωή. Αυτό το σκοτάδι και η απόλυτη μοναξιά και πνευματική φτώχια είναι η πρόγευση της κολάσεως, μια πρόγευση κενού και απουσίας που θα ολοκληρωθεί με τραγική ένταση στην ανάσταση όταν, στην «Καινή γή», μέσα στο φως και τη θαλπωρή της αγάπης του Θεού προς όλους, αυτοί θα στέκονται σαν ξένοι και εχθροί, έχοντας αποκόψει οι ίδιοι τον εαυτό τους από τη χαρά και την ευφροσύνη ολόκληρης της Δημιουργίας.

Η αιώνιος Ζωή

Όσοι όμως αφήσουν σε τούτη τη ζωή τον Κύριο να τους γεμίσει, όσοι γίνονται κατοικητήριά του, στο θάνατο, όταν ο κόσμος και οι αισθήσεις λείψουν εντελώς, ζούν την κοινωνία αυτή με τον Χριστό και το Πνεύμα το άγιο άμεσα και ανεμπόδιστα. Εκεί σαββατίζουν. Εκεί γεύονται την τέλεια ησυχαστική εμπειρία τους, σαν συνέχεια της επίγειας, σαν ανώτερη βαθμίδα μιας προκοπής που θα ολοκληρωθεί με την Ανάσταση αλλά ποτέ στον αιώνα δεν θα τελειώσει, αφού ο Θεός είναι άπειρος και η πρόοδος μέσα στη Βασιλεία του ατελεύτητη. «Προκόπτοντες ουδέποτε καταλήξομεν, ου κατά τον παρόντα, ου κατά τον μέλλοντα αιώνα, φωτί φως προσλαμβάνοντες» (αγ. Ιω. Κλίμακος, Λόγ. ΚΣΤ΄, σ.141-142). «ότι ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν^ φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον... Δικαίων δε ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος.» (Σοφία Σολ. Β΄23-24, γ΄1-8).

Αυτό το «εν χειρί Θεού» αποδίδει την κατάστασή τους, που είναι όλη Χάρις του Αγίου Πνεύματος. όλοι, φίλοι και εχθροί του Θεού, βρίσκονται στον θάνατο «εν χειρί Θεού», όμως οι μεν δέχονται και χαίρονται την Χάρη, οι δε μένουν κλειστοί σ’ αυτήν αυτοπροαίρετα και ελεύθερα. Ο «Ουρανός» και ο «Παράδεισος» δεν είναι κάποιος τόπος όπου πηγαίνουν οι «ψυχές» ύστερα από κάποιο περιπετειώδες ταξίδι. «Ουρανός» και «Παράδεισος» είναι ο ίδιος ο Θεός που είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν είναι τόποι αλλά κατάσταση πνευματική. Μόνο στο ορθολογιστικό μυαλό υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στον «Ουρανό» και στο «μνήμα». Ο Θεός βρίσκεται παντού το ίδιο, και στους γαλαξίες και μέσα στο χώμα της γης. Η Χάρις Του βρίσκεται και στα λείψανα των αγίων και στις καρδιές που προσεύχονται σ’ αυτούς, και στις εικόνες που τους εικονίζουν οπουδήποτε της γης. Οι άγιοι δεν έχουν καμιά φυσική επικοινωνία μαζί μας. Δεν ακούν τις προσευχές μας με τ’ αυτιά τους που έχουν διαλυθεί στο μνήμα, δεν μεσιτεύουν για μας με γλώσσα και λόγια ανθρώπινα, ούτε μας βοηθούν με κάποια σωματική παρουσία. Οι άγιοι ακούν τις προσευχές μας με τη Χάρη και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που τους συνέχει και μέσα στην οποία ζούν. Οι άγιοι «ακούν» και ανταποκρίνονται στις προσευχές μας από οπουδήποτε της γης και αν προέρχονται αυτές, σαν να είναι πανταχού παρόντες. Κανένα κτίσμα όμως δεν είναι πανταχού παρών, μόνον ο Θεός και διά του Θεού οι άγιοι. Αυτό είναι το μυστήριο της εν Χριστώ θεώσεως του ανθρώπου που δεν είναι φυσική αλλά χαρισματική κατάσταση, αποτέλεσμα της μυστικής και μυστηριακής ένωσης των άγίων με τον Θεό από τούτη τη ζωή. Γι’ αυτό και οι άγιοι θαυματουργούν και γνωρίζουν τι έχουμε στην καρδιά μας και από τον καιρό που είναι ακόμη στη ζωή. Αυτή η γνώση και ανταπόκριση δεν είναι φυσική αλλά εν Αγίω Πνεύματι. Καμιά δυνατότητα κτιστής, φυσικής, ψυχικής επικοινωνίας με τον κόσμο και τους ανθρώπους δεν έχουν οι άγιοι μετά θάνατον. Και τα οράματα αγίων - όσα δεν είναι πλάνη του υπερήφανου νού - και αυτά Χάρις και Ενέργεια του Θεού είναι, είτε άμεση είτε δι’ αγγέλων. Ο Θεός τη μεσιτεία των αγίων Του, για να δοξάσει αυτούς και για το πνευματικό συμφέρον το δικό μας, σχηματίζει την Ενέργειά Του όπως Εκείνος κρίνει και όταν πρέπει, και αυτό σπανίως. Δυστυχώς η ελληνιστική περί ψυχών αντίληψη, που επικράτησε και ανάμεσα στους Ορθοδόξους τους τελευταίους αιώνες, έχει δώσει στην ιδέα που έχουμε για τους νεκρούς πνευματιστικό περιεχόμενο, ψεύτικο και δαιμονικό. Εκτός από τους αγίους, και αυτό διά της Χάριτος του Θεού και μόνον όταν θέλει Εκείνος, καμιά επικοινωνία με «ψυχές» νεκρών δεν είναι δυνατή. Το κάλεσμα των «ψυχών» και των «πνευμάτων» των νεκρών που γίνεται από τα μέντιουμ στις πνευματιστικές συνεδριάσεις το έχει καταδικάσει και ο Παλαιός και ο Νέος Ισραήλ, γιατί είναι καταστρεπτική δαιμονική εξαπάτηση και κοινωνία δαιμονίων. Με τους ανθρώπους, είτε νεκροί είναι είτε ζωντανοί, μόνον ο Θεός μας φέρνει σε πραγματική επικοινωνία. Μόνον η κοινωνία μας με τον Θεό μας βγάζει από την απομόνωση και τη μοναξιά μας. Μόνον η Χάρις του Θεού μας γεμίζει και μας συνδέει με αγάπη, και μόνον αυτή, η εν Χριστώ αγάπη, μας φέρνει σε επικοινωνία μεταξύ μας, περισσότερο με τη σιωπή παρά με τα λόγια. «Η σιωπή, λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, μυστήριον εστι του αιώνος του μέλλοντος. Οι δε λόγοι όργανον εισι τούτου του κόσμου» (Επιστ. Γ΄ σ. 365). Είτε από κοντά είτε από μακριά, είτε στη ζωή είτε στο θάνατο μόνον η αγάπη του Θεού είναι που μας συνδέει και μεταξύ μας. Μόνον όταν συνδεθούμε με τον Θεό μπορούμε να συνδεθούμε και με τους ανθρώπους. Χωρίς Θεό οποιοσδήποτε σύνδεσμος είναι ψεύτικος και νόθος. Οι εν Χριστώ νεκροί, γεμάτοι από την παρουσία του Θεού, δηλαδή γεμάτοι από αγάπη, «ικετεύουν εν σιωπή τον εν σιωπή ακροόμενον (αγ. Εφραίμ Σύρου, “Hymns on Nisibis” 43:10). Δεν έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν ούτε τα δικά μας λόγια ούτε με λόγια να μεσιτεύσουν για μας. Ανάμεσα σ’ εμάς και στους αγίους υπάρχει ο Θεός, η πολύφθογγη σιωπή της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που μας συνέχει όλους μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. «Σύ γαρ εί η ζωή και η ανάπαυσις των κεκοιμημένων δούλων Σου, Χριστέ ο Θεός ημών» (Μεσονυκτικόν)... αλλά και όλων ημών.

Ανάξω υμάς εκ των μνημάτων υμών

«Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γήν, εξ ής ελήφθης, ότι γή εί και εις γήν απελεύση» (Γεν. 3:19). «Εμνήσθη δε Κύριος ο Θεός από Ισραήλ των νεκρών αυτού, των κεκοιμημένων εις γήν χώματος, και κατέβη προς αυτούς ευαγγελίσασθαι αυτοίς το σωτήριον αυτού» (αγ. Ιουστ. Φιλ. “Διαλ..” 72). «Υιέ ανθρώπου τα οστά ταύτα πάς οίκος Ισραήλ εστι» (Ιεζεκ. Λζ΄11). «Τάδε λέγει Κύριος^ ιδού εγώ ανοίγω τα μνήματα υμών και ανάξω υμάς εκ των μνημάτων υμών και εισάξω υμάς εις την γήν του Ισραήλ, και γνώσεσθε ότι εγώ ειμί Κύριος εν τω ανοίξαι με τους τάφους υμών του αναγαγείν με εκ των τάφων τον λαόν μου» (Ιεζεκ. Λζ΄12-13). Θα ανεβάσω από τους τάφους τον λαό μου, δηλαδή εσάς τους ίδιους, όχι κάτι από σάς. Γιατί «πάσα η ανθρωπότης» στο μνήμα σαββατίζει, «η τε ψυχή και το σώμα», ολόκληρη η φύση μας. Θα βγάλω από τους τάφους εσάς τους ίδιους, και όχι κάποιο εξάρτημά σας, γιατί εσείς «ψυχή και σώμα» είσαστε γή. Αυτά τα κόκκαλα, τα «ξηρά σφόδρα», είναι κάθε γενιά του Ισραήλ. Κοιμάστε «εις γήν χώματος» ώσπου να σάς ξυπνήσω, αναπαύεσθε μέσα στο χέρι μου ώσπου να περάσουν οι αιώνες χωρίς να το καταλάβετε, και να κάνω καινούργια τη γή και τους ουρανούς, κι εσάς άφθαρτους και αιώνιους. Θα γνωρίσετε τότε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, αυτός που με την ανάστασή Του χάρισε την αιώνια ζωή «τοις εν τοις μνήμασι».



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ