ΤΕΥΧΟΣ 71

Φθινόπωρο 1999


 

Το παρακάτω κείμενο γράφηκε με τη μορφή ομιλίας και εκφωνήθηκε στή συνέλευση με θέμα "Η Εκκλησία ενώπιον της τρίτης χιλιετίας", που οργάνωσε η ορθόδοξη ενορία του Αγίου Νικολάου και η Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων στό Βανκούβερ του Καναδά.

Η κίνηση της Εκκλησίας εκτός του κόσμου τούτου

του Ιωάννη Καλόμοιρου

ΜΕΡΟΣ Ι

Το τέλος της εποχής του Χριστιανισμού: η προοπτική ενός Ορθοδόξου

α΄ Εισαγωγή

Ο ρόλος της Εκκλησίας υπήρξε πάντα μια μαρτυρία και ένα μαρτύριο. Η Εκκλησία μαρτυρεί το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης του Θεού, το σκοπό του Θεού για το γένος των ανθρώπων και την κτίση ολόκληρη. Φέρνει τη Βασιλεία του Θεού μέσα στή ζωή του ανθρώπινου γένους, καθώς ενώνει τους ανθρώπους σε μια κοινωνία ζωής, με αρχηγό τον Χριστό, τον αρχηγό της Ζωής.

Το μαρτύριο της Εκκλησίας είναι η άρνησή της να συστρατευτεί με το μυστήριο της ανομίας, που ενεργείται στόν κόσμο από παλιά και με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Πρόκειται για την κατάσταση που οδηγεί στό τελικό μυστήριο του Αντιχρίστου. Το μυστήριο της ανομίας έχει μια ιστορική διάσταση, αλλά ταυτόχρονα έχει κυρίως πνευματική διάσταση. Χωρίς συνείδηση της ιστορικής του διαδρομής και της πνευματικής του διάστασης, το μυστήριο αυτό δεν γίνεται φανερό στά μάτια των ανθρώπων.

Η Εκκλησία παλεύει να διασώσει την πνευματική της υπόσταση και ιστορική μαρτυρία, χωρίς να υποτάσσεται σε μια εκκοσμίκευση. Η ασυμβατότητα που υπάρχει ανάμεσα στήν Εκκλησιαστική μαρτυρία και ζωή και στούς πειρασμούς και τις επιταγές του κόσμου, αναγκάζει την Εκκλησία πολλές φορές στήν ιστορία της να κρατά μια κριτική στάση στά κυρίαρχα ρεύματα. Τότε, οι δίκαιοι, αυτοί που αληθινά ενσαρκώνουν την μαρτυρία της Εκκλησίας, διώκονται και αποδοκιμάζονται. Όπως ο Χριστός, γίνονται σημείο αντιλεγόμενο ανάμεσα στούς ανθρώπους. Ο λόγος τους είναι βαρύς και δύσκολος. Για την αληθινή Εκκλησία, όμως, γίνονται όπως το ακρογωνιαίο λιθάρι, που υποβαστάζει το οικοδόμημα.

Όλοι μας σήμερα αντιλαμβανόμαστε την ιστορική αγωνία ενός κόσμου, που περνά από μια μεταβατική φάση κρίσιμων αλλαγών. Είναι λάθος να νομίζουμε ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν έχει το δικό της μερίδιο αγωνίας απέναντι στά ιστορικά δρώμενα. Είναι καίρια η ανάγκη για μια στάση εγρήγορσης απέναντι στά γεγονότα, που να γεννά έναν γόνιμο θεολογικό προβληματισμό. Συχνά, η επανάπαυσή μας σε ένα πλαίσιο ατομικών πνευματικών καθηκόντων αναιρεί τη διάσταση της ζωντανής μαρτυρίας, που οφείλει να έχει η εκκλησιαστική ζωή.

Θα καταθέσουμε μερικές σκέψεις, που βγαίνουν μέσα από μια προσωπική αγωνία για την Εκκλησία. Θα παρουσιάσουμε κάποιες πολιτικές και πνευματικές συντεταγμένες της εκκλησιαστικής ζωής στίς μέρες μας. Ίσως άλλοι χριστιανοί να συμπληρώσουν ή να διορθώσουν τη σκέψη μας, εκπληρώνοντας το χρέος της ελεημοσύνης, που πηγάζει από την μεταξύ μας αγάπη.

β΄ Οι πολιτικές συντεταγμένες


Η σημερινή πολιτική προσπάθεια επικεντρώνεται κατά μεγάλο μέρος στή λεγόμενη υπερεθνική ολοκλήρωση. Στήν Ευρώπη η ενοποίηση προχωρεί μέσα από τη διεύρυνση και με μια σειρά από συνθήκες που σκοπεύουν κυρίως να δημιουργήσουν έναν ενιαίο χώρο για το εμπόριο και την οικονομία, και να εξασφαλίσουν την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και ιδεών. Από την άλλη μεριά, η Αμερική προσπαθεί με κάθε μέσο να επιβάλλει την κηδεμονία της στό νέο μόρφωμα, μέσα από μια επιθετική πολιτιστική ώσμωση, μέσα από την κυριαρχία των μέσων ενημέρωσης, αλλά και με στυγνή πολεμική παρέμβαση. Την τακτική αυτή έχει προωθήσει και σε άλλα σημεία του πλανήτη, όπου κρίνει ότι απειλείται η κυριαρχία της στό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

Αν και η τάση αυτή εκδηλώθηκε ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι απόρροια ενός πολιτικού οραματισμού που χρονολογείται πολύ νωρίτερα μέσα στόν αιώνα. Χωρίς αμφιβολία, η ιδέα της ενωμένης Οικουμένης είναι πολύ παλιά και ανάγεται στίς μεγάλες αυτοκρατορίες της αρχαιότητας, στά υπερφίαλα σχέδια διαφόρων κατακτητών ή στίς σφαίρες επιρροής του ψυχρού πολέμου. Ήδη, όμως, μέσα στόν αιώνα μας άρχισε να ωριμάζει ο οραματισμός για έναν κόσμο ειρηνικό, που να εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις της συνύπαρξης πάνω στή βάση του Δυτικού ανθρωπισμού και των λεγόμενων "ατομικών δικαιωμάτων". Άρχισε, δηλαδή, να ωριμάζει μια βάση κοινής αποδοχής για το ενοποιό στοιχείο, για τη συγκολλητική ουσία του υπερεθνικού, Οικουμενικού κράτους. Στήν ουσία, η βάση αυτή είναι μια εκλεπτυσμένη εκδοχή ορισμένων αξιών του Δυτικού Διαφωτισμού και ειδικότερα του χρηστικού ορθολογισμού, συνταγμένου στήν υπηρεσία της υλικής "ευημερίας" και της ανάπτυξης. Αυτή είναι η "πίστη", το πνευματικό υπόβαθρο ή το οντολογικό θεμέλιο, πάνω στό οποίο κτίζεται ο καινούριος κόσμος
(βλέπε υποσημείωση 1).

Η δυναμική της παγκόσμιας ενοποίησης είναι τεράστια, ώστε από πολιτική άποψη μάλλον θεωρείται μονόδρομος για τον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Για τις μικρές χώρες είναι όχι θέμα πολιτικής επιλογής, αλλά κυριολεκτικά θέμα επιβίωσης. Τα πρόσφατα γεγονότα στά Βαλκάνια, αλλά και ορισμένες μεθοδεύσεις στίς οποίες υποβάλλεται η Ευρωπαϊκή πορεία, αποδεικνύουν μια συντονισμένη εναλλαγή εξαγοράς και πειθαναγκασμού, ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε απόκλιση από τους προγραμματισμένους στόχους.

Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο μιας επί το πλείστον χαραγμένης πορείας, σχεδιασμένης αριστοτεχνικά πάνω σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πνευματική βάση, κάθε στάση και πρόταση πολιτικής που δεν εκλαμβάνει ως δεδομένη την παγκοσμιότητα, χαρακτηρίζεται ως μη ρεαλιστική και ως εκ τούτου θεωρείται ότι έχει ασαφές πολιτικό νόημα. Όταν, λοιπόν, κανείς μιλά τη γλώσσα της πολιτικής, το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να επισημαίνει την ανεπάρκεια και απανθρωπία των προϋποθέσεων και των αξιών που στηρίζουν την παγκόσμια κοινότητα. Αυτή την ανεπάρκεια και απανθρωπία ψηλαφούμε στίς μέρες μας με τρόπο εξαιρετικά επώδυνο και φθοροποιό. Τη βρίσκουμε στό σκληρό πυρήνα της μοναξιάς που κατοικοεδρεύει στίς μεγαλουπόλεις, στήν αποξένωση και χαλάρωση της οικογένειας, και κατ΄ επέκταση της κοινωνικής ζωής, στήν οργή που μπαίνει στίς ψυχές των παιδιών και είναι καθρέφτης του κενού που τους τριγυρίζει, στή φιλαργυρία και αρπακτικότητα που στοχεύει στήν ατομική μας "επιτυχία" έστω και μέσα από την αλληλοεξόντωση. Την ψηλαφούμε στή συλλογική αδιαφορία και κυνικότητα με την οποία οι κοινωνίες της κατανάλωσης αντιμετωπίζουν τους φτωχούς και πεινασμένους της γης. Την αντικρίζουμε στήν εγκληματική βαρβαρότητα με την οποία οι "αναπτυγμένες" δυνάμεις επιδίδονται στό όργιο της εγκληματικής καταστροφής, χάριν των πολιτικών τους επιδιώξεων, προβάλλοντας αναίσχυντες δικαιολογίες με μια υποκρισία που αναμφίβολα τους έχει γίνει δεύτερη φύση.

Η κριτική αυτή έχει χωρίς αμφιβολία τη δύναμή της, και όταν αντανακλά μια συνέπεια ήθους και ζωής είναι δυνατό να ταράξει μερικές συνειδήσεις. Από την άλλη μεριά, η ώσμωση των αξιών και του προτύπου της ζωής που χαρακτηρίζουν τον Δυτικό κόσμο είναι τεράστια, ώστε η όποια κριτική πάντα κινδυνεύει να μένει θεωρητικός λόγος χωρίς διαρκές αντίκρισμα. Έτσι, συνήθως κάνει μια προσωρινή εντύπωση και παρέρχεται.

γ΄ Δύο ασύμπτωτες οντολογίες

Πέρα κι από τον λόγο της κριτικής, πέρα από τον θεωρητικό λόγο που αρθρώνεται αναγκαστικά με τις γλωσσικές και φιλοσοφικές προϋποθέσεις που επιβάλλει ο σημερινός τρόπος ζωής, βρίσκεται η ζωή της Εκκλησίας. Από τη ζωή αυτή πηγάζει η μόνη αληθινή δυνατότητα μεταμόρφωσης, όπου ο άνθρωπος βρίσκει την πληρότητα της ζωής, που νικά το θάνατο.

Η Εκκλησία αποτελεί το αντίδοτο στό δηλητήριο με το οποίο εξαπατά ο αρχαίος όφις τον σημερινό άνθρωπο. Ο διάβολος υποβάλλει στόν άνθρωπο να γίνει "ως Θεός" με τις δικές του φυσικές, ατομικές δυνάμεις. Τον εγκλωβίζει έτσι στόν αδιέξοδο κύκλο της φθοράς. Η ζωή και η σκέψη των ανθρώπων στίς σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες υποτάσσεται πλήρως στόν τρόπο της φύσης και αποδέχεται ως δεδομένη τη φυσική φθορά, χωρίς να αναζητεί την οντολογική δυνατότητα της διεξόδου από την πεσμένη κατάσταση. Η λεγόμενη "κουλτούρα του θανάτου", που διαδίδεται ανησυχητικά σε πολλές από τις κοινωνίες μας, εκφράζει τη βαθιά ανακωχή που έχει κάνει ο άνθρωπος με τις δυνάμεις που τον φθείρουν. Η φθοροποιός αυτή υποκουλτούρα βρίσκει ανταπόκριση στίς ψυχές των νέων ακριβώς διότι εκφράζει τον βαθύτερο και υποσυνείδητο πυρήνα του πολιτισμού μας, τις οντολογικές του προϋποθέσεις, πέρα από τα υποκριτικά προσχήματα.

Η Εκκλησία καλεί τον άνθρωπο να βρεί την πληρότητα της ζωής σε κοινωνία με το Θεό, όχι ατομικά αλλά ως κοινωνία αγαπημένων προσώπων. Καλεί τον άνθρωπο να αντλήσει τη δύναμη όχι από τη φθαρτή του φύση, αλλά από τη Χάρη του αγίου Πνεύματος. Αυτή η Θεία Ενέργεια, που κατέρχεται στήν εκκλησιαστική σύναξη, ιατρεύει τη φύση και χαρίζει στόν άνθρωπο την εμπειρία της αφθαρσίας και την ελπίδα της ανάστασης. Μεταμορφώνει τη φύση, χαρίζοντάς της τη Δόξα της Θεότητας και κατεργάζεται τον άνθρωπο καθ΄ ομοίωση του Χριστού.

Έτσι, λοιπόν, ο τρόπος της Εκκλησίας είναι ασύμπτωτος με τον τρόπο ζωής που υιοθετεί ο κόσμος, διότι διαφέρουν ριζικά οι προϋποθέσεις της ζωής. Ο κόσμος έχει σαν κέντρο τον φυσικό, τον φθαρτό άνθρωπο. Η Εκκλησία έχει σαν κέντρο τον αληθινό, τον αιώνιο άνθρωπο, το οντολογικό μας πρωτότυπο, τον Ιησού Χριστό. Οι δύο διαφορετικοί αυτοί τρόποι της ζωής, οι αντικρουόμενες αυτές προϋποθέσεις, αντιπαλεύουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, ειτε είναι συνειδητός χριστιανός ειτε όχι. Όλοι πλαστήκαμε κατ΄ εικόνα Χριστού και άρα στόν καθένα από μας υπάρχει αναμμένη μια σπίθα που φωτίζει τα βάθη της ύπαρξης και προσφέρει την αισθηση του οντολογικού προσανατολισμού. Στόν καθένα μας πάλι, υπάρχει σύμφυτος ο νόμος της φθοράς, που ως "έτερος νόμος", κατά τον απόστολο Παύλο, "λόγω θανάτου διά παντός του ζήν", μας υποτάσσει σε μια δουλεία. Αφού και οι δύο τρόποι συνυπάρχουν στόν άνθρωπο, η Εκκλησία δεν μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό της από τον κόσμο, με τρόπο που να δημιουργεί μια αφύσικη διαίρεση. Προσλαμβάνει τον κόσμο για να τον αγιάσει, να μεταποιήσει τη ζωή του σύμφωνα με τα δικά της οντολογικά δεδομένα. Δεν αποτελεί "ελίτ" αγίων, αλλά κοινωνία όπου οι άγιοι αγωνίζονται μαζί με μετανοούντες αμαρτωλούς να στραφούν προς τον Χριστό. Όμως, όσοι εκ του κόσμου αρνούνται τη δύναμη της Εκκλησίας, είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο μακριά από το Χριστό, υπόδουλοι στό θάνατο.

δ΄ Οι πνευματικές συντεταγμένες

Γιά να μεταφέρει μια γνήσια μαρτυρία ζωής, η Εκκλησία πρέπει να διαφυλάσσει απαραχάρακτες τις οντολογικές προϋποθέσεις που την καθιστούν αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Μόνο τότε η εκκλησιαστική ζωή σηκώνεται πάνω από τα εξωτερικά σχήματα και γίνεται "καινός τρόπος", φορέας κοινωνίας και ενότητας και όχι απλώς πολιτιστικό φολκλόρ, ηθική στάση ή θρησκευτική ιδεολογία.

Όμως, το μυστήριο της ανομίας εργάστηκε μέσα στούς αιώνες ώστε να υποτάξει την Εκκλησία στό κοσμικό της πρόσλημα. Αντί να αποτελούν το άλας της γης, οι Χριστιανοί εκκοσμικεύονται και απομακρύνονται σταδιακά από τις αληθινές οντολογικές προϋποθέσεις της Εκκλησίας. Χάνοντας οι άνθρωποι τις προϋποθέσεις αυτές τις υποκατέστησαν με τα εξωτερικά τους επιφαινόμενα, δηλαδή με αρχές που απλώς μοιάζουν, χωρίς να είναι οι βάσεις της Εκκλησιαστικής ζωής. Όλες οι αιρέσεις, από την αρχή του Χριστιανισμού, προσπαθούν να υποκαταστήσουν το οντολογικό κέντρο της χριστιανικής ζωής με μια παρεφθαρμένη εκδοχή του, που αν και έχει το ιδιο όνομα, όμως αναιρεί την αλήθειά του. Έτσι, αν και εξωτερικά διατηρείται το μόρφωμα της Εκκλησίας, χάνεται η πνευματική της δύναμη, διότι την αρνούνται οι ιδιοι οι άνθρωποι με τις βαθύτερες επιλογές τους.

Η αλλοτρίωση αυτή έγινε αρχικά μέσω της θεολογίας. Η θεολογία στή Δύση έχασε τον βαθύτερο οντολογικό της προσανατολισμό και άρχισε να υπηρετεί τα σχήματα της ανθρώπινης διάνοιας. Έγινε έτσι μια σχηματοποιημένη φιλοσοφία. Το νοησιαρχικό αυτό κατασκεύασμα προϋποθέτει ότι η πεσμένη ανθρώπινη διάνοια είναι επαρκής βάση για τη γνώση του Θεού και των όντων. Έτσι, υποκλέφτηκε η χριστιανική ζωή από τον τρόπο του κόσμου και αντί να υπηρετεί την οντολογική μεταμόρφωση κατέληξε να αναπαράγει τα σχήματα της φθοράς. Οι οντολογικές προϋποθέσεις της Εκκλησίας έπαψαν να είναι η ελεύθερη κοινωνία των προσώπων, μέσα στήν άκτιστη Χάρη του Θεού. Μετατράπηκαν σε ένα εξουσιαστικό σχήμα ιεραρχικής δομής με κεφαλή όχι τον Χριστό, αλλά τον επί γης "αντιπρόσωπό" Του, και με πηγή των χαρισμάτων όχι το Πνεύμα το άγιο, αλλά την παπική ιεραρχία, που διαχειρίζεται τη λεγόμενη "κτιστή" χάρη. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η Εκκλησία στή Δύση, αποξηραμένη πνευματικά, έφτασε να ταυτιστεί τελεσίδικα με τα κοσμικά εξουσιαστικά σχήματα σε σημείο που απέκτησε κρατική υπόσταση.
Σκοπός, βέβαια, δεν είναι να καταδείξουμε πώς απομακρύνθηκε η χριστιανική ζωή στή Δύση από τις προϋποθέσεις της αληθινής Εκκλησίας. Αυτό μπορεί να το βρεί κάθε ενδιαφερόμενος μελετώντας τη ζωή και το έργο των αγίων Πατέρων που υπερασπίστηκαν την Εκκλησία απέναντι στίς αιρέσεις, όπως ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και άλλοι. Έχει σημασία, όμως, να καταλάβουμε, ότι η δυναμική που αλλοτρίωσε τη Δύση, ενήργησε καταλυτικά τους τελευταίους αιώνες, υποσκάπτοντας και τα πνευματικά θεμέλια της Ορθόδοξης Ανατολής. Ο ορθολογισμός και η σχολαστική θεολογία της Δύσης επηρέασαν πολλούς Ορθόδοξους διδασκάλους που έζησαν και σπούδασαν στήν Ευρώπη. Ο Διαφωτισμός της Δύσης είχε μια αιγλη, καθώς υπήρξε φορέας καινούριων δημιουργικών ιδεών, μακριά από τη μεσαιωνική δεισιδαιμονία και πολιτιστική αποτελμάτωση. Άσκησε, λοιπόν, μεγάλη επιρροή σε πολλές Ορθόδοξες χώρες και κυρίως στή Ρωσία και στήν Ελλάδα. Οι διανοούμενοι, στίς χώρες αυτές, αποδέχτηκαν τα νέα ρεύματα, χωρίς κριτικές αντιστάσεις ορθόδοξης αυτοσυνείδησης.

Τα δυτικά φιλοσοφικά ρεύματα οδήγησαν πολλές ρωσικές ψυχές σε μια μορφή μηδενισμού, καλλιεργώντας μια διαβρωτική υλιστική στάση που έπαιξε το ρόλο της στήν κομμουνιστική επανάσταση. Στήν Ελλάδα, ο άκριτος θαυμασμός για τη Δύση δημιούργησε ένα φαινόμενο πνευματικού ραγιαδισμού και επέτρεψε στό καθεστώς των Βαυαρών να καταστρέψει αιώνιες δομές χριστιανικής ζωής και εκκλησιαστικής μαρτυρίας
(βλέπε υποσημείωση 2). Οι ορθόδοξες μορφές εκκλησιαστικής έκφρασης μπαίνουν στό περιθώριο και αντικαθίστανται από αναγεννησιακά κακέκτυπα, η ορθόδοξη πνευματικότητα θεωρείται ομφαλοσκοπία, η ζωντανή θεολογία με τη μορφή που τη δίδαξαν οι μεγάλοι Πατέρες αντικαθίσταται από μετριότατα σχολαστικά μελετήματα, τετριμμένης σημασίας. Ο ορθολογισμός γίνεται το κυρίαρχο εργαλείο στήν εξαγωγή θεολογικών συμπερασμάτων. Η εκκλησιαστική ζωή υποκαθίσταται από τη δράση ευσεβιστικών κοινωνικο-χριστιανικών οργανώσεων, που δομούνται κατά τα πρότυπα δυτικών ταγμάτων.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στό οποίο οι ορθόδοξες χώρες υποδέχονται τον εικοστό αιώνα. Ο αιώνας αυτός θα οδηγήσει την Εκκλησία σε μεγάλο πειρασμό. Η ζωή και η θεολογία έχει πλέον εκδυτικιστεί σε τέτοιο βαθμό, που ελάχιστοι πλέον κατανοούν την βαθύτατη οντολογική αιτία της αντιπαράθεσης ανάμεσα στήν Ανατολή και στή Δύση. Ακόμη λιγότεροι είναι αυτοί που ενσαρκώνουν τη γνήσια εκκλησιαστική ζωή, ώστε να είναι σε θέση να ψηλαφίσουν εμπειρικά τις διαφορές ανάμεσα στόν τρόπο της Ανατολής και σε αυτόν της Δύσεως. Στά μυαλά των περισσότερων Ορθοδόξων η διαμάχη έχει έναν ιδεολογικό χαρακτήρα αφηρημένων διατυπώσεων ή πολιτιστικών τριβών με ιστορικές και εθνικές ρίζες.

Μέσα από αυτή την οπτική, όμως, η συντήρηση μιας πολεμικής τριβής ανάμεσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία και στίς δυτικές ομολογίες δεν βρίσκει κανένα ηθικό και πνευματικό έρεισμα. Ο εικοστός αιώνας είναι η εποχή της απομυθοποίησης των ιδεολογικών συστημάτων. Είναι η εποχή του εκμοντερνισμού και της εκκοσμίκευσης. Είναι η εποχή όπου η συναίνεση και η συνεργασία ανάμεσα σε έθνη, λαούς και πολιτισμούς προβάλλει αναγκαία, σαν αντιστάθμισμα στήν οπισθοδρομική επιθετικότητα. Τέλος, είναι η εποχή της παγκοσμιοποίησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη για εξομάλυνση των πνευματικών διαφορών ανάμεσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία και στή Δύση έγινε πρωταρχικό αιτημα εκ μέρους όσων εργάζονταν για τους παραπάνω ανθρωπιστικούς στόχους.

Αυτές είναι οι πολιτικές και πνευματικές τάσεις που οδηγούν τις εξελίξεις και αποτελούν το γενικό πλαίσιο μέσα στό οποίο υπάρχει η Εκκλησία ενώπιον της τρίτης χιλιετίας. Κανένας λόγος για την Εκκλησία δεν μπορεί να έχει αληθινό πνευματικό αντίκρισμα, παρά μόνον αν ξεκινά από την κατανόηση της σημασίας που έχουν αυτές οι βαθύτερες πνευματικές διεργασίες.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η ζωή της Εκκλησίας δεν στοχεύει στήν ηθική τελειοποίηση των ατόμων, ούτε σε μια εξωτερική βελτίωση των όρων ζωής. Πάνω απ΄ όλα, είναι μια στροφή προς τη δυνατότητα της οντολογικής μεταμόρφωσης, όχι με τις φθαρτές φυσικές δυνάμεις, αλλά με την άκτιστη Χάρη και Θεία Ενέργεια των προσώπων της Θεότητας.

ε΄ Η αποστασία

Οι πολιτικές τάσεις της υπερεθνικής ολοκλήρωσης σε συνδυασμό με τη σταδιακή αμαύρωση των οντολογικών προϋποθέσεων της Εκκλησίας, ακόμη και ανάμεσα στούς Ορθοδόξους, έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή εκκλησιολογική σύγχυση. Η σύγχυση αυτή πλήττει καίρια την αντίληψη για τη φύση της Εκκλησίας και ανατρέπει το θεμέλιο της Ενότητας. Πλήττει την πνευματική βάση της Εκκλησιαστικής ζωής και επιτρέπει την εκκοσμίκευση και τη διαφθορά της.

Κέντρο της εκκλησιολογικής σύγχυσης είναι η διδασκαλία του Οικουμενισμού. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, μορφές χριστιανικής ζωής που προήλθαν από μια παραφθορά του ευαγγελικού κηρύγματος και καταδικάστηκαν από τους πατέρες της Εκκλησίας, θεωρούνται ως έγκυρες μαρτυρίες της αλήθειας. Η ζωή που στηρίζεται στίς θεολογικές προϋποθέσεις των δογμάτων αυτών θεωρείται ως γνήσια εκκλησιαστική ζωή, ικανή να δείξει στούς ανθρώπους το δρόμο της σωτηρίας.

Με άλλα λόγια, η εν Χριστώ σωτηρία δεν διδάσκεται ως γεγονός ενσυνείδητης οντολογικής μεταστροφής, αφού επιτυγχάνεται ανεξαρτήτως οντολογικών προϋποθέσεων. Η Εκκλησία δεν διδάσκεται ως μια μοναδικότητα και ενότητα ζωής, αλλά μάλλον ως μία πολλαπλότητα παραδόσεων, ανάμεσα στίς οποίες πρέπει να βρεθεί μια συναινετική βάση συνύπαρξης. Οι χριστιανοί καλούνται να ενωθούν και να κοινωνήσουν μεταξύ τους όχι μεταστρεφόμενοι εσωτερικά προς το μοναδικό σωστικό της υπάρξεως θεμέλιο, αλλά θεωρώντας εκ προοιμίου "ανεκτές" τις μεταξύ τους καίριες διαφορές στή βάση της πίστεως. Το κήρυγμα του Οικουμενισμού είναι η επίτευξη της ενότητας πάνω στή βάση του αμοιβαίου σεβασμού των υφισταμένων διαφορών. Η εξωτερική ενότητα που επιτυγχάνεται με τη μέθοδο του Οικουμενισμού βασίζεται στή δυναμική της νεωτεριστικής εκκοσμίκευσης μάλλον, και όχι στή μεταμόρφωση του όντος, κατά το ζητούμενο της Εκκλησίας
(βλέπε υποσημείωση 3).
Η μεταστροφή που ζητούν οι Οικουμενιστές είναι πλέον ηθική και αφορά στόν ατομικό άνθρωπο της φθοράς. Αφορά στή δυνατότητά του να συμβιώνει και όχι να κοινωνεί, να συνυπάρχει και όχι να ομονοεί
(βλέπε υποσημείωση 4). Ο Οικουμενισμός, μαζί με τις άλλες συναφείς κινήσεις και πολιτικές της Παγκοσμιοποίησης, δημιουργεί τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης, σε έναν κόσμο αμοιβαίου σεβασμού των "ατομικών" δικαιωμάτων.
Άς τονίσουμε εδώ, ότι το λάθος στόν Οικουμενισμό δεν είναι η αυτονόητη παραίνεση για πολιτική ισότητα και ανοχή των άλλων παραδόσεων, στίς πολυ-πολιτισμικές κοινότητες της σύγχρονης κοινωνίας. Το λάθος βρίσκεται στήν αναγωγή της πολιτικής ανοχής σε οντολογική αξία, σε βάση και πρόσχημα για τη διαφθορά του αληθούς νοήματος της πίστης και της διδασκαλίας για τη φύση της Εκκλησίας.

Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες που κηρύσσουν τον Οικουμενισμό και εργάζονται γι΄ αυτόν, διδάσκουν αρχές που είναι ξένες προς αυτές της Εκκλησίας. Επιπλέον αρνούνται την αγιότητα της Εκκλησίας, αφού θέτουν υπό αμφισβήτηση την παράδοση των αγίων Πατέρων. Πρακτικά, αρνούνται το γεγονός ότι η Εκκλησία, καθοδηγήθηκε διά μέσου των αιώνων από το άγιο Πνεύμα, "εις πάσαν την αλήθειαν".

Δυστυχώς αυτοί που διδάσκουν το καινοφανές αυτό κήρυγμα είναι προβεβλημένοι ιεράρχες που εκπροσωπούν αιώνιους εκκλησιαστικούς θεσμούς, και οι οποίοι εφαρμόζουν αυτή τη διδασκαλία στήν Οικουμενική τους πολιτική και στήν επίσημη συμμετοχή τους σε οργανισμούς όπως το "Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών".

στ΄ "Παραδοσιακός" Φονταμενταλισμός

Τίς τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε ένα υγιές αίτημα επιστροφής στούς πατέρες της Εκκλησίας και στή θεολογία τους. Αρκετοί θεολόγοι έχουν εργαστεί με συνέπεια πάνω σε αυτή τη βάση κι έχουν τονώσει το ενδιαφέρον για τη ζωντανή πατερική παράδοση. Ταυτόχρονα, όμως, γινόμαστε μάρτυρες μιας τάσης, ώστε με βάση τη διδασκαλία των εκκλησιαστικών πατέρων να δημιουργηθεί ένα λεγόμενο "παραδοσιακό" καλούπι σκέψης και ζωής. Η διδασκαλία των πατέρων δεν είναι πλέον η δυναμική αφορμή για να καταλάβουμε σωστά την πίστη και τη θεολογία και να δώσουμε περιεχόμενο στά τρέχοντα προβλήματα. Αντίθετα, μεταφράζεται σε μια στατική κωδικοποίηση, που βάζει τις λεπτομέρειες της ζωής σε μια θλιβερή δεοντολογία. Η πνευματική ζωή γίνεται κατανοητή στό πλαίσιο της εξωτερικής της πρακτικής, και μάλιστα "μετριέται" σε απόλυτο αριθμό μετανοιών, προσευχών, ακολουθιών. Η νηστεία χάνει σχεδόν το πνευματικό της περιεχόμενο και ζυγίζεται κι αυτή με βάση την αυστηρότητα με την οποία εφαρμόζεται. Η χριστιανική σκέψη μπαίνει στό στατικό καλούπι μιας ανελεύθερης διαλεκτικής. Η μοναστική υπακοή σε διακριτικούς γέροντες χάνει το στόχο της ενάντια στά πάθη και μετατρέπεται σε μια "γενικού σκοπού" καθοδήγηση, που προσφέρουν μοναχοί προς εγγάμους. Έτσι, η ζωή μετατρέπεται από άσκηση προσωπικής ελευθερίας σε τυφλή και συχνά καταστροφική υποταγή.

Σύμφωνα με την τάση που περιγράφουμε, η χριστιανική σκέψη μπαίνει στό στατικό καλούπι μιας ανελεύθερης διαλεκτικής. Η διδασκαλία των πατέρων ανάγεται σε μια μορφή φιλοσοφίας. Μετατρέπεται σε ένα ολιστικό σύστημα "αρχών", σε μια "ιεραρχία αξιών" που επαρκεί για την "ορθόδοξη" κατανόηση κάθε ερωτήματος που σχετίζεται με τη ζωή και τον κόσμο. Έτσι, η διδασκαλία των πατέρων γίνεται ιδεολογία, η οποία μάλιστα, με ειρωνικό τρόπο, θεωρείται αντι-δυτική και αντι-νεωτερική. Όπως την περιγράφουν οι υποστηρικτές της, είναι "μια φιλοσοφία, μια καθολικά εφαρμόσιμη εικόνα για τον κόσμο, μια μεταφυσική βασισμένη στό Χριστό"
(βλέπε υποσημείωση 5).

Αυτή η τάση πρέπει να διαγνωστεί ως μια μορφή φονταμενταλισμού. Αποτελεί ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται στίς περισσότερες δικαιοδοσίες και πρέπει να μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή. Είναι η "θεμελιοκρατική" προσέγγιση της πίστης, που τη μεταβάλλει σε στατικό σύστημα αξιών, την απομονώνει και την αποστερεί από κάθε δυναμικότητα και δυνατότητα παρέμβασης σε σημερινά προβλήματα. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, ο κώδικας ζωής περιλαμβάνει ακόμη και το ντύσιμο ή τη σωματική εμφάνιση, υποτάσσοντας έτσι κάθε ελευθερία προσωπικής έκφρασης.

Σε μια τέτοια κατανόηση της χριστιανικής ζωής, η Ορθοδοξία παύει να είναι μια ζωντανή και δυναμική εμπειρία της αλήθειας, πέρα από κάθε επιμέρους προσδιορισμό, τρόπο ζωής ή "σύνολο αρχών". Οι πατέρες της Εκκλησίας, όμως, αρνήθηκαν να δεχτούν ένα καλούπι έκφρασης του χριστιανικού βιώματος και εισήγαγαν μια αποφατική θεολογία, μέσα από την οποία ξεπηδά το γνήσιο, ελεύθερο ήθος της χριστιανικής βιωτής.

Είναι αληθές ότι όσοι προσεγγίζουν τους πατέρες με τέτοιες φονταμενταλιστικές προϋποθέσεις, συνήθως ασκούν σκληρή κριτική κατά του Οικουμενισμού, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται συχνά από συνέπεια λόγων και έργων. Πράγματι, καμμιά κατανόηση των Πατέρων, οντολογική ή σχολαστική, δεν είναι δυνατό να δικαιώσει και να προσδώσει νόημα στή διδασκαλία των Οικουμενιστών, διότι αυτή συγκρούεται τόσο με το βαθύτερο πνεύμα, όσο και με το απλό γράμμα της πατερικής εκκλησιαστικής παραδόσεως. Το πρόβλημα, όμως, με τη σχολαστική προσκόλληση στό γράμμα είναι ότι έτσι αναπαράγονται οι προϋποθέσεις της Δυτικής θεολογίας. Στίς περιπτώσεις αυτές εμφανίζεται το λυπηρό φαινόμενο, οι χριστιανοί να διαμαρτύρονται έντονα ενάντια στή φιλοδυτική στάση και τον Οικουμενισμό ιεραρχών και διδασκάλων, προβάλλοντας οι ιδιοι ως αντιστάθμισμα μια εκδυτικισμένη αντίληψη της σωτηρίας, με φανερές τις αυγουστίνιες ρίζες, και μια ακραία σχολαστική εκκλησιολογία και πρακτική. Έτσι, η κριτική, όσο κι αν είναι σκληρή, χάνει την πνευματική της δύναμη και τη βαθύτερη αυτοσυνέπειά της.

Συχνά, εμφανίζεται ένα είδος κριτικής ενάντια σε τέτοιες "θεμελιοκρατικές" τάσεις, εκ μέρους αυτών που εισηγούνται και κηρύσσουν τον Οικουμενισμό. Όπως, όμως, σε καμιά περίπτωση η κριτική κατά του Οικουμενισμού δεν επαρκεί για να δικαιώσει τις προϋποθέσεις ενός "παραδοσιακού" φονταμενταλισμού, έτσι και η κριτική των Οικουμενιστών κατά του φονταμενταλισμού δεν μπορεί να δικαιώσει την άρνηση των θεμελίων της πίστεως, που συνεπάγεται η οικουμενιστική διδασκαλία. Δεν είναι ίδιο χριστιανών να σκεπάζουν τα λάθη τους με τα λάθη των άλλων.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Η προσφορά της Εκκλησίας στόν κόσμο

ζ΄ Η εκκλησία και ο κόσμος

Ο κόσμος θα ακολουθήσει τη φυσική του διαδρομή, την προσπάθειά του να φτάσει στήν ειρήνη, την ασφάλεια, την ευδαιμονία, με τον τρόπο που αυτός καταλαβαίνει. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι να συστρατευτεί σε μια τέτοια προσπάθεια, υποκαθιστώντας τη δικιά της Αλήθεια με τα ιδανικά του κόσμου. Ακόμη κι αν έτσι γίνει πιο εύκολα αποδεκτή και αποκτήσει κοσμική αίγλη και θεσμική αναγνώριση, θα έχει χάσει την πνευματική δύναμη να σώσει τον κόσμο. Τα ιδανικά του κόσμου, όσο κι αν είναι υψηλά και θεμιτά και ποθητά για όλους τους ανθρώπους, βρίσκονται πάντα αντιμέτωπα με την αντινομία της φθοράς. "Ου βάλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς". Η δύναμη της μεταβολής που υπερβαίνει τη φθορά και ανασταίνει αληθινά τον κόσμο είναι η Χάρη, η άκτιστη Ενέργεια του Θεού, που αποτελεί την παρακαταθήκη της Εκκλησίας. Όταν οι άνθρωποι κηρύσσουν ένα είδος σωτηρίας εκ του κόσμου, τότε παύουν να μετέχουν στίς οντολογικές αυτές προϋποθέσεις και απομακρύνονται από την Εκκλησία και την πνευματική δύναμη της σωτηρίας που αυτή κατεργάζεται, με λόγο και με έργο.

Η Εκκλησία δεν βρίσκεται σε διαμάχη με τον κόσμο καθ΄ αυτόν, παρά μόνο με τον διάβολο. Αναγνωρίζει, όμως, την πεσμένη κατάσταση της κτίσης και κηρύσσει το ευαγγέλιο της σωτηρίας από τη φθορά. Για το λόγο αυτό δεν συντάσσεται με τον κόσμο, που εργάζεται υπόδουλος στή φθορά, παρά καλεί τους ανθρώπους να στρέψουν τη λογική τους δύναμη στό Χριστό, τον μόνο Αληθινό, και να αντλήσουν από Αυτόν όχι κάποια δύναμη φυσική, αλλά την άκτιστη Χάρη της Κοινωνίας με τη Θεότητα. Τους καλεί να παραδεχτούν έτσι, το ατελέσφορο και αδύναμο της φθαρτότητάς τους και τους ζητεί να κατανοήσουν με αυτό τον τρόπο τη δικιά της άρνηση να συνταχτεί πνευματικά με τα έργα της φθοράς.

Η στάση της Εκκλησίας, λοιπόν, απέναντι στά έργα των ανθρώπων του κόσμου, δεν είναι καθόλου μια στάση τυφλής και πολεμικής απόρριψης, χάριν μιας φανατικής προσήλωσης σε παρωχημένες μορφές ζωής. Χωρίς αμφιβολία, βέβαια, τα φαινόμενα του ιδεολογικού συντηρητισμού και της σκλήρυνσης αποτελούν μια συνηθισμένη στάση ανάμεσα σε Ορθοδόξους. Έτσι, η σύγχυση σχετικά με το ρόλο της Εκκλησίας επιτείνεται και η ασυνεννοησία ανάμεσα στούς Ορθοδόξους βαθαίνει.

η΄ Η βασιλική Οδός

Ο πνευματικός δρόμος της Εκκλησίας, όμως, δεν βρίσκεται ούτε σε μια μορφή φονταμενταλισμού, ούτε και στήν άρνηση της μοναδικότητας και της Ενότητας της Εκκλησίας, σύμφωνα με τους Οικουμενιστές. Είναι μια βασιλική οδός διακρίσεως, ορατή σε όσους καθαρίζουν το νού με τη μετοχή στό μυστήριο, αλλά δυσδιάκριτη για όσους επιμένουν να ζητούν εξασφάλιση στά φθαρτά καλούπια της νόησης ή στά εξωτερικά σχήματα του κόσμου. Αυτή η οδός είναι η προϋπόθεση της Εκκλησίας. Σήμερα, η προϋπόθεση αυτή ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή ενορίες αγωνιζομένων χριστιανών, που ομολογούν την αλήθεια με θάρρος και καθαρότητα. Πρόκειται για ένα ελάχιστο, διασκορπισμένο και συχνά διωκόμενο λείμμα.

Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι έτσι συνέβαινε πάντα, αφού αυτοί που ανήκουν στό Χριστό είναι πάντα οι λίγοι. Αυτό είναι αληθές πέραν αμφιβολίας, αλλά αυτό που αλλάζει στίς μέρες μας είναι ότι η κατά κόσμον στάση και διάθεση γίνεται θεσμός και επίσημη διδασκαλία. Αυτό συμβαίνει τόσο με το κήρυγμα και την επίσημη προβολή του Οικουμενισμού, όσο και με την επίμονη εισαγωγή της σχολαστικής θεολογίας και άλλων ανθρωπίνων παραδόσεων.

Είναι χαρακτηριστική των ημερών μας μια μορφή "αριθμητικής" της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι προσπαθούν να οριοθετήσουν το μυστήριο, για να ικανοποιήσουν την ανασφάλεια που απορρέει από τις νοητικές τους αβεβαιότητες. Ο καθένας χρησιμοποιεί το δικό του φίλτρο, το φίλτρο της ατομικής του δικαιωσης, και εφαρμόζει τους κανόνες της Εκκλησίας, για να "μετρήσει" την "κανονικότητα" και τη Χάρη της μιας ή της άλλης παράταξης. Έτσι, φτάσαμε σήμερα να κυκλοφορούν λίστες "κανονικών", "παραδοσιακών", "κανονικώς ενισταμένων", "γνησίων", και άλλων ομάδων. Αυτό που ελάχιστοι νοιάζονται να βυθομετρήσουν, πέρα από τα εξωτερικά επιφαινόμενα, είναι το βαθύτερο κριτήριο της μετοχής στό οντολογικό θεμέλιο της πίστης. Το κριτήριο αυτό περιλαμβάνει τη διδασκαλία του αληθινού νοήματος της πίστεως, ελεύθερο από ορθολογικά σχήματα και σχολαστικά καλούπια, ανυπόταχτο στά δεδομένα του κόσμου.

Όταν οι Χριστιανοί είναι αληθινοί και συνεπείς στήν ομολογία τους, μπορούν να γίνουν αληθινοί και στή ζωή τους, ώστε να αντανακλούν το φως του Χριστού. Μόνο τότε μπορούν πραγματικά να προσφέρουν στόν κόσμο και να αναδείξουν τη ζωή της Εκκλησίας ως ζωή κοινωνίας και αγάπης, πέρα από ηθικούς κώδικες, νομικισμό και κοσμικότητα. "Εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπη έχετε προς αλλήλους".

θ΄ Η διδασκαλία της Αλήθειας

Ένας από τους λόγους που οδηγούν στήν παραπάνω πόλωση ανάμεσα στόν εκμοντερνισμό και σε μορφές φονταμενταλισμού, είναι η αποσύνδεση της χριστιανικής ζωής από την πατερική θεολογία. Έτσι, το χριστιανικό βίωμα αποσυνδέεται από τις οντολογικές του προϋποθέσεις, και η χριστιανική ζωή συνδέεται μόνον με έναν εξωτερικό ηθικό κώδικα. Στήν περίπτωση των Οικουμενιστών, ο κώδικας αυτός αποσκοπεί στήν κοινωνική καταξίωση της θρησκείας, μέσα από την εργασία για την εξάπλωση των οικουμενικών αρχών και ιδανικών. Στήν περίπτωση των φονταμενταλιστών, ο ηθικός κώδικας αποσκοπεί στήν ατομική καταξίωση και δικαίωση, μέσα από την συντήρηση της παραδόσεως και την εργασία των αρετών. Και οι δύο περιπτώσεις προσπαθούν να περισώσουν ένα μέρος από το νόημα της εν Χριστώ σωτηρίας, έχοντας όμως εξοστρακίσει το οντολογικό θεμέλιο της πίστεως. Το θεμέλιο αυτό δεν αφορά στίς εξωτερικές κοινωνικές συμβάσεις, ούτε σε αθλήματα ατομικών επιδόσεων στίς αρετές, αλλά αφορά στόν βαθύτερο πυρήνα της ανθρώπινης υπάρξεως.

Πάνω στή βάση της πίστεως η ατομική αρετή δεν έχει αξία καθ΄ εαυτή. Ο μόνος σκοπός της είναι να χτίσει τον προσωπικό δεσμό με το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Παρομοίως, η κοινωνική ζωή δεν έχει αξία καθ΄ εαυτή, αλλά παίρνει αξία από το βαθμό στόν οποίο ενσαρκώνει την κοινωνία της Εκκλησίας, καθ΄ ομοίωση της ζωής της Αγίας Τριάδος
(βλέπε υποσημείωση 6).

Με το ίδιο πνεύμα, η σωτηρία δεν είναι ούτε επιβράβευση ενός ατομικού αγώνα, ούτε κάποιο κοινωνικό επίτευγμα ειρήνης και ευημερίας. Πάνω απ΄ όλα, η σωτηρία είναι η αποκατάσταση της προσωπικής κοινωνίας με τη Θεότητα, σαν αποτέλεσμα μιας ελεύθερης προσωπικής επιλογής. Η ελεύθερη αυτή κοινωνία με τον Θεό ιατρεύει τη φύση από την πικρία της φθοράς. Η ιατρεία της φύσεως καθιστά δυνατή την κοινωνία των προσώπων μέσα στήν Εκκλησία. Η κοινωνία αυτή, έχοντας ως συνδετικό κρίκο την Άκτιστη Ενέργεια του Θεού, ξεπερνά κάθε περιορισμό χώρου και χρόνου και φέρνει όσους μετέχουν σε αυτή σε μια Καθολική Ενότητα. Όλα τα άλλα κτίσματα συμμετέχουν κι αυτά, μέσα από τον κοινό σύνδεσμό τους με την ύλη της κτίσεως.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η οντολογική διάσταση της θεολογίας είναι η μόνη που μπορεί να περισώσει ακέραιο το νόημα της σωτηρίας και να εμποδίσει τη διάσπαση της ζωής και της διδασκαλίας σε μονομερείς και αντίθετες αποκλίσεις. Επίσης, βλέπουμε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει σωτηρία έξω από την Εκκλησία, αφού η ζωή της Εκκλησίας είναι συνώνυμη με τη σωτηρία.

Ίσως κάποιος διαπιστώσει ότι το αληθινό νόημα της θεολογίας, εκφρασμένο σε λέξεις βρίσκεται σε λεπτή ισορροπία και σε μικρή απόσταση από εσφαλμένες και αντίθετες μεταξύ τους διατυπώσεις. Όμως, η διαφορά δεν μετριέται στίς λέξεις, αλλά στήν ποιότητα της ζωής. Η μία είναι ζωή αληθείας και άσκηση προσωπικής ελευθερίας, ενώ η άλλη είναι ζωή λάθους, υποταγή στή μία ή στήν άλλη μορφή νομικισμού.

ι΄ Οντολογία, η κοσμική διάσταση της Θεολογίας

Το βίωμα της πίστεως πάνω στό οντολογικό της θεμέλιο, προϋποθέτει μία κατανόηση της ανθρώπινης υπάρξεως, πέρα από την φυσική ατομικότητα. Η φυσική ατομικότητα είναι αποτέλεσμα της διάσπασης που επέφερε η πτώση. Η καινούρια κατανόηση βρίσκεται στή δημιουργία του ανθρώπου κατά την εικόνα του Θεού, μία φύση σε πολλά διακριτά πρόσωπα. Φέροντας από τη δημιουργία του αυτή την εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ζήσει καθ΄ ομοίωση της ζωής των προσώπων της αγίας Τριάδος. Στό πρόσωπο του ανθρώπου εμφυσείται η Χάρη του αγίου Πνεύματος, που ζωοποιεί. Πέρα από τη φυσική, ατομική ζωή, ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και να υπάρξει εν αγίω Πνεύματι, μέσα στήν δόξα και ενέργεια της Θεότητας. Στό κέντρο της ορθόδοξης ανθρωπολογίας βρίσκεται η διάκριση μεταξύ "φύσεως" και "προσώπου" ή αλλιώς, "ουσίας" και "υποστάσεως".

Είναι φανερή στίς θεολογικές συζητήσεις η δυσχέρεια να αναπτυχθούν και να κατανοηθούν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ορθόδοξη οντολογία. Είναι κι αυτό μια απόδειξη για το πόσο μακριά βρισκόμαστε οι σημερινοί Χριστιανοί από το θεμέλιο της πίστης μας. Ίσως, εδώ, να είναι μια καλή ευκαιρία, για να δώσουμε μια εξήγηση για το νόημα της οντολογίας στήν ορθόδοξη θεολογία. Διότι, πρόκειται για ένα παρεξηγημένο, αλλά καίριο θέμα πίστεως, όπως θα έγινε κατανοητό από όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω.

Η οντολογική διάσταση της θεολογίας είναι το βίωμα της Εκκλησίας για το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης υπάρξεως και της δημιουργίας του κόσμου. Όπως κάθε εκκλησιαστική εμπειρία είναι ανέκφραστη και δεν χωρά σε διατυπώσεις ούτε σε φιλοσοφικές εκφράσεις. Αυτά που προορίζει ο Θεός για τον άνθρωπο και τον κόσμο είναι κατά τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, αυτά που "οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη". Για να αποκτήσει τη θεωρία τους ο άνθρωπος πρέπει να γεννηθεί εν Πνεύματι. Αυτή η γέννηση εν Πνεύματι, μέσα στήν Εκκλησία, έχει στάδια, ώστε όλοι να αποκτούν τη γνώση της αλήθειας, ο καθένας ψηλαφώντας την με διαφορετική ένταση. Όσο ο άνθρωπος καθαρίζει το νού του, τόσο πιο καθαρά βλέπει την αλήθεια.

Οι πατέρες της Εκκλησίας δεν έφτιαξαν ποτέ ένα σύστημα διδασκαλίας και ζωής, με βάση την εμπειρία τους. Καταθέτουν τα βιώματά τους, ο καθένας με τον τρόπο του, αλλά δεν τα ανάγουν σε φιλοσοφικό πλαίσιο αρχών, ούτε προσπαθούν μέσα από συστηματικές διατυπώσεις να ερμηνεύσουν την ύπαρξη. Ο τρόπος που εκφράζονται συνήθως δεν είναι ενιαίος και δεν έχει συστηματική συνοχή. Ο καθένας διατηρεί μια ελευθερία εκφράσεως. Μόνον για να προστατέψουν την εμπειρία της Εκκλησίας από τον πειρασμό των αιρέσεων επεξεργάζονται κοινές διατυπώσεις μέσα από τους Όρους των Συνόδων. Όσοι αναζητούν ενιαίες πατερικές διατυπώσεις για τα βαθιά μυστήρια της δημιουργίας, ώστε να επεξεργαστούν σχολαστικές ακαδημαϊκές θέσεις, συνήθως απογοητεύονται και χάνουν αυτή τη διάσταση της θεολογίας. Όμως, παρόλη την αποφατικότητα των πατερικών διατυπώσεων και την ποικιλία των εκφράσεων, είναι φανερό σε όποιον μελετά με καθαρότητα τους πατέρες, ότι η εμπειρία τους είναι μια υπέρ λόγον κατανόηση του σκοπού της υπάρξεως και της δημιουργίας του κόσμου. "Κατενόησα τα έργα Σου και εδόξασά Σου την Θεότητα", ψάλλει η Εκκλησία.

Αυτό το περιεχόμενο της χριστιανικής γνώσεως και εμπειρίας, που ερμηνεύει τον άνθρωπο και τον κόσμο, είναι η οντολογική διάσταση της θεολογίας. Αυτή τη γνώση ψηλάφησαν οι πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και άλλοι. Πάνω στό θεμέλιο αυτής της γνώσεως, οι άγιοι αγωνίστηκαν κατά των αιρέσεων και κατέγραψαν την εμπειρία της Εκκλησίας με τη μορφή συγγραμμάτων, που πέρα από τη θεολογική μαρτυρία που μεταφέρουν, αποτελούν και υψηλές φιλοσοφικές συνθέσεις. Διότι, πρέπει να πούμε, οι πατέρες δεν διακατέχονταν από μονοείδεια στή σύνθεση της θεολογικής τους εικόνας, αλλά χρησιμοποιούσαν αδιάκριτα τα εκφραστικά μέσα, αντλώντας κατά το δοκούν από τη φιλοσοφική και επιστημονική γλώσσα της εποχής τους.

Μέσα από την καταγραφή της πατερικής εμπειρίας, αναδύεται μια συγκλονιστική οντολογική εικόνα, που παραπέμπει κατευθείαν στό κάλλος της δημιουργίας του Θεού. Η ερμηνεία των πατέρων δεν αναφέρεται απλώς στά δεδομένα της πεσμένης φύσεως. Είναι φανερό ότι τη φυσική αυτή γνώση, οι πατέρες τη μοιράζονται με τους επιστήμονες της εποχής τους, αφού τιμούν την επιστήμη ως δώρο του Θεού και πολλοί εντρυφούν στά συμπεράσματά της. Η δικιά τους γνώση προχωρεί ακόμη πιο βαθιά, σε ένα επίπεδο απρόσιτο και στήν πιο σύνθετη επιστήμη. Οι πατέρες δεν ασχολούνται με τις φυσικές διεργασίες, αλλά ψηλαφούν την προαιώνια Βουλή του Θεού και την ιστορική διαδρομή της Χάριτος, που οδηγεί στήν εν χρόνω εκπλήρωση του Θείου σχεδίου.

Η προοπτική των πατέρων δεν υποφέρει από σχολαστικά στεγανά. Είναι η ιδια Χάρη που θέτει σε κίνηση το Σύμπαν, ζωοποιεί τα ύδατα προς ζωογονία, αρδεύει τον παράδεισο, φωτίζει τους προφήτες, γονιμοποιεί την Παρθένο, κατέρχεται κατά την Πεντηκοστή, συστήνει την Εκκλησία. Αυτή η Άκτιστη Χάρη συστήνει και τον άνθρωπο κατά το οντολογικό του πρωτότυπο, τον καθιστά εικόνα Θεού. Αυτή είναι που οδηγεί στό πλήρωμα του χρόνου και στήν αποκατάσταση της κτίσεως.

Η οντολογία της Εκκλησίας έχει ιστορική διάσταση. Αναδεικνύει την ιστορία σε πεδίο εκπλήρωσης του έργου του Θεού, όπου πραγματοποιείται το σχέδιο του Θεού για όλα τα όντα. Η οντολογία της Εκκλησίας μαρτυρεί για το ότι αυτό που κατ΄ αρχήν συστήνει τα όντα δεν είναι η φύση, αλλά η Άκτιστη Χάρη, η Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που συνδέει τα υπαρκτά με το Θεό, την Πηγή της υπάρξεως, κατά το σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Από τη Χάρη αυτή πηγάζουν και οι φυσικές ενέργειες των υπαρκτών και αυτή την Άκτιστη Χάρη εικονίζουν.

Χωρίς αυτή τη γνώση, ερήμην αυτού του λόγου περί της υπάρξεως, που δίνει νόημα στή ζωή και στή δημιουργία, δεν είναι δυνατό να υπάρχει αληθινή θεολογία. Υπάρχει μόνον μια ελλιπής εικόνα, που οδηγεί συχνά σε μια ασφυκτική νοησιαρχία. Οι άνθρωποι καταλήγουν σε μια σχολαστική γλώσσα, που χωρίζει τη γνώση σε στεγανά και την εξετάζει κατά κατηγορίες. Η αληθινή θεολογία, όμως, διαπερνά όλα τα στάδια της γνώσης, η εικόνα της έχει μια εσωτερική συνοχή και ενοείδεια, διότι πατά σταθερά σε ένα ενιαίο οντολογικό θεμέλιο.

Όσοι διαβάζουν προσεχτικά τα παραπάνω, κατανοούν ότι η οντολογική διάσταση της ορθόδοξης θεολογίας δεν παραπέμπει ούτε στή μεταφυσική των πλατωνικών ή νέο-πλατωνικών φιλοσόφων, ούτε στόν υπαρξισμό των φιλοσόφων του εικοστού αιώνα. Η θεολογία είναι ένας "άλλος" τρόπος εμπειρίας και γνώσης, μέσα στή Χάρη του Θεού. Χρησιμοποιεί τη σάρκα της γλώσσας, αλλά τη μεταποιεί σε νόημα "καινό".

Ίσως είναι χρήσιμο στό σημείο αυτό να θυμίσουμε και την παραίνεση του π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, για την ανάγκη να αποκαταστήσουμε σήμερα τη φιλοσοφική διάσταση της ορθόδοξης θεολογίας, ώστε να υπάρχει ένας ανοικτός δρόμος μαρτυρίας και μια γέφυρα επικοινωνίας με τη γλώσσα του κόσμου. Είναι κι αυτό ένα παράδειγμα για το πώς η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο, χωρίς να υποτάσσεται σε αυτόν, αφού χρησιμοποιεί τα εκφραστικά του μέσα για να τα αγιάσει, μεταφέροντας τη δικιά της διδαχή και μαρτυρία.

ια΄ Η ενορία, η Καθολική Εκκλησία

Η ενσάρκωση της ορθόδοξης θεολογίας είναι η ορθόδοξη ενορία. Επειδή χάσαμε το νόημα της θεολογίας και την αποσυνδέσαμε από τη χριστιανική ζωή, γι΄ αυτό χάνεται και το νόημα της ενορίας και αποδυναμώνεται ο πνευματικός της ρόλος.

Η ενορία αποτελεί την τοπική Εκκλησία, τη συγκεκριμένη σύναξη των πιστών, όπου υπάρχει το πλήρωμα της Χάριτος. Κάθε ενορία αποτελεί την Καθολική Εκκλησία, έστω κι αν αποτελείται μόνον από δύο ή τρείς πιστούς. Διότι είπε ο Χριστός, "όπου εισίν δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί και εγώ εν τω μέσω αυτών".

Μέσα στήν ενορία ασκούμαστε στήν αγάπη, αμβλύνουμε τις αντιθέσεις μας, ομονοούμε στήν πίστη, μνημονεύουμε τους αγίους, γινόμαστε κοινωνία αγαπημένων προσώπων. Εκεί, λοιπόν, πραγματοποιείται ο σκοπός της δημιουργίας μας, που είναι να ζήσουμε μετέχοντας στή ζωή της αγίας Τριάδος.

Η Εκκλησία δεν είναι αφηρημένη και θεωρητική γενικότητα, αλλά η απτή πραγματικότητα της ενορίας. Για πολλούς, σήμερα, ενορία είναι ο ναός και οι κληρικοί που τον λειτουργούν. Ο λαός, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, προσέρχονται απλώς ως επισκέπτες τις Κυριακές, ή και συχνά κατανοούν την ενορία ως την φυσική προέκταση του ληξιαρχείου. Ακόμη κι αν θελήσουν να ενταχθούν στήν ενοριακή ζωή ως ενσυνείδητα μέλη της σύναξης, συχνά προσκρούουν στό κληρικαλιστικό φρόνημα των ιερέων, που ενεργούν σαν να θεωρούν την ενορία κτήμα τους.

Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό, κατά τα χρόνια που έρχονται, από το να συστήσουμε τις τοπικές εκκλησιαστικές μας κοινότητες με τον τρόπο που διδαχθήκαμε από την παράδοση της Εκκλησίας. Δεν έχει κάν σημασία αν τα όρια της ενορίας ταυτίζονται εν τέλει με αυτά της κατ΄ οίκον Εκκλησίας. Αυτό που έχει σημασία είναι να υπάρχει η συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας, που μεταφέρει την παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων αληθινή, από γενιά σε γενιά. Το να συστήσουμε τέτοιες κοινότητες, να τις καλλιεργήσουμε πάνω στό θεμέλιο της πίστεως και να τις κρατήσουμε σε αγαπητική κοινωνία μεταξύ τους είναι το έργο που ζητά από μας ο Χριστός, ώστε να γεωργήσουμε τον αμπελώνα Του, σε αυτούς τους έσχατους χρόνους.

Άς γνωρίζουμε ότι ο διάβολος θα πολεμήσει αυτή την προσπάθεια, διότι το έργο της Εκκλησίας είναι η κατάργηση των έργων του διαβόλου. Θα χρησιμοποιήσει τα πάθη μας για να πλήξει την ομόνοια και την αγάπη μέσα στήν ενορία. Θα βάλει θλίψεις και πειρασμούς ώστε να πλήξει την πνευματική συνοχή ανάμεσα στίς ενορίες. Θα χρησιμοποιήσει δικούς του ανθρώπους για να πλήξει την ακεραιότητα και την καθαρότητα του φρονήματος. Γι΄ αυτό, η γνήσια χριστιανική ζωή συνδέεται με πολλούς αγώνες και πολλούς πειρασμούς. Όσοι εργάζονται με πόνο μέσα στήν Εκκλησία φέρουν στήν ψυχή και στό σώμα τα στίγματα του πολέμου με τον άρχοντα του αιώνος τούτου. Άς οπλιστούμε, λοιπόν, με υπομονή και αγάπη, "έως ού ημέρα διαυγάσει και φωσφόρος ανατείλη εν ταίς καρδίαις ημών".

ιβ΄ Επίλογος

Η Αποκάλυψη μας φανερώνει την εικόνα μιας γυναίκας περιβεβλημένης τον ήλιο, με τα πόδια της στό φεγγάρι, ωδυνόμενη για να γεννήσει παιδί. Καταδιώκεται από τον διάβολο, που παραμονεύει ως δράκων για να κατασπαράξει τον καρπό των ωδίνων της. Το τέκνο της αναλαμβάνεται στούς ουρανούς, ενώ η γυναίκα φεύγει στήν έρημο, όπου προστατεύεται από τις επιβουλές του όφεως.

Αυτή είναι η εικόνα της Εκκλησίας κατά τους τελευταίους καιρούς, διωκόμενη από τις δυνάμεις του διαβόλου, αλλά ταυτόχρονα ένδοξη και αγωνιζόμενη να γεννήσει την εν Χριστώ σωτηρία. Επίσης, είναι μια εικόνα της Εκκλησίας όλων των εποχών, καθώς σηκώνεται υπεράνω "αυτού του κόσμου" της φθοράς, και ιπταται ψηλά, όπως ο αετός, ξεφεύγοντας από τις δυνάμεις που προσπαθούν να την καθυποτάξουν.

Αυτή η εικόνα της Εκκλησίας σε κατάσταση εξόδου και φυγής στήν έρημο, για να παραμείνει ελεύθερη, γίνεται διαρκώς πιο φανερή στίς μέρες μας. Αυτό δεν συμβαίνει απλώς διότι ο Χριστιανισμός σε πολλές χώρες παύει να χαίρει το καθεστώς της επίσημης προστασίας που είχε παλαιότερα ή επειδή οι πολιτειακοί θεσμοί εγκαταλείπουν το δεσμό τους με τη θρησκεία. Αλλά μάλλον οφείλεται στό ότι το μυστήριο της ανομίας φτάνει σε ένα ιστορικό και πνευματικό αποκορύφωμα, καθώς εισέρχεται στούς ιερούς τόπους, μέσα στούς ιδιους τους εκκλησιαστικούς θεσμούς, που έχουν ταχθεί να προστατεύουν την αλήθεια.

Ο μόνος τρόπος να εργαστούμε τη σωτηρία μας σε τέτοιους καιρούς και να προσφέρουμε μαρτυρία αληθείας στόν κόσμο είναι να αποκαταστήσουμε τη βάση της πίστεως με έργο και λόγο. Κατ΄ αρχή θα πρέπει να κηρύξουμε τη σωτηρία ως οντολογική πραγματικότητα και να μη τη βασίζουμε σε κατά κόσμο ή σε φονταμενταλιστικές προϋποθέσεις. Επίσης, θα πρέπει να χτίσουμε την τοπική Εκκλησία και να της δώσουμε το πραγματικό της περιεχόμενο, αυτό της Καθολικής Εκκλησίας. Πρόκειται για Αποστολικό καθήκον πρωταρχικής σημασίας. Θα πρέπει να τηρήσουμε ένα μέτρο προστασίας της ομολογίας και της κοινωνίας μας και να μη τη διαφθείρουμε με κανενός ειδους ψεύδος. Σ΄ αυτή την ορατή ενότητα και συνέπεια πίστεως και ζωής βρίσκεται η αληθινή μας προσφορά στό σημερινό κόσμο. Οφείλουμε να στοχεύουμε σε μια Χριστιανική ωριμότητα και ουσιαστική γνώση αν θέλουμε να πλησιάσουμε έναν κόσμο που έχει ήδη ωριμάσει στήν αμαρτία και στήν κοσμική γνώση. Δεν είναι εύκολη προσπάθεια, αλλά παρόλη τη δυσκολία, φέρνει την ευλογία του Θεού, που είναι συνώνυμη με τη σωτηρία.

 



ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ