Προηγούμενο κεφάλαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΙΣΤ΄ Σύγχρονη ειδωλολατρία

Αλλά άς δούμε τώρα ποιοί είναι οι Ευρωπαίοι με τους οποίους θέλουν να ενωθούμε σαν Κράτος και σαν Εκκλησία.

Τον Ευρωπαίο χαρακτηρίζει μια φοβερή αντινομία, η αντίθεσις του έσω και του έξω ανθρώπου. Ο Ευρωπαίος, άλλος εμφανίζεται και άλλος είναι. Ζή και κινείται μέσα στό ψεύδος της συμβατικότητος. Ολόκληρος ο πολιτισμός του είναι ένα άθροισμα κατά συνθήκην ψευδών στό οποίο έχει προσαρμοσθή. Είναι στό έπακρο εγωκεντρικός, και όμως φέρεται πρός τους άλλους με απόλυτη, σχεδόν εξεζητημένη ευγένεια.

Στις υπανάπτυκτες χώρες, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη την φινέτσα του ευρωπαίκώς πολιτισμένου, ο καθένας εκφράζει λίγο - πολύ τον εσωτερικό του κόσμο με κάποια ελευθερία και απλότητα που δεν την βρίσκεις στην Ευρώπη. Οι τρόποι τους είναι χοντροί αλλά οι άνθρωποι πιο αληθινοί. Στην Ευρώπη αυτό θεωρείται έλλειψις πολιτισμού και πνευματικής αναπτύξεως.

Έτσι, πολιτισμός κατάντησε να θεωρήται το συνεχές παιγνίδι της υποκρισίας, όπου οι κεκονιασμένοι τάφοι, οι γέμοντες δυσωδίας, καθαρίζουν συνεχώς το έξωθεν του ποτηρίου για να φαίνωνται καθαροί στους ανθρώπους.

Όπως όμως συμβαίνει με τους Φαρισαίους, αυτό το συνεχές ψέμα μέσα στό οποίο ζούν, δεν τους ταπεινώνει. Απ’ εναντίας, η εξωτερική τους τελειότης τους κάνει βέβαιους για την ανωτερότητά τους. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ευρωπαίων είναι η υπερηφάνεια. Βλέπουν αφ’ υψηλού όλους τους άλλους λαούς που τους θεωρούν απολίτιστους ή υπανάπτυκτους.

Μπορεί μερικοί απ’ αυτούς να ενδιαφέρωνται πολύ για τις ανάγκες των αλλων, των ατόμων, των ομάδων ή των εθνών, πρό παντός των υπαναπτύκτων, για τους οποίους τρέφουν αισθήματα οίκτου, στό βάθος όμως ενδιαφέρονται για τους άλλους όπως ένας εντομολόγος για τα έντομα. Τρέφουν για τους ανθρώπους αισθήματα κατώτερα από την αγάπη που έχουν για τα σκυλιά τους.

Έχουν για τον πολιτισμό τους την ίδια υψηλή ιδέα που έχουν για το άτομό τους. Πνεύματα κριτικά, δεν παραδέχονται τίποτε αβασάνιστα, και είναι υπερήφανοι γι’ αυτό. Θεωρούν σχετικές όλες τις αξίες, ακόμη κι αυτές που παραδέχονται, και συζητούν με φαινομενική εμβρίθεια τα όσα πίστεψε η ανθρωπότης.

Η συνηθισμένη τους στάσις είναι στάσις καλοπροαίρετων αγνωστικιστών, που είναι πρόθυμοι να συμφωνήσουν με ό,τι τους λέτε, αφήνοντάς σας να εννοήσετε ότι, βέβαια, τα όσα λέτε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποδειχθούν, και άρα δεν τους κάνουν ούτε κρύο, ούτε ζέστη.

Ένα πράγμα όμως δεν διανοούνται ποτέ να αμφισβητήσουν οι αγνωστικισταί αυτοί^ την αξία του πολιτισμού των. Ποτέ δεν στάθηκε ανώτερος πολιτισμός απ’ τον δικό τους. Μπορεί η κριτική για τα διάφορα επί μέρους πολιτιστικά προβλήματα να είναι έντονη, και να υπάρχουν στις λεπτομέρειες μεγάλες αντιθέσεις, ποτέ όμως δεν ετέθη από αυτούς εν αμφιβόλω η ορθότης της γενικής γραμμής του πολιτισμού των.

Ο πολιτισμός της Ευρώπης βασίζεται σε μια θρησκεία, σε μια θρησκεία όμως που κανείς δεν θέλει να την ονομάση έτσι. Γιατί η θρησκεία αυτή δεν είναι η λατρεία ενός ή πολλών θεών, αλλά η λατρεία του ανθρώπου.

Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και ο πολιτισμός των δεν ήταν άλλο παρά η λατρεία του ανθρώπου. Αν ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδος βρήκε τόση απήχησι στις καρδιές των Ευρωπαίων, αυτό οφείλεται ακριβώς σ’ αυτήν την εσωτερική συγγένεια.

Όπως οι αρχαίοι Έλληνες, έτσι και οι Ευρωπαίοι θεοποίησαν την λογική του ανθρώπου, τα πάθη του, τις ψυχικές του δυνάμεις και αδυναμίες, μ’ έναν λόγο έκαμαν τον άνθρωπο κέντρο, μέτρο και σκοπό του παντός. Από τον άνθρωπο ξεκινάει ο πολιτισμός της Ευρώπης, για τον άνθρωπο υπάρχει και από τον άνθρωπο παίρνει την δικαίωσί του.

Μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες επάνω στους τρόπους με τους οποίους θα επιτευχθή η καλυτέρευσις της ζωής του ανθρώπου, μπορεί να βγαίνουν διαφορετικά συμπεράσματα από το μέτρημα του ανθρώπου, όμως, πάντοτε και για όλους, ο άνθρωπος είναι το κέντρον γύρω από το οποίον κινούνται, η πηγή της εμπνεύσεώς τους, και ο σκοπός των έργων τους.

Αυτός είναι ο Ευρωπαίος. Όποια θρησκεία και αν νομίζει πώς έχει, στό βάθος θρησκεία του είναι η προσκύνησις του ειδώλου άνθρωπος. Ο Ευρωπαίος έχει πάψει πιά να βλέπει στον άνθρωπο την εικόνα του Θεού, βλέπει μόνον την εικόνα του εαυτού του.

Με άλλα λόγια η θρησκεία της Ευρώπης είναι η παλιά θρησκεία της ανθρωπότητος, αυτή που εχώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό. Σκοπός του Θεού είναι να θεώση τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος όμως πλανημένος από τον διάβολο, νόμισε πώς μπορεί να γίνη θεός και χωρίς την Χάρι του Δημιουργού του, με δική του πρωτοβουλία και με τις δικές του μόνον δυνάμεις. Βιάστηκε λοιπόν να γευθή από το δέντρο της Γνώσεως πρίν να γίνη ώριμος για τέτοια τροφή.

Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξουν τα μάτια του, να γνωρίση το καλό και το πονηρό, να δή την γυμνότητά του την σωματική και την πνευματική και να τρομάξη. Δεν άντεχε πιά ν’ αντικρύση τον Κύριο και Θεό του, και έτρεξε να κρυφτή από το πρόσωπό Του. Κατάλαβε ότι χάσμα μέγα ανοίχθηκε μεταξύ αυτού και του Δημιουργού του. Τότε ο σπλαγχνικός Πατέρας του καταράστηκε την πρώτη αιτία της καταστροφής, τον διάβολο, τον “όφιν τον αρχαίον”, και στην άπειρη αγάπη Του υποσχέθηκε κιόλας την σωτηρία^ “και έχθραν θήσω ανά μέσον σού (όφεως) και ανά μέσον της γυναικός (της Παναγίας) και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής (του Χριστού)^ αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και σύ τηρήσεις αυτού πτέρναν” (Γέν. Γ΄ 15). Και για να μη ζήση ο άνθρωπος επ’ άπειρον στην κατάστασι αυτήν του πνευματικού θανάτου, τον έδιωξε από τον Παράδεισο, “μη ποτε εκτείνη την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα” (Γέν. Γ΄ 22). Επέτρεψε έτσι ο Θεός από ευσπλαγχνία και αγάπη τον σωματικό θάνατο και την φθορά, που όπως ο πνευματικός θάνατος ήταν αποτέλεσμα της διακοπής επαφής με την Πηγή της Ζωής, για να μη περιφέρη στους αιώνας ο άνθρωπος την πνευματική του νέκρα, την δυστυχία και την γυμνότητά του. Έτσι ο άνθρωπος, χωρισμένος από τον Θεό και ζώντας μέσα στην συνεχή πραγματικότητα του θανάτου, έγινε σκλάβος του διαβόλου.

Ήταν λοιπόν από αντίδρασι στην εμπειρία της μηδαμινότητός του που ο άνθρωπος ελάτρευσε τον άνθρωπο, ανακηρύσσοντάς τον Θεό. Πράγματι οι αρχαίοι εδίδαξαν ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι μέρος της θείας ουσίας, ότι είναι δηλαδή θεία κατ’ ουσίαν και άρα δεν έχει ανάγκη από Θεό.

Αυτή η ενδόμυχος θέλησις του ανθρώπου να πιστέψη στην θεότητά του, μαζί με το γεγονός της υποταγής του στις σατανικές δυνάμεις, είναι η βάσις κάθε ειδωλολατρίας.

Η θρησκεία λοιπόν της Ευρώπης δεν είναι άλλη από την προαιώνια αυτή ειδωλολατρία, με μοντέρνα μορφή. Παπισμός, Προτεσταντισμός, Ουμανισμός, Αθεϊσμός, Δημοκρατία, Φασισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός και ό,τι άλλο Ευρωπαϊκό, είναι εκφράσεις του ιδίου ανθρωπιστικού πνεύματος.

Ο πολιτισμός της Ευρώπης δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα μιας αγωνιώδους και επίμονης προσπαθείας του ανθρώπου να στήση τον θρόνο του πάνω από τον θρόνο του Θεού. Δεν είναι άλλο από το κτίσιμο ενός νέου πύργου της Βαβέλ, όπου επικρατεί μέν η σύγχυσις ως πρός τον τρόπο του κτισίματος, αλλά ο σκοπός παραμένει κοινός για όλους.

Το ιδανικό του Ευρωπαίου ταυτίζεται με το ιδανικό του Εωσφόρου. Είναι στό βάθος η ίδια περιφρόνησις πρός την αγαθότητα του Θεού, η ίδια ύβρις πρός την αγάπη Του, η ίδια επανάστασις και απομάκρυνσις από την αγάπη Του, η ίδια αχαριστία, η ίδια ερημική πορεία, που αντί να οδηγή πρός τα άνω, όπου νομίζει ότι πηγαίνει ο άνθρωπος, οδηγεί πρός την άβυσσο του θανάτου.

 

ΙΖ΄ Με σημαία τον Σταυρό.

Αλλά η πραγματική θρησκεία της Ευρώπης είναι κρυμμένη και εμφανίζεται επισήμως με το χριστιανικό προσωπείο.

Η Ευρώπη για όλον τον κόσμο είναι χριστιανική χώρα. Ο διάβολος, αλήθεια, είναι ο κατ’ εξοχήν πονηρός, και τα αστεία του έχουν για την ανθρωπότητα τις πιο τραγικές συνέπειες.

Το κακό, το μεγαλύτερο κακό που βρήκε ποτέ τον κόσμο, είχε για λάβαρό του τον Σταυρό. Ο αριστοτελισμός των δυτικών θεολόγων και η μαθητεία τους στην ειδωλολατρική ορθολογιστική σκέψι της αρχαίας Ελλάδος, η μετατροπή της θεολογίας σε φιλοσοφία, η νοθεία της πίστεως, ο παπισμός, η δίψα της δυνάμεως και της κοσμικής εξουσίας, οι σταυροφορίες, το ανακάτεμα της θρησκείας με την πολιτική, η ιερά εξέτασις, οι ιεραποστολές που απεδεικνύοντο προφυλακές των αποικιοκρατών, κατακτήσεις, πόλεμοι, συστηματική απομύζησις του αίματος των λαών, όργια, απάτες, ταπεινώσεις και τυραννία, έγιναν στό όνομα του Εσταυρωμένου.

Μπροστά σ’ αυτήν την τραγική κατάπτωσι της θρησκείας ήταν φυσικό να αναπηδήση, σαν μια τάσις για λύτρωσι και υγεία, ο αθεϊσμός και η διαμαρτύρησι.

Πρέπει να προσέξη κανείς ότι ο αθεϊσμός που παρουσιάσθηκε στην Ευρώπη, δεν ήταν μια αδιαφορία ή ένας αγνωστικισμός, ούτε μια απλή επικουρική διάθεσις. Ο αθεϊσμός της Ευρώπης δεν ήταν μια ακαδημαϊκή άρνησις. Ήταν ένα δυνατό μίσος πρός τον Θεό των Χριστιανών, όπως τον είχανε γνωρίσει στην Ευρώπη, ένα δυνατό πάθος, μια βλασφημία, μια αγανάκτησις της ψυχής του ανθρώπου.

Στην ορθόδοξο χριστιανική Ανατολή, από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου μέχρι την Ελληνική Επανάστασι, δεν παρουσιάσθηκαν ποτέ τέτοια κρούσματα. Οι άνθρωποι της Ανατολής είχαν γνωρίσει έναν Θεό τελείως διαφορετικό από τον Θεό που γνώρισαν οι άνθρωποι της Δύσεως, γι’ αυτό ποτέ δεν τους ήλθε να τον αρνηθούν, όσο αμαρτωλοί και αν ήσαν. Η άρνησίς τους, χωρίς να το ξέρουν οι ίδιοι, εστρέφετο εναντίον της θρησκείας που είχαν γνωρίσει στην Ευρώπη. Ο αθεϊσμός τους ετρέφετο από τα σφάλματα των Χριστιανών και από την νοθεία της χριστιανικής αληθείας που είχε γίνει στην Δύσι.

Η Διαμαρτύρησις, επίσης, μπορεί να φαίνεται σαν μια ξεχωριστή αίρεσις. Στην πραγματικότητα όμως ξεκίνησε σαν μια άρνησις του Καθολικισμού. Δεν υπήρξε ποτέ μια θρησκευτική θέσις. Απεναντίας, ήταν και είναι μια θρησκευτική άρνησις. Αυτό που την δικαιώνει είναι η παρουσία του Καθολικισμού. Εάν λείψη ο Καθολικισμός, η Διαμαρτύρησις δεν έχει πιά στην ουσία λόγο υπάρξεως.

 

ΙΗ΄ Ο δρόμος της Γνώσεως.

Τόσο ο αθεϊσμός, όσο και η Διαμαρτύρησις, μπορεί να στρέφωνται σήμερα και κατά της Ορθοδοξίας. Αυτή όμως η επίθεσίς τους κατά της Ορθοδοξίας βασίζεται σε μια πλάνη. Κτυπούν την Ορθοδοξία γιατί την βλέπουν με τα δικά τους κριτήρια, με την δική τους νοοτροπία. Την βλέπουν σαν μια παραλλαγή του Καθολικισμού.

Αυτό δεν οφείλεται σε μια κακή διάθεσι, αλλά σε μια πλήρη αδυναμία να κρίνουν με άλλα κριτήρια και να σκεφθούν με άλλη νοοτροπία.

Ο Καθολικισμός, ο Προτεσταντισμός και ο Αθεϊσμός βρίσκονται στό ίδιο επίπεδο. Είναι γεννήματα της ιδίας νοοτροπίας. Είναι και τα τρία φιλοσοφικά συστήματα. Γεννήματα του ορθολογισμού, της αντιλήψεως δηλαδή ότι η ανθρώπινη λογική είναι το θεμέλιο της βεβαιότητος, το μέτρο της αληθείας και ο δρόμος της γνώσεως.

Η Ορθοδοξία βρίσκεται σε τελείως διαφορετικό επίπεδο. Οι Ορθόδοξοι έχουν διαφορετική νοοτροπία. Θεωρούν την φιλοσοφία σαν ένα δρόμο αδιέξοδο που ποτέ δεν ωδήγησε τον άνθρωπο στην βεβαιότητα, την αλήθεια και την Γνώσι. Σέβονται την ανθρώπινη λογική όσο κανείς και ποτέ δεν την παραβαίνουν. Την θεωρούν σαν ένα από τα χρήσιμα στοιχεία για την ανίχνευσι του ψεύδους, για την ανακάλυψι της πλάνης. Δεν την παραδέχονται όμως ικανή να δώση στον άνθρωπο την βεβαιότητα, να τον φωτίση να δή την αλήθεια και να τον οδηγήση στην Γνώσι.

Γνώσις είναι ο όρασις του Θεού και της Δημιουργίας Του μέσα σε μια καρδιά καθαρισμένη από την θεία Χάρι και από τους αγώνες και τις προσευχές του ανθρώπου. “Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”.

Αλήθεια δεν είναι μια σειρά ορισμών αλλά ο ίδιος ο Θεός, που αποκαλύφθηκε συγκεκριμένα στό Πρόσωπο του Χριστού, ο Οποίος είπε: “Εγώ ειμί η αλήθεια”.

Η βεβαιότης δεν είναι ζήτημα διανοητικής αρμονίας, αλλά είναι ένα βαθύ αίσθημα της καρδιάς. Έρχεται στον άνθρωπο μετά από την εσωτερική όρασι και συνοδεύεται από την θερμότητα της θείας Χάριτος. Ποτέ η διανοητική αρμονία, που έρχεται από την λογική τακτοποίησι, δεν συνοδεύεται από αυτό το αίσθημα.

Η φιλοσοφία χαρακτηρίζεται από την σχηματοποίησι. Η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να δεχθή την πραγματικότητα όπως είναι. Την μετατρέπει πρώτα σε σύμβολα και επεξεργάζεται κατόπιν τα σύμβολα. Τα σύμβολα είναι σχηματική παραποίησις της πραγματικότητας. Τα σχήματα όμως απέχουν από την πραγματικότητα, όσο η ζωγραφιά ενός ψαριού από το ζωντανό ψάρι.

Η “αλήθεια” του φιλοσόφου είναι μια σειρά από σχήματα και ζωγραφιές. Τα σχήματα αυτά παρουσιάζουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: είναι κατανοητά. Είναι κομμένα στα μέτρα του ανθρώπου, και ικανοποιούν την διάνοια. Παρουσιάζουν όμως και ένα μεγάλο μειονέκτημα: δεν έχουν καμμιά σχέσι με την ζωντανή πραγματικότητα.

Η ζωντανή πραγματικότης δεν μπαίνει στα καλούπια της ανθρώπινης διανοίας. Είναι κατάστασις υπέρ λόγον. Η φιλοσοφία είναι προσπάθεια μετατροπής του υπέρ λόγον στα κατά λόγον. Αυτό όμως είναι παραποίησις και απάτη. Γι’ αυτό η Ορθοδοξία απορρίπτει την φιλοσοφία και δεν την παραδέχεται σαν δρόμο που μπορεί να οδηγήση στην Γνώσι.

Ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην Γνώσι, είναι η καθαρότης της καρδιάς. Αυτή μόνη επιτρέπει την κατοίκησι της Αγίας Τριάδος μέσα στον άνθρωπο. Έτσι μόνον ο Θεός, και μαζί του όλη η Κτίσις, γνωρίζεται χωρίς να σχηματοποιήται. Γνωρίζεται αυτός που είναι, χωρίς να γίνεται κατανοητός, γνωρίζεται χωρίς να ελαττώνεται για να χωρέση μέσα στα ασφυκτικά όρια της ανθρώπινης διανοίας. Έτσι ο νούς του ανθρώπου, ζωντανός και ασχημάτιστος, έρχεται σε επαφή με τον ζωντανό και ασχημάτιστο Θεό.

Η Γνώσις είναι ζωντανή επαφή αμοιβαίας αγάπης του ανθρώπου με τον Δημιουργό και την Δημιουργία Του.

Η πείρα της Γνώσεως είναι κάτι που δεν γίνεται να εκφρασθή με ανθρώπινα λόγια. Ο απ. Παύλος όταν γνώρισε, είπε πώς άκουσε ρήματα, κάτι που δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο να το εκφράση.

Τέτοια είναι η βαθύτερη χριστιανική θεολογία, ανέκφραστη. Τα δόγματα είναι διατυπώσεις βοηθητικές. Δεν είναι η πραγματική Γνώσις^ απλώς οδηγούν και προφυλάσσουν από την πλάνη. Μπορεί ένας άνθρωπος να έχη την Γνώσι, χωρίς να ξέρη τα δόγματα, και μπορεί να ξέρη όλα τα δόγματα και να τα παραδέχεται χωρίς να έχη Γνώσι. Γι’ αυτό πέρα από την καταφατική θεολογία των δογμάτων, έβαλαν οι Πατέρες το βαθύ μυστήριο της αποφατικής θεολογίας, όπου κανένας ορισμός δεν είναι παραδεκτός, όπου η διάνοια σιωπά και ακινητεί, όπου η καρδιά ανοίγει την πόρτα της για να δεχθή τον Μεγάλο Επισκέπτη, “όστις ίσταται επί την θύραν και κρούει”, και όπου ο νούς βλέπει τον Όντα.

Κι άς μη νομίση κανείς ότι αυτά αληθεύουν μόνον για την υπερφυσική Γνώσι που είναι μια κίνησις του Θεού πρός τον άνθρωπο.

Τίποτε δεν μπορεί να γνωρίση ο άνθρωπος με την λογική και για τίποτε δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τον κόσμο, και γι’ αυτά τα πιο συνηθισμένα και καθημερινά πράγματα.

Ποιος, αλήθεια, περίμενε να ακούση από τον Ντεκάρτ τον συλλογισμό “σκέπτομαι, άρα υπάρχω”, για να σιγουρευτή ότι πράγματι υπάρχει; Και ποιος περίμενε να του αποδείξουν οι φιλόσοφοι ότι ο γύρω του κόσμος είναι πραγματικός, για να το πιστέψη; Τέτοια απόδειξις, εξ άλλου, ούτε ήρθε ούτε θα έλθη ποτέ, κι αυτό το ξέρουμε καλά όσοι ασχολούνται με την φιλοφοφία. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε πραγματικά να αποδείξη με την λογική ότι τόσο ο εαυτός μας και οι σκέψεις μας, ότι και ο γύρω μας κόσμος δεν είναι φαντάσματα. Αλλά και αν ακόμη το απεδείκνυε λογικά - που είναι αδύνατον - αυτή η λογική απόδειξις κανέναν δεν θα μπορούσε να βεβαιώση.

Αν είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουμε, αν είμαστε βέβαιοι ότι οι φίλοι μας δεν είναι προεκτάσεις της φαντασίας μας, αλλά υπάρχουνε πραγματικά, αυτό δεν το οφείλουμε στις αποδείξεις των φιλοσόφων, αλλά σε μια εσωτερική γνώσι, σε μια εσωτερική αίσθησι, που χωρίς συλλογισμούς και αποδείξεις μας βεβαιώνει για το κάθε πράγμα.

Αυτή είναι η φυσική γνώσι. Είναι η γνώσι της καρδιάς και όχι του μυαλού. Το σίγουρο θεμέλιο για κάθε σκέψι. Επάνω σ’ αυτήν μπορεί να κτίση η λογική και να μη φοβάται το γκρέμισμα. Χωρίς αυτήν, η λογική κτίζει επάνω στην άμμο.

Αυτή η φυσική γνώσι είναι που οδηγεί τον άνθρωπο στον δρόμο του Ευαγγελίου, που τον κάνει να ξεχωρίζη την αλήθεια από το ψέμα, το καλό από το κακό. Αυτή είναι τα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος με ελεύθερη θέλησι ανεβή αυτά τα πρώτα σκαλοπάτια της φυσικής γνώσεως, τότε πιά ο Θεός ο ίδιος σκύβει επάνω του και τον αποσκεπάζει με την ουράνια εκείνη γνώσι των μυστηρίων “ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι”.

Το κήρυγμα των Αποστόλων και των Πατέρων, οι προφήτες και το Ευαγγέλιο, τα λόγια του ίδιου του Χριστού, απευθύνονται στην φυσική γνώσι του ανθρώπου. Είναι η περιοχή των δογμάτων, η περιοχή της καταφατικής θεολογίας. Είναι η φάτνη όπου γεννιέται η πίστι.

Η αρχή της πίστεως, είναι το να μπορέση να νοιώση η καρδιά σου ότι μέσα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο που το λένε Ευαγγέλιο μιλάει η αλήθεια, ότι μέσα σ’ αυτήν την συνηθισμένη εκκλησία με τους φτωχούς και πιστούς ανθρώπους, κατεβαίνει και κατοικεί ο Θεός. Να σε πιάση φόβος γιατί πατάς ετούτη τη γή που την έστρωσε το χέρι του Θεού, γιατί ατενίζεις εκείνη τη θάλασσα τη μεγάλη και ευρύχωρη, γιατί περπατάς και γιατί αναπνέεις. Τότε θ’ αρχίσουν να τρέχουν τα μάτια σου δάκρυα, δάκρυα μετανοίας, δάκρυα αγάπης, δάκρυα χαράς, και θα νοιώσης τις πρώτες θωπείες των αρρήτων μυστηρίων.

Η φυσική γνώσις υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, δεν είναι όμως το ίδιο καθαρή σε όλους. Η φιληδονία έχει την δύναμι να την σκοτίζη. Τα πάθη είναι σαν την ομίχλη, γι’ αυτό και λίγοι άνθρωποι βρίσκουν τον δρόμο πρός την αλήθεια. Πόσοι δεν έχουν χαθή μέσα στον δαίδαλο της φιλοσοφίας, γυρεύοντας λίγο φώς που ποτέ δεν θα δούν;

Μέσα σ’ αυτόν τον δαίδαλο δεν έχει πιά σημασία αν είναι Χριστιανός ή άθεος, Προτεστάντης ή Καθολικός, Πλατωνικός ή Αριστοτελικός. Υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα σ’ όλους αυτούς, το σκοτάδι. Όποιος μπή μέσα στό άνδρο του ορθολογισμού, παύει να βλέπη. Ό,τι ρούχα κι αν φορή, παίρνουν το ίδιο σκοτεινό χρώμα. Στις συζητήσεις τους καταλαβαίνουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον, γιατί έχουν όλοι τις ίδιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, τις παραστάσεις του σκοταδιού. Τους είναι όμως αδύνατον να καταλάβουν αυτούς που βρίσκονται έξω από τον δαίδαλο και βλέπουν το φώς. Όσα κι αν τους λέν οι έξω, τα καταλαβαίνουν με τις δικές τους προσλαμβάνουσες παραστάσεις, και δεν βλέπουν σε τι μπορεί να υπερέχουν.

 

ΙΘ΄ Το σχολείο της Δύσεως.

Η συζήτησις που άρχισε εδώ και αιώνες τώρα στην Δύσι, γίνεται με μια θαυμαστή ευχέρεια, κι αυτό, γιατί οι συμμετέχοντες, όσο κι αν έχουν διαφορετικές απόψεις, ανήκουν στην ίδια Σχολή.

Είναι πολύ δύσκολο για τους Ευρωπαίους, πρό παντός για τους Διαμαρτυρομένους, τους αθέους ή τους θρησκευτικώς αδιαφόρους, να νοιώσουν πόσο βαθειά η νοοτροπία τους έχει δεχθή την σφραγίδα του Παπισμού, και να καταλάβουν ότι οι δικές τους αρνητικές απόψεις έχουν καθορισθή από τις αντίστοιχες θέσεις των Παπικών.

Ο Παπισμός υπήρξε ο μεγάλος παιδαγωγός της Δύσεως. Αυτός εδίδαξε τα πρώτα γράμματα στους Ευρωπαίους και αυτός τους εμύησε στον ορθολογισμό που κληρονόμησε από την αρχαία Ελλάδα, μέσω της Ρώμης.

Ο ορθολογισμός ήταν η ψυχή όλων των αιρέσεων που πολέμησαν τον Χριστιανισμό. Όλες οι θεολογικές μάχες του Χριστιανισμού εναντίον του δόθηκαν. Η αίρεσις είναι άρνησις της παραδοχής του υπέρ λόγον και προσπάθεια μετατροπής του στα κατά λόγον. Είναι η άρνησις της ζωντανής πραγματικότητος και η παραδοχή ενός σχήματος, για μόνον τον λόγον ότι το σχήμα είναι κάτι το κατανοητό, ενώ η ζωντανή πραγματικότης έχει κάτι το ακατανόητο.

Η Δυτική “Εκκλησία” είχε αρχίσει να διαποτίζεται από τον ορθολογισμό πολύ πρίν από το Σχίσμα. Ο Παπισμός και οι διάφορες αιρέσεις με τις οποίες στολίζεται τώρα η “Εκκλησία” της Ρώμης, είχαν πατέρα τον ορθολογισμό. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σιγά - σιγά ανά τους αιώνας.

Το απόκεντρον της Ρώμης και οι δυσκολίες των επαφών συνετέλεσαν στό να μη γίνουν εγκαίρως αντιληπτά τα πρώτα παραπατήματα. Ο μελετητής της Ιστορίας θα παρατηρήση ότι η Δύσις υπήρξε πάντοτε για τον Χριστιανισμό μια πνευματική επαρχία. Όλα σχεδόν τα πνευματικά και θεολογικά προβλήματα γεννήθηκαν στην Ανατολή και εκεί βρήκαν την λύσι τους. Στην Ανατολή οι Χριστιανοί βρισκόντουσαν σε μια διαρκή πνευματική έντασι. Απ’ εκεί περνούσαν όλα τα ρεύματα των αιρέσεων και εκεί γινόταν ο πνευματικός πόλεμος. Οι Δυτικοί ζούσαν σε μια μακαριότητα, ήταν τα σοκολατόπαιδα της Χριστιανωσύνης.

Οι αρρώστιες της Ανατολής ήταν οξείες, απ’ αυτές που δημιουργούν αντισώματα και ανοσία. Ταυτοχρόνως όμως στη Δύσι άρχιζε μια χρονία αρρώστια, απ’ εκείνες που οδηγούν σίγουρα στον θάνατο.

Ο ορθολογισμός φέρνει μαζί του την οίησι, και η οίησις την απομόνωσι, και η απομόνωσις μεγαλώνει με την κοσμική δύναμι. Έτσι, την εποχή που η Δύσις χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά την πνευματική συμπαράστασι και καθοδήγησι της Ανατολής, φάνηκε το χάσμα τρομακτικό στα μάτια όλων.

Εν τω μεταξύ, στην προσπάθειά της να εκχριστιανίση τους λαούς της Ευρώπης, τους μέχρι τότε βαρβάρους, η Λατινική Εκκλησία, αντί να προσπαθήση να τους ανεβάση στα δύσκολα ύψη της Χριστιανικής Πίστεως και Ζωής, προσεπάθησε να εμφανίση τον Χριστιανισμό σαν κάτι το εύκολο και ευχάριστο, ελπίζοντας να φέρη μ’ αυτόν τον τρόπο πιο γρήγορα τους βαρβάρους στον Χριστό. Έτσι, αντί να ανεβάση τον βάρβαρο, κατέβασε την Εκκλησία. Έκανε την διδαχή πιο κατανοητή, πιο ταξινομημένη, πιο συστηματική, πιο επιστημονική. Έτσι άρχισε η εξάπλωσις του ορθολογισμού και η νοθεία της χριστιανικής πίστεως. Ο Χριστιανισμός από Μυστήριο και Ζωή εν Αγίω Πνεύματι, έγινε σιγά - σιγά ένα ηθικο-φιλοσοφικό σύστημα που βρήκε αργότερα την καλύτερή του έκφρασι στην “Summa Theologica” του Θωμά άκινάτη.

Εκεί βρήκαν την Ευρωπαϊκή κουλτούρα οι μετέπειτα αρνητές του Καθολικισμού. Μέσα σ’ αυτήν μεγάλωσαν, αυτή τους έμαθαν να σκέπτωνται και να φιλοσοφούν. Προτεστάνται, Ουμανισταί, άθεοι, όλη η σειρά των Ευρωπαίων φιλοσόφων από το σχολείο του Καθολικισμού απεφοίτησαν. Γι’ αυτό μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα, την γλώσσα του ορθολογισμού, και γι’ αυτό, παρ’ όλες τις αντιθέσεις τους, συνεννοούνται τόσο περίφημα.

 

Κ΄ Φοβερά μυστήρια

Η συζήτησις του αθεϊσμού με τον Καθολικισμού είναι δυνατή. Συζυτούν στό ίδιο φιλοσοφικό επίπεδο με επιχειρήματα της ίδιας σειράς.

Η συζήτησις όμως του αθεϊσμού με την Ορθοδοξία είναι αδύνατος, γιατί η Ορθοδοξία μιλάει μια γλώσσα που είναι τελείως ακατανόητη για τον αθεϊσμό. Την γλώσσα του αθεϊσμού την καταλαβαίνει θαυμάσια, αλλά αν μιλήση κι εκείνη την ίδια γλώσσα, θα πάψη να είναι Ορθοδοξία.

Για παράδειγμα άς πάρουμε την συζήτηση για το τι είναι ο άνθρωπος.

Ο Καθολικισμός παραδέχεται ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Ο αθεϊσμός δεν παραδέχεται την ύπαρξι της ψυχής και διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι μόνον σώμα. Η άρνησις αυτή είναι μια απάντησις στην περί ανθρώπου αντίληψι του Καθολικισμού.

Στην προσπάθειά τους να εκφράσουν σε απλό σχήμα το βαθύ μυστήριο της ανθρωπίνης φύσεως, οι Καθολικοί δανείσθηκαν τις ελληνικές περί σώματος και ψυχής αντιλήψεις που ήταν θαυμάσια σχηματικές. Έδωσαν τον ορισμό του σώματος, έδωσαν και τον ορισμό της ψυχής, σε τρόπο που και τα δύο να είναι απόλυτα κατανοητά. Σάν τους αρχαίους, περιέγραψαν την ψυχή σαν ανεξάρτητη, αυθύπαρκτη οντότητα, που ήταν ο κυρίως άνθρωπος, το δε σώμα κατέβασαν στό επίπεδο του περιττού βάρους, που, όπως πίστευαν οι Έλληνες, φυλακίζει την ψυχή και δεν την αφήνει να αναπτυχθή ελεύθερα.

Έτσι το μυστήριο της ανθρωπίνης υπάρξεως κατέβηκε στό αφελές επίπεδο των φιλοσοφικών ορισμών. Εκεί το βρήκε η αθεϊα και άρχισε να το συζητή, εφ’ όσον και αυτή κινείται στό επίπεδο των φιλοσοφικών ορισμών. Άρχισε έτσι μια ατελείωτη διασταύρωσις φιλοσοφικό - επιστημονικό επιχειρημάτων, που θα συνεχισθή μέχρι της συντελείας του αιώνος, χωρίς φυσικά να αποδειχθή τίποτε. Γιατί η απόδειξις επιδιώκεται στον κύκλο της καθαράς λογικής και όχι στα θέματα που την ξεπερνούν, και έχει μόνον βοηθητική σημασία, γιατί μόνη της δεν οδηγεί ούτε στην γνώσι ούτε στην βεβαιότητα.

Πώς θα μπορούσε λοιπόν η Ορθοδοξία να λάβη μέρος σε μια τέτοια, παιδικής αφελείας, συζήτησι, χωρίς να κατεβή κι αυτή στό ίδιο επίπεδο της αφελείας; Η Ορθοδοξία αρνείται να δώση φιλοσοφικούς ορισμούς για το τι είναι ο άνθρωπος, τι το σώμα του και τι η ψυχή του. Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνον αυτό που φαίνεται, αλλά ξέρει καλά ότι ούτε την ψυχή του μπορεί να περιγράψη και να καθορίση, ούτε το σώμα και την ύλη μπορεί να θεωρήση σαν πράγματα που είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητά από το ανθρώπινο μυαλό. Γιατί, όσο και αν αναλύση τα όντα, το μυαλό του ανθρώπου, μόνο τα σχήματά τους που φτιάχνει το ίδιο μπορεί να συλλάβη, όχι όμως και την ουσία τους.

Να τι λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης για τον άνθρωπο: “Έστι γάρ, έστιν, ως εμοί γε δοκεί, η του ανθρώπου κατασκευή φοβερά τις και δυσερμήνευτος, και πολλά και απόκρυφα εν αυτή μυστήρια Θεού εξεικονίζουσα”.

Χρησιμοποιεί η Ορθοδοξία τις λέξεις “σώμα”, “ψυχή”, “σάρκα”, “ύλη”, “πνεύμα”, χωρίς να εννοή πάντοτε με την ίδια λέξι τα ίδια πράγματα. Μεταχειρίζεται τις λέξεις που υπάρχουν στό ανθρώπινο λεξιλόγιο, γιατί πρέπει να εκφρασθή. Αλλά δεν στέργει ποτέ να κλείση μέσα στα στενά όρια μιας ανθρωπίνης εννοίας ένα ολόκληρο μυστήριο, που και οι άγγελοι ακόμη δεν μπορούν να χωρέσουν. Ούτε δέχεται να χωρίση τον άνθρωπο σε στεγανά διαμερίσματα σώματος και ψυχής ή όπως μερικοί νεώτεροι αιρετικοί, σώματος, ψυχής και πνεύματος. Ούτε δίνει στη σάρκα ευτελή αξία, αλλά συχνά μιλάει γι’ αυτήν σαν για ολόκληρη την ανθρώπινη φύσι: “και ο Λόγος σάρξ εγένετο”.

Αλλά αυτά ου του παρόντος. Η Ορθοδοξία είναι βίωμα, είναι ζωή, σειρά οντολογικών επαφών, και όχι σειρά ανθρωπίνων συλλογισμών. Οι συλλογισμοί της υπάρχουν και είναι λογικώτατοι, αλλά είναι μόνον βοηθητικοί. Τα θεμέλιά της δεν είναι θεμέλια συλλογισμών και φιλοσοφικών θεωρημάτων, αλλά βιώματα της θείας ενεργείας στις καθαρές καρδιές των αγίων. Πώς λοιπόν να συζητήση η αθεϊα μαζί της;

 

ΚΑ΄ Το Φώς.

Και όμως βρέθηκαν “ορθόδοξοι” που συζήτησαν με την αθεϊα και γενικώς με την φιλοσοφία. Επιστήμονες διαφόρων θρησκευτικών οργανώσεων της χώρας μας, που επί χρόνια προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι “και η Επιστήμη παραδέχεται την ύπαρξι του Θεού”, και που το μόνο που κατώρθωσαν να αφήσουν να φανή, με όλες αυτές τις συζητήσεις τους, ήταν το πόσο μεγάλη εκτίμησι είχαν οι ίδιοι για την Επιστήμη και την Φιλοσοφία και πόσο μεγάλη άγνοια είχαν για την Ορθοδοξία. Ζωντανά παραδείγματα του εξευρωπαϊσμού, που έχουμε υποστή σ’ αυτήν την χώρα, δεν θέλησαν, ούτε μπόρεσαν να αντλήσουν από την Ορθοδοξία την δύναμι για να αποστομώσουν κάθε φιλοσοφία. Έμειναν, παρ’ όλη την θεωρητική Ορθοδοξία τους, αληθινοί δυτικοί.

Ο Ορθόδοξος έχει την δύναμι να αποδείξη λογικώς στους φιλοσόφους πώς η Φιλοσοφία, εάν θέλη να παραμείνη λογική, με μόνο εφόδιο την λογική, μόνον στον αγνωστικισμό μπορεί να καταλήξη: την άρνησι δηλαδή κάθε γνώσεως. Κάθε άλλος ισχυρισμός της είναι παράλογος και ενώ φαίνεται ότι ξεκινάει από την λογική, θεμελιώνεται επάνω στην φαντασία.

Πρός την Γνώσι μόνον ένας δρόμος υπάρχει, αυτός που χάραξε ο Θεός στό πέρασμα των αιώνων. Δεν είναι δρόμος συλλογισμών αυτός, αλλά δρόμος ζωής, γιατί και η αλήθεια δεν είναι σύστημα φιλοσοφικών θεωριών αλλά είναι Ύπαρξις προσωπική: “Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή”.

Αλλά τον δρόμο αυτόν για να τον βαδίση κανείς, δεν αρκεί να λέγη και να πιστεύη πώς είναι Χριστιανός. “Ου πάς ο λέγων μοι, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών”. Χρειάζεται κάτι άλλο που είναι ο αγώνας ολοκλήρου της ζωής του Χριστιανού, χρειάζεται η καθαρότης της καρδιάς, που καταδιώνει τον άνθρωπο να δεχθή την έλλαμψι του Αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτήν την καθαρότητα της καρδιάς αποβλέπουν όλοι οι ηθικοί και ασκητικοί αγώνες του Χριστιανισμού, έχοντας για σκοπό την κατοίκησι της Αγίας Τριάδος μέσα στον άνθρωπο. “Όστις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήση, και ο Πατήρ μου αγαπήση αυτόν, και πρός αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν”.

Αυτή η άμεσος επαφή με την Αγία Τριάδα, αυτή η συνάφεια με την θεότητα, η θεωρία του Θεού, είναι η Γνώσις. Αυτή και μόνη φωτίζει τον άνθρωπο. Αυτή τον κάνει να νοιώση τι είναι ο Θεός και τι η Κτίσις Του. Αυτή τον κάνει να εισδύση στους λόγους των όντων, να δή τι είναι ο άνθρωπος πέρα από τα φαινόμενα και μακριά από φιλοσοφικούς ορισμούς.

Μπροστά σ’ αυτήν την γνώσι, τι έχουν να πούν οι φιλόσοφοι και οι αθεϊσταί; Να την αρνηθούν; Μπορούν. Ο τυφλός που δεν είδε το φώς, μπορεί ασφαλώς να αρνηθή ότι υπάρχει φώς. Αλλά η άρνησίς του αυτή δεν θα κάνη να ιδρώση το αυτί κανενός βλέποντος.

Ο βλέπων δεν μπορεί να αποδείξη στον τυφλό την ύπαρξι του φωτός. Αν ο τυφλός έχη καλή διάθεσι, θα τον πιστέψη, και θα τρέξη να πέση στα γόνατα μπροστά στον Χριστό, παρακαλώντας να του δώση το φώς του. Εάν δεν τον πιστέψη, θα μείνη για πάντα τυφλός, και κανείς ποτέ δεν θα μπορέση να τον κάνη να αντιληφθή το μέγεθος της απωλείας του.

Αυτές είναι οι σχέσεις του Ορθοδόξου πρός τους φιλοσόφους, σχέσεις βλέποντας πρός τυφλούς. Όπως δεν είναι δυνατόν να συζητήση ποτέ ένας βλέπων με τυφλούς, για την ομορφιά του κόσμου, για τα χρώματα και για το φώς, το ίδιο δεν μπορεί να συζητήση και ο Ορθόδοξος με τους φιλοσόφους για το μεγαλείο της Γνώσεως.

Η Γνώσις είναι κάτι που πρέπει να το γευθής για να το νοιώσης. Δεν μπορεί κανείς να μιλήση, χωρίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ούτε να αντιληφθή αυτά που του λές.

Θα πρέπη λοιπόν να διακοπή κάθε διάλογος των Ορθοδόμων με τους Ορθολογιστάς; Όχι, ασφαλώς. Ο διάλογος θα συνεχισθή εφ’ όσον τυφλοί και βλέποντες ζούνε μαζί. Οι τυφλοί θα μιλούνε πάντοτε σαν τυφλοί. Το ζήτημα είναι να μπορέσουν οι τυφλοί να αντιληφθούν την τύφλωσί τους; Οι βλέποντες πρέπει να συνεχίσουν να μιλούν σαν βλέποντες, έστω και αν δεν πρόκειται να γίνουν κατανοητοί. Θα μπορούν τουλάχιστον έτσι να συνεννοούνται μεταξύ τους, και ίσως, ποιος ξέρει, ακούγοντάς τους μερικοί τυφλοί θα αντιληφθούν ότι χωρίς μάτια δεν μπορεί κανείς να γνωρίση το φώς.

 

ΚΒ΄ Η Σωτηρία

Πολλοί “Ορθόδοξοι” παίρνουν με μεγάλη ευχαρίστηση μέρος στις μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών συζητήσεις, μιλώντας και αυτοί σαν τυφλοί στους τυφλούς.

Για παράδειγμα άς πάρουμε την περί δικαιώσεως συζήτησι, για το αν δηλαδή είναι η πίστις ή τα καλά έργα εκείνο που σώζει τον άνθρωπο.

Οι Καθολικοί διδάσκουν ότι ο άνθρωπος σώζεται από τον αριθμό και την ποιότητα των καλών έργων που θα έχη να παρουσιάση στό τέλος της ζωής του. Ένα διάστημα μάλιστα οι Πάπα: εκήρυξαν ότι τα καλά έργα των Αγίων ήσαν πολύ περισσότερα από όσα εχρειάζοντο οι ίδιοι για την σωτηρία τους και ότι οι αξιομισθίες από τα έργα που περίσσευαν θα μπορούσαν να διατεθούν στους αμαρτωλούς, εάν οι τελευταίοι κατέβαλαν το σχετικό αντίτιμο.

Οι Διαμαρτυρόμενοι αρνούμενοι την θέσι αυτήν των Καθολικών εδίδαξαν ότι τα έργα δεν έχουν καμμία σημασία, ότι “ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου”, και ότι μόνον η πίστις σώζει τον άνθρωπο.

Η συζήτησις συνεχίζεται αιώνες τώρα με αδιάκοπη ανταλλαγή επιχειρημάτων που πολλαπλασιάζονται χωρίς να πείθουν κανέναν, στροβιλιζόμενα μέσα στον φαύλο κύκλο των ανθρωποπαθητικών αντιλήψεων, που είναι τόσο χαρακτηριστικές του ορθολογισμού.

Ποιά είναι η στάσις των “Ορθοδόξων” μπροστά σ’ αυτήν την συζήτησι των Δυτικών; Ένα αίσθημα μειονεκτικότητος και χαμένου προσανατολισμού κατέχει τους θεολόγους μας, που μένουν εκστατικοί από θαυμασμό μπροστά στην πολυπλοκότητα των συλλογισμών των δυτικών συναδέλφων τους. Δεν ξέρουν τι να πούν. Μέμφονται από μέσα τους την Ορθοδοξία, που δεν έλαβε σαφή θέσι στό πρόβλημα αυτό. Άλλοι συμμαχούν με τους Καθολικούς με μερικές επιφυλάξεις, άλλοι προσπαθούν να συμβιβάσουν τις δύο απόψεις. Οι Απόστολοι και οι Πατέρες δεν τους βοηθούν καθόλου, φαίνονται να αντιφάσκουν μεταξύ τους και με τον ίδιο τον εαυτό τους.

Σε ποιο σκοτάδι οδηγεί, αλήθεια, τον άνθρωπο ο ορθολογισμός! Πώς να καταλάβουν οι ορθολογισταί τους Αποστόλους και τους Πατέρας αφού οι Απόστολοι και οι Πατέρες, που δεν ήσαν ορθολογισταί, μιλούν μια γλώσσα άγνωστη σε όλους τους ορθολογιστάς;

Για τους ορθολογιστάς, η Αγία Γραφή, το πιο απλό βιβλίο του κόσμου, είναι γεμάτη αντιφάσεις. Γι’ αυτούς κάθε λέξις και κάθε έκφρασις έχει μία και μόνη σημασία από πρίν καθωρισμένη. Ή ο Απ. Παύλος έχει δίκαιο που διδάσκει ότι η δικαίωσις έρχεται από την πίστη, ή ο Απόστολος Ιάκωβος που γράφει: “Τι το όφελος, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν;... Και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι”. Γι’ αυτό πολλοί Προτεσστάνται θεολόγοι εχαρακτήρισαν την επιστολή του Ιακώβου “αχυρένια” και ανάξια να συγκαταριθμήται μεταξύ των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Αλλά και ο ίδιος ο Απ. Παύλος φαίνεται να αντιφάσκη με τον εαυτό του μιλώντας μια φορά περί δικαιώσεως εκ πίστεως και την άλλη φορά περί αποδόσως “εκάστω κατά τα έργα αυτού”. Γι’ αυτό μερικοί Διαμαρτυρόμενοι άρχισαν να μιλούν “περί δύο δικαιώσεων”.

Η σκέψις των Αποστόλων και των Πατέρων είναι τόσο καθαρή και τόσο απλή, και όμως στα χέρια των ορθολογιστών θεολόγων γέμισε ομίχλη και σκοτάδι. Αυτοί θέλουν τον Χριστιανισμό ένα σύστημα. Το σύστημα δεν επιδέχεται αντιθέσεις. Πρέπει το κάθε τι να είναι στη θέσι του καλά ταξινομημένο. Στη στενή σκέψι τους κάθε αντίθεσις είναι και αντίφασις. Εν τούτοις η πραγματικότης είναι γεμάτη αντιθέσεις. Μόνον όταν ο άνθρωπος δεχθή τις αντιθέσεις, όπως είναι, χωρίς να προσπαθήση να τις εξομαλύνη, πλησιάζει πρός την αλήθεια.

Οι Ορθόδοξοι θα έπρεπε να δοξάζουν τον Θεό, γιατί ποτέ δεν γεννήθηκε πρόβλημα σαν κι αυτό μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Η συζήτησις περί δικαιώσεως, που τόσους αιώνες συνεχίζεται στην Δύσι, είναι στερημένη από κάθε περιεχόμενο. Η σωτηρία δεν δίδεται ως αμοιβή για κάτι καλό που κατώρθωσε ο άνθρωπος, πίστι ή έργα. Η σωτηρία δεν είναι αμοιβή, ούτε η απώλεια τιμωρία. Κι αυτή η αντίληψις, όπως όλες οι ορθολογιστικές αντιλήψεις, είναι ανθρωποπαθής. Είναι προέκτασις στον πνευματικό κόσμο του ό,τι συμβαίνει στην καθημερινή ζωή μεταξύ των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, όπου ένας καλός λόγος ή ένα καλό έργο αμείβεται, και ένας κακός λόγος ή ένα κακό έργο τιμωρείται από τους νόμους που έχουν θεσπίσει οι άνθρωποι.

Όπως οι αρχαίοι Έλληνες, έτσι και οι Δυτικοί έκαμαν τον Θεό καθ’ ομοίωσιν των ανθρώπων. Τον βλέπουν σαν έναν δικαστή που κρίνει και τιμωρεί επί τη βάσει κειμένων νόμων. Η Δικαιοσύνη όμως του Θεού δεν έχει εκδικητική ούτε νομική σημασία. Δεν τιμωρεί ο Θεός για να ικανοποιήση την Δικαιοσύνη Του. Αυτή είναι αντίληψις πέρα για πέρα αντιχριστιανική. Ο Θεός δεν τιμωρεί ποτέ κανέναν, μόνον παιδεύει, όπως ο πατέρας το παιδί, για να εξωψώση. Αλλά και η γέεννα δεν είναι τόπος τιμωρίας, αλλά τόπος αυτοεξορίας, μακριά από την παρουσία του Θεού. Είναι η κατάστασις της θεληματικής τυφλώσεως, ο τόπος που δεν δέχεται ποτέ τις ακτίνες του ηλίου. Ο Θεός είναι δίκαιος, δηλαδή αγαθός, γι’ αυτό δεν έχει τόπο, δεν έχει κοινωνία με τους αδίκους, δηλαδή με τους πονηρούς. Και αυτό, όχι γιατί ο Θεός δεν θέλει να πλησιάση τους αμαρτωλούς, αλλά γιατί οι πονηροί αποστρέφονται την δικαοσύνη του Θεού και δεν θέλουν να έχουν καμμιά επαφή μαζί της. “Ουκ εκείνος (ο Θεός) εστίν ο εχθραίνων, αλλ’ ημείς^ Θεός γάρ ουδέποτε εχθραίνει” (Ιωάννου Χρυσοστόμου, ομιλία ια΄ εις Β΄ Κορ. γ΄).

Η σωτηρία, όπως και η γνώσις, είναι ζήτημα επαφής με τον Θεό. Τα έργα και η πίστις, οι αρετές και οι πόνοι, είναι εκείνα που ανοίγουν την πόρτα της καρδιάς μας στον Κύριο. Αυτό που δίνει την σωτηρία όμως, δεν είναι τα έργα, ούτε η πίστις, ούτε οι αρετές, ούτε οι πόνοι, ούτε όλα αυτά μαζί. Γιατί μπορεί και όλα αυτά να τα έχη ο άνθρωπος, και να μήν απολαύση τον αρραβώνα του Πνεύματος, να μη γίνη μέσα του η κατοίκησις της Αγίας Τριάδος. Η σωτηρία, όπως και η γνώσις, είναι η ζωοποίησις του ανθρώπου από την Χάρι του Θεού, και η όρασις του Θεού, που αξιώνονται οι καθαρές καρδιές από τούτη τη ζωή, κατά το μέτρο της καθαρότητός τους. Δεν είναι η αναγκαστική, εκ μέρους του Θεού, επιβράβευσις κόπων και μόχθων που μπορεί να μη καθάρισαν καθόλου την καρδιά, ούτε η επιβράβευσις μιας διανοητικής πίστεως, που μπορεί να μήν άλλαξε καθόλου την ζωή του ανθρώπου.

 

ΚΓ΄ Χάσμα μέγα.

Ο Καθολικισμός λοιπόν, ο Προτεσταντισμός και ο αθεϊσμός, όπως και όλες οι άλλες φιλοσοφίες, μιλούν την ίδια γλώσσα. Καταλαβαίνουν ο ένας τα επιχειρήματα του άλλου και παρ’ όλη την αντίθεσί τους, συνεννοούνται. Την Ορθοδοξία όμως την χωρίζει χάσμα μεγάλο από όλα αυτά τα συστήματα, γιατί είναι κάτι το ουσιαστικά διαφορετικό.

Όλες οι κακοδοξίες της Δύσεως και η αποξήρανσις της πνευματικότητός της έχουν σαν βασική αιτία τον ορθολογισμό. Οι Ευρωπαίοι κρίνουν τα ουράνια πράγματα με γήϊνα μέτρα και ζούν την θρησκεία με προοπτικές και κριτήρια ετούτης της ζωής. Θα μπορούσε κανείς να πολλαπλασιάση τα παραδείγματα και να γεμίση βιβλία πολλά. Αρκούν όμως τα δύο παραδείγματα που αναφέραμε, για να καταλάβη κανείς ότι η διαφορά της Ανατολικής Εκκλησίας από τις Δυτικές δεν είναι διαφορά χαρακτηριστικών αλλά διαφορά ουσίας.

Και αν υποτεθή ότι υπάρχη η καλύτερη διάθεσις εκ μέρους των Δυτικών για να πλησιάσουν και να ζήσουν την Ορθοδοξία - πράγμα που δεν συμβαίνει παρά μόνον ίσως στους Παλαιοκαθολικούς - δεν αρκεί η διάθεσις αυτή να τους κάνη ικανούς να νοιώσουν και να ζήσουν την Ορθοδοξία. Τόσοι αιώνες αποστασίας δεν πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν την σφραγίδα τους στις ψυχές των ανθρώπων αυτών. Και είναι τόσο ισχυρή η σφραγίδα αυτή, που δεν εξαλείφεται παρά μόνον με την Χάρι του Θεού, και μόνον από τις ταπεινές καρδιές.

Πολλοί πήραν το όνομα του Ορθοδόξου, τον τελευταίο καιρό στην Ευρώπη, και εχρίσθησαν με το μύρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά πολύ λίγοι είναι εκείνοι που έγιναν πραγματικά Ορθόδοξοι. Οι περισσότεροι ασπάσθηκαν την Ορθοδοξία γνωσιοκρατικά, μαγευμένοι από τον πλούτο των γνώσεων που τους προσέφερε και σαγηνευμένοι από μια πρωτόγνωρη θεώρησι του Χριστιανισμού, που ικανοποιούσε τα χάσματα που είχε αφήσει στό μυαλό τους ο κουτσουρεμένος Χριστιανισμός της Δύσεως. Αλλά πρίν ακόμη προφθάσουν να κοινωνήσουν για πρώτη φορά, πρίν ακόμη προφθάσουν να κλάψουν για τις αμαρτίες τους, πρίν ζητήσουν μέσα στην σιωπή και την άσκησι την Χάρι του Χριστού, θεώρησαν επιτακτικό καθήκον τους να κηρύξουν στους Ορθοδόξους την Ορθοδοξία. Σκανδαλισμένοι από την άγνοια των Ορθοδόξων στα θεωρητικά ζητήματα, όπου ήσαν ξεφτέρια οι ίδιοι, περιφρόνησαν τον Ορθόδοξο λαό, που αν και εν αγνοία, όμως ζούσε την Ορθοδοξία των πατέρων του και ήταν έτοιμος να πεθάνη γι’ αυτήν. Αλλά στό νού των υπερηφάνων δεν κατοικεί ο Θεός. Η θεωρητική τους κατάρτισις δεν τους έσωσε από την πλάνη, και, τυφλοί αυτοί οδηγοί τυφλών, έπεσαν στον βόθυνο των αιρέσεων παρασύροντας και άλλους, η ξαναγύρισαν, “ως κύων επί το ίδιον εξέραμα”, στα πρώτα τους κοσμικά έργα.

Για να καταλάβη ο άνθρωπος τους Αγίους και τους Πατέρας της Εκκλησίας δεν αρκεί να τους διαβάση απλώς. Οι Άγιοι μίλησαν και έγραψαν έχοντας ζήσει τα μυστήρια του Θεού. Είχαν προσωπική αίσθησι των μυστηρίων. Για να τους νοιώση κανείς πρέπει να έχη προχωρήση, ο ίδιος, σ’ έναν ωρισμένον βαθμό μυήσεως στα μυστήρια του Θεού, από προσωπική πάλι γεύσι, όσφρησι και όρασι. Μπορείς να διαβάσης, με μια εγκεφαλική γνώσι, χωρίς να έχης γευθή ούτε το παραμικρό απ’ ό,τι είχαν γευθή οι Άγιοι, που έγραψαν αυτά τα βιβλία από την προσωπική τους πείρα. Για να μπορέσης να καταλάβης ουσιαστικά και όχι διανοητικά τους Αγίους, πρέπει να έχης προσλαμβάνουσες παραστάσεις των όσων λέγουν, πρέπει να έχης γευθή κι εσύ κάτι απ’ αυτό που γεύθηκαν αυτοί. Πρέπει να έχης ζήσει μέσα στό θερμό περιβάλλον της Ορθοδοξίας, πρέπει να έχης μεγαλώσει μέσα σ’ αυτό. Πρέπει να έχης γευθή την άσκησι, τον πόνο, τον αγώνα για την χριστιανική τελειότητα. Πρέπει να έχης σκύψει βαθειά για να περάσης την χαμηλή και στενή πόρτα που οδηγεί στην Βασιλεία των ουρανών. Πρέπει να έχης ταπεινωθή, να έχης ελευθερωθή από τα μάταια φορτία των ανθρωπίνων αγαθών και να έχης ξεκολλήσει την καρδιά σου από όσα οι άνθρωποι θεωρούν μεγάλα και αξιοσέβαστα. Πρέπει να έχης χύσει δάκρυα μετανοίας για την ματαιότητα μέσα στην οποία έζησες, δάκρυα ζεστά παρακλήσεως πρός τον Κύριο να σε βγάλη από το σκοτάδι και να κατεβάση στην καρδιά σου μια ακτίνα του Αγίου Πνεύματος.

Πρέπει να γίνη μια ολόκληρη κοσμογονία μέσα στην καρδιά ενός Δυτικού για να μπορέση να νοιώση κάτι από την Ορθοδοξία. Πώς μπορεί να ταπεινωθή και να γίνη απλός σαν το παιδί, αυτός που από την κούνια του ανέπνευσε τον στεγνό αέρα του ορθολογισμού και έμαθε να προσκυνάη, σαν είδωλο, την ανθρώπινη εξυπνάδα; Πώς να γλυτώση από τα αγκάθια των περισπασμών αυτός που έμαθε από μικρός να κυνηγάη αυτά που είναι “υψηλά τοις ανθρώποις” και “βδέλυγμα ενώπιον του Θεού”, και εδιδάχθηκε να θεωρή ομφαλοσκόπησι την πρός τον έσω άνθρωπο στροφή; Πώς να χύση δάκρυα για την ματαιότητα της ζωής του, αυτός που έχει διδαχθή να θεωρή την ματαιότητα σαν αξία;

Τι έκανε ο Καθολικισμός ή ο Προτεσταντισμός στ’ αλήθεια, για να προφυλάξη τον κόσμο από τον αδιάκοπο στροβίλισμα μέσα στό οποίο έχει πέσει; Αλλά μήπως δεν είναι η θρησκεία της Δύσεως που έσπρωξε τον άνθρωπο να τρέχη λαχανιασμένος για να κερδίση όσα ο Χριστός εκήρυξε μάταια; Τον Μοναχισμό, την καρδιά αυτή της θρησκείας, ή τον κατάργησε, ή τον μετέτρεψε σε ωφελιμιστικά τάγματα, που είτε με την δράσι τους, είτε με την σκέψι τους, είχαν αποστολή να εξυπηρετήσουν την γήϊνη ευτυχία των ανθρώπων και την κατά κόσμον γνώσι “ήν εμώρανεν ο Θεός”. Την πολιτική την έκανε περιοχή “χριστιανικής” δραστηριότητος, επηρεάζοντας βασίλεια και χύνοντας αίμα για να αποκτήση δύναμι και χρήμα. Την ιεραποστολή την χρησιμοποίησε σαν δόλωμα για να υποτάξη τους εγχρώμους λαούς, στην απάνθρωπη κυριαρχία της Ευρώπης. Επεδίωξε την άνεσι και την καλοπέρασι και εδίδαξε ότι ο πλούτος είναι δωρεά του Θεού. Έδωσε στην χριστιανική διδασκαλία ωφελιμιστική κοινωνική σκοπιμότητα, κάνοντας τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι ο Χριστός ήταν ένας ηθικοδιδάσκαλος που ενδιαφέρεται πάνω απ’ όλα για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, και ότι η Εκκλησία είναι ο κατ’ εξοχήν φύλακας των ανθρωπίνων νόμων και ο θεωρητικός της αστυνομίας. Δημιούργησε τον τύπο του Φαρισαίου Χριστιανού, του καλού κι αγαθού πολίτου, που έχει την εντύπωσι ότι επλησίασε την τελειότητα επειδή δεν έβλαψε κανέναν, ή επειδή έδωσε χρήματα για τις φιλανθρωπικές οργανώσεις.

Πώς μπορεί από έναν πολιτισμό που τον διέπει η επιδίωξις της ανθρώπινης καλοπέρασης, και τον χαρακτηρίζει η εωσφορική υπερηφάνεια για τις κατακτήσεις της επιστήμης του, να βγούν άνθρωποι ταπεινοί, άνθρωποι που να ζητούν με πόνο και με δάκρυα τον άνωθεν φωτισμό;

Πώς είναι δυνατόν από έναν πολιτισμό που τον χαρακτηρίζει η αδιάκοπη κίνησις και η πρός τα έξω στροφή, να βγούν άνθρωποι που να σκύψουν στα βάθη της καρδιάς τους να βρούν μέσα στην σιωπή και την ακινησία του “ταμείου” τους τον “πολύτιμο μαργαρίτη”;

Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με θαύμα από τα πιο σπάνια και από τα πιο ανεκτίμητα.

Αλλά, αν για ένα άτομο η γεύσις της Ορθοδοξίας είναι τόσο δύσκολο πράγμα, πώς είναι δυνατόν να την γευθή ολόκληρη η Καθολική “Εκκλησία” σαν σύνολο, ή οι Προτεσταντικές “Εκκλησίες” ομαδικά; Οι περισσότεροι από τα εκατομμύρια των δυτικών ούτε ξέρουν ότι υπάρχει Ορθοδοξία. Πώς είναι δυνατόν, ύστερα από μία ή πολλές συσκέψεις αντιπροσώπων των διαφόρων “Εκκλησιών”, να επιτευχθή η επιστροφή πρός την αλήθεια, ομαδικά, ψυχών που αιώνες τώρα βαδίζουν στα σκοτεινά;

Νομίζουν, άρά γε, όσοι μιλούν για ένωσι των Εκκλησιών, ότι έχουν να κάνουν με πολιτικές υποθέσεις, όπου οι άρχοντες των εθνών οδηγούν ομαδικά τους υπηκόους των στον πόλεμο ή στην ειρήνη; Αλλά στον Χριστό και την Εκκλησία του δεν έρχονται οι άνθρωποι ομαδικά. Έρχονται σαν ελεύθερα πρόσωπα.

Εάν υποτεθή ότι ένας Πάπας αποφασίζει ξαφνικά να γίνη Ορθόδοξος και να φέρη στην Ορθοδοξία όλους τους Καθολικούς, θα μπορέση μ’ αυτήν την εξωτερική αλλαγή να γίνη, έστω και ένας από τα εκατομμύρια των Καθολικών, πραγματικά Ορθόδοξος; Ακόμη και αν υποτεθή ότι έχουν όλη την καλή διάθεσι να αποστηθίσουν όλα τα δόγματα της Ορθοδοξίας και όλη την θέλησι να τα πιστέψουν, δεν θα μπορέσουν να κάνουν ούτε ένα βήμα πρός την Ορθοδοξία. Γιατί Ορθοδοξία δεν είναι μόνον μια σειρά από δόγματα, ούτε μια σειρά από συνήθειες, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο, είναι ένας προσανατολισμός ζωής και σκέψεως. Είναι μια πνοή, η πνοή της παραδόσεως, που δεν την παίρνει κανείς από βιβλία, αλλά μεταγγίζεται από ζωνταντό σε ζωντανό, από πατέρα σε γυιό, από μάνα σε κόρη, από αδελφό σε αδελφό, από φίλο σε φίλο, από ιερέα σε ιερέα, από μοναχό σε μοναχό, από πνευματικό πατέρα στό πνευματικό του παιδί, “ου διά μέλανος και χάρτου αλλά στόμα πρός στόμα”, ψυχή με ψυχή, και όλα αυτά μέσα στην μυστηριακή πράξη της Εκκλησίας, μέσα στην ατμόσφαιρα του Αγίου Πνεύματος, με την πάροδο του χρόνου, σιγά - σιγά, με την βραδύτητα αναπτύξεως ενός οργανισμού.

Αλλά δεν είναι αφελείς όσοι μιλούν για “ένωσι”. Ξέρουν πολύ καλά ότι τόσο οι Καθολικοί όσο και οι Προτεστάνται δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν εν σώματι Ορθόδοξοι. Όμως αυτό δεν τους ενδιαφέρει. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται για την επιστροφή των χαμένων προβάτων στην μάντρα του Χριστού. Υπολογίζουν μάλλον σ’ έναν συμβιβασμό, και αρκούνται στην τυπική συμφωνία. Εξ άλλου έχουν πάψει από καιρό να είναι Ορθόδοξοι. Δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια ούτε για την εν Χριστώ ζωή. Μέσα τους ενεργείται ήδη το μυστήριον του Αντιχρίστου, και συνέχονται έως ότου συντελεστή.

 

ΚΔ΄ Ο ξεπεσμός.

Ω ταλαίπωρη ελληνική φυλή! Εσύ που έδωσες τόσους Πατέρας και τόσους Αγίους στην Εκκλησία του Χριστού, εσύ που φώτισες τόσους βαρβάρους και τους έκανες παιδιά του Θεού, εσύ που πότισες ετούτες τις πέτρες με τα δάκρυα της ταπεινώσεως και της συντριβής και έκανες να βλαστήση επάνω τους ο κήπος της Ορθοδοξίας, εσύ που με τις προσευχές σου έκανες να περπατήση ο Θεός σε τούτα τα χώματα, πώς τώρα στρέφεις εκστατικά τα μάτια σου πρός τα εκεί, απ’ όπου ποτέ δεν ανέτειλε ο ήλιος, και πέφτεις δουλικά, στα γόνατα να προσκυνήσης, εσύ ο παλιός υπηρέτης του Θεού, τους υπηρέτες του Εωσφόρου;

Σε κατέπληξαν λοιπόν τόσο τα σημεία και τα τέρατα της “προόδου”, και είσαι έτοιμη να πέσης και να προσκυνήσης το λαμπερό αυτό αλλά κούφιο ξόανο; Δεν βλέπεις το σκοτάδι που υπάρχει πίσω από τα πυροτεχνήματα; Δεν βλέπεις την απελπισία του θανάτου που κρύβεται κάτω από το πλαστό χαμόγελο; Δεν βλέπεις την φτώχεια που κρύβεται κάτω από την αρχοντική εμφάνισι;

Τι ζήλεψες; Την δύναμι του Πάπα; Αλλά την δύναμι του Θεού σου, που σ’ έκανε να διατηρήσης αλώβητη την πίστι σου μέχρι σήμερα, την ξέχασες;

Αλλά τι πόθησες; Την Γνώσι; Ναί, την Γνώσι πρέπει να την ποθήσης, γιατί άρχισε να σού λείπη, να σού λείπη επικίνδυνα. Αλλά εκεί που την γυρεύεις, δεν υπάρχει Γνώσις υπάρχουν μόνον υποκατάστατα της Γνώσεως, αυτές οι επιστημονικές φιλοσοφίες και οι επιστημονικές θεολογίες. Αλλά όλα αυτά θα γεμίσουν το στομάχι σου χωρίς να σε θρέψουν. Γιατί δεν έχουν μέσα τους ζωή, είναι νεκρά γράμματα. Είναι η μελέτη της σκιάς των όντων. Δεν είναι η μελέτη του Θεού και της κτίσεως, αλλά η μελέτη της ιδέας που έχουμε για τον Θεό και για την Κτίσι Του, είναι η μελέτη των σχημάτων του μυαλού μας.

Αν όμως πόθησες την καλοπέραση, αν η Ευρώπη σε σαγηνεύη γιατί σού υπόσχεται ανάπαυσι και ηδονές, έ, τότε πήγαινε κοντά της. Θα σού δώση πράγματι ανάπαυσι και ηδονές. Αλλά μαζί μ’ αυτές θα σού δώση το κενό και τον θάνατο, τον θάνατο τον πνευματικό και αιώνιο, αυτόν που γεύεται η ίδια σήμερα.

 

ΚΕ΄ Η κορυφή του πύργου.

Aς μη ξεγελιόμαστε. Η Ελληνική Φυλή, όπως και οι άλλες, θα ακολουθήση τον δρόμο της. Και ο δρόμος της θα είναι ο δρόμος της μάζας. Ο δρόμος της μάζας ε}ναι πάντοτε ο πιο εύκολος. Ο δρόμος της μάζας είναι πάντοτε ο δρόμος που οδηγεί στην ανάπαυσι και στην ηδονή. Όσα και αν πούμε, όσα και αν κάνουμε, δεν θα κατορθώσουμε τίποτε πιά εκεί που έφθασε ο κόσμος. Το κακό είναι αμετάκλητο.

Το πιο τραγικό είναι ότι το κακό εμφανίζεται στα μάτια των ανθρώπων σαν καλό. Η καταδίκη, που δεν επιβάλλεται από τον Θεό αλλά στην οποία πέφτει ο άνθρωπος μόνος του, δεν θα είναι καμμιά καταστροφή, κανένας πυρηνικός όλεθρος, όπως φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του σώματος θα ήταν στό βάθος πολύ μικρό κακό για την ανθρωπότητα. Αυτό που πρόκειται να έλθη θα είναι κάτι αφάνταστα πιο σκληρό και απάνθρωπο. Θα είναι το αριστούργημα της διαβολικής φαντασίας, ο μεγαλύτερος εμπαιγμός που έγινε ποτέ. Η καταστροφή στην οποία οδηγείται η ανθρωπότης θα έχη την μορφή της πιο μεγάλης επιτυχίας. Θα είναι η κορυφή του πύργου της Βαβέλ, το αποκορύφωμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, η κορώνα της ανθρώπινης οιήσεως.

Η καταστροφή θα είναι η ολοκλήρωσις των πόθων της μάζας, μέσα στην οποία θα κολυμπάη κάθε πάθος και κάθε κακία, ελεύθερα και ανενόχλητα. Θα είναι τέλειο άδεισμα της καρδιάς, το κενό, η ανία, η πλήξις, δηλαδή ο πνευματικός, ο αιώνιος θάνατος.

Δεν θα υπάρχη πιά τόπος για τον Θεό στις καρδιές των ανθρώπων. “Εν τω πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών”. Η πηγή της ζωής δεν θα έχη πιά μέρος με το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων. Το Ευαγγέλιο θα έχη κηρυχθή σε όλη την ανθρωπότητα “εις μαρτύριον τοις ανθρώποις”. Όλοι θα το γνωρίζουν και όλοι σχεδόν θα το έχουν ουσιαστικά απορρίψει.

Μέσα στην χλιδή των πόλεων, ανάμεσα στα δημιουργήματα του ανθρώπινου μυαλού, στα σημεία και τα τέρατα του Αντιχρίστου, θα κυκλοφορούν ανθρώπινα όντα χωρίς ζωή, νεκροί που θα νομίζουν ότι ζούν την πιο έντονη ζωή που έγινε ποτέ, μα που στ’ αλήθεια, θα δαγκάνουν με μανία την ίδια τους τη σάρκα.

 

ΚΣΤ΄ Ο Πολιτισμός.

Ο Πάπας λένε ότι είναι αισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητος. Και βέβαια πρέπει να είναι! Τέτοια είναι η ανθρωπότης που ονειρεύτηκε αιώνες τώρα. Άς θαυμάση το έργο των χειρών του.

Όλοι αυτοί οι μορφωμένοι, οι έξυπνοι και καθώς πρέπει άνθρωποι, είναι μαθηταί του. Αυτός τους εδίδαξε πρώτος την αριθμητική και τα γράμματα. Αυτός τους εμύησε στον Αριστοτέλη. Αυτός τους έμαθε την φιλοσοφία, την εποχή που ήταν ακόμη βάρβαροι. Σ’ αυτόν οφείλουν τον πολιτισμό.

Ο Παπισμός δεν εκήρυξε Χριστιανισμό. Δεν είχε ούτε στην εμφάνισι, ούτε στη σκέψι τίποτε το κοινό με τους ψαράδες της Γαλιλαίας. Ο Παπισμός έφερε στους Ευρωπαίους τον πολιτισμό. Αν έχη κάποιος το δικαίωμα να μιλάη για “Ελληνο - χριστιανικό πολιτισμό, αυτός είναι ο Πάπας.

Τι σχέσι όμως έχει ο Χριστιανισμός με τον πολιτισμό; Τι σχέσι μπορεί να έχη η θρησκεία που λέγει: “ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν”, με τον πολιτισμό, δηλαδή την προσπάθεια του ανθρώπου να εγκατασταθή όσο πιο άνετα μπορεί στην επίγεια πόλι;

Και όμως, αν προσέξη κανείς τα κηρύγματα και τις επιδιώξεις των περισσοτέρων “Χριστιανών”, θα δή ότι αυτό που επιδιώκουν και αυτό που εύχονται δεν είναι τόσο η δόξα της Εκκλησίας όσο η δόξα του πολιτισμού.

Τους τέτοιους “Χριστιανούς” ο κόσμος τους θέλει και τους παραδέχεται, γιατί έχουν βασικά τις ίδιες επιδιώξεις. Τους άλλους, αυτούς που δεν μιλούν για “Ελληνο - χριστιανικό πολιτισμό”, αλλά για τον Μοναχισμό, την άσκησι, την προσευχή, και που έχουν για καθημερινό τους ψωμί την συνεχή ενατένισι της μελλούσης πόλεως, αυτούς τους μισεί, γιατί δεν τους νοιώθει δικούς του. Τους πρώτους τους χαρακτηρίζει: “πραγματικά θρησκευομένους ανθρώπους”, τους δεύτερους: “θρησκόληπτους”, “φανατικούς”, “αρνησίζωους”.

Είναι καταπληκτική η συγγένεια των απόψεων που υπάρχει μεταξύ των “Ορθοδόξων” που μιλούν για “Ελληνο - χριστιανικό” πολιτισμό, και των Παπικών. Η ίδια νοοτροπία, οι ίδιες επιδιώξεις, η ίδια αδιαφορία για την αλήθεια και την μυστική ζωή. Ο “Χριστιανισμός” τους είναι ένα επικάλυμμα, μια κοσμοθεωρία για να γεμίζη τα κενά του νού τους και να κάνη ακόμη πιο άνετη την επίγεια ζωή τους.

Οι τέτοιοι “Χριστιανοί” δεν θα λείψουν ποτέ. Πάντοτε έτοιμοι για συμβιβασμούς, προκειμένου να έχουν το πλήθος με το μέρος τους.

Κι αυτοί, όπως κι ο Πάπας, είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητος, κι έχουν δίκιο. Γιατί και οι δύο αγωνίζονται για το κτίσιμο του πολιτισμού, και ο πολιτισμός κτίζεται και θα κτίζεται κάθε μέρα και καλύτερα, πρός μεγάλη χαρά τους. Θα είναι ένας πολιτισμός που θα σέβεται τις αξίες, γιατί πολίτισμός χωρίς αξίες δεν γίνεται, και οι αξίες είναι αξίες, γιατί είναι χρήσιμες για τον πολιτισμό. Μόνο που οι αξίες δεν θα εμποδίσουν τον θάνατο να γεμίση τις καρδιές των ανθρώπων. Γιατί οι αξίες είναι θυσίες που προσφέρονται στό είδωλο “άνθρωπος”, δεν είναι λατρεία που προσφέρεται στον Θεό.

 

ΚΖ΄ Ο δύσκολος δρόμος.

Όσα γράφονται εδώ δεν απευθύνονται ούτε στον κόσμο ούτε σ’ αυτούς τους “Χριστιανούς”. Απευθύνονται στους λίγους εκλεκτούς, που και αυτοί θα κινδυνεύσουν να πλανηθούν στό τέλος των καιρών.

Μέσα στις χριστιανικές οργανώσεις, μέσα στον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό, υπάρχουν ψυχές που ποθούν πράγματι τον Θεό και επιζητούν την μέλλουσαν πόλιν. Αλλά το περιβάλλον και οι διδάσκαλοί τους δεν τους αφήνουν να βρούν τον δρόμο που ποθεί η καρδιά τους.

Αυτοί οι λίγοι εκλεκτοί άς προσέξουν, άς προσέξουν πολύ. Ο διάβολος δεν ενεργεί πάντοτε ως διάβολος, τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται ως άγγελος φωτός. Κηρύσσει έναν “Χριστιανισμό” λίγο διαφορετικό από τον πραγματικό, και μ’ αυτήν την παγίδα πέφτουν στα δίχτυα του πολύ περισσότερη απ’ όσους θα κέρδιζε εξαπολύοντας μια ολόκληρη στρατιά αθέων ή Διοκλητιανών.

Στιγματίζει τους πιστούς με τους χαρακτηρισμούς του μισαλλόδοξου, του στενόμυαλου, του φανατικού, του τυπολάτρη. Μ’ αυτόν τον τρόπο ξεσήκωσε κατεπάνω στην Εκκλησία του Χριστού τον φοβερώτερο διωγμό που έγινε ποτέ. Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται πολλές φορές περισσότερο τους χαρακτηρισμούς που ελαττώνουν την τιμή και την υπόληψί τους, παρά το σπαθί των διωκτών. Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να δεχθούν την θυσία να χαρακτηρισθούν για κουτοί. Όμως στον σημερινό κόσμο είναι αναπόφευκτο να χαρακτηρισθή σαν κουτός ή τουλάχιστον στενόμυαλος κάθε γνήσιος Χριστιανός. Πολύ λίγοι έχουν το θάρρος να προχωρήσουν με μια τέτοια προοπτική που πλησιάζει το μαρτύριο. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι προτιμούν τον εύκολο δρόμο των συμβιβασμών, και τον κηρύσσουν με φανατισμό.

Ποτέ οι ειδωλολάτρες δε μίσησαν τους Χριστιανούς με όσο μίσος τους μισεί σήμερα ο “Χριστιανικός” κόσμος. Η τυπική ανοχή ξεγελάει. Ο κόσμος ανέχεται μόνον τους “Χριστιανούς” που συμβαδίζουν μαζί του. Αυτούς που εφαρμόζουν κοινωνικό “Χριστιανισμό” και φροντίζουν να είναι πάντοτε συγχρονισμένοι. Τους άλλους που δεν δέχονται να νοθεύσουν την πίστι τους, τους μισεί. Αυτό όμως το μίσος του κόσμου είναι κριτήριο για να καταλάβουμε αν είμαστε γνήσιοι Χριστιανοί. “Ει εμέ εμίσησαν και υμάς μισήσουσιν”.

Συνέχεια στο Τρίτο κεφάλαιο


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ