Ως ουν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε, ερριζωμένοι και εποικοδομούμενοι εν αυτώ

 

 

Πονείν δεί επί τη φυλακή των τιμίων..και εί και πονούμεν τη καρδία παραμένοντες, αλλά εγγύς η παράκλησις

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΥ
ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΣΕ 25 ΤΕΥΧΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1982-1989


Καλοκαίρι 1984

Τεύχος 10

 

Ο ΜΟΝΟΓΕΝΗΣ ΥΙΟΣ ΕΞΗΓΗΣΑΤΟ

Τον Θεό τον γνωρίσαμε επειδή Εκείνος θέλησε να μας αποκαλυφθεί με την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου Του. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε, ο μονογενής υιός ο ών εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάνν. α’ 18). «Θεόν ανθρώποις ιδείν αδύνατον, όν ου τολμά αγγέλων ατενίσαι τα τάγματα. Διά σου δε Πάναγνε ωράθη βροτοίς, Λόγος σεσαρκωμένος» (Μ. Ευχολ.). Τόσο οι πρό Χριστού όσο και οι μετά Χριστόν «δι’ αυτού πιστεύομεν εις Θεόν» (Πέτρου Α΄ α’ 21).

ΠΕΡΙ ΓΑΡ ΕΜΟΥ ΜΩΥΣΗΣ ΕΓΡΑΨΕΝ

Επικρατεί σε πολλούς η εντύπωση ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο Γιαχβέ, είναι δήθεν ο Θεός Πατήρ. Όμως ο Χριστός λέγει στους Εβραίους γιά τον Πατέρα Του: «Ούτε φωνήν αυτού ακηκόατε πώποτε ούτε είδος αυτού εωράκατε» (Ιωάνν. ε’ 37). Ποιόν είδαν τότε οι Πατριάρχαι και οι Προφήται, γιά ποιόν Θεό μιλάει η Παλαιά Διαθήκη; Το λέγει ο ίδιος: «Ερευνάτε τάς γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν^ και εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού» . Γιά μένα, λέγει, γράφει η Παλαιά Διαθήκη που μελετάτε. Και μη λέτε ότι πιστεύετε στον Μωϋσή. «Ει γάρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί^ περί γάρ εμού Εκείνος έγραψεν» (Ιωάνν. ε’ 46). Κανένας δεν είδε ποτέ τον Πατέρα εκτός μόνον από τον ομοούσιό Του Υιό. «Ουχ ότι τον Πατέρα τις εώρακεν, ει μη ο ών παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάνν. στ’ 46). Τον Χριστό λοιπόν είδαν και μ’ Εκείνον μίλησαν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό έγινε δυνάμει της μελλούσης σαρκώσεώς Του. Και ας μήν απορεί κανείς γι’ αυτό το μυστήριο. Γιατί η σάρκωση είναι μέν κάθοδος του Θεού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, πλήν όμως ο Δημιουργός δεν δεσμεύεται και δεν περιορίζεται από τα δημιουργήματά Του, αλλά είναι πανταχού παρών και στον τόπο και στον χρόνο, η δε ενανθρώπιση δεν είναι μόνον ιστορικό αλλά και οντολογικό γεγονός που αφορά όλη τη δημιουργία παρελθούσα και μέλλουσα, όπως και η πτώση του πρώτου Αδάμ. «Βλέπεις ότι και ο Προφήται τότε έβλεπον τον Χριστόν, αλλά καθό εχώρουν έκαστος» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις δεκάτη).

Ο ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός που εμφανίζεται και μιλάει στους δικαίους ονομάζεται πολύ συχνά «Άγγελος» . «Και είπε μοι ο άγγελος του Θεού καθ’ ύπνον: Ιακώβ^ εγώ δε είπα^ τι εστί; και είπεν... εγώ ειμι ο Θεός ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού, ού ήλειψάς μοι εκεί στήλην και ηύξω μοι εκεί ευχήν» (Γεν. Λα, 11,13). Την εξήγηση μας την δίνει ο Θεοδώρητος «εις τα άπορα» (τόμος 1, ερώτ. πθ’ σ. 50): «Εγώ ειμί, φησίν ο Θεός, ο οφθείς σοι εν τη οδώ^ είδε δε αγγέλους μέν ανιόντας και κατιόντας δια της κλίμακος, τον δε Κύριον άνω εστηριγμένον^ τούτον ενταύθα και άγγελον ονόμασε και Θεόν. Θεόν μεν, τούτο την φύσιν όντα^ άγγελον δε ίνα γνώμεν ως ουχ ο Πατήρ εστιν ο οφθείς, αλλ’ ο Μονογενής Υιός^ τίνος γάρ άγγελος ο Πατήρ; ο δε Υιός, και Θεός, και μεγάλης βουλής άγγελος^ αυτός γαρ ημίν απήγγειλε του Πατρός τα μυστήρια^ ά γαρ ήκουσα, φησί, παρά του Πατρός μου, εγνώρισα υμίν^ ούτω και τον κεκληκότα τον Αβραάμ και άγγελον ονόμασε και Θεόν» . Ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Πατρός, ο Μεγάλης Βουλής άγγελος, ο «ο απόστολος» , όπως τον ονομάζει η προς Εβραίους Επιστολή (γ’ 1), ο Θεός και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. «Κλίμακα έφη εωράσθαι αυτώ (τω Ιακώβ) και τον Θεόν επ’ αυτής εστηρίχθαι η Γραφή δεδήλωκε^ και ότι ουχ ο Πατήρ ήν, από των Γραφών απεδείξαμεν» (Άγ. Ιουστίνος ο Φιλόσοφος, Διάλογος προς Τρύφωνα § 36). «Ότι παιδίον εγενήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν... και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (ΗσαA ας θ’ 6). «Τέρπου και ευφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ιδού εγώ έρχομαι και κατασκηνώσω εν μέσω σου, λέγει Κύριος... και επιγνώση ότι Κύριος παντοκράτωρ εξαπέσταλκέ με προς σε» (Ζαχ. Β’ 14-15). Έρχεται ο Κύριος, τον οποίον στέλνει ο Κύριος, έρχεται ο Υιός τον οποίον στέλνει ο Πατήρ. «Και εξαίφνης ήξει εις τον ναόν εαυτού Κύριος, όν υμείς ζητείτε, και ο Άγγελος της διαθήκης, όν υμείς θέλετε^ ιδού έρχεται, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (Μαλαχ. Γ’ 1).

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΣΤΙΑΤΩΡΙΑ

«‘Ωφθη σοι Χριστός, ώ θαυμάσιε, υπ’ αγγέλων δορυφορούμενος δύο» . Ο Χρυσόστομος εδώ (PG 56, 546) αναφέρεται στην επίσκεψη του Αβραάμ, τότε που είχε τη σκηνή του στη Δρύ του Μαμβρή. Ο Άγιος Θεόδωρος Εδέσσης εξηγεί ότι η αγάπη του Αβραάμ προς κάθε ξένο που περνούσε τον αξίωσε να φιλοξενήσει και τον Θεό: «Διό δη και της θαυμαστής εκείνης εστιατωρίας, κατηξιώθη, ξενίσας αγγέλους και τον των όλων Δεσπότην» (Φιλοκ. Α’ σ. 320 πε). Αλλά ο Θεός είχε σαφώς ανθρωπίνη μορφή. «‘Ωφθη δε αυτώ ο Θεός πρός τη δρυA τη Μαμβρή καθημένου αυτού επί της θύρας της σκηνής αυτού μεσημβρίας. Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδέ, και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού» (Γεν. Ιη’ 1-2). «Θεόν υπεδέξατο (η Σάρρα) εν ανθρωπίνη μορφή, συν δυσίν αρχαγγέλοις» ψάλλει ο Άγ. Ρωμανός ο Μελωδός (Sancti Romani Melodi Cautica, Oxford, 1963 σ. 279). Στη συνέχεια του κειμένου της Γενέσεως βλέπουμε «τους δύο (άνδρες) οίτινες άγγελοι τω όντι ήσαν...» (Άγ. Ιουστίνος ο Φιλόσ., Διαλ. 57,2). Να αποστέλονται από τον Κύριο στα Σόδομα, προς τον Λώτ, ενώ Εκείνος συνεχίζει τη συνομιλία Του με τον Αβραάμ. «Θεός μετά αγγέλων... Και οι μεν άγγελοι απήεσαν καθώς ενετάλθησαν, ο δεσπότης δε συν τω δικαίω...» (Άγ. Νεόφυτος ο Έγκλειστος, Λόγ. ΙΔ). Μόνον ο Χριστός θα μπορούσε να εμφανισθεί σαν Θεός και σαν άνθρωπος. Ο Αβραάμ όμως «ουκ ήδει ότι τον Χριστόν εδέχετο^ ουκ ήδει, ότι αγγέλους... (Άγ. Ιωάνν. ο Χρυσόστομος p.g. 60, 320). «Ήλθον δε, φησιν, οι δύο άγγελοι, εις Σόδομα εσπέρας... Ο μέν κηδεμών και φιλάνθρωπος Θεός ... σχήματι ανθρώπου τότε οφθείς παρέμενε τω Πατριάρχη διαλεγόμενος... οι δε άγγελοι ώρμησαν επί τα Σόδομα, το επιταχθέν πληρώσαντες» (Χρυσόστομος P.G. 54, 396).

ΕΠΑΛΑΙΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΤ ΑΥΤΟΥ

Αλλά και ο Ιακώβ συνάντησε τον Χριστό και πάλεψε μαζί του (Γεν. Λβ’ 24-31). «Υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος, και επάλαιεν άνθρωπος μετ’ Αυτού έως πρωA » . Και δεν τον άφηνε ο Ιακώβ αν πρώτα δεν τον ευλογήσει. «Και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Είδος Θεού^ είδον γάρ Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή» . «Τίνος ένεκεν παλαίει τω Ιακώβ ο άγγελος;...» ρωτάει ο Θεοδώρητος «εις τα άπορα» . Και συνεχίζει: «Δια τούτο και ερωτήσας τίνα προσηγορίαν είχεν, ου μόνον διαμαρτάνει της αιτήσεως, αλλά και επιπλήττεται, ως υπερβάς τα μέτρα της φύσεως. Ίνα τι γάρ ερωτάς, φησι, το όνομά μου; Και τούτο εστι θαυμαστόν^ επισημαντέον δε κανταύθα, ως τον αυτόν και άνθρωπον εκάλεσε και Θεόν... διά τούτων δε πάντων μανθάνομεν, ως ο μονογενής υιός του Θεού και Θεός επεφάνη κανταύθα τω Ιακώβ» (Τόμ.1, ερ.92, σ.52).

Η ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΜΗ ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Στις εικόνες του Χριστού, μέσα στο φωτοστέφανο, υπάρχει σταυρός με τις λέξεις «Ο ‘Ων» . Αυτό γιατί όταν ο Μωϋσής ρώτησε τον Θεό, που εμφανίσθηκε σ’ αυτόν μέσα στη φλεγόμενη βάτο, ποιο είναι το όνομά Του, Εκείνος είπε^ «Εγώ ειμί ο ων» (Έξοδ.γ’ 14). Η φλεγομένη και μη καιομένη βάτος προτύπωνε την Παναγία, που έφερε μέσα της το πυρ της Θεότητος, τον Χριστό, χωρίς να καεί. «Εν Σιναίω τω όρει κατείδε εν τη βάτω Μωϋσής, την αφλέκτως το πυρ της θεότητος, συλλαβούσαν εν γαστρί» (Ειρμός της θ’ ωδής της Υπαπαντής). Επομένως και από την βάτο ο Χριστός μιλάει στον Μωϋσή. «‘Ωφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ του βάτου... Ως δε είδέ Κύριος ότι προσάγει ιδείν, εκάλεσεν αυτόν ο Κύριος εκ του βάτου λέγων^ Μωϋσή, Μωϋσή.. Και είπεν^ εγώ ειμι ο Θεός του πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ. Απέστρεψε δε Μωϋσής το πρόσωπον αυτού^ ευλαβείτο γάρ καταβλέψαι ενώπιον του Θεού» (Έξοδ. Γ’ 2-6). Κι’ εδώ ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος που είναι ο Θεός, του Αβράμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. «Ίνα δε γνώς, ότι ούτος (ο Χριστός) εστιν ο τω Μωϋσεί οφθείς, δέξαι μαρτυρίαν Παύλου λέγοντος^ «έπινον γάρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας^ η δε Πέτρα ήν ο Χριστός» » (Α’ Κορ. Ι’ 1-4). Και πάλιν^ «Πίστει Μωϋσής κατέλιπεν Αίγυπτον» , και μετ’ ολίγα φυσί^ «Κρείττονα πλούτον ηγησάμενος τον ονειδισμόν του Χριστού των εν Αιγύπτω θησαυρών» (Εβρ. Ια’ 23-27)... Βλέπεις ότι και οι Προφήται τότε έβλεπον τον Χριστόν, αλλ’ καθό εχώρουν έκαστος» (Κυρίλλου, Ιεροσολύμων, Κατήχησις δεκάτη).

Ο ΕΝ ΘΑΛΑΣΣΗ ΣΩΣΑΣ ΚΑΙ ΕΝ ΕΡΗΜΩ ΘΡΕΨΑΣ

«Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες... το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον^ έπινον γάρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ήν ο Χριστός» (Α’ Κορ. Ι’ 1-4). Έπιναν, λέει, οι τότε, από το νερό της πέτρας που ακολουθούσε, έπιναν στό παρόν ό,τι θά ερχόταν, με την Σάρκωση στό μέλλον, και το έπιναν δυνάμει της μελλούσης σαρκώσεως. «Μηδέ εκπειράζωμεν τον Χριστόν, καθώς και τινες αυτών επείρασαν και υπό των όφεων απώλοντο» (Α’ Κορ. Ι’ 9). Τον Χριστό λοιπόν «επείρασαν» τότε οι Ιουδαίοι στην έρημο. «Μη πλανάσθε Ιουδαίοι, ούτος εστιν ο εν θαλάσσει σώσας και εν ερήμω θρέψας» . «Λαός μου, τι εποίησά σοι και τι μοί ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος, αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε» . «Τι υμάς ελύπησα; ή εν τίνι παρώργισα; Πρό εμού τις υμάς ερρύσατο εκ θλίψεως; Και νύν τι μοι ανταποδίδετε; Πονηρά αντί αγαθών^ αντί στύλου πυρός, σταυρώ με προσηλώσατε^ αντί νεφέλης, τάφον μοι ωρύξατε» (Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδος). «Και θήσω την σκηνή μου εν υμίν, και ου βδέλύξεται η ψυχή μου υμάς, και εμπεριπατήσω εν υμίν^ και έσομαι υμών Θεός, και υμείς έσεσθέ μοι λαός. Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός υμών, ο εξαγαγών υμάς εκ της Αιγύπτου» (Λευιτικόν κστ’ 11-13). «Ίδετε, ίδετε, ότι εγώ ειμί ο Θεός υμών ο εν θαλάσση σώσας λαόν, καί εν ερήμω θρέψας αυτόν, και άνθρωπος γεγονώς, ίνα σώσω το γένος των ανθρώπων» (Ειρμοί του Α’ ήχου, ωδή β). «Ου πρέσβυς ουδέ άγγελος, αλλ’ αυτός Κύριος, έσωσεν αυτούς διά το αγαπάν αυτούς και φείδεσθαι αυτών» (ΗσαA ας ξγ’ 9).

ΠΡΟ ΓΑΡ ΕΙΔΟΝ ΣΩΜΑΤΟΥΜΕΝΟΝ ΘΕΟΝ

«Και εγένετο του ενιαυτού, ού απέθανεν Οζίας ο βασιλεύς, είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου... και Σεραφίμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού... και έλεγον^ Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πάσα η γή της δόξης αυτού.. » (ΗσαA αςστ’ 1-3) «Ταύτα είπεν ΗσαA ας ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού (του Χριστού)» (Ιωάν. ιβ’ 41). «Ως είδέν ΗσαA ας συμβολικώς, εν θρόνω επηρμένω Θεόν, υπ’ αγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ώ τάλας, εβόα, εγώ. Πρό γάρ είδον σωματούμενον Θεόν φωτός ανεσπέρου και ειρήνης δέσπόζοντος» (Καταβασίες Υπαπαντής). Είδα, λέει, τον σαρκωθέντα Θεό πρό της εν χρόνω σαρκώσεώς Του. «Τούτον τον θρόνον πρό της ενσάρκου παρουσίας του Σωτήρος εωρακώς ο προφήτης φησιν ΗσαA ας. «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου» (Ησ. στ’ 1) και τα εξής. Τον Πατέρα μέν γάρ ουδείς εώρακε πώποτε (Ιωάνν. α’ 18) ο δε τω προφήτη τότε φανείς, Υιός ήν» (Κύριλλος, Κατήχησις 14).

ΤΟΝ ΕΝ ΠΥΡΙ ΔΡΟΣΙΣΑΝΤΑ ΠΑΙΔΑΣ

Όλες οι εμφανίσεις του Θεού, στην Παλαιά Διαθήκη, είναι εμφανίσεις του σαρκωθέντος Υιού. «Ο Παλαιός των ημερών» , που είδε σε όραμα ο Προφήτης Δανιήλ, «παιδίον γέγονεν ημίν» (Ακολουθία της Υπαπαντής). Η εικόνα των τριών παίδων εν τη καμίνω έχει τον Χριστό σαν Άγγελο πάνω από τα τρία παιδιά με τα γράμματα Ις Χς. «Σε τον εν πυρί δροσίσαντα παίδας θεολογίσαντας, και Παρθένω ακηράτω ενοικήσαντα, Θεόν λόγον υμνούμεν..» (Ωδή Ζ). Η εικόνα έχει τον Αδάμ καθήμενον με υψωμένα τα χέρια και μπροστά του όρθιο τον Χριστό να του στέλνει στό πρόσωπο, σαν ακτίνα το εμφύσημα, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. «Ο εκ πλευράς διαπλάσας Εύαν το πρίν.. σάρκα περιβάλλεται» (Μέγα Ευχολόγιο, σ.408). Η αμαρτωλή γυναίκα σκουπίζει με τα μαλλιά της τα πόδια του Χριστού, των οποίων τα βήματα μετά την παρακοή «Εύα εν τω παραδείσω το δειλινόν κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη» (Τροπάριο της Κασσιανής).

ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΘΕΟΣ Ο ΠΑΛΑΙ

«Ίδετε, ίδετε ότι εγώ ειμι ο Θεός ο πάλαι τον Ισραήλ εν ερυθρά θαλάσση διαγαγών, και θρέψας και σώσας και εκ δουλείας πικράς ελευθερώσας Φαραώ» (Β΄ Ωδή πλ. Δ). «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, φάτνη κρυπτόμενον, κτείναι ζητεί ο Ηρώδης..» (Ειρμός πλ. Β’ Ωδή Α). «Ουδείς, φησιν, όψεται το πρόσωπό μου και ζήσεται. Διά τούτο τοίνυν, επειδή το της θεότητος πρόσωπον ουδέίς ηδύνατο ιδείν ζών, ανέλαβε το της ανθρωπότητος πρόσωπον, ίνα τούτο ιδόντες ζήσωμεν» (Κύριλλος Ιεροσ. Κατήχησις δεκάτη).

Λόγω της σοβαρότητος που έχει το θέμα εκτός των άλλων και για την αντιμετώπιση των αιρετικών, και μάλιστα των Χιλιαστών, συνιστούμε την μελέτη της εγασίας του Αγίου Νεκταρίου: «Περί του Ιεχωβά του αποκαλυφθέντος Θεού εν τη Παλαιά Διαθήκη ότι εστιν ο Υιός και Λόγος του Θεού και ουχί ο Πατήρ» Ορθόδ. Ιερά Κατήχησις (Εκδ. Ρηγόπ. σ.246).



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ